(… να διώξω το αδηφάγο φίδι που έρχεται. Και που συρίζει…)
Να κόψω σύρριζα τους
βόστρυχους της μνήμης.
Τι μου
χρειάζονται;
Φαλακρό θα μείνει το
παρόν, φαλακρό και γλοιώδες. Σα γέρικο
μωρό.
Μωρός να γίνω. Ηλίθιος και βλαξ.
Η λήθη να σκεπάσει με
το χώμα της τα λείψανα του κάποτε.
Να γίνω μνήμα
ημερών.
Ν’ ανθίσω πάνω από το
μνήμα πάλι και να μαραθώ.
Χωρίς σταυρούς το μνήμα
και χωρίς ενθάδε.
Πολύ σημαντικό
αυτό. Μην το ξεχάσω.
Να το ξεχάσω. Μόνο έτσι θα το θυμηθώ.
Να κοιμηθώ με μάτια
ορθάνοιχτα.
Να δω την ήττα του
φωτός.
Να βλέπω και να ξέρω
πως φαντάζομαι.
Ν’ αφήσω τ’ αλογάκια
των αισθήσεων, κι ακίνητη να συνεχίσει τώρα η άμαξα το ατέλειωτο ταξίδι.
Αφού το είπα, το ταξίδι
θα είναι ατέλειωτο.
Κι αφού η άμαξα είμαι
εγώ.
Να μάθω πως δεν είμαι.
Με πάθος να σκεφτώ πως
δεν υπάρχω.
Γιατί αν υπήρχα,
βέβαια, δε θα σκεφτόμουνα (Γιατί;)
Να στήσω αυτί στην
ησυχία του τίποτα.
Ν’ ακούσω το βαθύ
ροχαλητό, το χρρρρ το χρόνου.
Να μην τρομάξω – και να
μη χαρώ.
Να γράψω ποιήματα με
μια μονάχα λέξη. (Ποια;)
Ν’ αλλάξω και να μείνω
ίδιος (Ποιος;)
Να καθαρίσω το μυαλό
μου από τα αίματα,
να πλύνω τους νεκρούς
της Ιστορίας.
Να καταστρέψω σχέδια
για το παρελθόν.
[ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΡΙΑΝΗ ΜΕΡΑ από τη
συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987 - συγκεντρωτική
έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008]
ΠΟΙΟ ΣΩΜΑ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΗ
ΣΚΕΨΗ
Ένα σώμα δεν μπορεί να εκφράσει με σαφήνεια τη σκέψη μου.
Ένα σώμα παραμένει άθικτο κάθε
πρωί – κι ας λέμε –
Ενώ ποια σκέψη αντέχει στο
ελάχιστο λάκτισμα
Ή στο σαράκι της διαλεκτικής.
Ποια γλώσσα
Κατάφερε να περιγράψει
επακριβώς το σώμα.
(Η πρόταση διαβάζεται κι
ανάποδα0
Εδώ χρειάζεται μια σάρκα που να ξέρει
Να ’ρθει σε ρήξη με το αίμα
της μιλώντας
Την καθαρεύουσα των αισθημάτων
σε άλλη σύνταξη
Από εκείνη που διδάσκει η
ομορφιά. Κι αν χρειαστεί
Μηδίζοντας απ’ την εικόνα της
να στέρξει
Μεταμορφώσεις ταπεινότητας που
ο άνεμος
Να πλάθει αλλάζοντας κάθε
στιγμή το σχήμα
Κινήσεις μέδουσας
Στο κύμα ενός κόσμου που
ερωτεύτηκε το κύμα
Και φιλοδόξησε ακινησία βυθού.
Με γκρεμισμένα κόκαλα
Πρέπει επιτέλους κάποτε να
πάψει
Να υποστηρίζει αναφανδόν το
αυτονόητο.
ΔΑΚΡΥΑ ΕΥΛΑΒΕΙΑΣ
«Η ομορφιά συνθλίβει τη
δικαιοσύνη»
Μουρμούριζε ο λογισμός στα
βάθη μου
Και ήτανε σαν να μοιρολογούσε.
Τίποτα δεν πείθει περισσότερο
Από το άσπιλο κυμάτισμα της
πάπιας
Στον σιωπηλό μυχό της
αθωότητας
Και ο θεός της παιδικής μου
ευπιστίας θάβεται
Σε τόπο ένθα απέδρα προ πολλού
Η στείρα αυστηρότητα της Κρίσης.
Δεν ξέρω άλλη αδικία παρά του
έρωτα
Όταν ενήλικο το πνεύμα
σέρνεται
Κουρέλι μπρος στη νήπια
ωραιότητα
Όταν πειθήνιο σκλαβώνεται στο
πάθος
Και σφουγγαρίζει τις αυλές του
ακατανόητου
Με φλογισμένα δάκρυα Ευλαβείας.
ΑΠΟΨΕ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ
Αυτούς που βασανίζονται
κλεισμένοι στο καβούκι τους
-Ν’ ακούνε μουσική και να
καπνίζουν –
Αυτούς που αποπειράθηκαν ν’
αυτοκτονήσουν με ομορφιά
-Ρούφηξαν το βιτριόλι της και
κάηκαν –
Αυτούς που ο φόβος τους
φυτεύει στις ερμιές
Αυτούς που άυπνοι αιωρούνται
στον αέρα
Αυτούς που ’καναν έρωτα και
μείνανε πιο μόνοι
Αυτούς που ανέκφραστοι
ακολουθούν μια νεκροφόρα μνήμη
Αυτούς που λειώνουν
βουτηγμένοι στα χαρτιά
Αυτούς που βλέπουν τ’ όνομά
τους στο κουδούνι
Και το χτυπούν δαιμονισμένα
να ξυπνήσει ο ένοικος
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ
ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)
«Η θεραπεία του κακού είναι το
χειρότερο».
Αυτή ’ναι η σκέψη μου Που τη μισώ θανάσιμα –
Καθώς η πράξη είν’ η μόνη
θεωρία
Που μετράει.
Φέρτε λοιπόν τα θηριώδη
γιατρικά
Πρησμένα σταγονόμετρα δακρύων
Κι ας έρθει ο γύπας της αγάπης
με τα αίματα
Ο τρυφερός Ελέφας του εφιάλτη
Κοίτα, τριγύρω η ομορφιά επαναλαμβάνεται
-Γυναίκα όμορφη και τι ωραίο
ποίημα –
Αλλ’ αν το άσκημο πληγώνει το
πιο άσχημο
Η ομορφιά γελοιοποιείται απ’ το ωραίο
Ο ΚΥΝΗΓΟΣ
Λύκος και πρόβατο στο ίδιο
πάντα δόκανο
Κι ο κυνηγός βαρύς με το
ντουφέκι του
Ξεχάστηκε στα ξέφωτα του δάσους
Τον πνίγει η ωραιότητα
Το ασήκωτο φορτίο της αγάπης
Που τρυφερά τον σπρώχνει προς
τον φόνο.
«Τραγούδι ερωτικό είναι το
έγκλημα»
Μέσα του λάμπει αιφνίδια μια
σκέψη
«Και το χυμένο αίμα η
ανταπόκριση
Δωράκι απ’ τη χαμένη παρθενία»
Σε πιο ψηλό σκαλί του χρόνου
τώρα ο κυνηγός
Την ωραιότητα μ’ αγάπη
σημαδεύει
Λάμπουν τα ρούχα του τα δάκρυά
του λάμπουνε
Μισός το πρόβατο κι άλλος
μισός ο λύκος
Ολόκληρος το σκουριασμένο
δόκανο.
ΤΥΦΛΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)
Αυτός, η φαγωμένη προσωπίδα
του εφιάλτη του,
κοιμόταν άγρυπνος μες στον
υδράργυρο –
μέσα στο μέταλλο του υγρό του
χρόνου του.
Και το γυαλί μια επίχρυση
κορώνα λεπτουργούσε,
επίχρισμα του αόρατου,
κινήσεις που εναλλάσσονταν και
χρώματα,
καθρέπτης τυφλός παντεπόπτης
Σφυριά τον χτυπούσαν, εκείνος
αράγιστος.
Μισός εφιάλτης μισός ν’
αλαφιάζεται
(αυτός, ο νεκρός ο αγέννητος)
σ’ ένα άδειο ιπποδρόμιο ζωής.
Σφυρί και ραγίζει, γυαλί κι
είν’ αράγιστος.
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
Το πόδι βούλιαξε βαθιά,
Σε μια λάσπη πηχτή σαν τη
λήθη.
Κι οι χτύποι απ’ το ουράνιο
εκκρεμές
Μικρός συμπαντικός βηματοδότης
που έσπρωχνε
Τον γέρο κόσμο προς τη νέα
ζωή.
Αυτός αντιστεκότανε. Και
πάγωνε.
Η λίγη ανάσα του, πυκνότατος
καπνός
Τα τελευταία λόγια.
Χιονίζοντας αργά μες στις
κλειδώσεις.
Κι οι μέρες, ήμερες νιφάδες να
Στολίζουνε μιαν έρημο
Μιαν έρημο χωρίς ανέσεις όπου
Το πόδι (το δικό σου πόδι)
βούλιαζε βαθιά.
[από τη
συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
(από τη συλλογή του
Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥΣ 1987)
Και να την, τραβιέται η
κουρτίνα του ερέβους που κλεισμένη κρατούσε του μυαλού τη σκηνή
Και
γέμισε καπνούς ο ύπνος από εφιάλτες που άναψαν
Και
γίνανε οι τάφοι εφαλτήρια των νέων ημερών
Κι
ο αγέρας μύρισε από τις άγουρες φωνές των φίλων μας που ’χαν πεθάνει νέοι
(γιατί
νέοι πεθαίνουν οι φίλοι μας, γιατί όλοι πεθαίνουμε νέοι)
Κι
ο χρόνος ακίνητος τώρα καρφώθηκε στο πέτο τ’ ουρανού σαν την πανσέληνο
Κι
εκείνο το μεγάλο ζώο που μας μοιάζει,
όρθιο
στα δύο του πόδια βάλθηκε να γρατζουνάει το τζάμι του κενού
Και
τα βιβλία όλου του κόσμου ανοίξαν τις σελίδες τους
Και
τρωκτικά οι λέξεις βγήκαν να καταβροχθίσουνε το χόρτο
απ’
τις καρδιές που ακόμα δεν μαράθηκαν
Και
να η φωτιά το κόκκινο φυτό
που
ρούφηξαν ποτάμια οι ρίζες της για να τραφούν και να ’την
Και
να οι ανθοί τα φύλλα της
που
πέφτουν γλώσσες πνεύματος απάνω στα κεφάλια μας
κι
απάνω στα κεφάλια των παιδιών μας και
Και
να ’την που μιλάει εδώ στον άγνωστο λαό της
Κεκεδίζοντας
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ
Οι νεκροί μπαρκάρανε στα
φέρετρά τους
Φύγανε μουτρωμένοι δεν είπαν
ούτε αντίο
Οι φίλοι μου οι συμμαθητές
φορέσανε γραβάτα
Χωρέσαν σε μια τσάντα γίναν
επισήμονες
Τα σκοτεινά κορίτσια που
παντρεύτηκαν
Μου λένε «γιατί χάθηκες» ή «πότε πας στρατιώτης;»
Τι νύχτες δεν μπορώ να κοιμηθώ
Πλέω στο αίμα.
7222855
Ομφάλιο καλώδιο που με κρατάς
Δεμένο με τον κόσμο.
Κόκαλο κρύο, μια φωνή
εγγαστρίμυθη
Πνιγμένη απ’ του αισθήματος το
άσθμα
Εσύ
Πώς κουρελιάζεις έτσι το
αόρατο
με ποιο δικαίωμα πειράζεις το
υπερπέραν·
Δεν ξέρω τίποτα για σένα και ηλεκτρίζομαι
Καθώς χτυπάς τον κώδωνα
κινδύνου
Εγκάθειρκτος
Με το δικό σου νούμερο στο στήθος
Θα σπάσω πια τα κάγκελα –
Ό,τι δεν λύνεται κόπτεται
-Μέχρι και τούτο το καταραμένο
Ασώματο λαρύγγι.
ΨΥΧΟΡΡΑΓΙΑ
Σέρνομαι ανάμεσα σε λάμψεις που
αγκυλώνουνε
Κι εκλιπαρώ τη νύχτα να ’ρθει
να ελεήσει.
Το μόνο σκοτεινό για τη
συνείδηση
Δεν είναι η ασύλληπτη
σκηνοθεσία της φύσης
Μα ενός μυαλού το αδηφάγο
άδειο
Η ωραία κι ασύλητη μονή
Του μηδενός.
[από τη
συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]
ΠΡΟΣΟΧΗ ΧΡΩΜΑΤΑ
(από τη συλλογή του
Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)
Ο ουρανός ρούφηξε ήλιο ρούφηξε
Κι έγινε βάλτος πράσινος.
Το κόκκινο λουλούδι που
συνόδεψε
Τα έντρομα έντομα στον μάταιο
θάνατό τους
Τώρα φοράει ένα μοβ
επιμνημόσυνο
Κι από το βήμα του αέρα
συνιστά
Εκστατική σιγή.
Πότε λοιπόν το οινόπνευμα των
άυλων αποχρώσεων
Θα πάψει να μουσκεύει τα υλικά
Πότε το πνεύμα αναπαμένο μες
στο μαύρο του
Θ’ αρχίσει να ονειρεύεται το
βάθος
Χωρίς γκρεμούς εγκαρδιότητας
Χωρίς φτηνές ραδιουργίες
ιριδισμών;
ΓΕΝΕΣΗ
Όσο προχώραγα στο φως
Τα χρώματα ωχραίνανε
Πύκνωναν στροβιλίζονταν σα
δίσκος
Γίνονταν
Το χρώμα αυτό που χρώμα πια
δεν ήταν.
Βαθιά στη νύχτα οι δρόμοι διακλαδίζονται
Ανοίγονται σε νέους
συνδυασμούς
Είπα «σκοτάδι» και ιδού
εγένετο
Η γη με τα φυτά της με τα ζώα
της
Αόρατα πελώρια τρυφερά
Και να μου μοιάζουν.
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΠΛΑΝΗΤΑΡΙΟ
Ανάσανα τόσο σκοτάδι, που
άρχισαν
Στην εκπνοή μου να τινάζονται
άστρα.
Και φεύγανε μες στο αέρινο
άπειρο
Λαμπροί σχηματισμοί
Πρόσωπα λόγια πόλεις μυστικά
Οι επιστήθιοι φόβοι
Στο μέσα θόλο ενός καινούργιου
Πλανητάριου κόσμου
Εκεί ο Εσύ εκεί ο Εγώ
Αστερισμοί του αίματος
Ο γαλαξίας του σπέρματος
Να ιδρύει σύμβολα συμπλέγματα
ειδικά
Που μόνο η γνώση φαντασία
μπορεί
Να ερμηνεύει.
Και πέρα ως πέρα ο χρόνος να
περνά
Φαρδύ ποτάμι αρδεύοντας
Μ’ αυτά που τέλειωσαν εκείνα
που θα ’ρθουν
Αυτά που ήρεμα κοιμούνται στον
καθένα
Έμβρυα πράξεις
Πόνοι νεογνά –
Φίδι τυλίγοντας το πενιχρό μου σύμπαν
Φίδι δαγκώνοντας τη λιπαρή ουρά.
[από τη
συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]
ΣΤΗΝ ΑΡΓΥΡΗ ΣΕΛΗΝΗ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)
Σελήνη νάναι αλήθεια ότ’ είσαι
από ασήμι;
Κι όλοι αυτοί που στο βελούδο
της προθήκης στέκονται
Αρθρώνοντας ψιθύρους
αισθημάτων
Άραγε
Σε ρίχνουνε στο τάσι του
ματιού ζυγίζοντας
Βάρη κι αξίες;
Δε βρίσκω άλλη εξήγηση. Πώς
μαγνητίζεις
Τον πόθο της απόκτησης και
αλλοπαρμένοι
Ανοίγουν τις κουρτίνες
βιαστικά ή απ’ το μπαλκόνι
Ορμάνε να σε ιδούν. Ουράνια
δόκανα
Στην έχουνε στημένη. Κι έχουνε
στείλει δυο αρκούδες να οσμίζονται
Τα βήματα σου. Πρόσεξε
Το βέλος του Τοξότη, φυλάξου
απ’ το φαρμάκι του Σκορπιού
Σελήνη, θάναι αλήθεια ότι
είσαι από ασήμι. Δέξου το
Πως μόνο εκείνο που μπορεί να
πουληθεί έχει τιμή και είναι
Απ’ όλους σεβαστό. Απ’ όλους
μας τιμώνται οι πουλημένοι.
Διάβολε
Δέκα χιλιάδες στίχοι έχουν
γραφεί για σένανε
Κι ούτε για δείγμα ένας που να
πει
Τα στοιχειώδη. Ούτε ένας
αργυραμοιβός που να τολμήσει
Ξεκάθαρα μια προσφορά. Το
απρόσιτο μένει συχνά στο ράφι.
Κι ας το ορέγονται.
Κάνε λοιπόν εσύ το πρώτο βήμα
Τώρα που ολόκληρη σε βλέπω κι
αυγωμένη
Γιατί απ’ αύριο θ’ αρχίσεις να
φυραίνεις κι έπειτα
Ποιος θα βρεθεί τα ωραία λεφτά
του να πετάξει
Για το ασήμι σου
Το σώμα σου
Το εφήμερο
Το ελλιποβαρές.
Ο ΠΟΛΥΕΑΛΙΟΣ
Λέω: δε θέλει άλλο τραγούδι η
νύχτα.
Ωστόσο σκέφτομαι
Πόσο θα νιώθει έρημος
Εκείνος ο
Θεός
Που χρόνια τώρα καρφωμένος
κρέμεται
Φιλεύσπλαχνος
Πολυέλαιος
Μ’ όλ’ αναμμένα τα κεριά του
και τ’ αστέρια του –
Απ’ τον ανάερο τρούλο του
ουρανού.
[από τη
συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]
ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ ΔΑΣΟΣ
(από τη συλλογή του
Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥΣ 1987
Στο δροσερό σαλόνι σας θροΐζει
ένα δάσος.
Αυτά τα έπιπλα που ακούτε ν’
ανασαίνουν
Φυλάνε ακόμα ενστικτώδη
φτερωτά
Μες στα φυλλώματα. Κι αν
τρίζουνε
Κάθε που μπαίνει νέος
επισκέπτης
Θα ’ναι που νιώθουνε κρυμμένο
το τσεκούρι
Να τροχίζεται. Σε ανώδυνο
χαμόγελο
Αβροφροσύνης τούτη τη φορά.
Τις νύχτες αλαφιάζονται
Και το χοντρό τους νύχι από
ρίζα
Χώνεται
Στο βράχο του τσιμέντου. Οι
κλώνοι τους
Ρημάζουν τα ταβάνια – να οι
ρωγμές
Του ξύλου που μουγκρίζει.
Αφήστε τα
Ούτε μ’ αλήθεια ούτε με πλάνη
λειαίνονται
Οι ρόζοι σε μια φλούδα
γηρατειών. Αφήστε τα.
Κι αν το τικ τακ του
σκουληκιού υποδύεται
Το χτύπο της καρδιά τους
Αυτά ονειρεύονται το ηρωικό
λαμπάδιασμα
Να ’ρθει επιτέλους να χωρίσει
πνεύμα
Από κορμί
Λάμψη και κάρβουνο
ΠΑΛΙΝΩΔΙΑ
Τώρα μονάχα, φύση αρχίζω να
υποπτεύομαι
Το νόημα της φωνής σου
Τώρα να βλέπω στη φτηνή
επιφάνεια
Πεπιεσμένο το βάθος
της θάλασσας σκέψης μου
Καθώς θριαμβεύει η αφέλεια του
αισθήματος
Κι όλα τα σχήματα της
ερμηνείας γίνονται
Κομπάρσοι να θωπεύουν το όραμα
του θεόπνευστου πάθους.
Έλα τώρα λοιπόν
Στείλε τα τάγματα των ζώων
Και των χόρτων σου ξανά
Να με συλλάβουν
Στείλε ένα θάμνο σου να κρύψει
το γκρεμό
Κι αν είναι πάλι να πνιγώ, ας
είναι
σ’ ένα δικό σου
ακάθεκτο ποτάμι.
[από τη
συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]
(από τη συλλογή του
Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥΣ 1987
Δεν έχουν φωνή
Τα πράγματα επιστρέφουνε στον
ύπνο τους
Τα μάτια τους τα μάτωσε ο
χρόνος
Τώρα αναδεύονται μ’
εκατομμύρια χρώματα
Ναυάγια τίποτα στον πάτο του
φωτός
Όμως εγώ Νεκρός
Από τη γέννησή μου κιόλα ένας νεκρός
Μιλώ μαζί σας;
Τέρατα που θάνατο απειλείτε
Ξέρω πως είστε άκακα Ζώα οικιακά
Πως πρόθυμα ριχνόσαστε στα
ψίχουλα του μύθου
Δεν έχετε ιστορία και
χλευάζετε
Την αγωνία των ζωντανών και
την πηγαία αγάπη
Σκιές φτηνές εκτρώματα μιας
άγριας φαντασίας
Τι θέλετε λοιπόν σ’ έναν αναίτιο
κόσμο
Αδιάφοροι ανέστιοι και δειλοί
Τι θέλουμε
Στης ορατότητας Τις τρομερές ερήμους
ΠΕΝΙΧΡΗ ΩΔΗ ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ
Ζώα με τρίχωμα από πεθαμένα
βρύα
Ζώα που μπήκα μέσα σας και
ρούφηξα
Την τελευταία στάλα δίψας και
τροφής
Που πάλεψα μαζί σας σε δεμένο
σάκο
Ζώα με σκέψεις αλοιφή στη
σκέψη σας
Που κλότσησα με λύσσα τη ζωή
απάνω σας
Ζώα με νύχια δόντια από
εγκατάλειψη
Που τραγουδάτε με ουρλιαχτά το
φόβο μου
Τις νύχτες
ΤΟ ΖΩΟ ΤΗΣ ΞΗΡΑΣ
Γερνάω και γέρνω καθώς κάποια
έμψυχα
Του κόσμου αυτού σταθερά προς το
χώμα.
Σοφία τετράποδη
Που με υγρό μουσούδι οσμίζεται
Σε γκρεμούς και σε λάσπες
Ορισμούς πεπρωμένων. Τι ένστικτο!..
Ψάρια πουλιά εικονίζουν θαρρώ
ριψοκίνδυνα
Την αφέλεια μιας
γέννησης. Όμως
Το ζώο της ξηράς από αγέννητο
ξέρει
Το μάταιο της πτήσης το ρηχό της
κατάδυσης.
Κι είναι η δορά του
Περγαμηνή αρχαία που αγλάισε
Ο τρόμος του Οδυσσέα
διαβαίνοντας
Την πολύφημη μήτρα. Χρειάστηκε
Τέρας ψευδώνυμο αλλάζοντας
κεφάλια
Να ντυθεί το τομάρι του
ταύρου, να γίνει
Αίλουρος και τρωκτικό για να
υποδείξει
Στοιχειώδεις αρχές. Να διδάξει
Μ’ απροσποίητη γνώση την
άγνοια
Όταν το σύμπαν
Βόσκαγε αμέριμνο μες στη
φιλότητα, εκείνο
Δέχθηκε να υποδυθεί το θύμα ή
το θύτη – αγόγγυστα.
Όσο να πάρει εμπρός ο μεγάλος
τροχός.
Με τον φόβο ή το μίσος
συμπλέοντας
Να προσφέρει θυσίας θυμίαμα
Που οσφραίνεται ακόμα
Ο πάντων πατήρ.
Με τον φόβο ή το μίσος –
αγόγγυστα,
Όσο θύμα και θύτης θα γέρνουνε
Σταθερά προς το χώμα!..
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ
ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]
ΠΟΤΕ και ΠΑΝΤΟΤΕ
(… όταν ακούγεται φωνή από μακριά είναι το τέλος πάντοτε που πλησιάζει… )
Και οι φωνές οι κοντινές Οι κλώνοι από το σήμερα Ξεροί, μαζί με τα χλωρά να καίγονται Σηκώνεται καπνός και σε φλομώνει (Όχι, ποτέ
Ποτέ για μας - Ποτέ
και πάντοτε Τι χρυσωμένες προσωπίδες,
πάντοτε Για το προσωρινό) Όταν ακούγεται φωνή από μακριά Θα ’ναι οι βροντές της καταιγίδας Φεύγοντας - κι
αυτή προσωρινά – Χτυπώντας κάπου
παραπέρα Αόριστα Εκεί που τώρα κάποιοι άλλοι, οριστικά
Βουλιάζουν ως τον τέλειο χαμό τους.
Όχι, ποτέ. Κι εκατομμύρια πάντοτε
Στ’ αειθαλή κλωνάρια κάθε μέρας Πάλι
φουσκώνουνε τ’ ανθάκια της φθοράς Ρουφούν
χυμούς Στο χώμα Των πνιγμένων. Και πάλι λες: είναι το τέλος. Όμως το τέλος αργεί Το τέλος μόνο ξέρει τι ακριβή
μοναδικότητα είναι το ανεπίτρεπτο. Και ξέρει
Πώς είναι ο τρόμος που το ανακαλεί
Κι από αβύσσους πάνω περπατώντας
Πάντα παρόν Και πάντα απόν Σ’ ατσάλινη κρμάμενο κλωστή Το τέλος τρέφεται – σκεφτείτε – απ’ τη
διάρκεια Το τέλος έρχεται απ’ την
αρχή!.. – [ΠΟΤΕ και ΠΑΝΤΟΤΕ και ΤΟ ΤΕΛΟΣ
από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]
Δευτέρα,
20 Φεβρουαρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου