Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι
απλώνει – απλώνει αδιάκοπα στο δέρμα του καλοκαιριού
πήζει τον ουρανό πήζει τον άνεμο
κερώνει την καρδιά και τις χαραματιές της θύμησης
και τα σκιαγμένα πρόσωπα ψηλά στις πολεμίστρες
Πάνω απ’ τους ξεραμένους κάμπους θειάφι και μολύβι
αγρίμια πυρετοί γυρνούν με πυρωμένα νύχια
στεγνά σαν κάννες τουφεκιών τριγύρω τα πηγάδια
και τα κλωνάρια της κραυγής χωρίς κανένα φύλλο.
Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια
με το θρυμματισμένο πρόσωπο της ανταρσίας αναστραμμένο στο
αύριο
μ’ ένα τραγούδι αλουλούδιστο στα μάτια μας
με τα κεραυνωμένα
χέρια σωριαστά
κι απ’ τα χαλαρωμένα δάχτυλα φευγάτα όλα τα ελάφια
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα;
Το αίμα στο αίμα πάνω πέτρωσε δεν δίνει πια χρησμό
άδειος εδιάβηκε ο καιρός χωρίς κανένα θάμα…
Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια
Πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα
ρωτώντας πάντα αμετανόητα ρωτώντας πού τραβάει
αυτός ο δρόμος πού περνάει
ανάμεσα σε σκοτωμένους και φονιάδες.
[πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962– κι
άλλα αποσπάσματα από την εν λόγω συλλογή
- συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ,
ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]
ΜΕΡΕΣ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΟΥΝ ΠΙΑ ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ ΤΟΥΣ
ΔΟΘΗΚΕΣ…
(… γιατί αφρόντιστα ξοδεύτηκες… μέρες που δεν σε ξέρουν πια…)
… κι αποτραβούν το χέρι
τους από το δικό μου
κι όλο μακραίνουνε και
προχωρούν χωρίς εσένα - μα πού πάνε; -
Μόνος , σκοτάδι και τ’
απόμακρά τους βήματα
βλέφαρα που σφαλούν
πάνω στο δέρμα σου
φύλλα που γίνονται ένα
με το χώμα.
Πλατείες που δεν σ’
αναγνωρίζουν πια
δρόμοι που κρύοι
γλιστρούν κάτω απ’ τα πόδια σου
άλλους βηματισμούς τώρα
ζητούν
για νέες χειρονομίες
κραυγών ριγούνε τώρα οι άνεμοι.
Όλα γινήκαν έτσι
μονομιάς μια άξαφνη αναχώρηση
ξένος στον κόσμο
απόμεινες
βλέμματα, λόγια, αφές,
γεφύρια που σ’ ένωναν
με τους άλλους,
όλα γκρεμίσαν τώρα πάνω
σου – κι αν θα φωνάξεις, η φωνή σου
ομίχλη πήζει γύρω σου.
Μέρες που δεν σε θέλουν
πια,
μέρες που σμίγατε μαζί
στην ίδια πίστη, μα που τώρα
κάτι άλλο ψάχνουν – μα
τι να ’ναι αυτό;
κάτι άλλο πιο μακριά
από την πίστη σου γυρεύουνε κι ο φόβος
μήπως δεν πήραν τίποτε,
μα τίποτε από σε μαζί τους
λιώνει τη σάρκα σου,
χωρίζει το κορμί απ’ την αίσθηση
καθώς το νιώθεις πια
πως άρχισε το τρομερό
κι απρόσμενο
το πέρασμα της ιστορίας
επάνω σου.
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ
1962]
Η
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΣΚΙΟΥΣ
(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962)
Το σπίτι μ’ αναμμένα
όλα τα φώτα
ένα καράβι που
κινδύνευε μέσα στη νύχτα
κι εμείς να
τριγυρίζουμε στις κάμαρες ζητώντας σωτηρία
με παραμιλητά κι
αλλόφρονες χειρονομίες
δίχως να βρίσκουμε ποτέ
ο ένας τον άλλον,
ώσπου η Μάρθα πια δε
βάσταξε
και μ’ ανοιχτά τα χέρια
ρίχθηκε πάνω στον τοίχο
«… έφυγε για να
σκοτωθεί, για τι άλλο;
Το ξέρω και το ξέρετε,
μα δε μιλάμε…»
Γιατί κανείς μας δεν
τον ακολούθησε
όταν λίγο πιο πριν
κοίταξε για τελευταία φορά σεμνός και λυπημένος
κι ανοίγοντας την πόρτα
χύθηκε μες στο σκοτάδι.
Ξέραμε βέβαια πως μια
μέρα θα μας άφηνε
παρόλο που προμήνυμα
δεν είχαμε κανένα,
εκτός κι αν ήταν δυο
βασανισμένα μάτια μες στη χλαλοή των δρόμων
-τελείως φευγαλέα τα
συναντήσαμε
κι αφού τα ’χαμε προσπεράσει πια, άξαφνα
κάτι σαν να μας χτύπησε
κατάστηθα, σχεδόν που σωριαστήκαμε,
μα η λαιμαργία για ζωή
μας κράτησε ξανά.
Ξέραμε βέβαια πως μια
μέρα θα μας άφηνε
μα ήτανε σκόρπια η μέρα
αυτή στην άχνη του καιρού
η προσμονή ήταν ένας
ουρανό για μας
υπήρχε ακόμα χώρος, να
ζητάμε και να ελπίζουμε.
Αφήνοντάς μας τώρα μας
αφάνισε
έσβηνε κάθε απόσταση
ανάμεσα σε μας και στη ζωή
έκανε την ελπίδα τοίχο
αδιαπέραστο και μας συνθλίβει επάνω του
«… έφυγε για να σηκωθεί
,
τι ήταν γι’ αυτόν η
προσμονή , τι ήταν γι’ αυτόν η ελπίδα;
Έφυγε να παλέψει και να
χτυπηθεί
έφυγε για να συνεχίσει
και να σκοτωθεί – για τι άλλο;
Ένα σκοτάδι βρείτε
μου να χτίσω αυτού τα μάτια μου
να χτίσω αυτού τα χέρια
μου που με τρομάζουν
έτσι καθώς με ματωμένα
νύχια τ’ ανασέρνω τώρα απ’ την καρδιά του…»
Τέτοιες στιγμές δεν
είναι κάτι μέσα σου που θέλει να ουρλιάξει;
Όχι, δε λέω για τις
πληγές μας που ματώνουν
κάθε που πάμε να τις
κρύψουμε ή να τις ξεχάσουμε,
μιλώ πάντοτε για τη
μοναξιά,
τη μοναξιά μες τον
αγώνα – δεν υπάρχει;
Ω παρελθόν, βρήκαμε τόσους
τρόπους να σε ψαύουμε
κι ακάματες φωνές
καλπάσανε να σε προλάβουν, μέλλον,
όμως ποιος θα μας
ξεδιαλύνει το παρόν;
Εσύ που σε ταμπούρι ή
σε κελί επιμένεις,
κι εσύ που καρτερείς κι
εσύ που ενδίδεις
πώς ξέρεις πως αυτό
είναι το σωστό
πως τώρα αυτό είναι το
σωστό
αφού μαζί σου δρουν
δυνάμεις άγνωστες
κι ενώ για αλλού τραβάς
εσύ, αυτές αλλού σε βγάζουν…
Άνθρωποι πεταμένοι πια
στην όχθη εμείς…
Ναι, μα ποιος λέει πως
η ζωή κυλάει σαν ποτάμι;
-άλλη πανάρχαια πλάνη
ετούτη των ανθρώπων.
Η ζωή προχωρεί με
σφαδασμούς, κάθε της βήμα εξάρθρωση
κι ο φόβος για το
ανεξιχνίαστο «τώρα» είναι που μας κάνει
να ψάχνουμε με
απελπισία στο κενό
γι’ αυτό που «αύριο» τ’
ονομάζουν.
-Πάλι δε με κατάλαβες,
υπάρχει πάντα ανάμεσά μας κάτι που δε
νιώθουμε,
ένα αγεφύρωτο κενό,
εκείνο «το μικρό προσωπικό μας χάος».
-Δε βλέπουμε, δε
βλέπουμε, τίποτα δεν μπορούμε πια να καταλάβουμε
ζούμε το σάπισμα των
φωνών μας – το πρόσεξες κι εσύ
σαν να κοιτάς επίμονα,
πως πρήζονται και σκάνε,
μια μαύρη ομίχλη και
κολλάει στις ψυχές μας.
Το σπίτι μ’ αναμμένα όλα τα φώτα
ένα καράβι που
κινδύνευε μέσα στη νύχτα
κι εμείς να
τριγυρίζουμε στις κάμαρες ζητώντας σωτηρία
-σκιές που πονούν,
πονούν κι αυτές
το ίδια καθώς κι η
σάρκα.
ΜΑ
ΑΥΤΟΣ ΩΣΤΟΣΟ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΑ…
-θρόισμα από φώτα και
σκιές
δένδρο που αναζητάει
τις ρίζες του – γιατί θυμάται,
θυμάται τότε που
άστραψε και μπήκανε μέσα στα σπίτια μας οι δρόμοι
και νιώσαμε πρώτη φορά
να χλιμιντράει το αίμα μας.
-Έτσι, άρχισε η πορεία
μας, διασχίσαμε
μεγάλες ερημιές του
νου, λαβύρινθους καρδιάς
όλοι οι σφυγμοί
ανατίναζαν πίσω τους τα γεφύρια
το άγνωστο καταχτήσαμε,
αγγίξαμε το μέλλον.
Μα, αλήθεια προχωρήσαμε
με χάσματα πολλά
εγκαταλείψαμε φωνές
ανυπεράσπιστες σε ξεστρατίσματα και βάλτα
ποδοπατήσαμε αγωνίες
χεριών που δίσταζαν
κι εκείνο το κρυμμένα
κλάμα μέσα μας
ώσπου μια μέρα ο δρόμος
που είχαμε πια πίσω μας αφήσει,
άξαφνα ανασηκώθηκε σαν
σιδερένια ουρά
χτυπώντας μας στην
κρίσιμη ώρα κατακέφαλα.
Α, πώς κυλήσαμε έτσι
πίσω
όλο και πιο πολύ
γλιστρώντας σ’ αυταπάτες
όταν η πιο γενναία μας σκοτώθηκε
φωνή
κι έμεινε η ηχώ της ματωμένη
κόμη να βουτάει στο μέλλον…
Σύντροφοι της παλιάς
ζητωκραυγής πού είσαστε τώρα,
χέρια που ανάβατε
πουλιά στους λόφους, πού είστε,
κάτω από ποια σκληρή
φτερούγα γης καρδιές χτυπάτε ακόμα.
Όταν φωνάξεις, ποιος θα
αποκριθεί;
Σπίτια μέσα σε ρέμα που
τα σάρωσε η βροχή
κοπέλες που δεν έφεξε στο δάχτυλό τους βέρα
γυναίκες με τα σπλάχνα τους
φεγγαροφαγωμένα
μνήμη τρελή που τριγυρνάει
μέσα σε ονόματα νεκρών συντρόφων
σαν μέσα σ’ εγκαταλειμμένα
οχυρά
-ένα σπασμένο δίχτυ το
μυαλό μας.
Μα εγώ ζητώ μια εξήγηση
κι αν δεν υπάρχει μέσα
στον αγώνα, αγώνας τότε τι είναι;
καρδιά που πνίγεται απ’
το ίδιο της το αίμα
φλόγα που σβήνει απ’ το
δικό της τον καπνό;
Μα εγώ ζητώ μια εξήγηση
κι αν δεν υπάρχει μέσα στον
αγώνα, υπάρχει;
Γι’ αυτό ξαναγυρίζω
τώρα εδώ
σ’ ό,τι έχει μείνει ατέλειωτο
και μας περιμένει
σ’ ό,τι έχει μείνει
ανέκδοτο
να συνεχίσω, να
σταθώ να χτυπηθώ ως το τέλος.
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη
ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962]
ΚΑΙ
ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΘΑ ΑΝΑΖΗΤΑΣ ΤΗ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗ ΑΝΑΣΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ
(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962)
Και μόνο εσύ θα
τριγυρνάς στο πέλαγος της νύχτας
γυρεύοντας τα
σπαραγμένα μέλη μου που σκόρπισαν
ανάμεσα σ’ αποδημία και
νοσταλγία.
Γιατί μονάχα εσύ θα μ’
άκουσες
να σε φωνάζω από τις σκληρές
ακτές του μέλλοντος
με την κραυγή σπασμένη
εντός μου
μονάχα εσύ θα μ’
ένιωσες
να ’ρχομαι και να
ψηλαφώ το ρίγος σου, αγέρας στις κουρτίνες,
να θέλω να μαζέψω από
παντού τη μυστική ανταύγεια του κόσμου σου…
Δίψασα για ήρεμο νερό
καταμεσί στην τυραννία της λάμψης
με κατατρώει το φως, με
διαπερνούν ανεξιχνίαστα ρίγη –
αχ λίγο πονετικό
σκοτάδι, αυτό που μένει
ανάμεσα απ’ το δάχτυλα
και το κορμί την ώρα του χαδιού – αυτό μονάχα
γιατί, πού να σταθεί η
ορφάνια των χεριών που ξέμαθαν να παίρνουν
καθώς ξαναγυρνούν και
με κυκλώνουν τώρα
μνήμες αφών αστροφεγγιές αγέρηδες
εσύ – μια θάλασσα πάνω
στα δένδρα
καθώς ξαναγυρνούνε κι
ολολύζουν στο αίμα μου
όλα όσα ήτανε δικά σου
και τ’ αρνήθηκα
για να κρατήσω
Εσένα.
ΦΥΚΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΑ ΛΥΜΕΝΑ
ΜΟΥ ΜΑΛΛΙΑ
(… τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα…
ό,τι κι αν κάνω δεν σε ξαναβρίσκω πια…)
Δε σε φωνάζω πια, δε θα μ’ ακούσεις κουράστηκε η φωνή μου γέρασε άσπρισαν τα
μαλλιά της γυρνώντας χρόνια τώρα μες
στο κρύο τούτο σπίτι - μα ποιο φως
είναι λοιπόν αυτό που δε λυπάται
που διαπερνά τους τοίχους και τα ρούχα και το δέρμα ρίχνοντας τη σκιά του μέσα μου; Φύκια των ουρανών μες στην αγρύπνια τα
λυμένα μου μαλλιά τα μέλη μου πλοκάμια
απελπισμένα - μα ποιο χέρι περνάει πάνω στο πρόσωπό μου και
χαράζει σημάδια οδύνης άσβηστα – ποιο
ρίγος που κόβει των σφυγμών μου μονομιάς
όλες μαζί τις άγκυρες; Έφυγες κι έγινες
καθώς μου το ΄χες πει μια προέκταση του
κόσμου, ένας μεγάλος δρόμος μέσα μου μα
όσο κι αν σε συναντώ μια ξενιτιά είναι
ο κόσμος τώρα - φύκια των ουρανών μες
στην αγρύπνια τα λυμένα μου μαλλιά τα
μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα ό,τι κι
αν κάνω δε σε ξαναβρίσκω πια [από τη
συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ
Ποιήματα 1949 - 2006]
Παρασκευή, 30
Δεκεμβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου