(… τίποτα όμως δεν θυμόμουν εκτός από ένα στίχο μονάχα:
«ονειρεύτηκα πως έγραφα
κάποτε ποιήματα…»)
Θυμάμαι πήρες λίγον
άμμο
τον κράτησες στο χέρι
σου
κι ύστερα τον άφησες να χύνεται σιγά
στην ανοιχτή παλάμη
μου.
Στον μέλλοντα λοιπόν
αιώνα
θα μείνει λίγος άμμος με τη δική μας την αφή
κι ο άνεμος που θα
φυσάει
όπως το απόγιομα εκείνο
του Οκτώβρη
θα τον πηγαίνει εδώ κι
εκεί όλο θα τον πηγαίνει… (ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ)
Όλη τη νύχτα χόρευε
τώρα κοιμόταν πάνω στο πάτωμα γυμνή.
Από το ανοιχτό παράθυρο
ένας αέρας έπαιρνε τα
πέπλα της
τ’ ανέβαζε στον ουρανό
και τ’ άφηνε να
πέσουν στη θάλασσα που ταξιδεύαμε!..
(ΤΑ ΠΕΠΛΑ)
Τα λόγια που
έλεγε στις ωραίες γυναίκες
έμοιαζαν με
ποιήματα που δεν τα έγραψε ποτέ.
Οι άγραφοι στίχοι
του σπανίως τις άγγιζαν.
Μα σαν περάσουν τα
χρόνια θα τους θυμηθούν!..
– το ήξερε
και γριούλες
πια θα λένε πως κάποτε
υπήρξαν κι αυτές
νέες!.. (ΟΙ ΑΓΡΑΦΟΙ ΣΤΙΧΟΙ)
[τρία ποιήματα από τη συλλογή του Γιώργη
Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997 με ένα ΣΤΙΧΟ ΕΝΥΠΝΙΟ στον τίτλο της ανάρτησης!..
Και άλλες επιλογές από
την ίδια συλλογή εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 -2008, Κίχλη:
1. Η ΣΙΩΠΗ… είναι μια άγνωστη
2. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ Σήκωσα το σεντόνι κι ήταν πάλι γυμνή…
3. ΤΟ ΤΑΜΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ Στον ύπνο του απόψε θα περάσει ένα τρένο…
4. Η ΑΝΘΕΙΑ Ήταν η Φαμπιόλα η Κολομβιάνα στην Καρθαγένη…
5. ΤΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ Δουλεύαμε και οι δυο στην ίδια Εταιρεία…
6. ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ Είπα σε μια Γύφτισσα θέλω να γίνω γύφτος…
7. ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ Μια Κυριακή απόγιομα ένα νεκρός φαντάρος…
8. ΔΕΝ ΞΑΝΑΚΟΙΤΑΞΑ Κατεβαίναμε από το βουνό…
9. ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΣΙΔΕΡΑ στην αυλή του σιδεράδικου κοίταζε τρία σύννεφα…
10.
ΜΗΝΜΠΑΙΝΕΤΕ ΑΠΟΨΕ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ Είμαι ο
συγγραφέας είπε…
11.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και το ΠΟΙΗΜΑ Ξαφνικά το
Ποίημα σκόνταψε κι έπεσε πάνω στ’ αγκάθια… και ΕΠΙΜΥΘΙΟ Η Μνήμη μαζί με το
ΘΕΩΡΗΜΑ του Ποιητή
Η ΣΙΩΠΗ
(στην Αυγή – Άννα
Μάγγελ από τη συλλογή του Γιώργη
Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)
Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το
κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ
Σήκωσα το σεντόνι
κι ήταν πάλι γυμνή στο πλάι
μου
και πριν χαθεί
γύρισα να την κοιτάξω
και μη με κοιτάζεις μου είπε
δεν είμαι το σώμα που αγάπησες
αλλά εκείνο που θέλεις να
θυμάσαι
κι εκείνο που δεν μπορείς να
θυμηθείς
κι εκείνο που νομίζεις πως
θυμάσαι
[από τη
συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997]
ΤΟ ΤΑΜΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)
Στον ύπνο του απόψε θα περάσει
ένα τρένο.
Θα το ακούσει να σφυρίζει από
μακριά
και καθώς θα μπαίνει ολόφωτο
στην κάμαρά του
αυτός θα τρέξει στο ταμείο των
ονείρων.
Υπάλληλος της νύχτας θα είναι
ο εαυτός του.
Θα του ζητήσει μια θέση για
Παρίσι
και βέβαια θα πληρώσει μ’ ένα
Ποίημα –
τη μόνη μονέδα που κρατά. Κι ο
άλλος
αντί για εισιτήριο θα του
δώσει
ένα λευκό τριαντάφυλλο
που θα της φέρει απόψε στη
Μονμάρτη.
Rue
du Mont Cenis αριθμός 52
θα χτυπάει θα χτυπάει μα
κανένας δεν θ’ ανοίγει.
Η ΑΝΘΕΙΑ
Ήταν η Φαμπιόλα η Κολονβιάνα
στην Καρθαγένη
και η Κάρμεν η φωτιά στο
Σαλβατόρ
και η φτωχή Αλίσια στην
Περέιτα.
Ήταν η Ηραχίλντα το μανεκέν
στο Σάντος
και στο Μπουένος Άιρες η Ρίτα
η χορεύτρια
και στο Πουέρτο Μοντ η Γκλόρια
η Χιλιανή.
Ήταν η Ρεγγίνα στο Ρίο ντε
Τζανέιρο
και η Τουρκάλα η Οιά στη
Σμύρνη
και στο Ταγγάρ της Σενεγάλης
μια μαύρη Μαριάννα.
Όλες ωραίες μέσα στη νύχτα.
Μα το μυαλό μου εμένα δεν
ξεκόλλαγε
από την Άνθεια
από τα μάτια και το σώμα της
Άνθειας.
ΤΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ
Δουλεύαμε κι οι δυο στην ίδια
Εταιρεία
αυτή στο λογιστήριο κι εγώ στο
ασανσέρ.
Ήμουν μικρός μα ποθεινός πολύ
και κείνη αρραβωνιαστικιά του
διευθυντή.
Ένα πρωί που ανεβαίναμε τη
φίλησα
και φτάσαμε στον ουρανό
και κόλλησε το ασανσέρ στα
σύννεφα
και δεν μπορούσα να το
κατεβάσω.
Κι αν ξέρω κάτι από λογιστικά
πόσο στοιχίζει ένα φιλί και
πόσο το πληρώνεις
εκείνη μου το έμαθε.
[από τη
συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997]
ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ
(στην Ανθή από τη
συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)
Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για
βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη
λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κι αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με
ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν τον μπορώ της
λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.
ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ
Μια Κυριακή απόγιομα
ένας νεκρός φαντάρος
μπήκε στον κινηματογράφο
πέντε με εφτά.
Κάθισε μόνος σε μιαν άκρη
στο πίσω μέρος του εξώστη
χωρίς κανένας να τον βλέπει
κι έκλαιγε ήσυχα στα σκοτεινά.
Το έργο ήταν αισθηματικό
κάποτε το είχε ξαναδεί
μαζί μ’ ένα κορίτσι
πάνε σαράντα χρόνια.
Μια Κυριακή απόγιομα
πέντε μ’ εφτά
πριν φύγει για το μέτωπο
[από τη
συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997]
ΔΕΝ ΞΑΝΑΚΟΙΤΑΞΑ
(από τη συλλογή του
Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)
Κατεβαίναμε από το βουνό
ήταν άνοιξη πόλεμος ακόμη
καθίσαμε αποσταμένοι στην
πλαγιά
δίπλα μας τα όπλα μας πάνω στο
χορτάρι
κοίτα μου λέει ο Γιάννης.
Βούιζε κάτω το ποτάμι
και την είδα εκεί να πλένει
σήκωσε το φουστάνι της ψηλά
το έδεσε γύρω από τη μέση
κι έλαμπαν τα πόδια της μέσα
στα νερά.
Τ’ άνθη και τα πουλιά μας
λίγωναν
και πάλι μου λέει ο Γιάννης
κοίτα.
Σήκω του λέω να φύγουμε
δεν έχουμε καιρό θα μας
προφτάσουν.
Και πια δεν ξανακοίταξα.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΣΙΔΕΡΑ
Το παιδί του Σιδερά
στην αυλή του σιδεράδικου
κοίταζε τρία σύννεφα
Το ένα ήταν που τους πιάσανε
το άλλο ήταν τρένο
το τρίτο η χαράδρα
Το παιδί του Σιδερά
μπήκε στο σιδεράδικο
σήκωσε το σφυρί
Χτύπησε τρεις φορές
και το αμόνι ράισε
κι έσπασε το σφυρί
Και τ’ άκουσαν στα σύννεφα
οι σύντροφοι κι ο Σιδεράς
και χαμογέλασαν πικρά
[από τη
συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997]
ΜΗΝ ΜΠΑΙΝΕΤΕ ΑΠΟΨΕ ΣΤΟ
ΘΕΑΤΡΟ
(από τη συλλογή του
Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)
Είμαι ο συγγραφέας, είπε
Είμαι ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός
κι ο θεατής.
Είμαι κάποιος που θα υποδυθεί
όλα τούτα τα πρόσωπα
Είμαι εγώ που σας παρακαλώ
μη μπαίνετε απόψε στο Θέατρο
Αυτός είναι και ο τίτλος του
έργου
Μη μπαίνετε απόψε στο Θέατρο
Είμαι τέλος ο φύλακας
που θα κλείσει τις πόρτες
μετά την παράσταση
και θα με ξεχάσει ολομόναχο
μέσα στο σκοτάδι.
Ήρθε η ώρα είπε
να σηκώσω την αυλαία.
Καληνύχτα.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και το ΠΟΙΗΜΑ
-Ι-
Ξαφνικά το ποίημα σκόνταψε
κι έπεσε πάνω στ’ αγκάθια.
Το κοίταξε σχεδόν αδιάφορος
είχε κουραστεί πια να το
προσέχει.
Την ίδια νύχτα στον καθρέφτη
είδε το σώμα του γεμάτο
αγκάθια
-ΙΙ-
Χιόνιζε. Το ποίημα
ξεπαγιασμένο
του χτύπησε την πόρτα.
Έτρεξε και του άνοιξε, το πήρε
και το ζέστανε στην αγκαλιά
του.
Μα σαν ζεστάθηκε άρχισε να τον
τυλίγει
γύρω στο λαιμό και να τον
πνίγει.
-ΙΙΙ-
Μια μέρα το ποίημα τρελάθηκε
βγήκε από τα μέτρα του.
Όσο κι αν προσπάθησε να το
κρατήσει
εκείνο πάντα ξέφευγε σε
κόσμους άλλους.
Σε μια στιγμή κοιτάχτηκαν
βαθιά στα μάτια
και τότε το δέχτηκε όπως ήταν.
-ΙV-
Σ’ αγαπώ είπε στο ποίημα
και το αγκάλιασε παράφορα.
Εκείνο δεν μίλησε.
Τον φίλησε στο στόμα ξέροντας
πως πάντα το ξεχνούσε
για χίλια άλλα ποιήματα
-V-
Κάποια νύχτα το ποίημα
περίεργο
μπήκε κρυφά στην κάμαρα του
ποιητή.
Τον βρήκε να κοιμάται ήσυχος
έσκυψε πάνω του και το
παρατηρούσε.
Είδε τότε τα χαρακτηριστικά
του να χάνονται
τη μορφή του να γίνεται
άγνωστη
Η ΜΝΗΜΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
(… δεν ξέρει αν κοιτάζει το είδωλό της ή μιαν άλλη όμοια
πεταλούδα… - Η ΜΝΗΜΗ)
Το ένα ήταν
όνειρο μιας γυναίκας το άλλο ήταν
όνειρο ενός άνδρα. Μια νύχτα μπήκαν σε
μια κάμαρα και γδύθηκαν κι αγαπήθηκαν πολύ
και σμίξανε για πάντα σ’ ένα όνειρο.
Τώρα όμως δεν το έβλεπαν μήτε η
γυναίκα μήτε ο άνδρας επειδή κι οι δυ
μαζί δεν μπορούσαν πια να δουν το ίδιο όνειρο. Μπορούσαν μόνο να το φανταστούν αγκαλιασμένοι στο σκοτάδι!.. [ΘΕΩΡΗΜΑ από τη συλλογή του Γιιώργη
Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997]
Παρασκευή, 6 Ιανουαρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου