Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

ΠΩΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕ ΤΟ ΝΟΥ ΜΑΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ

 (… όπως όταν μετράς τον αγέρα στα σώματα και δεν ξέρεις

αν είναι η βοή απ’ τα συντρίμματα νησιών ή φίλημα απ’ του Αιγαίου το γαλάζιο):

Πώς να ορίσεις τη Θάλασσα που φύγαμε ταξιδεύοντας αθόρυβα

Πώς να την ορίσεις στα βουρκόνερα των Ποιητών;

 

Παράξενα που γεννιόταν η θάλασσα πάνω στους γρανιτένιους βράχους του Αναπλιού!

Σκόρπιζε τα κουπιά απλόχερα σε κάθε δίψα λυπημένη

 και τα δελφίνια στο πλάι των αγγέλων σήκωναν σχήματα στις φλέβες και παράσερναν τα δάχτυλα μας στα βαθιά

Έβγαινε τόσο ζωντανή τούτη η θάλασσα στην καρδιά μας, που δύσκολα την έδενες του αποχωρισμού

Κι ο Ποιητής, που ήταν δικός της και δικός μου στύλωνε με λέξεις τα μάτια δείχνοντας το νερό δείχνοντας το αίμα

Πώς τρέλαινε το νου μας η θάλασσα των ματιών!..

 

Δροσερή κι άσπρη στο στήθος, πλησιάζω τα χέρια μου στους ήχους του νερού

και μεγαλώνω - μεγαλώνω δίκαιες επιθυμίες

λησμονώντας τις πέτρες που με προσφωνούν

Έχει μια τελειότητα η κομμένη πράξη του νερού

με τις στροβιλίζουσες περιφέρειες

Στην καταιγίδα, γυρίζει τις πράξεις στο κενό

κι είναι πολλές φορές που στήθη διαιρούμενα

στεγνώνουν πάνω τους το σίδερο του πόνου

Άσπρη - άσπρη διεκδικώ τη θάλασσα, δεμένη ανοιχτές επιθυμίες

κι ας απειλώ με κύλισμα το αίμα και με βουνίσιο ψήλος την ψυχή

Είμαι αυτή που βγήκε απ’ τη ροή της σαν κορασίδα

να χαιρετήσει μιαν αιωνιότητα

Είμαι μονάχα ελευθερία στα ποιήματα κι αναγκαιότητα από αιώνες του θεού

 

Το νερό άστραφτε φρεσκοπλυμένο τριανταφυλλί πυρπολούσε το κύμα που στριμωχθήκαμε

κι ο ήλιος ν’ ανεμίζεται σε δυο μεγάλες δροσοστάλες

Να γελούν οι σμαραγδένιες του πνοές κι η θάλασσα να συγκρατεί φωτιά

Έτσι την αφήσαμε να ξημερώνει κάτω απ’ τους ευκάλυπτους

είπαμε κάπου να τη φυλάξουμε

έτσι είπαμε, κοιτάζοντας την να ευωδιάζει

 

Φωτιά, φωτιά λεπτή

αχ φωτιά μου, κρύβε τον κύκλο στα κορμιά…

(οι πρώτες στροφές  από το ποίημα  ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ – που συνεχίζεται αμέσως παρακάτω - στη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 2009.

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται τα ποιήματα:

ΗΔΟΝΙΚΗ ΠΛΗΓΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ. Επισκέπτες όλοι μας στα μάτια της

ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΚΑΠΟΤΕ πως ονειρεύτηκα  μια μικρή βροχή

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΙΗΓΙΕΤΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ: Δεν ωφελούν ενσώματες  ενστάσεις στα ποιήματα που αφηγούμαι…

και ΕΠΙΜΥΘΙΟ ένα άτιτλο ποίημα για τα…

Πενήντα τρία χρόνια που με συναρμολογούσες δίχως να σέβεσαι τα στήθια μου… μια νύχτα που ήταν ΠΟΛΕΜΟΣ 

 


ΦΩΤΙΑ, ΦΩΤΙΑ ΛΕΠΤΗ, ΑΧ ΦΩΤΙΑ ΜΟΥ, ΚΡΥΒΕ ΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΣΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

(η συνέχεια από το ποίημα ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ στη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ 2009)

Έτσι χαιρόμασταν τη γη της ωραιότητας

Κάθε πρωί λύναμε τα σύρματα της ζωής

και φυλακίζαμε το γέλιο στα χορτάρια με Άγγελους και ήλιο

και αξεχώριστο βάρος κορμιού

Κατεβαίναμε από το ρούχο της μοναξιάς

και υγραίναμε αναπνοή στον έρωτα

ως τη μνήμη της θάλασσας φτάναμε

που μας οδηγούσε στ’ ανοιχτά του πελάγου

 

Έτσι κρατώντας λίγο ζεστό ψωμί αγγίζαμε την πείνα μας

και ξαναφέρναμε σιωπή στην όραση της πέτρας

 

Χθες βράδυ κρέμασα το καλοκαίρι στο λαιμό

και μήτε άφηνα την κάμαρη ανοιχτή να υποψιαστούν

τη θάλασσα που έριξα ωραία να πλέει

όπως στο γιαλό με τις ελιές

Ο ήλιος έκαιε στα μαλλιά σου

και τρελαινόμουν να κάνω βουτιές με τα χέρια

στα μπλεγμένα σου μαλλιά

τρελαινόμουν να σε μυρίζω καταμεσής του κόσμου

Όλοι πεινούσαν βλέποντας αρμύρα

κι εγώ γελούσα με τη μικρή στάλα στο μέτωπό σου

της έλεγα θα πέσεις

στάλα μικρή από τα μάτια σου

γελούσε τρυφερά

Η θάλασσα, που ακούαμε τις αυγές αγαπημένε

τρία μερόνυχτα σε ψάχνει

πίσω από την κάμαρη παραμονεύει

μετράει τα κύματά της

 

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα βουνά

που κλειστά ακούνε τη θάλασσα

και ψάχνουν ίσκιους σκληρούς ν’ αγγίξουν τον ύπνο της

Στάλες - στάλες να μάχονται και δεν μιλά κανείς στις πικροδάφνες

που λιγοστεύουν τα κύματα στην άκρη του γκρεμού

ψηλαφώντας τάχα την απέραντη σιωπή της

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα μάτια

που περιμένουν δυο τρία μέτρα ψηλότερα στο βουνό

και φυσούν απελπισμένο βοριά πάνω της

θαμπώνοντας το λεπτό νερό που ξεδιψούν τα καράβια

κι εκείνους που χάθηκαν πίνοντας βροχή

Σκέφτηκε κανείς

πόσο μ’ αρέσει να την ακούω

ακόμα κι όταν θολώνει το νερό της;

συλλογίστηκα μια βραδιά πως κοβόταν ο καιρός μέσα της

και φώναξα μιας μοίρας στην ακρογιαλιά

να μ’ αφήσει να τυλιχτώ το κορμί της

το κορμί που πέθαινε για τη μοίρα της

Έτσι τη θυμάμαι

γυμνή του στήθους της να βγαίνει στην αρμύρα μου.

 

Ήταν θέμα καιρού που άρχισαν τα χέρια από τα άκρα των ποδιών

Ν’ αποκαλύπτουν τη ρωγμή

Ναι, οι καιροί που κρέμονταν φλεγόμενοι στις αισθήσεις

της νερένιας γυναίκας

 

Και ο ήλιος! Τι απίστευτη τυραννία μ’ εκείνο το ζεστό κακό

να σκεπάζει τον αέρα της θάλασσας και να λες

αχ τώρα θα λιώσει την πιο βαθιά εισπνοή

θα σπάσει και την πέτρα στην επιθυμία

Και η συνείδηση, που λησμόνησε ο ήχος της ανθρώπου

θα σκορπίσει ανάμεσα των ενστίκτων του θέρους

 

Αν υπήρχε λίγο χιόνι στο πνεύμα των βράχων

ο ήλιος θα ’σπαγε ολότητα

κι η άνθρωπος, τον ήχο στις κλειδώσεις

Ένα χιόνι, στην πιο βαθιά μου όψη.

 

Την είδα που ακολούθησε τη θάλασσα με διαγραφές

κι αμέσως έπειτα να σκύβει πάνω της γυρεύοντας νερό

Και το πρόσωπό της όπως χαμήλωνε σε δυο ρυτίδες

στέγνωσε κάτω απ’ το δέρμα

Πόσο μου θύμισε της πέτρας την επιθυμία

που μάχεται ολόκληρες πλαγιές τόσο υπομονετικά

να κυλήσει πλάι στη θάλασσα

κι ας ξέρει μέσα στο βυθό

το στήθος θα πεινά.

 

Την είδα, το χέρι της να διαλέξει πέλαγο

κι ύστερα τίποτα

Δυο πέτρες βλέπω ακόμη να με κοιτάζουν

δυο μαύρες ριζωμένες στο βυθό

Δε βρίσκω το νερό στα χέρια

 

Να μπορούσαμε ν’ αγαπήσουμε τη θάλασσα του δράματος

που τη βρήκαμε νεκρή ένα καλοκαίρι

και κανείς δεν πέρασε το χέρι κοντά στα σκοτωμένα της κουπιά

Την κοιτάζω και θυμάμαι που αγάπησε κάποτε

το αίμα στο γόνατό μου

δέκα νύχτες έκλαιγα από το στήθος

και μ’ ακολουθούσε σιγά - σιγά

σφίγγοντας με το κύμα της τα μάτια μου

Ποιος να τη βοηθήσει

που μένει εκεί καρφωμένη στη μεγάλη μοναξιά

ποιος να χτυπήσει ένα ψιλό νερό

του κύματος τα βλέφαρα ν’ ανοίξει

Ω να μπορούσαμε να την αγγίξουμε με λίγη αγάπη

που κανείς δεν φτάνει την αγάπη

 

Αλάτι και πληγές παντού μεσημέριαζαν

Κοιτούσε τον ήλιο και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει

αν το καλοκαίρι που ταξίδευε

μνημόνευε μια πανσέληνο στο νερό

που πατάς επάνω της και σε καταπίνει ως πέρα βαθιά τη νύχτα

ή έστηνε μια παράξενη απουσία

που τον θλίβει

Όπως όταν μετράς τον αγέρα στα σώματα

και δεν ξέρεις να είναι η βοή απ’ τα συντρίμματα νησιών

ή φίλημα απ’ του Αιγαίου το γαλάζιο

Αυτός, να σφίγγει με τα δάχτυλα τον ήλιο

Ν’ αντικρίσει τ’ αλάτι στους καρπούς

και να μην ξέρει πώς να σηκώσει τα χέρια που έσπασαν

ως το χιόνι της λύτρωσης

 

Και ποιος να γράψει για τη θάλασσα

που δεμένη πάνω στις πέτρες προχωράει ψάχνοντας τα παιδιά της.

Είναι πολλές οι πέτρες να παλέψει τις ημερομηνίες

να θυμηθεί τα χρόνια που βούλιαξαν τα παιδιά της

κι έπειτα, το χρώμα το δικό της

νοτίζει τις θύμησες και σβήνουν.

Ποιος να μιλήσει για τα βαθύτερα σαν καπετάνιος

κι ας γεννήθηκε σε πλατάνια και σε χορτάρια

που δεν φυτρώνουν τα νερά.

Τουλάχιστον ας γράψει κάποιος για τα ονόματα

που ακολούθησαν σαν άνθρωποι το νερό της και φιλήθηκαν.

 

Η γυναίκα ξέχασε στη ζεστή αμμουδιά τη γύμνια της

και το κύμα, διαρκώς αγγίζοντας το καλοκαίρι της

χαιρόταν του ονείρου της το σώμα.

Ακόμα κι όταν ένα ρεύμα, από τα κύματα της έκπληξης

γύρισε πίσω τα μαλλιά της μπρούμυτα στον κακό καιρό

χαμογελούσε.

 

Έκλαψες πάνω της δυο φορές.

Τότε αλήθεια μπορούσες όλη νύχτα να κλαις

μες τις αργοβράδιαστες θάλασσες του πλευρού της.

Κάτι έκλαψες πολύ

κι ήτανε βαρύ  δίπλα στις μικρές πέτρες

Ω, είναι αλήθεια πολύ βαρύ

το παρατημένο σου κλάμα πίσω στις Κυριακές

που δεν μπορώ πια να σε κλάψω 

[ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις Οδός Πανός 2009

 

ΗΔΟΝΙΚΗ ΠΛΗΓΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ

(… επισκέπτες όλοι μας στα μάτια της…)

Όλοι καίγονταν στο μέσον   

από μια ιδιοτροπία όμορφης γυναικός

που έβαφε τα σεντόνια της χάραμα    των πόθων.

Διότι έτσι μόνον οι άγκυρες   

και τ’ άλλα σύνεργα του λιμανιού

αρμάτωναν καράβι και κατάρτι.

Εκείνη άλλωστε

σειρές τις άγκυρες παρθένες    με τα νοήματα κινούσε.

 

Το σπίτι παλιό, κατασκότεινο που λαχταρούσες

να το λυτρώσεις κάμποσα χρόνια πριν, αυθάδικα

συνωμοτώντας στη σοφίτα

Η πόρτα γεμάτη ισορροπία, αλλά τα σκαλοπάτια

με κάμψεις ως το έδαφος

Κάποτε, ένα ξεκόλλησε για μια ολόκληρη μέρα και στην κάμαρη

η γυναίκα να φλογίζεται

να βροντά τον άνεμο που ξεκόλλησε το ανέβασμα του στήθους

παρηγορήσου να γελούν οι απέξω

αργότερα τυλίχθηκε σαν ένδυμα επάνω του, να ξεχνάει

όλο να ξεχνάει τους καβαλάρηδες που έσκαψαν

τα νύχια των ποδιών της

Είναι και τα παράθυρα, βλάφτουν πολύ τον άνεμο του σπιτιού.

Το χρώμα τους μισό της μοναξιάς

-ποιος να τους φέρει λουλούδια το χρώμα να συλλάβουν -

κι απ’ το στεφάνι τους ξεφεύγει μια λεκιά

λες να σκοτώσει νιότη

Μόνο το στεφάνι του κορμιού της, πάντα δεκαοκτώ χρονών

σαν κατεβαίνει από τη σάρκα στους μηρούς

υγραίνοντας τα φωτοστέφανα του έθνους

 

Ήταν πολύ πρωί και η πόρτα χανόταν στο δρόμο

που ίσως να πονούσε, με το κλειδί γυρίζοντας

εκείνον το διεστραμμένο τρόπο

να την ερεθίσει μέρα μεσημέρι

Πονούσε και η γυναίκα ανασαίνοντας την κίνηση

ανάσαινε και κρατούσε τα περίστροφα στήθη της γεμάτα

-πόσο πείσμωνε όταν τα πλήθη σφύριζαν στο κορμί της

με ένοπλα ξερολίθαρα και κανέναν αλαφρό άγγελο

Ήταν πολύ πρωί, ωστόσο τα σημάδια   στο τρίξιμο της σκάλας

Ακίνητη στο δώμα η γυναίκα

Τα στήθια δεν αντέχουν όταν ξεντύνονται να τρίζουν απειλές

Πάνω στο χέρι ενδεχόμενα – το μόλεμα στο αίμα της πονά -

κρατά την κίνηση σιγά, στο τελευταίο ενδεχόμενο

περίστροφα γελά με το τσιγάρο μαστιγώνοντας

την άδεια τους κοιλιά

 

Ένας τοίχος με κλειστά παράθυρα

-δε δείχνει παρά μόνο τη μαύρη κάμαρη από πίσω –

και μια γυναίκα   που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα γεράματα

Κι ένα στρώμα, που ήθελε πάντα στη συνωμοσία

να ζυγίζει το σώμα, ακόμα και την απόδειξη του στήθους

Ο τοίχος αγαπούσε τη γυναίκα

κι ας την τραυμάτιζε με ρωγμές καμιά φορά

ξυπνώντας τα παράθυρα ανοιχτά

Αγαπούσε να λείπουν τα τετράγωνα ανοίγματα   της πίκρας της

Την αγαπούσε χθες, αύριο

στο λησμόνησέ με, αγκάλιασέ με

τρυφερά ως την εικόνα της γέννησης

Την αγαπούσε πολύτιμα με την αρχή των υδάτων

Σαν κλειδί σοφίας του έρωτα

 

 

ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΚΑΠΟΤΕ

Να γράψεις κάποτε πως ονειρεύτηκα μια μικρή βροχή

να ’σπαγε τα χέρια, την ονειρεύτηκα πολύ σκαλίζοντας

τις λέξεις, οι λέξεις μου δυόμισι βήματα απ’ το θεό

που σύρθηκε στη σκόνη

και θάμπωσε τα λαμπερά μάτια

Να γράψεις και για τη σιωπή, ζεσταίνει όσο και να πεις τις λέξεις

που ’χουν μείνει, μίτρες από τη μήτρα τις αντέγραψα

δύσκολα ξεχνιούνται την ώρα του επισκεπτηρίου

Έτσι να το γράψεις στους τοίχους

Μόνο μην κλάψεις χαμηλώνοντας τα γράμματα

και χαρακώσουν θάνατο οι σκουριές

Να γράψεις κάποτε σαν χάδι, μυρίζοντας τις τσέπες μου

έτσι να γράψεις κι ας ανάβει νύχτα η βροχή

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις Οδός Πανός 2009]

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΙΗΓΙΕΤΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ

(… Δεν ωφελούν ενσώματες ενστάσεις στα ποιήματα που αφηγουμαι…)

Σήμερα είδα τη γυναίκα

Στο δρόμο για το σπίτι με τους ξύλινους φράχτες

και τον τρόπο που διάλεξαν οι γονείς μου να ζήσω

Με τον ίδιο τρόπο που ζουν όλες οι γυναίκες

με τη φθορά στον τράχηλο

Δεν ήταν ακόμα δέρμα του καλοκαιριού

Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχε αμφιβολία πως είχε βαπτιστεί

για να γεννήσει την ίδια της τη μάνα

και τουλάχιστον έναν πατέρα ορατό από απόσταση

στην ενοχή

Σας ζητάω, χαιρετήστε τη γυναίκα

επειδή αυτό θα σήμαινε πως μπορούν να γλιτώσουν

τα παιδιά της

παρόλο που κρατά σμάρι φωτιάς στις φλεβίτσες των ματιών

Έπιασε κουβέντα με το αίμα της

που έσταζε ως αγιασμός σε θάνατο

Είμαι μια μέλισσα μου είπε

κακοντυμένη επιδέσμους στην έφηβη πληγή

είμαι το γάλα της σελήνης

βρόμικο σαν τους δολοφόνους

ένα τεράστιο κυρτό μυρμήγκι από της μάνας μου το σώμα

μιλώ   κι αρνιέμαι

το γ΄λα απ’ τις ρώγες του πατέρα

ούτε γυναίκα ούτε αίμα, ένα σκουλήκι είμαι

Βρες τον αφαλό μου, βρες με να υπάρξω

 

Τα μάτια όλα γίνηκαν ώμοι και μπράτσα τεντωμένα

κι ακόμα πιο μακρύ καιρό σκόνταψα στην πέτρα

που κυβερνά σκληρή, σε μια γυναίκα που διηγιέται την ιστορία της στον ήλιο!..

Τα φορέματα μέσα σ’ αυτή την πέτρα αφηρημένα μ’ αφήνουν να τ’ αγγίζω

με φλέβες που θυμίζουν κάτι λιγνούς τόπους

μοναχούς να μελετούν τον καλπασμό πράσινων μυρμηγκιών

Εγώ δε ρώτησα πώς άλλαξες την ανάμνηση που κρατούσε ο θεός

για τα δικά σου χρόνια

και δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω τη θάλασσα μακριά

να σπάει τα βουνά που θα μετράει ο άνεμος

Ακούω την πέτρα που πέταξες μονολογώντας:

έτσι μ’ αρέσουν οι πλαγιές, να χαμηλώνουν κάθε τόσο

θερίζοντας το δόλο από τα μάτια που περνάνε

Ένα μικρό κύμα πέταξες νεκρώσιμο

σκεπάζοντας ολόκληρο το μαύρο καιρό

που είχε συνηθίσει να μας μιλά με δόλο για τον ύπνο

του προσώπου σου!..

 

Κάθε μέρα σε τούτο το σπίτι, με τον παράξενο αριθμό 53

υπάρχει ένας χώρος ατελείωτος καμπυλωτός, και το μυαλό

που το ’βαλα έτσι γυμνό να φορά

τις τέσσερις γωνίες του, απορεί με τη σκόνη που τρώει ο αέρας

απορεί μέσα στο πρόσωπό μου που το ’φαγαν οι αέρηδες

τόσο απλά σκίζοντας το σαρκίο με τις πυκνές σκέψεις

Την απέραντη κάμαρη, που χωρίζει

το δρόμο από τη νύχτα, το άσπρο χέρι μου που ζωντανεύει με ποιήματα

και η φωνή,  πίσω από την πέτρα

-πού να κρυφτώ μου λέω,  ξάφνου οι πνεύμονες μετακομίζουν

απ’ τη στέγη, χάνονται, μη φωνάζεις σου λέω ακούγοντας τον τρόπο

του ψιθύρου,  δυτικά της στέγης η δική σου φωνή πάντα

Δυτικά κι εγώ σε γύρευα απ’ τη φωνή του ξύλου, ξύλα κόκκινα μαύρα

κάποιος έφερε στη στέγη

Πιο πέρα η θύρα ολάνοιχτη χάνεται

που θα χαράκωνα επάνω της ποιήματα

μπορεί να χαράκωνα και μένα

μια γυναίκα στο φως τα μαύρα της μαλλιά

όμως εγώ δοκιμάζοντας τα πόδια των ποιητών

Δε θυμάμαι πια πότε ήρθα να κατοικήσει το κορίτσι

ούτε το φόρεμα, αν ήταν ήσυχο άσπρο ή σπλάχνο απ’ το πουθενά

Στο ορθάνοιχτο στόμα εισπνέω μονάχα άρνηση

Όχι του τρόπου που ακούω τα μυτερά βράχια

κάτω απ’ το παράθυρο να πλένουν τη σκόνη μου

ούτε της φωνής που βροντάν τα πέλαγα και πεισμώνουν να υψώνονται

κοιτάζοντάς με πάμπτωχα στα μάτια

Μαχαίρια κόκκινα ακούω στο ζενίθ

να πέφτουν απότομα σα θλίψη ή θυμός αυξαίνοντας

στη λεπτομέρεια την άρνηση

Άνδρες φθινόπωρα και όχλοι

παλεύουν λαχανιάζοντας στα κόκκινα βυζιά μου

Τους παίρνει η θάλασσα κατήφορος

πίνουν το θάνατο στο κατόπι

Μια άρνηση αθώα πεισμώνει στο κορίτσι

Μου μίλησε για σένα, παραμιλώντας για νερό

Πήρα μαχαίρι πάλι

και μου ’δωσα να πιω!..

 

Τίποτε δεν πάει σ’ αυτό το σπίτι

με τη δική μου απόμακρη έγνοια να φωνάζει ξανά και ξανά

στο μεγάλο δωμάτιο, που με συντρίβει ύπουλα στον τρόπο

που κουβαλώ τον τότπο του εγώ μου

Να γιατί ξυπνώ στους τοίχους

τις όμορφες πεταλούδες που σκότωνα σωρούς στον κόσμο αυτό

να ’μια βαλμένη κάπου τύχη

Σίγουρα αυτό το σπίτι κοιμάται στην αποσύνθεση

με το κόκκινο κεφάλι του ερωμένου μου σεργιανίζοντας τάχα

στο ξέστρωτο κρεβάτι κι εγώ να ψάχνω λεξικά για τους νεκρούς

Δεν είσαι πια δικό μου σπίτι

είτε μ’ αναγνωρίζεις είτε σε σκοτώνω!..

 

Έτσι έφτασα να χάνομαι δίπλα ίσκιος, με τον καιρό π’ αντάμωνα

στις αδειανές μου κάμαρες, αίμα δίπλα στον καθρέφτη που μιλούσε

παράξενα σιγανά, σιγανά η κόρη του ματιού στο χρυσαφί

πιο πέρα μήτε που ακουγόταν η φωνή, ο καθρέφτης σιωπηλός

στη μοναξιά της έκφρασης, βαθιά πολύ σταμάταγε το αίμα

έφευγα, τι τάχα να βαστάξω πρόσωπο του κόσμου, κενό

του κόσμου το μυαλό, σκούρο το χρώμα της σιγής

μια λεπτομέρεια κάτω από τον ήλιο, κάτω από το φως

μια μέρα, που δεν μπορείς το μαύρο άδειο μες στο μαύρο.


Έτσι άδειασα και το κρανίο που με τρώει απ’ το ξένο κλάμα

Πέταξα μέσα του ακαθόριστη πυκνότητα, πέταξα και δυο αναγγελίες κενού

ίσως κι ένα δευτερόλεπτο αίσθησης από το νέο μου πρόσωπο

-κάποτε να συναντηθούμε, να σας πω για τούτη τη βαθύτερη έγνοια μου –

 

Πόσο εύκολη η φωνή όταν φεύγω

συγκλίνοντας την ελπίδα πάνω μου χωρίς ελπίδα

και τη νύχτα, να θυμάμαι τα παιδιά μου

-εκείνα τα τρυφερά πλάσματα του καθρέφτη μου

που ονειρεύεται τη βουή στο φως που δεν υπάρχει –

 

Κατέβηκα ως την άφθαρτη παρθενία μου

κάποιος ψιθύρισε γεννήτορες στο λόφο του φεγγαριού

και το χέρι μου πανάκριβο σχεδίαζε τη ζέστα και την άρνηση

και μόνο ένα ψέμα ζωντανό

Αναλλοίωτη κράτησα τη σιγή στο μέρος της σποράς

-οι τερατώδεις έννοιες επιπλέουνε στη γυμνή διαδοχή μου του φεγγαριού

και τα υπόλοιπα σωσίβια στα όνειρα που δεν θυμόμουν

 

Θα πονέσω έκλαψα, θα πονέσω στις πτυχές μου

να ζήσω, να επιζήσω

 

Πιο κάτω, άλλη η γυναίκα

Μ’ ένα μαύρο αυλάκι αγοράζοντας ρυτίδες

πιο κάτω, άλλοι επιπλέουνε σε γη που δεν υπήρξα!..

 

και ένα ΑΤΙΤΛΟ ποίημα μια ΝΥΧΤΑ που είναι ΠΟΛΕΜΟΣ στη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, Οδός Πανός 2009

Πενήντα τρία χρόνια με συναρμολογούσες   δίχως να σέβεσαι τα στήθια μου   που δεν έχουν πατέρα να ζητιανέψουν το αίμα ακόμα νωπό   στα χρόνια της εμμηνόπαυσης   μήτε παιδί αχόρταγο να μουρμουρίσει μια συγγνώμη   ‘λαφρώνοντας το εκφραστικό μου γάλα   Πενήντα τρεις μορφές τσαλάκωσες την τρυφερή μου σάρκα   να λαμπυρίζουν ιδρώτα που με διαψεύδει   κι εγώ ολόγυμνη να ξερνώ το παιδί που πούλησα   και σου ’μοιαζε   Ερεθιζόσουν να συναρμολογείς τα μάτια μου που έλιωναν   πέφτοντας σαν χαρτοπολτός στο πάτωμα   κακόμοιρε, τούτα τα μάτια υπομονετικά περίμεναν τις βαθιές   υποκλίσεις κάθε 08:15’ που γαντζώνεσαι και κλαις   στους κόσμους των θεών   και σε φοδράρισαν σε μοναστήρι εξωσμένο… Η νύχτα είναι πόλεμος στο επόμενο Ποίημα   Σηκώθηκες του σκοταδιού ελπίζοντας  το αίμα που σκορπίζεται   να κρατηθώ μόνο λέω μακριά   το σώμα, από τα πράγματα που κατεβαίνεις   να κρυφτώ απ’ το κλειδί της πόρτας με μια σκόνη   ή μια φωνή απέξω   Άκουσα τη φωνή, μάρτυρας εγώ τη νύχτα αυτή   με τη στροφή του αγέρα πανού   πιασμένη απ’ το αίμα   τι ν’ απομείνει φώναξα   τις άλλες ώρες την ακούω   να μετράει κόκαλα   Η νύχτα είναι θάνατος   Αν είχα ένα χάος   αγέννητο στο αίμα   νύχτα είμαι η νύχτα θα σου φώναζα   στήθος με δαίμονα του χάους!..

            Παρασκευή, 5 Μαΐου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ