(… κι απ’ τη φωνή του που ακούγεται μες στα κλαδιά βγαίνεις εσύ…):
Κάθε πρωί ξυπνώ με μια πέτρα στο κεφάλι μου.
Μέσα στην πέτρα είναι ένα πουλί
όχι η φωνή του που ακούγεται μες
στα κλαδιά
μα το πουλί που βγαίνει χρωματίζοντας τον ουρανό.
Οι άλλες γυναίκες άξαφνα γεννούσαν σύννεφα
σε σχήματα κενταύρων.
Αυτός ο κένταυρος κρατάει την πέτρα με το χέρι του
με τ’ άλλο αδράχνει τη γυναίκα απ’ τα μαλλιά
γυμνά και μαύρα όπως ο ύπνος.
Κάθε πρωί ξυπνώ με σένα μέσα στο κεφάλι μου.
Το αισθάνομαι την ώρα που ονειρεύομαι
να βγαίνεις από τα νερά του ποταμού
και το πουλί στα δροσερά σου γόνατα
όχι η φωνή του μα το τρελό πουλί
που υπάρχει πάντοτε στα ποιήματα.
Τα χέρια μου σε ζώνουν από την οσφύ
μα χάνεσαι ψηλά στον ουρανό που
ζωγραφίζει το πουλί
γυρίζεις κι αναπαύεσαι
με το ποδάρι λάμποντας πάνω στην πέτρα.
Κάθε πρωί ξυπνώ μ’ ένα πουλί μες στο κεφάλι μου
κι απ’ τη φωνή του που ακούγεται
μες στα κλαδιά
βγαίνεις εσύ.
Ο κένταυρος σε κυνηγάει ακόμα.
Φεύγεις και λάμπεις κάτω απ’ τον ουρανό.
Το αισθάνομαι όπως ονειρεύομαι
ν’ αδράχνω με το χέρι μου σφιχτά
και μαύρα τα μαλλιά σου.
Μα εδώ τελειώνει το πουλί
κι ο κένταυρος κι ο ύπνος.
(ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ από τα ΕΠΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τελευταία ενότητα στη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ και Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959 - συγκεντρωτική έκδοση ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι 1951 - 1964 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ποίημα αυτό γράφτηκε σε
συνεργασία με τον ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο έπειτα από μια επίσκεψη στην αρχαία
Ολυμπία
Η
ΑΝΟΙΞΗ ΚΑΙ Η ΜΑΡΙΑ
(από τα
ΕΠΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ στη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ και η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959)
Βεβαιωθείτε
Κύριε ότι το χέρι που έσφιγγε
με
τόση δύναμη την άμμο ήτανε της Μαρίας.
Δεν
ξέρω ωστόσο αν η καρέκλα κάτω από το φως
υπάρχει
στη δική μου μνήμη ή στη δική σας.
Απ’
τον εξώστη βλέπαμε μαζί τη θάλασσα.
Άδεια
τα σπίτια από ψυχές.
Η
άνοιξη ήταν έρημη.
Ακόμα
βλέπαμε και τη Μαρία
άσπρη
με την ομπρέλα της για να σκεπάζει τη γυμνότητα
23
χρόνια.
Βεβαιωθείτε
ακόμα πως το ποίημα που διαβάζετε
το
γράφω τώρα που είστε εδώ κοιτάζοντας
απ’
το παράθυρο τον ήλιο. Ανήκει στη Μαρία.
Δεν
έχει σημασία αν σεις πρώτος μιλήσατε
σ’
αυτό το πρόσωπο μετά από τη σιωπή
και
κατεβήκατε τη σκάλα ανήσυχος.
Η
εικόνα δεν αλλάζει.
Απ’
τον εξώστη βλέπαμε μαζί τη θάλασσα.
Εγώ
κι εσείς εδώ. Πιο πέρα ήταν το χέρι που έσφιγγε
με
τόση δύναμη την άμμο –
αυτό
που φως ονόμασα.
Γιατί
όσο φως υπάρχει μες στο ποίημα
δεν
είναι όπως νομίζετε της άνοιξης
μα
της ψυχής που τώρα ντύνει τη Μαρία.
ΤΡΙΑ
ΔΕΝΔΡΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ
Τα
δυο για σένα και για μένα και το τρίτο για το φίλο μας
που
λείπει. Δένδρα όχι της άνοιξης.
Για
σένα ωστόσο δροσερά.
Για
μένα ολόγυμνα στο φως. Και για το φίλο μας
ποιος
ξέρει; Ίσως γυρίζουνε στη μνήμη του
με
διαφορετικές εικόνες
Τρία συνηθισμένα δένδρα που μπορεί
να μην σημαίνουν τίποτα.
Ίσως να μοιάζουν με τα χέρια μας όταν
χωρίζαμε
κι έφευγε ο φίλος για τη μακρινή
πατρίδα του.
Τώρα όμως κάτω απ’ το φως
τα δένδρα είναι τα τρία μας πρόσωπα -
για μένα. Ίσως για σένα να ’ναι δένδρα
της αγάπης.
Και για το φίλο μας σημαίνουν ίσως
κάτι που αφορά
στις σχέσεις των ανθρώπων.
Τρία δένδρα όχι της άνοιξης. Το λέω.
Το φως που υπάρχει σήμερα είναι τόσο
ξαφνικό
σα να ’ρχεται μέσα απ’ τα πράγματα του
κόσμου τούτου
μόνο για μας τους τρεις. Και το μυαλό
που βλέπει έτσι γυμνά τα δένδρα
πασχίζει να τους δώσει κάποιο νόημα.
Κάτι τέλος πάντων
που να ’ναι αυτό ή εκείνο απ’ ό,τι
υπήρξαμε.
Μόνο δεν ξέρω αν στ’ αλήθεια υπήρξαμε.
Κι εσύ
κι εγώ κι ο φίλος μας που λείπει.
Μπορεί να ’ναι δηλαδή
τούτα τα τρία δένδρα απλώς μια πρόφαση
για ποίημα.
Θέλω να πω με τρία δένδρα κάτω από το
φως
το φτιάχνουμε οπωσδήποτε το ποίημα
[από τα ΕΠΤΑ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ στη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου η ΝΥΧΤΑ και η
ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959]
ΕΝΑ
ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΤΟΥ 1944
(από τα
ΕΠΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ στη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ και η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ
1959)
Γιατί
πώς θα μπορούσα
να
ξεκαρφώσω απ’ την κορνίζα του το παρελθόν
να
ξεχωρίσω
τον
κλέφτη απ’ το σακάτη απ’ το φονιά
απ’
τον ανύποπτο που η σκιά του προχωρεί
μέσα
στο βράδυ;
Ποια
ήσουν εσύ πώς έφτασες
με
τι φτερά σ’ αυτόν τον κόσμο τον ανάστατο;
Πιο
λαμπερή πιο αγέρινη παντού
πιο
σκοτεινή παντού πιο κόκκινη
μια
πολιτεία φρικτή και κατακόκκινη
σε
κάθε σταυροδρόμι κι ένας σκοτωμένος
σε
κάθε πόρτα κι ένα δάκρυ
και
πόσο χιόνι
χιόνια
χαμένα στην αθωότητα
κι
ούτε φωνή ως τα βουνά
ούτε
ένα φως κανένα φως
το
παράθυρο κλειστό και πίσω από το πρόσωπο
το
σκούρο δένδρο το καμένο βαλς.
Η ΠΑΛΙΑ
ΜΕΡΑ
Καλά
θα πάμε καλή μου δακρυσμένη παλιά μέρα.
Δε
θα βρεθείς κανείς να το πιστέψει
Όμως
θα πάμε εσύ κι εγώ καλά
Μπορείς
να μου φέρεις κι εκείνη την περήφανη
φτωχοντυμένη
σου αδελφή τη νύχτα
μαζί
με το αγαθό παιδί και με το σύννεφο.
Χείλη
γλυκά ματωμένα από τη φλόγα
μέσα
στα χέρια ένα κερί
στον
ουρανό ένα δένδρο
και
τούτη η ανίδωτη μορφή
γυρίζοντας
ξάφνου το κεφάλι εκεί που το γέλιο κόβεται
στην
πικρή γωνιά του φόβου.
Α
όχι – όχι!.. Ας πάμε καλά παλιά μου μέρα.
Τόσο
αργά τόσο αργά στον ξενύχτη κόσμο.
Δεν
θα το ξεχάσω αυτό
Δεν
θα ξεχάσω τίποτα
μήτε
τ’ άξαφνο φως
μήτε
τ’ αγαπημένο κεφάλι πίσω από το τζάμι
μαζί
με τούτο το ποίημα.
ΕΣΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ’ αυτή την
αίθουσα
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι.
Βασανίζεις τα καθίσματα σα να
βασανίζεις τον ένοχο.
Σου λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα
άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.
Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην
αίθουσα.
Σου πλένω με τα δάκρυά μου τα χέρια
και τις μασχάλες.
Σου πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σου χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για
να ντυθείς.
Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα ποίημα
να λέει για σένα.
[από τα ΕΠΤΑ ΑΛΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ στη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου η ΝΥΧΤΑ και η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959]
ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
(από τα ΕΠΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ στη
συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ και η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959)
Εκείνη τη μέρα ονειρευόμουν. Κάθε μέρα
ονειρευόμουν.
Ήτανε κάτι απέξω που με φώτιζε. Κι
όμως
ολάκερη ζωή δεν είχα πρόσωπο μήτε για να μιλήσω.
Τόσο ήμουν διάφανος. Οι άλλοι με
κοίταζαν
μου κοίταζαν το κορμί μου σαν ένα παλιό σπίτι τρεμάμενο.
Τα παλιά σπίτια είναι το εσωτερικό
γέρικων δένδρων.
Ανεβαίνεις σιγά – σιγά τα ξερά φύλλα
ανοίγεσαι ως το βαθύ ουρανό
η ζωή σου πλησιάζει δροσερούς
συνοικισμούς
έρχεται η νύχτα
αόριστη και άσπρη της μέρας ομογάλακτη
αδελφή
περπατούνε οι δυο τους στο δρόμο –
έτσι
δε χρειάζεται η θαμπή συντρόφισσα της
μοναξιάς
η λάμπα.
Μ’ αυτή τη λάμπα κατεβήκαμε σ’ ένα
άλλο κόσμο κάποτε.
Μέρες παλιές και μέρες νέες κοιμούνταν
ανάμεσα σε σένα και σε μένα που
υπάρχουμε
τάχα θα υπάρχουμε πολύν καιρό χωρίς
ανάμνηση;
Κι όταν συναντηθούμε τι όνομα θα
φωνάξω στη στροφή
του δρόμου εγώ ο εξόριστος εσύ η
αφικνουμένη
στη γήινη προσμονή;
Τα σπίτια καταρρέουν το βράδυ. Κι όμως
υπάρχουνε τα δένδρα ανάμεσα σ’
εκατομμύρια φώτα.
Έτσι είναι οι πολιτείες
αρχίζουν μα ποτέ δεν τελειώνουν.
Συχνά συνεχίζονται κάτω απ’ τη γη.
Αργότερα σκάβοντας ερείπια
θα βρίσκονταν οπωσδήποτε μια στάμνα
δίχως νερό
η στάμνα – πρόσωπο η στάμνα – μήτρα
διατηρημένη στα χώματα παράξενη
δροσερή
και δεν μπορούσα να φανταστώ
σε τόσα χώματα το πρόσωπό σου.
Πάντα ήτανε δροσερός ο λαιμός σου
έλεγα.
Κι οι δυο ωμοπλάτες τα φτερά κομμένα
ακόμα κόκκινες εκεί. Τις άγγιξα
άγγιξα τα βλέφαρα τα κλειστά μάτια
ύστερα τα μέλη που δεν κινούνταν. Και
πού θα πήγαινα
με τέτοιαν αίσθηση; Παντού θα πήγαινα
ξέροντας και πονώντας όταν σε ήθελα.
Τώρα τι θέλω; Τι θέλουμε;
Όλοι διάφανοι μιλώντας για πολιτείες
και σπίτια
τον ήχο ακούγοντας του ξιναριού;
Κι είμαστε δίπλα – δίπλα όπως οι σκιές
και δεν μπορούμε
ν’ αγγίξουμε τα χέρια των άλλων
στους ώμους των άλλων τα κομμένα
φτερά.
Σταυρωμένα τα χέρια σταυρωμένα τα
βλέμματα.
Και πόσοι αποχαιρετισμοί στα μάτια –
κοιτάζουμε:
Τι κρατάς από μένα τι κρατώ από σένα;
Τι ονειρεύομαι διπλωμένος σε μια σειρά
νύχτες κι ημέρες
κι είμαι έτσι ανάμεσα περιπάτου και
πόνου; Γιατί πονώ;
Γιατί πονούμε όταν υπάρχουμε; Γιατί
μιλούμε;
Ο δρόμος!.. Κάποτε τον γνώρισα. Μα θα
τον ιδώ
μέσα στην αποπνικτική ζέστη σήμερα
όπως του σκύλου η σκιά
προχωρεί στο πεζοδρόμιο; και πάνω είναι τα σπίτια
κλειστά παράθυρα ανοιχτά παράθυρα
σπίτια σα δένδρα γέρικα. μα τίποτα δε βλέπω.
Εσύ μου το ’λεγες πάντα – και σ’
άγγιζα στο λαιμό.
Όταν μιλώ κι ονειρεύομαι είμαι τυφλός
και σου άγγιζα τότε το πρόσωπο.
Όμως τα σπίτια
θυμίζουν οπωσδήποτε γέρικα δένδρα.
ΟΤΑΝ Ο ΝΟΥΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΕ
ΧΩΡΑ ΑΠΕΡΑΝΤΗ
(… όπου
αρμενίζουνε δένδρα πουλιά και σώματα…)
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του
Τάκη Σινόπουλου, που από τη φύση του φτιαγμένος να παραξενεύεται, μοιράζεται
στα δύο: από τη μια λέει να πάει εκεί κοντά στον ΚΑΙΟΜΕΝΟ που μπήκε στη φωτιά
καταμόναχος και αναλίσκεται περήφανος, και από την άλλη διστάζει να πάει κοντά
να τον αγγίξει με το χέρι του. Διότι στην εποχή μας όπως και σε περασμένες
εποχές άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. Ο Ποιητής μοιράζεται
στα δύο]
Παρασκευή, 17
Φεβρουαρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου