Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

ΜΑ Η ΠΛΗΓΗ ΕΜΕΙΝΕ ΟΡΘΑΝΟΙΧΤΗ ΚΙ ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ

 (… βαριά από την Άνοιξη η φλόγα

τα μάτια ανοίξανε σαν τάφοι  πράσινα χόρτα φύρωσαν στο στόμα

τα βλέφαρα χάθηκαν μακριά   φύγανε τα μαλλιά…)

 

Ένα θηρίο έφαγε την αγαπημένη μου!..

Είχαμε βγει περίπατο όπως πάντα,

είχαμε δει και το σπίτι με τους μαιάνδρους

κι άρχισε να ψιλοβρέχει.

Τότε βγήκε ένας σαλτιμπάγκος ντυμένος χρώματα παρδαλά

να  κάνει τούμπες και να γελάει μέσα στο δρόμο

κι ούτε που ζητούσε χρήματα καθόλου.

Πιο πέρα ένας άνθρωπος έπαιζε βιολί

κοιτώντας κάτι παράξενα κόκκινα σύννεφα στον ουρανό…

Κι όταν δυνάμωσε η βροχή γίναν πολλά αυλάκια με νερό

και παράσερναν το αίμα!..

 

Αυτή που ερχότανε τη νύχτα    η γελαστή

κι η άλλη η γελαστή απ’ το λουλούδι

κι η άλλη η γελαστή απ’ τη γωνία του φριχτού

συγκλίναν προς εμένα

όμως    το πρόσωπό μου ήταν νεκρό

με δυο πελώριους σταυρούς    για μάτια

ενώ απ’ τη δική του τη στιγμή    ο γλύπτης

χαμογελούσε!..

[ΣΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΔΡΟΜΟ   ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΡΧΟΤΑΝΕ,   δυο ποιήματα  από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960 με στίχους από το ποίημα ΒΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ στον τίτλο και τον υπότιτλο της ανάρτησης

ΣΥΝΕΧΕΙΑ με άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή]

 


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960)

Τι γυρεύει το κορίτσι

στο σκοτάδι της καρέκλας;

γρήγορα

καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο

γδύνεται

με σύννεφα μπροστά στα μάτια

με τη βροχή μεσ’ στο κεφάλι

με τη βελόνα στην καρδιά

βγάζει τις κάλτσες

βγάζει τα λουλούδια

πετάει το φωτοστέφανο

 

έξω τα φύλλα του καιρού

βάφονται μεσ’ στο αίμα.

 

ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ

Ματωμένο μοσχάρι

φράζει    τον ουρανό

συνήθισαν

δεν τους πειράζει

καλό κερί   και φτηνό χαμομήλι

μόνο ζητούν

συνήθισαν

τα σιδερένια λουλούδια

να φέγγουν τον ύπνο τους

τις σιδερένιες μύγες   να βουίζουν

να πρήζουν τα μάτια τους

συνήθισαν

μονάχα ζητούν  

καλό κερί   και φτηνό χαμομήλι

και ματωμένο μοσχάρι

να φράζει    τον ουρανό

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960]

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960)

Χρόνια

ο ουρανός

ήτανε ένα δύσκολο χαρτί

κρυμμένο

μεσ’ στην τσέπη μου

και μεσ’ τον κήπο που φύτρωνε όλη τη μέρα

αίμα

γιατί βροχή

πέφταν οι πέτρες απ’ τον άλλο ουρανό

τσακίζοντας

κρέατα και κόκαλα

 

Έτσι

σαν ήρθε η Ανάσταση

ντυμένος μαύρα

μ’ ένα κόκκινο κερί

βγήκα    τρελός

στους δρόμους

 

ήμουνα ένα κίτρινο   πουλί

σαν κι αυτά που ζωγράφιζε

ο Modigliani

ποτέ μου   ποτέ μου

δεν είχα γεννηθεί

 

ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ

Τα ωραία νησιά

δεν έχουν ουρανό

τα πτώματα εκεί

έχουνε κόκκινα φτερά

τα κόκαλα

λάμπουν

σαν

άσπιλη   άσπρη φωτιά

κι έρημο φεγγάρι

 

εκεί

το ξεδοντιασμένο

το στόμα της γριάς

έχει ουρανό

 

ΣΚΕΨΕΙΣ

Ήσυχα ύπνου φέρετρα

κρεβάτια φοβερού θανάτου

αφού τριγύρισε τον άνεμο αυτής της γης

ο άνεμος αφηνίασε και δάγκωσε

η γης γύρισε ανάποδα

απ’ τη μεριά που ανθίζανε τα πράγματα

στάθηκε τότε εκείνος   

σκεφτικός   πολύχρωμος

κοντά στη θάλασσα

σα σκιάχτρο σ’ ακρογιάλι

 

Η ΚΑΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Σκάζανε αυγά

κι έβγαιναν στον κόσμο

άρρωστα παιδιά

σα σπασμένα άστρα

μαύρα περιστέρια

διώχνανε τον ήλιο

με κακές πετσέτες

μ’ άχαρες στριγκλιές

έβραζε η θάλασσα

καίγαν τα πουλιά της

τα διωγμένα ψάρια

κλαίγαν στο βουνό

κι ένα λυσσασμένο

κόκκινο φεγγάρι

ούρλιαζε δεμένο

σα σφαγμένο βόδι

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960]

 

ΓΙΑΤΙ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960)

Γιατί    το αίμα του χειμώνα

έβγαλε φτερά την άνοιξη και πέταξε το καλοκαίρι;

γιατί    τα λουλούδια που φύτεψα στον κήπο μου

φύτρωσαν άγρια στον καθρέφτη της κάμαράς μου;

γιατί

τ’ ωραίο άσπρο σώμα που κρατούσα

μαύρισε    και μου έβαψε τα χέρια;

γιατί

μετράνε τα πουλιά την άνοιξη με τα μαχαίρια;

γιατί

οι αρρώστιες του καλοκαιριού φάνηκαν

στο φεγγάρι του χειμώνα;

γιατί

τα μαύρα μαλλιά που τύλιγα τα χέρια μου

γίναν αράχνες και δέρματα σκονισμένα;

γιατί

το φλιτζάνι που έπινα καφέ γέμισε

ένα πράσινο σκοτεινό μαρτύριο; 

 

Δεν έχει κόκκινη απάντηση

το γιατί είναι μια μεγάλη έλλειψη

κάτι σαν τάφος

 

ΠΕΝΤΑΓΡΑΜΜΟ

Ζωγραφισμένα στόματα

μπήκε η φωτιά   ο καπνός

σας έσπασε τα δόντια

 

ένα κορίτσι

έκαψε το φουστάνι του

γιατί πάγωσε

λέει:  «Αγαπώ τα παγωμένα φορέματα

και σας κρατώ μόνο ένα λουλούδι

ευχαριστώ»

 

ένας ζητιάνος

λέει: «Το ξέρετε;

ένας πατέρας έγινε   περίστροφο

εγώ όμως

έχω ένα μεγάλο δωμάτιο

με κόκκινες κουρτίνες

φύγετε!

δεν είστε άνθρωποι

είστε φεγγάρια

δε θέλω να σας ξαναδώ»!..

 

ένας άνθρωπος

ψάχνει   τους δρόμους

μαζεύει κομματάκια

από χαρτί

πακέτα από τσιγάρα

χαμογελάει

λέει: «Είμαι δολοφόνος

τι νομίζετε»

 

κι εγώ

με την καρδιά βαριά

μαζί μ’ αυτούς

σε δύσκολους καιρούς

μηδενισμένος

ξεσπάω σ’ έναν άσπρο θάνατο

με αίμα

 

 

Η ΣΤΑΧΤΗ

Η στάχτη που μένει

το χιόνι που λιώνει

ένα μικρό άσπρο χέρι

διωγμένο που παγώνει

 

τα δάση ψηλά με τις φωτιές

τα δάση που καίγονται

 

τα όνειρά μου

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960]

 

ΤΟΠΙΟ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960)

-Ένα κορίτσι πνίγεται μέσα στο μαύρο

εγώ ανεβαίνω σ’ έναν άσπρο ουρανό

 

Μέσα στον έρημο χιονιά

ένας παπάς κατάμαυρος μέσα στην παγωνιά

λίγα μαύρα πουλιά σ’ ένα κλαδί

κι ένα μόνο λουλούδι   και μια φωνή:

-Εγώ ανεβαίνω σ’ έναν άσπρο ουρανό

μέσα στο μαύρο πνίγεται ένα κορίτσι

 

ΤΟ ΠΡΩΙ και ΤΟ ΒΡΑΔΥ

Το πρωί

βλέπεις το θάνατο

να κοιτάζει απ’ το παράθυρο

τον κήπο

το σκληρό πουλί

και την ήσυχη γάτα

πάνω στο κλαδί

 

έξω στο δρόμο

περνάει   τ’ αυτοκίνητο – φάντασμα

ο υποθετικός σοφέρ

ο άνθρωπος με τη σκούπα

τα χρυσά δόντια

γελάει

και το βράδυ   στον κινηματογράφο

βλέπεις   ό,τι δεν είδες το πρωί

το χαρούμενο κηπουρό

το αληθινό αυτοκίνητο

τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι

 

ότι δεν αγαπάει το θάνατο

ο κινηματογράφος

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960]

 

Ο ΣΤΑΘΜΟΣ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960)

Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει

γεμίζει λάσπη τ’ όνειρό μου

είναι ένα σκοτεινό τοπίο

και περιμένων ένα τρένο

ο σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες

που φύτρωσαν πάνω στις ράγες

γιατί έχει πολύν καιρό να ’ρθει

τρένο σ’ ετούτον το σταθμό

και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια

κάθομαι πίσω απ’ ένα τζάμι

μάκραιναν τα μαλλιά τα γένια

σα να ’μαι άρρωστος πολύ

κι όπως με παίρνει πάλι ο ύπνος

σιγά – σιγά έρχεται εκείνη

κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι

με προσοχή με πλησιάζει

το μπήγει στο δεξί μου μάτι

 

 

ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ

Λέει η τσιγγάνα:

-Διαβάζω  χρήματα

μέσα στον ύπνο σου   έχεις μια ζωή πυκνή

γεμάτη χιόνι

όμως δεν ξέρω

πότε θα    γλιστρήσεις πέρα

 

λέει ο βοσκός:

-Όταν δεν αγαπάς τ’ άστρα

τ’ αρνιά μου θα σε μισήσουν

κι απ’ το φεγγάρι

σου χαρίζω το μισό

που βγάζει φλόγες

από τη μέρια της λύσσας

 

λέει ο θάνατος:

-Δικά μου τα χρήματα

δικό μου και το φεγγάρι

δικά μου το χιόνι και τ’ αρνιά

κι οι κόκκινες φλόγες

και   η τσιγγάνα

και   ο βοσκός

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960]

 

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960)

Τ’ άγριο σκοτεινό παλάτι θα φωτίσω εκτυφλωτικά

θα ρίξω χρώματα παντού

σε μια γωνιά

ο δράκος

θα είναι   ένα κλωνάρι

ανθισμένη   αμυγδαλιά

 

γιατί εφέτος στ’ αλήθεια  εφοβήθηκα

την παγωνιά τη μοναξιά το κρύο

κι αυτά τα ελάφια που περνούσαν ύπουλα

τη νύχτα κάτω απ’ την ψυχή μου

 

ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Τσιμπλιάρικα τα βλέφαρα της μέρας

ένα κορίτσι κρέμεται στο παράθυρο σαν άνθος

ενώ τριγύρω παθητικά κελαϊδούνε τα πουλιά

ένα σπασμένο ποτήρι

μ’ αόρατα τα γυαλιά μεσ’ στην καρδιά

κι ένας χαρταετός ψηλά σαν επαναστατημένο όνειρο

βγάζει φωτιές

εμείς μαζεύουμε βελόνες

όπως άλλοτε μάζευαν λουλούδια

κι η πιο μεγάλη διάπλατα

τρυπάει το κρανίο μας

 

ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ

Κρυμμένος    μεσ’ στο θάνατό μου

τραγουδώ

είναι σα μια καινούργια μέρα

αλλιώτικα πουλιά πετούν τριγύρω

και με κοιτούν πέτρινες κοπέλες

που δεν κλαίνε

είναι ένας ποταμός δεξιά

κι άλλος αριστερά

κα μεσ’ στη μέση πια

θάνατος δεν υπάρχει.

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960]

 

ΜΑΥΡΟΣ Ο ΗΛΙΟΣ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

(… μ’ ένα ψηλό καπέλο πράσινο ο πατέρας μου μάγευε τα πουλιά

κι εγώ μ’ ένα κουφό ρολόγι δύσπιστο μετρώ τα χρόνια και τους περιμένω… - ΤΟ ΡΟΛΟΓΙ)

Κάτι επικίνδυνα κομμάτια χάος   είν’ η ψυχή μου   που έκοψε με τα δόντια του ο Θεός   άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω τα σανίδια   τα δείχνουν   τα πουλάνε   τ’ αγοράζουν     εγώ δεν τα πουλώ   οι άνθρωποι   τα κοιτάζουν   με ρωτάνε   άλλοι γελάνε   άλλοι προσπερνάνε   εγώ δεν τα πουλώ   [ΚΑΤΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΚΟΜΑΤΙΑ από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960]

Δευτέρα, 13 Φεβρουαρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ