(… δρόμοι σαν έρημη ψυχή πέφτει μια κίτρινη βροχή που το αναπόδραστο θυμίζει…)
Έρχεται νύχτα και μ’ αγγίζει
γίνεται η σάρκα μουσική –
γέρος ανήμπορος πιο κει την άβυσσο
καλωσορίζει
Βγαίνει ο τρελός και με ρωτάει
δεν είναι ο τάφος μου αρκετός;
ποιος τροβαδούρος της νυκτός στους πνεύμονές μου ξενυχτάει;
Νεκρό παιδί γυρνάει στο σπίτι σαν
κάτι να ’χει θυμηθεί
Τυφλό κορίτσι προσπαθεί να
σκαρφαλώσει στο φεγγίτη
Σκέπασε η στάχτη το ρημάδι
Μια πόρνη φέγγει στο ληστή
Κρατάς την κόκκινη κλωστή μη σε
ρουφήξει το σκοτάδι
Τινάζει ο δάσκαλος τη σκόνη
Λάμπει ο ποιμένας στο ιερό
Φέγγει ένα μάτι στο σταυρό που σε
κοιτά και σε καρφώνει
Πόλη φριχτή Καπνός μυρίζει
Δρόμοι σαν έρημη ψυχή
Πέφτει μια κίτρινη βροχή που το
αναπόδραστο θυμίζει!..
[ΤΟΥ ΒΙΟΥ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Ορέστη
Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ 1994 -
αντιγραφή και επικόλληση από το
συγκεντρωτικό τόμο ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]
ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΓΝΙΔΙΑ 1994)
Έτσι ενωμένος
να ’μαι
με το
Μεγάλο Σώμα
να με
καλεί το χώμα
που
θα πατώ και θα ’μαι
Να
χαίρομαι το θάμα
το
αδρό της ύπαρξής σου
να
σφύζω στη φωνή σου
και
τη σιωπή σου αντάμα
Ο
αγέρας να με κράζει
και
να με διαπερνά
να
γίνομαι ξανά
το
ελάφι που καλπάζει
Να σμίγω
με το χρόνο
που
θα με απορροφά
να ζω
με τα σοφά
μάταια
λουλούδια μόνο
Σεμνός
και δίχως πάθος
σαν
εραστής ονείρου
να
χάνομαι στο βάθος
του
πατρικού μου απείρου
ΤΟ ΣΚΑΦΑΝΔΡΟ
Την άλλη νύχτα βγαίνει το φεγγάρι
σταμάτα λέω δεν έχεις ουρανό
θυμώνει βγάζει κόκκινο καπνό
και να ’σου πάλι ο τύπος με το φτυάρι
Κρύβομαι τότε στο φωταγωγό
κάποιος που ρίχνει το σκοινί κοιτάζει
κλείσε καλά το σκάφανδρο φωνάζει
μα ο λώρος δεν θ’ αντέξει του εξηγώ
Μ’ αυτά κι αυτά στο τέλος εννοώ
το μυστικό της ύπαρξης κι ανοίγω
μια σκοτεινή καταπακτή – να φύγω
προς έναν πιο παράδοξο θεό
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη
ΑΓΑΘΑ ΠΑΓΝΙΔΙΑ 1994]
ΥΠΝΟΒΑΣΙΑ
(από τη
συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΓΝΙΔΙΑ 1994)
Νύχτα
ξυπνάει και πάει προφήτης κι αδελφός
- η
ακέφαλη στο φως χαμογελάει –
Γιε
μου απορεί και κλαίει μα εγώ δεν είμαι
εκεί
σα
φλόγα η μουσική το σώμα καίει –
Κάποιοι
σωρεύουν χώμα
Κάπου
χτυπάει σφυρί
Στα
υπόγεια το κερί φεγγίζει ακόμα!..
Σταυρώσου ψιθυρίζω
Δεν
μένει λέει καιρός
ζωντάνεψε
ο νεκρός
και δεν
ορίζω
Βαθύ
πηγάδι η μνήμη και ποιος με προσκαλεί;
-θρηνεί
τυφλό σκυλί στο στενορύμι –
Το
απορημένο βλέμμα
Το
ανεύρετο κλειδί
-χώρια
που πλέει παιδί σε γάργαρο αίμα –
Κι
αυτή που περιμένει κι απλώνει τα χαρτιά;
Μια
μόρα Μια γριά Σαν Ειμαρμένη
ΤΟ ΡΙΓΟΣ
Χτύπησα δεν
άνοιξε κανείς
Νύχτωσε και πάλι στην ψυχή μου
Φέγγιζε στα βάθη της ερήμου
κάτι σαν λυχνάρι προσμονής
Ψάχνω να σε βρω μα εσύ μακριά
Σε σβησμένους κύκλους ταξιδεύεις
Πάνω από το βλέμμα μου αναδεύεις
σκούρα χαλκοπράσινα κλαδιά
Σε κοιτώ σα να ’σαι από γυαλί
Σε ζητώ σα να ’σαι από λαχτάρα
Στη γωνιά ο κουλός με την κιθάρα
σ’ άλλα πεπρωμένα με καλεί
Πέρ’ απ’ τη βαθιά σιγή του νου
μόλις που διακρίνω τη μορφή σου
μουσική στη νύχτα της αβύσσου
ρίγος του απροσπέλαστου κενού
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη
ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ 1994]
Η ΣΠΗΛΙΑ
(από τη
συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ 1994)
Να
’ρχεσαι μ’ έναν ουρανό στους ώμους σου
–
λευκό
σεντόνι σα φλόγα να με περιζώνει
σώμα
γυμνό
Να σε
φωτίζουν τα μαχαίρια
που
φέγγουν μέσα σου - κεριά –
να
γίνομαι πυκνά κλαριά λαίμαργα χέρια
Μ’
ένα παμπάλαιο πυροφάνι να προχωρούμε
στη σπηλιά
να
μας γαυγίζουν τα σκυλιά του
Αρκουδογιάννη
Κάτι
σα θάνατο να στάζεις
Να
σου χνωτίζω το λαιμό
Πάνω
στον ύστατο σπασμό
να με
ονομάζεις
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Είναι
που σκοτεινός θεός σε ορίζει
που
σε κυκλώνει το τεφρό τοπίο
και
στου νεκρού το μάτι που γυαλίζει
διακρίνεις
πάλι το θαμπό ενυδρείο
Είναι
που ξάφνου λάμπει ο ταχυδρόμος
με το
εκτυφλωτικό του περιστέρι
είναι
που η μούμια σου κρατάει το χέρι
και
σου σφυρίζει απ’ τ’ άστρα ο τροχονόμος
Είναι
που κάποιος γύρισε απ’ το χώμα
και
ψάχνει μάταια το περίβλημά του
είναι
που μόλις ντύνεσαι το σώμα
σε
αναρριπίζει ο φόβος του θανάτου
Είναι
που χρόνια τώρα σε γυρεύω
πίσω
από μάσκες και ψυχρά εκμαγεία
Είναι
που κλείσαν πρόωρα τα σφαγεία
και
πού να βρούμε το διανυκτερεύον
Είναι
που ακούς το στήθος σου να τρίζει
και
μέσα το σκοτάδι να σφυρίζει
Είναι
που σαν παιδί προβάλλει εμπρός σου
χαμογελώντας ο νεκροπομπός σου
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη
ΑΓΑΘΑ ΠΑΓΝΙΔΙΑ 1994]
ΕΚΛΥΣΗ
(από τη
συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ 1994)
Να με
παρασύρεις σ’ ένα φως που εξουθενώνει
Νιώθω
το θαύμα σαν απέραντη ενοχή
Βρίσκομαι
κάπου σε μιαν άγνωστη εποχή
Ξάφνου
μυρίζω τα μαλλιά σου και νυχτώνει
Κρύψε
με μέσα στους μυχούς του σώματός σου
Μια
μεταμόρφωση στο χρόνο προσπαθώ
Δώσε
μου σχήμα δος μου βάρος να βρεθώ
προστατευμένος
στον ασύλητο βυθό σου
Μη
λησμονείς τη σκοτεινή συνωμοσία
τον
Επισκέπτη τον Επόπτη το Γιατρό
Μ’
έχουν καρφώσει σ’ ένα πέτρινο σταυρό
ν’
αναμετριέμαι με τη σκόνη στα μουσεία
Χιόνι
σα θάνατος το θάλαμο σκεπάζει
Μέσα σε δάσος αγαλμάτων περπατώ
Λες κι είναι ο κόσμος ένα βλέφαρο ανοιχτό
μα
απ’ όπου δε θυμάμαι ποιος και πού κοιτάζει
Σ’
έχω ανασύρει μα κανείς δεν το ’χει μάθει
Κρύβω
το σκάφανδρο στα υπόγεια του ναού
Σ’
αγγίζω – αγγίζω το μυστήριο του θεού
λουσμένος
πάλι σ’ άγιο φως κι ανίερα πάθη!..
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
Στην
τρίτη πράξη βγαίνεις επάνω στη σκηνή
φορώντας
το σκοινί της κρεμασμένης
Μου
λες θ’ ανθίσει σώμα θα μοιραστεί ουρανός
δεν
έγινα καπνός υπάρχω ακόμα
Ρωτώ μην είναι ο πόνος για να τον κατοικώ;
Μου
λες το μυστικό το κρύβει ο χρόνος
Ρωτώ ποιος είναι ο τρόπος;
Μου
λες ν’ ακροβατείς
Ρωτώ ποιος ο κριτής;
Μου
λες ο κρανιοσκόπος
Αγέρας
σε κυκλώνει και γίνεσαι βοή
Μια
μυστική πνοή σε αποσαρκώνει
Κρύβω
το χέρι μήπως σ’ αγγίξω και χαθείς
Το
μυστικό Ν’ ανθείς Σα να ’σαι ο κήπος!..
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ
ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ 1994]
ΚΑΙ ΠΙΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΠΩ - ΓΙ’
ΑΥΤΟ ΘΥΜΑΜΑΙ…
(… κλείνω το πρόσωπό μου στη
σιωπή και λέω πως πάλι λυπημένος θα
’μαι…
Κυλάει ο χρόνος
ήρεμος κι αργός σέρνοντας στο βυθό τα θύματά του - σπάσαν οι σωληνώσεις και το φως πλημμύρισε τα υπόγεια του θανάτου - Στάζουν τα χρώματα όνειρο κανείς το μυστικό δεν έχει φανερώσει - σε σκοτεινό προθάλαμο οι πραείς έχουν ενδώσει -
Μονολογώ και ξέρω πως ο αμνός
είναι το σκότος και το φως του
κόσμου - προς της αιχμής την έκπληξη
γυμνός σαν πίδακας υψώνεται ο λαιμός
μου!.. [ΠΙΔΑΚΑΣ από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ
ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ 1994 συγκεντρωτική έκδοση ΟΡΕΣΤΗ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960 – 2009,
Γαβριηλίδης 2011]
Δευτέρα, 6
Μαρτίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου