(… την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας…):
λάμψεις
πολύχρωμες και μαγικές κραυγές
ένα κόκκινο
ξέφτι στο κατώφλι του κόσμου
δεν βλέπω δεν σημαίνει δεν υπάρχει
πίσω απ’ την
όρασή μου ρέουν ηφαίστειοι ποταμοί
φτεροκοπούν
χίλια πουλιά
υφαίνεται με
θαύματα το μαγικό χαλί του κόσμου
στρώματα
αλλεπάλληλα καλύπτουν
τα μυστικά που
γεννηθήκαμε γνωρίζοντας
το άπειρο που
εμπεριέχεται στο κύτταρο
το αιώνιο στο
προσωρινό η μουσική στη νότα
φως που
υπερβαίνει την ταχύτητά του
ήχος που
υπερβαίνει τη μέγιστη και την ελάχιστη
έντασή του
θνητός που
υπερβαίνει τη φθορά του
λάμψεις
πολύχρωμες και μαγικές κραυγές
ένα κόκκινο
ξέφτι στο κατώφλι του κόσμου
την κοκκινόμαυρη
ανεμίζοντας της ουτοπίας
εισπλέει
αθόρυβα στις γκρίζες γειτονιές του
κόσμου
ο μέλλων χρόνος
ως πέλμα αιλουροειδούς
ελεύθερο το πάνσοφα αθώο βλέμμα των νηπίων
στον παρελθόντα
χρόνο εναποθέτει
τα πορφυρά
ενδύματα της εξουσίας
από το άλφα ως
το ωμέγα
ευθύς τα
γράμματα ενώνονται και ενοποιούνται
στο σχήμα του
ήλιου ανατέλλουν τα παράθυρα
αρχαίοι
λινοτύπες συνθέτουν τίτλους με λευκά
πουκάμισα
και κάτω από τα
υψωμένα χέρια
το αύριο
έκθαμβοι αναγγέλλουν στους εξώστες
κορίτσια
αστραφτερά σαν χελιδόνια
με το άπειρο
ολοζώντανο στα μάτια τους
στις στέγες
αιωρούνται και τα ερωτικά προαύλια
φωτιά από
σύννεφα απλωμένη στα μαλλιά τους
και σιωπηλά
αναδύονται στο φως
έφηβοι κωπηλάτες
λάμνουν το πυροτέχνημα κορμί
και στο γαλάζιο εξακτινώνονται
ενώ τριγύρω τα περίπτερα λικνίζονται στη μουσική
που ηδονικά τις
χαραμάδες διαστέλλει
παρέκει ούτε μια
μοίρα αστέρι μου
λιγότερο ούτε
ένα στίχο από τον ουρανό
[ΚΟΚΚΙΝΟ ΞΕΦΤΙ
ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ μαζί με το ποίημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ
ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997 κι άλλα ποιήματα από την ίδια
συλλογή έτσι όπως ανθολογήθηκαν στη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του Τόλη
Νικηφόρου ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ, Επιλεγμένα Ποιήματα 1966-2017, εκδόσεις Ρώμη]
ΑΦΥΤΟΣ, 1
(από τη
συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997)
ανάμεσα σε δυο κόκκινες στέγες
το σιωπηλό πράσινο της συκιάς
διαλέγεται με τους κυματισμούς του
γαλάζιου
ως τη θαμπή υπόνοια της μακρινής ακτής
ως το βάθος του ουρανού που ψηλαφούν
οι υδρατμοί
ως τις αστραφτερές ζωντανές ανταύγειες
που βασιλεύουν κάτω από την επιφάνεια
λευκά πλεούμενα διασχίζουν το αόρατο
φως
μαύρες σαΐτες διαγράφουν απροσδιόριστα
σχήματα
πάνω από την επίκληση των δένδρων
πάνω από την πελεκημένη πέτρα
τρυφερή όπως το δέρμα και το άγγιγμα
στους λόφους αιωρούνται νότες
απ’ τα αρχαία έγχορδα της παραλίας
όπως φόρεμα πολύχρωμο που θροΐζει στο
χόρτο
ένα ξένος μαθαίνει να συλλαβίζει τη
γαλήνη
ένα παιδί απλώνει τα παιχνίδια του στο
χώμα
οι απαντήσεις βρίσκονται όπως πάντα
εδώ
και χαμογελούν με καλοσύνη
σε χιλιάδες μάταια ερωτήματα.
ΑΦΥΤΟΣ, 2
είναι γλυκό το φως
αιώνες που ωρίμασε στην απουσία
και αναδύεται τώρα σε αρχαία ερείπια
αστράφτουν γύρω τα ταπεινά του κόσμου
φύλλα ζουζούνια αγριόχορτα
μια σαύρα ακίνητη στο πρόσωπο της
πέτρας
σαν προσευχή η μοναχική γυναίκα
στον δρόμο που ανεβαίνει προς τα
μνήματα
ανάμεσα σε ξαφνικά λιλά και κίτρινα
είναι γλυκό το φως
μετά το ατέλειωτο ταξίδι στο σκοτάδι
και η μικρούλα έρημη εκκλησιά
με το θαμπό της κόκκινο
[από τη συλλογή
του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997]
ΜΑΘΗΤΕΙΑ, 1
(από τη
συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997)
μαθαίνω μια ζωή την αλφαβήτα
γλιστράω στην επιφάνεια των γραμμάτων
με την παρήγορη ψευδαίσθηση
ότι θα φτάσω στο ωμέγα κάποτε
όπου ενεδρεύει όμως αναπόφευκτα
το ωκεάνιο και πάλι άλφα
με τις καμπύλες του τον κύκλο του
τον πρώτο κι ίσως τελευταίο βηματισμό
του
τις απροσμέτρητες στον χωροχρόνο διαστάσεις του
γύρω από το άλφα περιστρέφομαι
στο αιμοσφαίριο αυτό βυθίζομαι
όπως σε προαιώνια μήτρα
πύλη του κόσμου και του Άδη
έσχατο όριο της δικής μου επίγνωσης
η αρχή της μαθητείας μου δεν έχει
τέλος
ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟ
προσεύχομαι με τις ανεπαρκείς μου
λέξεις
με τη θαμπή μου όραση
σφίγγοντας το κενό στο στήθος μου
προσεύχομαι στις ρίζες μου
στον παντοκράτορα ήχο
από το μαντολίνο του παππού
που απλώνεται κρυστάλλινος
από την Ιωνία και τη Μαύρη Θάλασσα
και θρυμματίζει τον ιστό της μοναξιάς
προσεύχομαι σε μια ανατολίτισσα του ήλιου αχτίδα
που υπόσχεται το αυριανό τραγούδι
στην όποια αλήθεια παραλλάσσεται
μέσα στις τελευταίες αυταπάτες μου
προσεύχομαι ο ελάχιστος
στο μέγιστο που δεν γνωρίζω
προσεύχομαι στο ακατανόητο
όμως μια πέτρα ταπεινή, μια στάλα αίμα
απ’ όλους τους κοινούς ανθρώπους ένας
προσεύχομαι στο ακατανόητο
με την πνοή που εκείνο φύτεψε μέσα μου
αυτή που γνώρισε τον πόνο
και ξέρει την σιωπή να αποδέχεται
αυτή που ακατανίκητη πεθαίνει
[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ
ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997]
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΣ
ΑΝΤΑΡΤΗΣ
(από τη
συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997)
πρώτα με τον Απρίλη και την άνοιξη
με μεσογειακά νησιά
με μέρες στρογγυλές σαν το παλιό ψωμί
απρόσκλητο το συνεργείο του χρόνου
μεθοδικά ερείπωσε το πρόσωπό της
μην παραλείποντας και το ωραίο κορμί
τα άλλοτε όρθια στήθη
θροΐζοντας και τρεμοπαίζοντας
έτσι έσβησε το πρωινό χαμόγελό της
στις γκρίζες λόχμες των ματιών
η εξαίσια λάμψη εκείνη
άοπλη τώρα κρύβεται
σαν τελευταίος καταζητούμενος αντάρτης
ΝΑ ΜΗ ΦΟΒΑΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
γαλήνια και σιωπηλά
όταν θα διαπλέετε τα άγνωστα νερά
σφιχτά στα δόντια σας κρατήστε
ένα μικρό αγαπημένο ποίημα
σαν νόμισμα αστραφτερό
για τον ψηλό και σκοτεινό πορθμέα
γιατί το ποίημα είναι ένα αχ
που αποκρυπτογραφεί με τρόπο μαγικό
το μυστικό εξαίσιο όνομα
μέσα στον πέτρινο ήχο του θανάτου
γιατί το ποίημα είναι ένα φως
που στιγμιαία αναδύεται από την
απουσία
κι η τελευταία του λάμψη
είναι το πρώτο άλφα της αγάπης
γιατί το ποίημα είναι μουσική
από τα έγχορδα του κάτω κόσμου
που ζωγραφίζει με διαδοχικά φωνήεντα
μικρές σκιές από το πρόσωπο του
απείρου
γιατί το ποίημα είναι εσύ
το ποίημα είναι εγώ
αυτό που μας συνθέτει και μας
υπερβαίνει
να μη φοβάστε λοιπόν το θάνατο
όταν στα δόντια κρατάτε την ψυχή σας
για το ψηλό και απόμακρο πορθμέα
που αιφνιδίως μέσα στο σκότος θα χαμογελάσει
[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ
ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997]
ΟΥΤΟΠΙΑ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥ ΛΟΥΣΤΡΟΥ
(από τη
συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997)
κάθεται σταυροπόδι σ’ ένα σύννεφο
βουτώντας το πινέλο του
στο κασελάκι με τα χρώματα
το κασελάκι με τις λέξεις
με τον τζιλά και τ’ άλλα εκρηκτικά
και βάφει κόκκινα τα υποδήματα
κάθε περαστικού θεού
κόκκινο – κόκκινο και μαύρο
ένα παιδικό μπαλόνι
με την απρόσεκτή του κίνηση
τα θαμπωμένα μάτια του
από του ήλιου την εγγύτητα
τα πάντα κάποτε αναποδογυρίζουν
και τότε στάζει ο ουρανός μυριάδες άστρα
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕ ΤΟ ΟΜΙΚΡΟΝ ΤΟΥ
ΟΝΕΙΡΟΥ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ μ.Χ. ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ
ξεχύνεται από τα υψώματα στη θάλασσα
σαν κατρακύλι με το όμικρον του
ονείρου
ανηφορίζει από τη θάλασσα στον ουρανό
σαν προσευχή με τη θαμπή φωνή του
πλήθους
όχι κούφια και άφωνη
σαν τις πολύχρωμες κραυγές των
διαφημίσεων
όχι φτηνή και χρήσιμη
σαν πλαστικό ουροδοχείο
όχι τυφλή για τα παιδιά της
για τα δένδρα και τους ποιητές
για καθετί παράλογα που ανθίζει
εβραία σκλάβα αρμένισσα
ανατολίτισσα ρωμιά τουρκάλα
κοινότητα της αρετής και της παιδείας
επέμεινε ο ανώνυμος εκείνος ζηλωτής
κρατώντας τη στιγμή μετέωρη
πάνω από τα παρελθόντα και τα μέλλοντα
πριν εξακόσια τόσο χρόνια
παγκόσμια πόλη ελληνική
αρσενική σαν τον βαρδάρη της
σαν τα ρεμπέτικα τραγούδια και τα
καλντερίμια της
γυναίκα σαν την απεραντοσύνη
και σαν τον ήλιο στον φιλόξενό της
κόλπο
μεθυστικά όταν βασιλεύει
παγκόσμια πόλη μακεδονική
με το διπλό άλφα της αγάπης
κυβόλιθο στην Εγνατία Οδό
με το δικό της ουρανό Ναζίμ στα μάτια
σου
κόρη της Ιωνίας
την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας στα
κάστρα της
ψυχή της προσφυγιάς
καμένη κουρσεμένη ανίκητη
κοινότητα της αρετής και της παιδείας
που δεν δανείζεται αλλά δωρίζει
που ζωγραφίζει χαμογελαστές καμπύλες
στην ανθισμένη από το χώμα Παναγία
Χαλκέων
με το αβέβαιο άρωμα της ουτοπίας
πατρίδα με ανοιχτές τις πύλες απροσπέλαστη
κοινότητα της αρετής και της παιδείας
αρχαίο καράβι με κομμένες άγκυρες
μες στο νωχελικό παράθυρο της παραλίας
για το ατέλειωτο ταξίδι στο απρόσιτο
πέρα ως πέρα φωταγωγημένο
από τα μάτια των παιδιών
[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ
ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997]
ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ, 1
(από τη
συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997)
αβιταμίνωση
είναι όρος των στατιστικών δελτίων
η πείνα εξωραϊσμένη αποπροσωποποιημένη
όπως θα τόνιζε και κάποιος διανοητής
λέξη χωρίς εικόνα
ένα παιδί είναι μονάκριβο
ένα παιδί πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο
με την κοιλιά πρησμένη
μάτια που δεν χωράνε πια στις κόγχες
τους
σε χώρες που ονομάζονται εξωτικές
πεθαίνει στο κατώφλι του σπιτιού μου
όταν πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα
δένδρα
όταν πεθαίνει ένα παιδί
ταράζεται ο ύπνος των αρχαίων νεκρών
κι από τη γη αναδύονται τα πρόσωπά
τους
ενώ σαν χάλκινο πουλί
ο άνεμος τοξεύεται στο χώμα
όταν πεθαίνει ένα παιδί
οι λέξεις και οι φωνές συντρίβονται
τριγύρω ο κόσμος καταρρέει
ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ, 2
αποχαιρέτησε το κόκκινο και το βαθύ γαλάζιο
το βιολετί μέσα στο σύθαμπο του
ελαιώνα
αποχαιρέτησε το
πρώτο φρρρ και χσσς του ανέμου
τα φύλλα που αιφνίδια ασημώνει αποχαιρέτησε
τα ερημωμένα δίπλα πρόσωπα
τον χάρτινο ήχο του νερού
στην πέτρινη αυλή της γειτονιάς σου
με μια σύριγγα καρφωμένη στη φλέβα
αποχαιρέτησε τον κόσμο
πριν από σένα θα ’χει πεθάνει το όνειρό σου
η αυταρχική πορφύρα και τα κούφια
λόγια
σαν τα σκυλιά πριν από σένα
θα έχουμε πεθάνει όλοι
αποχαιρέτησε λοιπόν τον κόσμο
άνοιξε τις μεγάλες πύλες της αβύσσου
να μην υπάρχει πια έλεος για κανένα
να γίνει στάχτη και να σκορπιστεί στο
χώμα
ο λόγος και το φως του κόσμου
[από τη συλλογή
του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997]
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, 1
(από τη
συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997)
κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά
μου
απλώνω τα σπασμένα δάχτυλα
και της χαϊδεύω τα μαλλιά
της γράφω παραμύθια
της ψιθυρίζω ποιήματα
και τη φιλάω τρυφερά στα μάτια
λες και είναι ένα μικρό παιδί
ζεστό καυτό και με τον εφιάλτη από τον ύπνο τρομαγμένο
λες και είναι το δικό μου το παιδί
λες και είναι όλα τα παιδιά του κόσμου
που αξίζουν ένα θαύμα καθημερινό
όπως το βότσαλο όταν αστράφτει
με χίλια χρώματα στα διάφανα νερά
και ζουν μέσα στο ψέμα και τον θάνατο
κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά
μου
να τη ζεστάνω και να ζεσταθώ κι εγώ
και της μιλάω για ν’ ακούσω ζωντανή
φωνή
και κλαίω
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΕΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΑ ΑΘΩΟΣ
ο καλοκαιρινός μου ίσκιος
μικρός, λεπτός κι αγέρωχος
ούτε μια μέρα πάνω απ’ τα δεκαοχτώ
αν το παιδί πράγματι είχε πει
ο βασιλιάς είναι γυμνός
μετά την πρώτη έκπληξη
τον πρώτο ίσως θαυμασμό και φθόνο
θα επέπιπτε ως είθισται η εξουσία
με τους λακέδες και τις πόρνες της
να το κατασπαράξει
ως είθισται αιώνες τώρα
καμία έκπληξη λοιπόν
όταν καλείται η αθωότητα να απολογηθεί
καμία έκπληξη όταν δοξάζεται η ατιμία
ούτε ίχνος παραπόνου
γι’ αυτά και τα χειρότερα
να βλέπουμε μονάχα και να ξέρουμε
και να μην επιτρέπουμε την αυταπάτη
και να κρατάμε ακέραια
στο στήθος μας την έκρηξη
ο καλοκαιρινός μου ίσκιος
μακρύς, λεπτός κι αγέρωχος
ούτε μια μέρα πάνω απ’ τα δεκαοχτώ
ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ
από τις λέξεις μου να απομείνει
ό,τι ακριβώς θα απομείνει κι από μένα
με τα δικά του γράμματα
το χώμα θα προφέρει την ανυπαρξία
στο εγώ μου δίνοντας ακριβοδίκαια
τις ρεαλιστικές του διαστάσεις
από ψυχή όμως και τίποτα
θ’ αναδυθεί κάποτε εκθαμβωτικός στο
χάος
ένας καινούριος γαλαξίας
[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ
ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997]
ΠΟΙΗΜΑ ΕΝΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟ
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
(από τη
συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ 1997)
Τα
ποιήματα αυτής της συλλογής, στην ενιαία ιδανική τους μορφή, ως παράδοξα και
γοητευτικά κουάρκ, εγγράφηκαν στον πυρήνα του σύμπαντος από απρόσιτο και
ακατανόητο δημιουργό πριν περίπου δεκαπέντε δισεκατομμύρια χρόνια. Με την μεγάλη έκρηξη και την αρχή του
χρόνου, εκσφενδονίστηκαν ως θραύσματα στο διάστημα και από τότε προκαλούν τη
διαστολή του σύμπαντος, μεταλλάσσονται και ταξιδεύουν γεννώντας γαλαξίες, άστρα
και πλανήτες, τη θάλασσα, πέτρες και φύλλα, τα μάτια του πάνθηρα, εσάς κι
εμένα. Αυτούσιος όμως ο αρχικός τους
κωδικός καταχωρήθηκε με μουσικά σύμβολα στη θεμελιώδη αιθέρια ύλη του σύμπαντος
ή Ακασικά Γραπτά, που ως γνωστόν περιέχουν το σύνολο της ιστορίας του κόσμου,
στα κεφάλαια με τίτλο «φωνές παιδιών», «αποχρώσεις της ουτοπίας» «η κίνηση του
ανεξακρίβωτου» και «το φως του πριν και του μετά» Από την εποχή του homo erectus και παλιότερα, έγιναν προσπάθειες να διατυπωθεί με
κάποια σαφήνεια η εκρηκτική τους προέλευση και η αλήθεια τους. Οι απόπειρες
αυτές, έως την εντελώς πρόσφατη του παρόντος βιβλίου, προσέκρουσαν στη δυσκολία
επικοινωνίας με την αιθέρια ύλη και στην ίδια την κατάσταση του ανθρώπου. Οι περισσότεροι απ’ όσους τόλμησαν το
απαγορευμένο εξαφανίστηκαν χωρίς ίχνη. Αναφέρονται μερικά συμβολικά ονόματα των
άλλων ανά τον κόσμο, από τον 6ο π.Χ. αιώνα ως το μέλλον, που φυλακίστηκαν
ή εξορίστηκαν και το έργο τους αποσιωπήθηκε, συκοφαντήθηκε ή παραποιήθηκε στα
επίσημα ιστορικά βιβλία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κινέζου αγρότη,
που ανακάλυψε δυσανάγνωστους και εξαιρετικά δραστικούς παπύρους σε
βορειοανατολική επαρχία της τεράστιας επικράτειας. Επικηρυγμένος από τους μανδαρίνους,
κατέφυγε ημιθανής σε ερημική νησίδα της γης του Πυρός για να κάνει ε τα
ποιήματα περίεργα σινιάλα σε θαλασσινά πουλιά που χτίζουν τις φλιές τους στα
βράχια. Το 1871 όμως στο Παρίσι και το
1936 στη Βαρκελώνη, φωτεινά κορίτσια κέντησαν τα ποιήματα με μαύρη κλωστή σε
κόκκινα μαντίλια για να τυλίξουν οι διαδηλωτές το μέτωπό τους σ’ όλες τις γλώσσες
του κόσμου ή να γεμίσουν τα όπλα τους και να επιδέσουν τα τραύματά τους. Στην αδυναμία τους να συλλάβουν τη βαθύτερη
υπόσταση των γοητευτικών κουάρκ στον πυρήνα του σύμπαντος και στο ίδιο τους το
σώμα, όλοι όσοι είχαν τη μεθυστική εμπειρία της στιγμιαίας επικοινωνίας με την
αιθέρια ύλη, κατάφεραν μονάχα να προφέρουν ένα ψι και ένα χι που στην ατελή μας
γλώσσα συνοψίζουν τα απαγορευμένα μυστικά και την ταυτόχρονη εντολή στον
άνθρωπο να τα ανακαλύψει. Όπως είναι
φυσικό, εκτός από την πληθώρα των άλλων βραβείων που της έχουν απομείνει
υποθετικοί φορείς της απόλυτης επιλογής του ποιητή, η συλλογή πρόσφατα τιμήθηκε
με το Ελάχιστο Νεανικό Χαμόγελο σε συνδυασμό με το Δειλό Κούνημα της Ουράς σε
γειτονιά της Άνω Τούμπας Θεσσαλονίκης με ομόφωνη απόφαση της Διαπλανητικής Ολομέλειας
των ειδών όλων των εποχών. Μετά το
πέρας της τελετής, το σώμα της ποιητικής συλλογής αλλά και του ίδιου του ποιητή
παραδόθηκε στην υψικάμινο του απείρου και επανήλθε στις αρχικές του διαστάσεις
για να αποτελέσει και πάλι την πρώτη ύλη κάθε μελλοντικής απόπειρας να
εκφραστεί το απόλυτο.
Δευτέρα, 9 Ιανουαρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου