(… μπαίνει στον ύπνο να το καρπωθούν τα όνειρα…)
Άστραψε στην πλώρη αστράφτει μες στη
σκοτεινά της θαλάσσης
ράχη δελλφινιού ανεβαίνει – ανεβαίνεο
Πάνω και κάτω αστράφτει φανερώνεται
μες στις σπηλιές
άγρια περιστέρια τη δονούν από φωτεινό
πηλό να την πλάθουν.
Σαν έκθαμβο μυαλό που δεν τελειώνει
παρά μόνο
στις κρύπτες και στις σιγαλιές των
άλλων.
Μπαίνει στον ύπνο να το καρπωθούν τα
όνειρα.
Αυτό το πέρασμα·
ο σκληρός βράχος έχει μέσα του
ανοίξει δρόμους φωτεινά παράθυρα το ακάθιστο μυαλό.
Που υποφέρει και ραδιουργεί στο πίσω
μέρος της νύχτας του.
Που υποφέρει ψάχνοντας με μια
μαγνητική κεραία την πηγή
που οιακίζει το μυστήριο της μόνο ο κεραυνός.
Το μυαλό που φεύγει ο φωτεινός λοβός του με το κέρας και το δρέπανο
ακατάπαυστα ψάχνει τη συγγένεια του
με τα ηφαίστεια
και τα έναρθρα νερά.
Το μυαλό που η πείνα και η δίψα του
το λέει με αμέτρητα πουλιά.
Και γίνεται άλλες σημασίες.
Άλλες εικόνες που με μιας γνώρισαν τη
φύτρα τους.
Σαν ένα κλάμα βρέφους μες στη νύχτα
που μας πάει σιωπηλά στη γέννα
κι από κει στη μήτρα και στη σύλληψη.
Το μυαλό που στέκεται στην άκρη της
ερήμου
στέκεται θηρίο μπροστά κατακόρυφη
άμμος.
Να περνά και ν’ αφήνει ο άγνωστος
πάνω της τα ίχνη μας.
Ίχνη μπαρούτης ίχνη από πατήματα
πουλιών.
Ίχνη αιμάτων και γενιές σπαραγμών!..
[Η ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ, ΕΚΔΟΧΗ Χ, από την ομότιτλη
συλλογή του Μανώλη Πρατικάκη, εκδόσεις Άκμων 1980 –και αμέσως παρακάτω κι άλλες
εκδοχές:
ΕΚΔΟΧΗ ΧΙ: Η Έξοδος. Κατεβαίνει στην
ακτή. Ψηλά σ’ ένα σύρμα μια ατέλειωτη σειρά μαύρα πουλιά…
ΕΚΔΟΧΗ ΧΙΙ Το ξέφωτο. Τα μάτια της τώρα
είναι πέρασμα πουλιών μέσα στο χάραμα
ΕΚΔΟΧΗ ΧΙΙΙ: Το Θαλασσοπούλι της
φωτιάς
ΕΚΔΟΧΗ ΧΙV: Οι τοίχοι του σπιτιού
τότε ράγισαν σαν από σεισμό…
ΕΚΔΟΧΗ XV: Εκεί στο πέτρινο το
σπίτι στο φιλιατρό του πηγαδιού
ΕΚΔΟΧΗ ΧVI: Το πηγάδι. Λαμπερός
καθρέφτης κι από πάνω να σκύβουν τα κεφάλια των τριών στο φιλιατρό
ΕΚΔΟΧΗ ΧVΙΙ: Έρχεται μόνη από
την έρημο της Λιβύης
ΕΚΔΟΧΗ ΧΙ: H ΕΞΟΔΟΣ
Η Παραλοϊσμένη… κατεβαίνει
στην ακτή.
Ψηλά σ’ ένα σύρμα μια
ατέλειωτη σειρά μαύρα πουλιά. Μοιάζουν αποδημητικά…
Μοιάζει σιωπηλός
αποχαιρετισμός σε ανήκουστο νόημα ταξιδιού…
Αλλά ξάφνου το σύρμα μακραίνει και είναι ο γκρίζος ορίζοντας στο βάθος που
πλέει μια νηοπομπή. Απ’ τα φουγάρα βγαίνουν ψηλοί μαύροι καπνοί. Και σα μηχανή
ακούγεται γρήγορος βόμβος ένα πλήθος προπέλες σχίζουν τα νερά. Έρχονται με ορμή
από σβησμένες γωνιές μνήμης ένας χείμαρρος από μορφές. Ο χρόνος τρέχει παντού
γύρω μια θύελλα συνεπαίρνει κάθε τι. Κόκκινες φοράδες και σταχτιά άλογα πηδούν αγκαθερούς φράχτες και μπαίνουν από
θολωτά παράθυρα στο σπίτι. Σκύβουν στη χλόη του σπιτιού σ’ εκείνη την παράξενη
βοσκή. Ακουμπούν τα μουσούδια τους στα νερά.
Ένα ποτάμι σχίζει την κάμαρα στα δυο
- δυο όχτες.
Κατεβαίνει μια σχεδία στ’ αφρισμένα νερά και πάνω της εκείνη εξάχρονη με
μακριές πλεξούδες ως κάτω στις φτέρνες.
Ο Λευτέρης της κρατά το χέρι και με ήμερη δύναμη τη στηρίζει. Στις δυο
όχθες υψώνονται τείχη θα ’λεγες ενετικά κι ανελέητα. Πλήθη συναγμένα σαλεύουν
ψηλά άσπρα πανιά. Μοιάζει σιωπηλός αποχαιρετισμός σε ανήκουστο νόημα ταξιδιού.
Η μορφή του Αγίου Αντωνίου χύνεται από το τέμπλο και είναι η μορφή του Λευτέρη.
Τα χρώματα του ξύλου του βάφουν τα μάγουλα έρχεται από άγνωστη αυγή. Αλλά
ξάφνου τα πλήθη ξυπνούν και μορφάζουν εκδικητικά. Εκείνη βλέπει και τους
λυπάται στην απόκρημνη όχθη σαν φυλακισμένη από άλλη ουσία φυλακής. Μοιάζει να
είναι σε άσυλα. Μια ολόκληρη ζωή κλεισμένοι και μόνοι τους να ζήτησαν εκείνη τη
βουβή ασυλία. Τα σώματά τους είναι μισοφαγωμένα. Τα χαρακτηριστικά τους έχουν
πάρει εκείνη την ιδιότητα και βουβή θλίψη των τροφίμων εκείνη την τριβή. Τα
ρούχα τους φαρδιά και τριμμένα έχουν σχήμα αιώνιας ασυλίας. Αγκώνες και γόνατα
και γερτές ράχες πάνω σε…
Κανείς ποτέ δεν ζήτησε χάρη από κείνη τη φυλακή. Έχουν ένα ύφος ενόχων.
Μοιάζει με ανάγκη ενοχής κι υποχθόνιος εξιλασμός. Σαν ένα πελώριο καταφύγιο σε
καιρό πολέμου σκοτεινή κρύπτη από άγνωστους διωγμούς.
Με τυφλή αφοσίωση εκτελούν της εντολές. Με έτοιμες κινήσεις σαν
στερεοτυπίες κατατονικών ιδανικοί κρατούμενοι και υπήκοοι αυτές οι μορφές
απορροφήθηκαν από μια εκτυφλωτική συνήθεια ή επιδημία. Όταν οι δεσμοφύλακες
κοιμούνται αυτοί ξαγρυπνούν. Τους υποκαθιστούν και τότε πλάι τους χτίζεται μια φυλή
δεσμοφυλάκων. Κάποτε γίνονται ταραχές κι εξεγέρσεις αλλά για αιτίες που ανανεώνουν
τους τριμμένους κανόνες του παιχνιδιού. Πίσω από τις μάχες παραμένουν ενωμένοι
και δαμασμένοι.
Τους ενώνουν κοινοί φόβοι σε θύελλες λευτεριάς.
Τους δένουν επαγγέλματα συμπληρωματικά σα ζευγάρια επαγγελμάτων ταξιδιώτες
και θαλαμηπόλοι… Αγνοούν εκείνη τη σκλαβιά γιατί εκεί μέσα γεννήθηκαν και
μεγάλωσαν και άλλο από αυτό δεν είδαν. Εκεί πάνω είναι ενωμένοι και
προσβλημένοι από μια αόρατη αρρώστια που την υποθάλπουν και τους συντηρεί. Κάτω
από τα πεσμένα φτερά των ανθρώπων επωάζονται
σαν αυγά αιωνιότητας οι αόρατοι βάκιλοι αυτής της υποχθόνιας αρρώστιας.
Μπερδεύονται οι φυλές και δεν ξεχωρίζεις. Εκεί μέσα υπάρχει μια αστραφτερή
πολυτέλεια. Σχίζεται ο νους της. Η γυναίκα έντρομη κοιτάζει εκείνα τα γερμένα
πλήθη πληγωμένα λες ετοιμοθάνατα στη μέση ενός σκοτεινού αιώνα που μοιάζει
μεσαιωνική κοιλάδα Μιλάνου. Απ’ αυτή την επιδημία έχει ξεπηδήσει μια γιορτή που
ονόμασαν Σατουρνάλια. Σαν εκείνες τις έσχατες γιορτές που φανερώνονται πάντα
μέσα στις θεομηνίες. Έρχονται ολοένα άνθρωποι με ακόρεστη απληστία για να
λάβουν μέρος στα όργια. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν φαγωμένες μύτες φαγωμένα
δάχτυλα. Τα φρύδια τους είναι πεσμένα. Έχουν ένα λεόντειο προσωπείο. Μοιάζουν
σα χανσενικοί. Αλλά οι πρησμένοι βουβώνες τα γάγγλια στους τραχήλους οι κηλίδες
στα πλευρά θυμίζουν την αρρώστια του μαύρου θανάτου. Η αρρώστια αυτή είναι
αδιάγνωστη και πρωτάκουστη. Σαν αυτή να είναι η φυσιολογική κατάσταση των
ανθρώπων. Μοιάζει με κληρονομική αρρώστια χρωματοσωμάτων κι ανοσία από
αρρώστιες.
Μοιάζει με αρρώστια πολιτισμού.
Αυτοί που έχουν προσβληθεί δεν παραπονιούνται για κανένα ενόχλημα.
Γιατί τα συμπτώματα είναι φυσιολογικά γνωρίσματα των ανθρώπων.
(αποσπάσματα)
ΕΚΔΟΧΗ ΧΙΙ: ΤΟ ΞΕΦΩΤΟ
Τα μάτια της τώρα είναι
πέρασμα πουλιών μέσα στο χάραμα
Ποιο ξέφωτο δάσους ανοίχθηκε εδώ. Ποια γήινα σκοτάδια άνοιξαν τους κρατήρες
τους για να γυρίσει από τα τρίσβαθα το φως σα φρέσκο αίμα;
Εδώ εκείνη έσκαψε τη γη. Εδώ εκείνη μάτωσε και κοιμήθηκε.
Τα μάτια της τώρα είναι πέρασμα πουλιών μέσα στο χάραμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καιρού τώρα κοιμάται.
ΕΚΔΟΧΗ ΧΙΙΙ: ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Εκεί τώρα κάτω στ’ ακρογιάλι δυο. Ζώα πράσινο σύμπλεγμα κυλιούνται ρυθμός
άγριος τυφλός. Κόκκινα τύμπανα μπροστά τους κόκκινος ανήφορος και ζέστη, λάβα
σφυγμών που θα οδηγήσει. Στον κρατήρα και σαν αποκάλυψη σπηλιάς που μέσα της
σαλεύει το υγρό σπέρμα θ’ ακουστεί.
Ασημένιο ρυάκι θα λάμψει κι η σπηλιά θ’ αντηχήσει τα λόγια τα πριν τη
γλώσσα τα γραμμένα.
Κάτω στο κέντρο του βυθού θα συντελεστεί. Η ρίζα θα περιβληθεί τα χρώματα
της ίριδας και θα στενάξει. Ένα είδος θέας θα φανεί πορφυρή ψύχα μέρας και δορά
χρόνου. Το φως χρυσοκίτρινη γύρη θα
πήξει και τα σώματα πλαταγίζοντας μέσα της σφιχτά θα αισθανθούν. Την παρουσία
θα Υπάρξει μόλις μέσα στον κίνδυνο χαθεί.
Γιατί τίποτα τέλειο δε φανερώνεται παρά μόνο πλάι στον αφανισμό του.
Μια στιγμή πριν θα λάμψει και πριν δει το τέλος των χρησμών ως την τύφλωση
φωτιστεί. Στο κέντρο του φωτός ο τυφλός μόνο φυτρώνει οφθαλμός σκοτεινή μήτρα
των πραγμάτων όλων κόκκινο πουλί που θα νοσταλγήσει.
Κι άκουγες λόγια παράξενα «ιήιε Δάλιε Παιάν» «έλα πνίξε με γλυκέ μου στα
φιλιά σου» «με πεθαίνεις καλή μου» «χάνομαι» λόγια σφυγμών σαν παφλασμοί.
Μια στιγμή ο σπασμός άνοιξε τα βράχια και το δέρας φάνηκε μακριά
χρυσοκίτρινος σάλεψε προορισμός.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙΑΤΙ Η ΨΥΧΗ ΚΡΥΩΝΕΙ.
Και η ρίζα διψά θηρίο άγρυπνο της ερήμου σαν αιτία να φανεί ο τρελός
κλέφτης της φωτιάς.
‘Ο,τι συντελείται ξεπερνάει τα συναισθήματα μ’ ένα είδος συντέλειας των συναισθημάτων΄
Πλάι στο κύμα. Εκείνα τα θαλασσοπούλια μυριάδες ένα σύμπλεγμα πουλιών
εκείνος φλόγα φεγγαριού λυγίζει η θαλασσινή γυναίκα μια θλιμμένη θύρα και μια
κλίνη τώρα που σπαράζουν τα φτερά κι επιστρέφουν μάυρα στον τροχό.
Αργά γέρνουνε σαν ετοιμοθάνατα μέχρι θανάτου και βορά για το θαύμα το
ασυντέλεστο. Γελασμένα γέρνουν.
Κάτω τους κίτρινοι γκρεμοί ραγίζουν χύνονται στα βάθη κρύο βάραθρο.
Γλύφει το κύμα τα νεκρά τους σώματα μεγάλα κόκκαλα ψαριών αρυτίδωτο άδειο
σκόρπιοι σπόνδυλοι.
Χύνεται χάνεται η θαλασσινή γυναίκα αδειανό κοχύλι ο αγέρας μέσα της
σφυρίζει ββζζζζ… φύκια και άμμος.
Το σπασμένο μέσα της κουπί και το μέγα γγγδδδούουπππ πήδημα στο κενό.
Σέρνεται χάνεται στο βάθος ένα γύρισμα μονάχα μια παραίσθηση της όρασης.
Τα βράχια κλείσανε πίσω της. Ποιος κλαίει;
Ποιος ζυγώνει σε τούτο τ’ ακρογιάλι ματωμένος με το σώμα του κομμάτια; Αδελφέ
μου!.. Αδελφέ με το χρυσό ρολόγι!.. Σκοτεινέ Πατέρα μου!.. Ώστε λοιπόν εσείς;
Ποιας σκοτεινής νύχτας σειρά; Υάδες
Αμάλθεια Δράκοντας Βοώτης·
τα βράχια κλείσανε.
Η ψυχή αυτή των ανθρώπων θα γυρίζει πάντα το θαλασσοπούλι της φωτιάς μες
στις νύχτες
να κάψει.
ΕΚΔΟΧΗ ΧΙV:
Οι τοίχοι του σπιτιού τότε
ράγισαν σαν από σεισμό
Έμοιαζα πέτρινοι ορίζοντες σκοτεινοί τοίχοι συναισθημάτων ραγισμένοι από ένα
είδος αιχμηρών ονείρων.
Και χυθήκανε μέσα άηχα νερά και λογιών παράξενα ψάρια και αμφίβια.
Σιωπηλές πολιτείες ψαριών λες αποσπασμένοι πληθυσμοί σ’ εκείνο το δάσος που
σάλευε στο μπλάβο βυθό.
Και γλιστρούσαν βουβά προς εκείνο το δίχτυ που κατέβαινε βαθιά ως κάτω στον
άβυσσο.
Και όσο πάλευαν και σκιρτούσαν μπερδεύονταν πιότερο και σπάραζαν μέσα σ’
εκείνη την αθέατη παγίδα των διχτυών εωσότου έμειναν ασάλευτα.
Και τότε άκουγες να τραβά από πάνω η μηχανή με τις βαριές τροχαλίες το
δίχτυ βαρύ από κείνο το αμέτρητο πλήθος τις πιασμένες ψυχές.
Αλλά πριν αυτοί οι πεινασμένοι πληθυσμοί κατέφαγαν το σώμα εκείνης της
γυναίκας των προσώπων σαν ουράνιο δόλωμα.
Έρχονταν με ορμή εκείνα τα κοπάδια και τσιμπούσαν τα μέλη και τα μάτια
άδειασαν από ουσία.
Κι έμεινε εκεί στ μπλάβα νερά ανάμεσα στα βράχια ένας τεράστιος σκελετός.
Και έμοιαζε σκελετός θαλάσσιου κήτους.
Και γυμνός σκελετός ανθρωπότητας.
ΕΚΔΟΧΗ ΧV:
Εκεί στο πέτρινο σπίτι πάνω
στο φιλιατρό του πηγαδιού κάθεται μόνη η
θαλασσινή γυναίκα συλλογισμένη
Α
Κάτι σαν αναμονή της αναδεύει το πρόσωπο νυχτώνει. Φτάνει πάνω στο μαύρο
του το άλογο ο χλωμός εκείνος είναι ο αδελφός της. Δένει το ιδρωμένο ζώο στο
σίδερο του πηγαδιού και κάθεται με μια γαλάζια χαρά μ’ ένα κυανό γέλιο στο πλάι
της.
Σε λίγο φτάνει κι ο Πατέρας της παράξενα νέος με μια νιότη ως τριανταπέντε
χρόνων από τα τρίσβαθα λέει του καιρού έρχομαι ήπια νερό και μάτωσα για ν’
αναστήσω αυτή την απερίγραπτη δόξα αυτή τη ματωμένη σαν αναπηρία λάμψη της θαλασσινής.
Λέει και κάθεται στο φιλιατρό μ’ εκείνη την αφύσικη νιότη του και περισσότερο
μοιάζει με πλάστη και αδελφό των άλλων λέει ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙΑΤΙ Η ΨΥΧΗ ΚΡΥΩΝΕΙ τούτο
το προσωρινό ρούχο και ρίχνει αυτό το ύφασμα από κλωσμένο μετάξι στο σώμα των
άλλων αδελφών του πηγαδιού να σκεπάσει.
Αυτό το μεταξένιο ύφασμα μίμηση κι αντιγραφή χρυσοκίτρινης δοράς. Λέει πλάι
στη θάλασσα έχτισα τούτο το σπίτι (τα μάτια του δακρυσμένα). Με πέτρες που
ανέσυρα μόνος από τα κύματα και ασβέστη από τα βουνά. Σαν κλεμμένα από τον
εχθρό γιατί το χτίρι τέλειωσε στα τέλη της κατοχής τότε που γεννήθηκε τούτος ο ανιψιός
λέει και δείχνει ένα παιδί αστράφτει κάτω απ’ το ισκιωμένο χέρι του.
Ο ανιψιός απλώνει με τρομακτική γληγοράδα κι ωριμάζει από ξαφνική λες και
αβάσταχτη συμφορά. Λέει εγώ Είμαι εσείς όλοι και όλη η οικογένεια στο μάκρος
πολλών γενιών μαζεμένη τώρα στο στόμιο του πηγαδιού. Λέει εγώ είμαι ο
προορισμένος της οικογένειας με το ματωμένο προνόμιο. Και τριω μόλις μερώ σ’ εκείνη
τη νυχτωμένη ρεματιά του Σεπτεμβρίου που οι οικογένειες είχαν κρυφτεί φοβισμένα
ζώα με λίγο καμένο κριθάρι να γλυτώσουν τη φωτιά και το θάνατο.
Και την άλλη νύχτα η φριχτή χήρα φώναξε πνίξε το μωρή γιατί θα μας προδώσει
μες στο σκότος με το άσπρο του το κλάμα το σκατό.
Και η Μάνα τριω μερώ μόλις κι αυτή λεχώ
τρόμαξε κι έγειρε με άπειρη τρυφεράδα.
Κι είπε λόγια φερμένα λες από τον ουρανό και καθησυχαστικά που πήρε το
μαύρο του κόσμου να ημερεύει. Εκείνη που είχε έναν ουρανό έναστρο για κεφάλι.
Κι ένα σώμα βαθύ κι ανάλαφρο χωρίς ίσκιο.
Έτσι ήτανε φαίνεται γραμμένο και γραφτό εγώ να ζήσω και να καταγράψω εγώ ένας
άνθρωπος που ολοένα πνίγεται που ολοένα σώζεται από πνιγμό.
Β
Μ’ εκείνο το ύφασμα που σκεπάζει σαν τυφλούς τους οδηγεί. Στο σπίτι που
είναι τώρα ξενώνας κι έρχονται. Έρχονται και φεύγουν κι είναι σαν εφήμερη
κατοικία προσφύγων από σβησμένες φυλές.
Που χάλασαν τα σπίτια τους και σέρνονται ξεριζωμένοι σε τυφλούς αιώνες μ’
εκείνη την αγνοημένη και κρυφή μοίρα της προσφυγιάς.
Μπαίνουν στο σπίτι. Όλες οι μορφές της οικογένειας καταλήγουν σ’ εκείνον
τον αναπάντεχο ανιψιό με μάτια πελώρια κι απόκοσμα. Σ’ εκείνα τα ηλιόλουστα
βάθη του προσώπου. Σκύβουν προς εκείνη την Αίγυπτο των ματιών και την αφοσίωση
του θερμού και θλιμμένου μετώπου. Ακουμπούν στην πελαγίσια μεριά των
συναντήσεων.
Στέκεται στο κέντρο όλων των βλεμμάτων σαν ένοχος μιας έμφυτης ενοχής.
Εκείνα που αναγκάζεται να πει μοιάζουν με απολογία και κληρονομιά και με
μοίρα της οικογένειας.
Του ζητούν να ξεπλύνει από τις πλάκες της κάμαρας το αίμα και να πάρει
πίσω. Του ζητούν ν’ αναιρέσει και να σωπάσει. Του ζητούν να τους υπερασπιστεί
και αλλού να στρέψει και να συσκοτίσει. Με πάθος τον φτύνουν. Τον κλωτσούν σα
σκυλί και μ’ εκείνη τη λυσσασμένη βία της αγάπης των συγγενών τον ματώνουν να
πληρώσει. Όλοι κοιτούν το αιμόφυρτο σώμα άηχο να γέρνει σαν μέσα σε όνειρο.
Μένουν ασάλευτοι σωπαίνουν. Και μόνο η θαλασσινή γυναίκα αποσπάται. Με δύναμη
αποσπάται
από κείνο το τυφλό και χτισμένο πλήθος των ξένων που πηγαίνει σιωπηλό
χάνεται στη θάλασσα.
Γονατίζει. Και μ’ ένα βρεγμένο στα κύματα πανί το ματωμένο πρόσωπο
σκουπίζει εσύ είσαι ο προορισμένος λέει κι ο ερχόμενος τούτο το φριχτό φορτίο
είναι ο ερχομός. Το θεμέλιο κι η πύλη.
Γιατί τούτη η ομορφιά είναι του αποτρόπαιου η άλλη όψη· η μεγάλη του
συντριβή, Θα περάσεις την έρημο των ανθρώπων μήτε χώμα μήτε χορτάρι και θα τους
αγαπήσεις· παρά μόνο άμμος και πέτρα. Και λέει μέσα απ’ αυτά τα αίματα κάπτε θα
γεννηθείς κι εσύ.
Γ
Έρχονται από την έρημο διψασμένοι στον καταυλισμό του πηγαδιού· διψασμένοι
από μιαν αξεδίψαστη αιτία.
Τους ενώνει το ίδιο αίμα μιλούν με όμοιες φωνές που δεν ξεχωρίζεις εγώ
είμαι είπε ο Πατέρας το σκουλήκι κι από μένα εκείνο το ύφασμα από κλωσμένο μετάξι
να σκεπάσει εγώ είμαι είπε η Κόρη η
προνύμφη που ετοιμάζεται να παρουσιαστεί στο φως του γάμου από το σκοτεινό της κέλυφος.
Η προορισμένη της φυλής μου. Μέσα σ’ εκείνη τη γλυκιά βαναυσότητα της στιγμής
σπώντας γενιές ανεβαίνοντας χιλιετηρίδες για άλλες φεύγω φυλές. Δακρυσμένη
χρυσαλίδα έκθαμβη ψυχή να παρευρίσκομαι στην εκκόλαψη των οραμάτων μου εγώ
είμαι είπε ο γιος είμαι ο γαμπρός που περιμένει αιώνια στην αυλή της εκκλησιάς
Εκείνη που ποτέ δε θα ’ρθει. Εκείνη που δεν έρχεται ποτέ από πουθενά Εκείνη που ακόμη ετοιμάζεται να γεννηθεί Εκείνη
που σα γεννηθεί μεταμορφώνεται κι εγκαταλείπει…
εγώ είμαι είπε ο πικρός
νυμφίος με τα μαύρα τριαντάφυλλα στο χέρι γιατί έρχεται η Άλλη πάντα κι εγώ
είμαι πάντα ο Άλλος στο νεκρό της πλάι
εγώ ο Ξένος με την Ξένη ο Μόνος με τη Μόνη κι ανάμεσα μας τούτη η έρημος που
ήρθαμε και μέσα μας η έρημος που σε κάθε της άκρη στέκεται ο Αλλού με την Αλλού
να μιλά και να πλαγιάζει ο Ίσκιος με τον Ίσκιο γιατί είμαστε όλοι οι Άλλοι
πάντα τούτο το πυκνό των Ξένων που κρυώνει και σπαράζει· δέρνεται στο μώλο.
ΕΚΔΟΧΗ ΧVII:
Έρχεται μόνη από την έρημο
της Λιβύης.
Η ζωή της τώρα είναι μια πορεία προς τους άλλους. Μοιάζει με θύρα και ρωγμή
χρόνου φλογισμένο σμάρι μελισσών η πολύβουη σκέψη που γυρίζει.
Μοιάζει με εκχύλισμα και κρυφή νοσταλγία.
Οπλισμένη κι έτοιμη ν’ αφήσει και να θανατώσει στο μαγνητικό κύλησε σκοτάδι
μ’ ένα νου άνθος μ’ ένα νου σαρκοφάγο· μ’ ένα νου που μαγνητίζει τα σκοτάδια
και τα κάνει πράες κατοικίες ψαράδων με σουραύλια και φλάουτα γύρω από
νυχτιάσματα παιδιών. Που τα κάνει ανάστροφες σκάλες για ν’ ανέβει απ’ το
βάραθρο ο γαλάζιος του βοσκός να βοσκίσει τ’ αρνιά του στο λιβάδι.
Η έρημος βάναυσα την πέθανε και της έκαψε την όψη.
Έκαψε την αρχαία πείνα να είναι πάντα και να φανερώνεται μέσα από τη
σκοτεινή τελειότητα των ανθρώπων.
Η ταπεινή της ερήμου έκαψε την αιώνια έπαρση των αποτροπιασμών που άπληστα
και με τυφλή βουλιμία καταβρόχθισε.
Κεχριμπάρι και ύσκα έκαψε τη φαντασμαγορική σαγήνη του προσώπου που τύφλωνε
κι οδηγούσε στο βαρύ τείχος των ξένων.
Μια κρυφή υπερτροφία τη βύθιζε κι αλυσοδεμένη στο βράχο σε άγνωστο σάλευε
πνιγμό.
Σηκώνει τα χέρια και λούζεται στη μενεξεδένια πηγή των Άλλων χύνεται προς τους
Άλλους και τους αγαπά γιατί οι Άλλοι είναι το νερό της ερήμου κι η γαλάζια ρίζα
στο απόκρημνο νόημα των γκρεμών που θα συγκρατήσει. Μέσα της οι Άλλοι είναι
δρόμοι και συνείδηση δρόμων και προορισμοί. Οι Άλλοι είναι πελαγίσιες μνήμες
φωτεινοί πάπυροι που θα αισθανθούν και θα καταγράψουν τα λόγια τα πριν τη
γλώσσα τα γραμμένα.
Οι Άλλοι είναι γήινοι καθρέφτες που θα θρέψουν και θα ανταποδώσουν τη γυμνή
μορφή των στοχασμών. Κάνει να δονηθούν μέσα της οι μορφές κι εξεγείρει. Θερμαίνει
το χτισμένο πλήθος που διψά και χύνεται κι απ’ τις πέτρες σαλεύουν μάτια και
στόματα και θερμές ανάσες. Σαλεύουν τα μέλη τρυφερές φράσεις κι έρχονται να
κατοικήσουν τις άδειες φωνές να σαρκωθούν τους γυμνούς σπονδύλους.
Μια φυλή φαίνεται από μακριά ν’ ανοίγει την έρημο σα γαστέρα σπάει κι
έρχεται απ’ τα βάθη της ερήμου. Απ’ τα βάθη της μέρας έρχεται σα φυλακισμένο
πλήθος ένας ματωμένος αιώνας αιχμαλώτων με χρώματα και λόγχες να εκδικηθεί.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΤΩ ΤΟ ΝΕΡΟ
ΤΟΥ ΠΗΓΑΔΙΟΥ
(…κι από πάνω να σκύβουν τα κεφάλια των τριών στο
φιλιατρό…)
Εγώ είμαι ο Ένας εσείς ο Μόνος έρχομαι
από την έρημο της Λιβύης είπε η φωνή σ’ αυτό εδώ το πηγάδι με ξεβράσανε τα
κύματα κι έμεινα εδώ πνιγμένος δέκα χρόνια έρημος είμαι ο ανηψι΄ς. Θυμηθείτε σ’
εκείνη την κάμαρα που με ματώσανε. Κι ύστερα με σπρώξατε από κείνη την πρύμνη
στα νερά… Αρχίζει ν’ ανεβαίνει. Πατεί τις γλιστερές πέτρες κι ανεβαίνει ποιος
ξεχασμένος ίσκιος με τα σώμα του κομμάτια;
ώστε λοιπόν Εσύ; μιλούν πάνω μ’
ένα στόμα σβήνουν τα πρόσωπα και χάνονται.
Κάθεται πάνω στο πηγάδι μόνος έρχεται το χάραμα γύρω του κανείς.
Ξεκαρφώνει το σκέπασμα του πηγαδιού κοιτά σταγόνες αλμυρής βροχής δεν μπορεί να ξεχωρίσει καθαρά είναι τρεις και όλοι μες στο είδωλο
γυρεύοντας το πρόσωπο ραγίζει κι από μέσα φεύγει η χρυσοκίτρινη. Σε λίγο έρχονται οι τρεις μικροί του γιοι
έρχονται μες από τις εποχές σαν κύματα έρχονται έλα Πατέρα μέσα κάνει κρύο θα
κρυώσεις. Δώσε μας τούτα τα χαρτιά να τα
στεγνώσουμε στα κάρβουνα. Τους σφίγγει δυνατά πάνω στο στήθος του παιδιά μου
λέει που κάποτε σας γέννησα ήρθε η στιγμή από σας να γεννηθώ τώρα κι εγώ.
Μπαίνουν στο σπίτι στο βάθος ένας ίσκιος δροσερός απλώνει Εκείνη – Εκείνη με τη
φωτεινή σιωπή. Δακρυσμένο γέλιο κάθεται ραγίζει η φωνή του κι από μέσα βγαίνει
το θαλασσοπούλι της φωτιάς διψά στα βάθη κρύα βάραθρο βουίζει κόκκινη ρωγμή.
Χτυπά το άναρθρο περίβλημα του κόσμου το γαλάζιο κέλυφος κι από μέσα βγαίνει η
άλλη χρυσοκίτρινη γεννιέται λάμπει. τρέμει φανερώνεται στο φως. [ΕΚΔΟΧΗ ΧVI ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη Η
ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ εκδόσεις ΑΚΜΩΝ 1980]
Παρασκευή, 10 Φεβρουαρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου