(… όλοι συνεννοούνται με συνηρημένα ρήματα και ομοιοκαταληξίες…)
Φλούδες ονείρων, πεταμένες
εφημερίδες και Μάιος!..
Κοπέλες μεταξωτές ξετυλίγονται
μπροστά μου.
Κα όμως, και όμως η κόρη του
νεκρού βαδίζει στα νερά και γίνεται
σπόρος!..
Μ’ ένα νόμισμα στο χέρι προσπαθώ να
περάσω το ποτάμι!..
Στον καρπό του χεριού το ρολόι –
ωρολογιακός μηχανισμός -
έτοιμος να με ακρωτηριάσει…
Τρέχει το νερό μ’ έναν ήχο κλαρίνου
βραχνιασμένου.
Πέφτουν τα φιλιά σου στο χώμα –
αυτό το μωβ που βγαίνει από τη
γλώσσα, όταν ο άνθρωπος προσεύχεται –
Υπάρχει το στήθος, το ελικοειδές τόξο
της αφής
και ο εγκέφαλος κάρβουνο όταν σε
σκέφτομαι!..
Υπάρχει αυτό το ποίημα που δεν σε
θέλει
και αντιδρά με χίλιους τρόπους και πυρετό.
Υπάρχει η νύχτα με τα πορτοκάλια και το ύφασμα του λόγου!..
Υπάρχει πάντα το θέμα πατρίδα!..
Έτσι έγινε με τις βροχές, χωρίς
δένδρα!..
Κατά τα άλλα τα ίδια και τα
σπίτια κολλημένα στη θέση τους.
Μόνο μια διαδήλωση περνούσε πάνω από τη βροχή με σιδερένιες φωνές!..
[Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ και
ΜΑΥΡΑ ΣΤΟΥΠΘΑ – ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΕΤΑΜΕΝΑ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980. Τρίτη ενότητα συλλογής με τον ίδιο τίτλο.
Κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή
με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Κοντός ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013)
Η ΤΥΧΗ ΜΟΥ
και ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980)
Η λαστιχένια σου φωνή
χτυπάει από τοίχο σε τοίχο!..
Πετάχτηκε καρφί η λέξη στην αρβύλα.
Ξέρω θα πάθω μόλυνση, θα σαπίσει το πόδι
θα κουτσαίνω πλάι σου…
(Εκεί την πατάνε συνήθως
οι σωματικοί Ποιητές…)
Η τοιχοποιία των προσώπων
είναι από σκληρά υλικά, δεν τα διαπερνά
τίποτα και έχουν το κεφάλι τους ήσυχο.
Το δικό σου με το παραμικρό αεράκι
κάνει βαθουλώματα – παγίδες
τρίζει και δακρύζει.
Απότομα κλείνει η πόρτα
κόβοντας τα δάχτυλα, τον αέρα…
ΤΑ ΠΟΛΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
Κουμπώνω το παλτό μου
και αφήνω τον κόσμο απέξω.
Πιάνω τη μουσική σου
από τα μαλλιά και είμαι σε παιδικά χρόνια
με ιστορίες παράξενες ανθρώπων
και πτητικών μηχανών. Άλογα
βόσκουν ομίχλες σε πολωνικά περιοδικά
και όλοι τρέχουν στα τυφλά.
Η ζωή δεν ξεγελιέται μ’ αυτά.
Αύριο πάλι θα δαγκώσεις χώμα
και θα ’σαι στρωμένος με τους λύκους
στο ασανσέρ.
[από την Τρίτη ενότητα στη συλλογή
του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ
ΕΡΗΜΟΥ 1980 – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010,
εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
ΟΙ ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού
ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980)
Αυτή την Κυριακή, σώματα
στοιβαγμένα έξω από το σπίτι
-άλλα ζωντανά, άλλα πεθαμένα –
κλείσανε τα περάσματα!..
Δεν ανοίγει η πόρτα. Αποκλειστήκαμε.
Μέσα η γυναίκα μου πυροβολεί
μικρά ωδικά πτηνά.
Ένα σκούρο μπλε, μια αυτοκτονία
περνάει από τις χαραμάδες, ψύχεται
και ηλεκτρίζει το περιβάλλον.
Μετά σε σκέπτομαι
ενώ είσαι μπροστά μου.
Μετά πίνω γάλα
και χιονίζει στο στομάχι.
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ
Το σώμα σου κάπου κάνει μια τεθλασμένη
γραμμή και ξαναφεύγει από την τροχιά του.
Χάνεται στα σεντόνια, βουλιάζει στο κρεβάτι.
Τα δευτερόλεπτα – τσιγάρα τελειώνουν
στο άψε – σβήσε. Σκέφτομαι αυτούς που δουλεύουν
σε υπόγειες στοές χωρις οξυγόνο, χωρίς μουσική
και μετακινούν τη νύχτα.
Με περιμένουν μεγάλοι έρωτες πλατύφυλλοι
με περιμένουν μεγάλες σιωπές!..
Πίνω καφέ κάτω από τον ίσκιο του ταβανιού
και πλάι τα ρούχα σου με δαγκώνουν.
Κτυπάνε τηλέφωνα, τρέχουν βρύσες, βαράνε κουδούνια
δεν είμαι πουθενά. Βάζω αυτί στο πάτωμα
και ακούω που έρχεσαι με πόδια διψασμένα.
Κρέμομαι από μια βομβαρδισμένη γέφυρα
και έχω ξεχάσει πώς πετούν!..
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980]
ΙΣΤΟΡΙΚΟ IV
(από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980)
Το τετράγωνο που μένω
το ξέρω καλά!..
Έμαθα να πηγαίνω στο κυνήγι – δουλειά
-ας μην έχω δόντια και όσφρηση –
κάτι θα βρω, κάτι θα δώσει
ο θηριοδαμαστής στην πλατεία.
Γυρίζω από τον ίδιο δρόμο
στο κλουβί. Διαβάζω εφημερίδα
-για να συμμετέχω στα κοινά –
και πέφτω άδειο σακί στο στρώμα.
Αντικατοπτρισμοί:
δάση άγρια, θηρία
το ελάφι μου να πίνει νερό
και την πόλη να τινάζεται
στον αέρα από δυναμίτη.
ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΣΤΑΔΗΝ ΜΟΝΑΧΟΣ
Ο τυφλός πίνει συνέχεια νερό
και μνήμες – λες και πρόκειται
να αναβλέψει – Ο πνιγμένος πιάνεται
από τα μαλλιά και τις λέξεις για να γλιτώσει.
Τηλέφωνα, στενά παπούτσια
και μια πόλη στο μπουκάλι
βόμβα μολότοφ στην αστυνομία.
Θέλεις να δώσεις εξηγήσεις ή να καταγγείλεις
αλλά επιστρέφεις μουσική στο σαξόφωνο
και πνίγεις αυτόν που προσπαθεί να παίξει.
Μια ζωή μιλάω με το ποτάμι,
τα ξύλα, τις πέτρες και μου δείχνουν
τη μέση σου βολταϊκό τόξο.
Δεν το πιστεύω και ρίχνω κέρματα
στον ουρανό, εκ του συστάδην μοναχός.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980 – Συγκεντρωτικό
τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΠΙΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΚΛΕΙΔΩΣΕΙΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ
ΕΡΗΜΟΥ 1980)
Δεν ξέρω αν θα ’ναι αρχαιολόγος ή αγρότης
αυτός που θα βρει τα κόκαλά σου άσπρα
μαζί με διάφορα πετρώματα!..
Τα δόντια σου με τα τραγουδάκια του συρμού
που λέγαμε αγκαλιά και χαμογελούσες
ενώ ήξερες τι σε περιμένει –
σκορπισμένα σε μεγάλη απόσταση λόγω των επιχωματώσεων –
Αέρα θα φυσά στη ζωή
και η άμμος των λόγων σου
μαζί με το ξερό χορτάρι
πρέπει να με θυμάται.
Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ
Πίσω από τον τοίχο βλέπουμε τη βροχή
τα ανάγλυφα τοπία.
Λέω μουσικές, λέω
φράσεις λευκές,
να σε κοιμίσω, να ξεχαστείς, να φύγεις.
Έρχεται καλοκαίρι με φρούτα
και τρώω ξεροκόμματο με τσιγάρο
σε καταφύγια – δωμάτια!..
Σκέπτομαι τα μισοτελειωμένα
ποιήματα, πεταμένα όπου τύχει
σαν το χαμένο σπέρμα.
Σκέπτομαι εκείνον που αυτοκτόνησε
προχθές και ακούμπησε με όλο το πρόσωπο
τα βρύα, τη σκοτεινιά.
Ακούω το σπάσιμο του πάγου.
Έρχονται δεινόσαυροι πεινασμένοι.
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980]
ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ
ΕΡΗΜΟΥ 1980)
Κάθε πρωί με πονάνε οι ώμοι.
Είναι που κωπηλατώ στον ύπνο μου
για να σε φτάσω!..
Η ιστορία είναι πάντα ίδια.
Αδειάζει η λίμνη
πηγαίνω στον πάτο, στη λάσπη.
Βγαίνουν αλλεπάλληλα εκμαγεία
της λύπης μου. Με σημαδεύουν
ελεύθεροι σκοπευτές στο κεφάλι.
Περνάνε χρόνια. Επιτέλους σε πιάνω.
Γυρίζεις το πρόσωπο, δεν έχεις μάτια.
Κανονικά έπρεπε να με καταλάβει μέγας φόβος
αλλά γελάω, γιατί βλέπω ένα ζαρκάδι
στην άσφαλτο να μηρυκάζει την ομορφιά του.
-Στα όνειρά σου, υπάρχουν ακόμα υπολείμματα τροφών -
ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Τι μέρες κι αυτές!.. Είμαστε αγκαλιά
και το ρήμα θυμάμαι πέτρα
στο στομάχι. Σκηνικό Νοεμβρίου
ενώ είναι Μάιος πυρηνικός
και οι υπερδυνάμεις δοκιμάζουν
νέα υποβρύχια. Γαιώδη χρώματα
στο δωμάτιο και βόσκουμε
το Σάββατο για να μας φάει η Κυριακή.
Παίζουμε ώρες με τα λιοντάρια μας.
Μετά τα κρύβουμε στην ντουλάπα.
Κοιτάνε από την κλειδαρότρυπα:
το χειμώνα, τα χιόνια, τις φωνές.
Θήκες – νύχτες και φιλιά
στο νίκελ λαιμό με τη φλέβα
χρυσού με το αίμα.
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980]
Η ΛΥΠΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ
ΕΡΗΜΟΥ 1980)
Σ’ ακούω μ’ όλους τους πόρους μου
να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα
χάρτινα κάνοντας ένα θόρυβο
που προμηνύει μεγάλη θάλασσα.
Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
της ζωής μου. Στο
κανάλι σιωπή!..
Ταριχευμένες κινήσεις:
μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο.
Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
μαγική εικόνα – δεν μπορώ
να ξεχωρίσω τον κυνηγό –
Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
μυστικά και βροχές!..
Η ΠΟΜΠΗΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Κοιτάζω τα πόδια μου
που περπάτησαν πολύ στο δωμάτιο.
Ανέβηκαν στις χαράδρες των τοίχων
γλιστρήσανε στα χιόνια το παρκέ
τσακίστηκαν στα βράχια του νεροχύτη.
Κάθεσαι στην κορυφή του κρεβατιού
σπασμένο φως και χλόη
και πετάγονται οι στάχτες της ομιλίας σου
και ε σκεπάζουν
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΣΜΟΥ
Με γλώσσα γομολάστιχα σβήνεις
στίχους και πόλεις. Περιγράφεις
με τα χέρια, γέφυρες και δάση.
Ανεβαίνω και ξεχνιέσαι στα μισά.
Γυρίζεις στο σώμα – γενικά
στο σώμα – δεν θέλω να βλέπω,
να ακούω τα σημάδια που
κάνει ο γύψος στο λαιμό σου.
Οι κοιλιές μας φωτισμένες
από έντερα «νέον», το σεντόνι
έτοιμο για την αποκαθήλωση.
τα μαλλιά ήδη στον γκρεμό.
Πεφιλημένη νύχτα η σπηλιά
της μασχάλης. Η φλέβα τινάζει
εικόνες και φωνές. Τα μάτια ανοιχτά
κοιτάνε πέρα από το χρόνο
το σκελετό – το σκάφανδρο
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980]
ΣΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ ΚΛΑΙΕΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ
ΕΡΗΜΟΥ 1980)
Καλοκαίρι με τζιν, με λεμόνι.
Χωρίς προοπτικές αυτός ο μήνας.
Κοιτάζω τα τηλεφωνικά καλώδια
που διακλαδίζονται παντού, τυλιγμένα
με τα μονωτικά λόγια των ανθρώπων.
καλώδια γεμάτα οξέα, αίμα και άγρια βλάστηση.
Αυτή κλαίει μάλλον για τον ηλεκτρισμό
ή για το φρούτο.
Το πιθανότερο όμως είναι
ότι δεν θυμάται που είναι τώρα.
Έχει μπερδέψει τους χρόνους και λυπάται.
Ξαφνικά χτυπάνε όλα τα τηλέφωνα μαζί.
Τρέχουν όλοι και ξερνάνε τα μυστικά τους.
Η ΜΑΓΕΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΟΥΝ ΑΡΤΙΜΕΛΗ
(… η Μαρία μου λέει: όλο για καταστροφές μιλάς…)
Πήγα μια ώρα πίσω και πάτησα την κατσαρίδα νομίζοντας ότι η μουσική θα σταματούσε. Με το ΚΡΑΚ θα έσπαζε το κέλυφος του
καλοκαιριού και θα σταμάταγαν οι
βράχοι να με κυνηγούν - στη θάλασσα και στη στεριά - Με δάχτυλα παραμορφωμένα από βιβλία και χαρτιά με μάτια αλλήθωρα έβλεπα πρόσωπα συμπαγή και λεία. Τώρα
- δηλαδή χιλιάδες ώρες - βλέπω
μόνο ομοιόμορφες πλάτες σε μαύρα ρούχα,
χωρίς κεφάλια. Γι’ αυτό όταν κλαις κι
ανάβω τσιγάρο και κοιτάζω τα νύχια
σου που γίνονται νερό και πίνω, τότε ανατρέπεται η οικονομία της χώρας και όλοι οι μήνες είναι
Δεκέμβριος. (Δε φεύγει η νύχτα, γίνεται
πηλός και γάλα στα χέρια). Οι φλέβες κυλούν στο ξύλινο σεντόνι. Σε μετράω τσιγάρο το τσιγάρο και δε βρίσκω άκρη. Δοκιμάζω τα χρώματα και βγαίνουν όλα στο μαύρο. Οι μεμβράνες των ονείρων εμποδίζουν τις κινήσεις. Το τρανζίστορ τρέχει πάνω – κάτω στο σπίτι, ουρλιάζοντας τραγούδια. Σε δίχτυ ο κόσμος. Κι εγώ που νομίζω ότι είμαι απέξω, σε πιο σκληρό δίχτυ για να κρατάει και το άλλο μέσα του. Στο μάτι του ανακριτή κάθονται μύγες και δεν
ακούει!.. [στίχοι από την Τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980 – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου