Κυριακή 14 Μαΐου 2023

ΟΧΤΩ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ

 (… αυτός ο τόπος είναι ένας παράξενος τόπος…)

Τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος σ’ αυτό το ποίημα είναι εντελώς φανταστικά κι έχουν μονάχα συμβολική σημασία.

Όμως, πάντα, σε κάθε φανταστικό πρόσωπο υπάρχει ένας αληθινός άνθρωπος – είμαι εγώ, είσαι εσύ, είναι ο άλλος.

Είμαστε όλοι όσοι ζήσαμε το πένθος του τελευταίου πολέμου.

Το ίδιο και ο πόλεμος που περιγράφεται είναι κι αυτός φανταστικός, όμως αναφέρεται σε κάθε αποικιακό κι άδικο πόλεμο που έγινε  ή  που γίνεται και σήμερα ακόμα!..

Οι άνθρωποι αυτοί, από μια ξεχωριστή πατρίδα ο καθένας, μ’ ένα ξεχωριστό όνομα ο καθένας, άνθρωποι που δεν συναντήθηκαν και δεν γνώρισε ποτέ ο ένας τον άλλον στη ζωή, σμίξαν μέσα σ’ αυτό το τραγούδι, όχι γιατί βρέθηκαν πλάι – πλάι στο ίδιο χαράκωμα, μα γιατί βρίσκονται πάντοτε, κάθε στιγμή, στην ίδια λαχτάρα να ζήσουν μια πιο ευτυχισμένη ζωή όλοι οι άνθρωποι!..

Έτσι, αρκετά παράξενα βέβαια, μα από κάποια βαθύτερη αναγκαιότητα, ξεκινώντας από διαφορετικούς τόπους και χρόνους ο καθένας, ανταμώσανε στην ίδια διμοιρία ο Χανς, ο Άλλαν, ο Πωλ, ο Μπιλ, ο δεκανέας Χοκς, ο Λουίτζι, το μωρό του Λουίτζι κι εγώ.

Κι οχτώ άνθρωποι άρχισαν να βαδίζουν πάνω στη γη…

 


ΑΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΤΟΠΟΣ

Για κείνους που ’ναι ήσυχοι, καλά προφυλαγμένοι πίσω απ’ τους τοίχους

γι’ αυτούς που διευθύνουνε τον κόσμο μέσα από έναν χάρτη

τούτος ο κόσμος έχει ένα όνομα.

Μα για μας που κουβαληθήκαμε εδώ, για μένα και τους συντρόφους μου

αυτός ο τόπος παίρνει κάθε τόσο κι άλλην όψη

παίρνει κάθε τόσο κι άλλα ονόματα

που αλλάζουνε περίεργα και ξαφνικά.

 

Άλλοτε λέγεται μια μετακίνηση βιαστική

εμπρός, εμπρός, γρήγορα όλοι στα βαγόνια

σβήστε τα τσιγάρα

ο σταθμός χαμένος στο σκοτάδι

ακούμε που τον ψάχνουν τα βομβαρδιστικά

σαράντα νομάτοι σωριαζόμαστε ανάμεσα σε βλαστήμιες και φτυσιές

αυτό το τρένο κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνει

αυτό το τρένο όλοι το ξέρουμε

δε θα γυρίσει ποτέ!..

 

Άλλοτε λέγεται ένας διπλανός σου που βγάζει και σου δείχνει μια φωτογραφία

να. η μητέρα μου, εδώ η γυναίκα μου, κι αυτά τα τρία μας παιδιά

μα ξαφνικά ένα θραύσμα οβίδας του κομματιάζει όλο το πρόσωπο.

Τον θάβουμε γρήγορα – γρήγορα κι αρχίζουμε την πορεία μας ξανά.

Και μένει μόνο η πεσμένη φωτογραφία στη λάσπη

και τα χαμόγελα των παιδιών που ποδοπατιούνται απ’ τις αρβύλες.

 

Άλλοτε λέγεται μια ξαφνική οργή να καθαρίσεις το λοχαγό που όλο σε βρίζει

άλλοτε μια επιθυμία να κλαις

τόσο είναι ωραίο αυτό το αστέρι πάνω από τ’ αμπρί

άλλοτε λέγεται επίθεση   άλλοτε υποχώρηση

άλλοτε πάλι επίθεση    πάντοτε

πάντοτε λέγεται λαχτάρα για να ζήσεις.

Άλλοτε λέγεται ένας ταχυδρόμος που τον περίμενες δυο μήνες σαν τρελός

κι έρχεται   δίχως να φέρει τίποτα σε σένα

κι άλλοτε λέγεται ένας ταχυδρόμος που φεύγει την ώρα που βραδιάζει

με τα μακριά του χέρια να κουνιούνται μέσα στο κόκκινο δειλινό

που φεύγει   δίχως να πάρει τίποτα από σένα.   Γιατί εσύ

ου   ου   ου… πάει πολύς καιρός τώρα   που είσαι νεκρός!..


 [ΟΧΤΩ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ  από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956,

Κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό 1ο τόμο: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, εκδόσεις Κέδρος]

 

ΟΧΤΩ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ - συνέχεια

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956)

Στην πρώτη ημιομάδα της 3ης διμοιρίας είμαστε οχτώ σύντροφοι.

Ο Χανς, ένα χρυσό παληκαράκι

που όλη τη μέρα μας ξεκούφαινε με μια χρυσή φυσαρμόνικα της τσέπης

ο Άλλαν, ο ανθρακωρύχος που ξάπλωνε τις ώρες της ανάπαυσης

κατέβαζε το κράνος ως τη μύτη κι ονειρευόταν το κορίτσι του

ο σαλπιστής ο Πωλ, που σαν αποχαιρέταγε τη μάνα του

της είπε: όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα το σαλπίσω τόσο δυνατά

που θα τα’ ακούσεις μέχρι εδώ, μάνα!..

Ο Μπιλ, ο δεκανέας Χοκς κι ο Λουίτζι

Ο όγδοος σύντροφός μας ήταν το μωρό του Λουίτζι

που ο Λουίτζι μας έδειχνε ολοένα τη φωτογραφία του

ένα ξεβράκωτο ανθρωπάκι με δυο μάτια όμορφα και γελαστά.

Μιλούσαμε πολύ γι’ αυτόν τον σύντροφό μας

και μες απ’ τις κουβέντες, μας ακολουθούσε παντού

στις πορείες, στους πρόχειρους καταυλισμούς

στα χαρακώματα και μέσα στις μάχες ακόμα.

Κι ονειρευόμαστε σα θα γυρίσουμε καμμιά βολά

να κάνουμε κάτι μεγάλο

γι’ αυτόν το μικρούλη αγαπημένο συντροφάκο μας!..

 

Και να, που βαδίζαμε έξη μέρες τώρα δίχως τελειωμό.

Στην αρχή γέλαγε ο Πωλ, πετούσε κανένα αστείο

ανάμεσα από τα στραβά του δόντια του απαντούσε ο Χανς.

Ύστερα πάψαμε ξαφνικά και κοιτάζαμε μακριά

τη γυμνή έκταση. Πού τέλειωνε άραγε;  Και τι θα ’ρχιζε

τι θα ’ρχιζε για όλους μας

πίσω από κείνα τα σταχτιά βουνά.

Τότε στις πρώτες σειρές άρχισε κάποιος να τραγουδάει.

Ήταν ένα παλιό λυπητερό τραγούδι

μιας πατρίδας, πολύ μακρινής.

Βαδίζαμε χωρίς να μιλάμε.  Βράδιαζε.

Και μονομιάς νοιώσαμε πόσο είμαστε ξένοι

κάτω απ’ αυτόν το βαρύ, μολυβένιο ουρανό.

Βαδίζαμε.

 

Την Τρίτη μέρα δεν άντεχε ο Άλλαν πια

κι ο Λουίτζι του πήρε τ’ όπλο και το γυλιό και τα φορτώθηκε αυτός.

Τρεις μέρες τώρα που σερνόμαστε κάτω από έναν ήλιο φοβερό

είχαν ανάψει τα κράνη κι οι κάνες των ντουφεκιών μας

και κάθε τόσο αναποδογυρίζαμε στο στόμα τα παγούρια

μονάχα για να κάνουμε αυτήν την κίνηση

που θύμιζε νερό. Κάποιος στην όγδοη διμοιρία

είχε χαράξει μ’ ένα σουγιά το μπράτσο του

κι έγλειφε.  Βαδίζαμε… 


Τα βλέφαρά μας είχαν ξεραθεί κι όπως ανοιγοκλείναν

γδέρναν το βολβό, και νοιώθαμε σαν ένα αγκάθι η γλώσσα

να γαντζώνεται στον ουρανίσκο μας.

Πίσω από τούτα τα βουνά ήταν άλλα βουνά.  Κι άλλα.

Κι άλλα.

Κανείς δε μας θυμόταν πια. Βαδίζαμε.

 

Όπου, λοιπόν, καθώς γίνηκε μια φασαρία στην αρχή της φάλαγγας και σταματήσαμε

ένας έγειρε στην πλάτη του μπροστινού του

κι απόμεινε έτσι όρθιος εκεί. Σε λίγο μάθαμε

πως ήταν πεθαμένος.

Ο γιατρός του λόχου είπε πως είχε πεθάνει πριν δυο ώρες.

Αδύνατο, έκανε ο λοχαγό, πώς θα μπορούσε να βαδίζει

δυο ώρες τώρα ένας πεθαμένος.

Ο γιατρός έλεγε ναι, μπορεί

ένας άνθρωπος μπορεί να βαδίζει

και πεθαμένος.  Κι ήταν έτοιμος να χτυπήσει το λοχαγό.

Τότες  απ’ την αρχή της φάλαγγας σφυρίξανε και ξεκινήσαμε.

 

Κατά το βράδυ

μάθαμε πως ο γιατρός του λόχου ήταν τρελός…

[ΟΧΤΩ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ  συνέχεια  στις σελίδες 172-190 της εν λόγω έκδοσης]

 

ΣΤΙΧΟΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟΙ ΣΕ ΠΑΚΕΤΑ ΤΣΙΓΑΡΑ

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956)

ΠΑΤΡΙΔΑ

Πατρίδα   είσαι γεννημένη από χωριάτες

από φαρδιές σκληρές κοιλιές γυναικών

από τις ροζιασμένες φούχτες των σκαφτιάδων.

Είσαι γεννημένη μες από φωτιές, από κραυγές και αίματα

απ’ αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες

και χάθηκαν για πάντα κάτω από το χώμα σου

 

Όταν ο περαστικός ξυλοκόπος κάθεται σε μια πέτρα

στην άκρη του δρόμου, την ώρα που βραδιάζει

δεν είναι μονάχος!..

Ακούει κάτω απ’ το χώμα του δρόμου να τον φωνάζει το αίμα σου.

 

Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους.

 

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ

Ναι, υπερασπίζαμε τη λευτεριά πολεμώντας

μα ακόμα

υπερασπίζαμε το δρόμο που παίζαμε παιδιά

τον τάφο που κοιμόταν η μητέρα μας

και κείνο το μικρό δενδράκι που κάτω απ’ τα κλαδιά του

δώσαμε το πρώτο μας φιλί!..

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ

Κάποτε, καθώς φεύγεις

πηγαίνοντας σε μια μεγάλη μάχη

θα σου ’τυχε ν’ ακούσεις ξαφνικά απ’ ένα παράθυρο

ένα πιάνο να παίζει

Ίσως ένα κορίτσι με άσπρα δάχτυλα

ή ένας άνδρας με δυνατά χέρια

να παίζουν αυτόν το λυπημένο σκοπό

που σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια, τους χαμένους έρωτες

όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις

τα γιασεμιά που σου γυρίσανε

την καρδιά σου που την ποδοπάτησαν.

 

Εσύ στέκεσαι με το στόμα ανοιγμένο

ακούγοντας κάτω απ’ τη βροχή –

μα πρέπει να βιαστείς, προχωράνε οι άλλοι

χάθηκαν κιόλας στη στροφή του δρόμου.

Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα

τα παιδικά σου χρόνια

οι χαμένοι έρωτες

όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις

τα γιασεμιά που σου γυρίσανε

η καρδιά σου που την ποδοπάτησαν

ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου  - να πολεμήσουν μαζί σου!..

 

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΑΛΑΜΗ ΜΑΣ

Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων!..

Όταν καμιά φορά λιποψυχάμε

νοιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας

η ανάμνηση του χεριού τους.

Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας

νοιώθουμε κάτω απ’ την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο

σαν να κρατάμε μες τα χέρια μας

ολάκαιρο τον κόσμο!..

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ε!. Τι καθόσαστε, λοιπόν, Ποιητές

βγείτε στους δρόμους… ανεβείτε στις αμαξοστοιχίες

να δείτε καθώς απαγγέλετε τα τραγούδια σας

ν’ ανθίζει μες στη καρβουνόσκονη σαν ένα άσπρο τριαντάφυλλο

το γέλιο των μηχανοδηγών.

Πηγαίνετε στη λαϊκή αγορά

ανάμεσα στις φωνές και τη ξινή μυρωδιά των λαχανικών.

Είναι εκεί μια αντρογυναίκα με ξυλοπάπουτσα

που αν χαμογελάσει με τους στίχους σας

σημαίνει πως κάτι φτιάξατε στη ζωή σας!..

Γιατί αυτή η αντρογυναίκα με το πλατύ, βλογιοκομένο πρόσωπο

έχει τρία παιδιά σκοτωμένα

και δεν το ’χει σκοπό να γελάσει με μυξάρικους στίχους!..

Ανεβείτε με τα πριονοπέδιλα πάνω στους στύλους του τηλέγραφου

και τραγουδήστε και ξανατραγουδήστε

και κουνώντας σαν ένα τσαλακωμένο κασκέτο την καρδιά σας

χαιρετήστε  το μέλλον!..

 

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΥΤΥΧΙΑ

Σαν ήμουνα παιδί κοίταζα τ’ άστρα

κι έκλαιγα που δεν μπορούσα να φτάσω τον ουρανό.

Ύστερα αγάπησα τη δόξα.

Νύχτες έμενα άγρυπνος δαγκώνοντας τα χέρια μου

καθώς σκεφτόμουνα ότι θα ’μενα για πάντα

ασήμαντος και ταπεινός.

Τώρα αγωνίζομαι πλάι στα εκατομμύρια αδέλφια μου

κι είμαι ευτυχισμένος.

 

ΠΛΑΤΥΣ ΔΡΟΜΟΣ

Μητέρα

σε συλλογιζόμουνα πολύ τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα

κάτω απ’ τ’ αντίσκηνο.

Όταν θα γύριζα καμιά φορά

σκεφτόμουνα να σ’ αγκαλιάσω.

Μητέρα, δεν πειράζει που τα σεντόνια μας τρύπησαν

μυρίζει τόσο όμορφα η κρεμμυδόσουπα που μου τοίμασες

-έτσι σκεφτόμουνα να σου πω!..

 

Μα βγάλτε, λοιπόν, τα χέρια απ’ το πρόσωπό σου

κοίταξε με.

Ο κόσμος είναι ένας δρόμος πλατύς.

Μπορεί να τον διαβεί κανείς

και μ’ ένα ξύλινο πόδι

μητέρα!..

 

ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΠΑΝΤΟΥ

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε αγάπη μου,

μη χάσεις το θάρρος σου.

Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να ’χει καρδιά.

μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται

να παραμερίζει την καρδιά του!..

Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία

πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων!..

 

Θα θυμάμαι πάντα τα φιλιά σου που κελαηδούσαν σαν πουλιά

θα θυμάμαι τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα

σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο!..

 

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα

εγώ θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου!..

Θα θυμάμαι πάντα που μ’ αγκάλιαζες και μ’ έριχνες πάνω απ’ το τρυφερό σου στόμα

κι ο έρωτας μας βούιζε σαν τα πανιά ενός μεγάλου καραβιού.

Α!.. ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχια είναι χρυσά κι απέραντα

γιατί σ’ αγαπώ!..

 

Μη χάσεις το θάρρος σου!.. Εμείς πάντα το ξέραμε

πως δεν χωράει μέσα στους τέσσερεις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο!..

Γιατί δική μας πατρίδα είναι όλοι οι δρόμοι που στα πλάγια τους κοιμούνται

οι σκοτωμένοι του αγώνα μας!..

 

Κλείσε το σπίτι

δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί  και  προχώρα!..

Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οχτώ

εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων

σε όποιο μέρος της γης   σ’ όποια χώρα

εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για έναν καινούργιο κόσμο!..

 

Εκεί   θα σε περιμένω!...

 

ΓΕΝΕΣΙΣ (έκδοσις Β)

Η δημιουργία του κόσμου δεν τέλειωσε ακόμα.

Την αποτελειώνουν κάθε μέρα

οι εργάτες   κι οι ποιητές

 

ΣΗΜΑΙΕΣ

Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων

εμείς καθόμασταν τα βράδια

και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου.

Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας!..

 

ΕΠΙΤΑΦΙΟ

Εσείς   αδέλφια που πέσατε.

Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν τ’ όνομά σας

Μα η πατρίδα θα κρατάει το αίμα σας στις ρίζες της

για ν’ ανθίζει!..

 

ΛΑΪΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τα σπίτια στην πατρίδα μου είναι χαμηλά

οι στέγες τους στάζουν, στην κουζίνα είναι ένα κουβάς

για τα βρώμικα νερά.  Οι άνθρωποι κάθονται στο τραπέζι

όπως γύρω από ένα νεκρό.  Απ’ τα σπασμένα παράθυρα

μπαινοβγαίνει η νύχτα, η βροχή κι ο χρόνος

Τα παιδιά δουλεύουν στα μηχανουργεία και τα κορίτσια

μένουν ανύπαντρα.

 

Σ’ ένα τέτοιο σπίτι γεννηθήκαμε

Σ’ ένα τέτοιο σπίτι μεγαλώσαμε, αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε.

Σ’ ένα τέτοιο σπίτι οχυρωθήκαμε

και πολεμήσαμε.

 

Αυτή είναι η ιστορία μας.

[αποσπάσματα από ΣΤΙΧΟΥΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥΣ ΣΕ ΠΑΚΕΤΑ ΤΣΙΓΑΡΑ, μια ενότητα στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956 εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, ΚΕΔΡΟΣ 13η έκδοση]

 

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

(… γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν…)

…για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο   για σας, χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα   ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας!..   Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους   και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών   γράφω για τους καρβουνιάρηδες  για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.   Γράφω για σας αδέλφια μου στο θάνατο   σύντροφοί μου στην ελπίδα   που σας αγάπησα βαθιά κι απέραντα   όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα!..  Κι όταν πεθάνω και δε θα ’μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας   τα βιβλία μου,  στέρεα κι απλά   θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια   ανάμεσα στο ψωμί   και τα εργαλεία του λαού [αποσπάσματα από ΣΤΙΧΟΥΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥΣ ΣΕ ΠΑΚΕΤΑ ΤΣΙΓΑΡΑ, μια ενότητα στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956]

Δευτέρα, 15 Μαΐου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ