(… ο καθένας στη νύχτα του με τα κίτρα της σελήνης μονάχος…)
… ο καθένας στη
φωνή του κι ο καθένας αλείφοντας
με κατράμι τα
δένδρα της Λευκής.
Εγώ έρχομαι και
σας βλέπω με τρεις φορές σπλάχνα
κι αν προστάζω
τη φλόγα θα σπείρει πυρκαγιές
αφού έχει το
όνομα Ηλιόλουστη ψηλά στο πρώτο στερέωμα
και πιο ψηλά στο
δεύτερο στερέωμα τη λεν Εσφαγμένη.
Σας περιμένω
στην άλλη άκρη της σήραγγας μ’ ακράτητα γέλια
κρατώντας τον
άσσο που έλειψε απ’ τα χαρτιά σας
κι αν έχω τα
δάχτυλα μαύρα και δυο λεκέδες κόκκινους αντί για μάτια
είμαι ολόκληρος
η πολυτέλεια του αίματος
είμαι το γλυκό
περίστροφο της πληγής
κι ο
πυροβολισμός του Αρχαγγέλου από χρυσές πεταλούδες
με δώδεκα
φωτοστέφανους γύρω μου και τη θηλιά του Ισκαριώτη
γιατί θα είμαι
πάντα ο Αριθμός κι ο Αριθμός κρυώνει
στα δικά του τα
κλίματα και στ’ άλλα του κλήματα
στη δική του
βροχή και στη δική του Ελλάδα ψηλά
στο δικό του
αλάνθαστο καλοκαίρι.
Φωτιά μεγάλη μη
με τραγουδάς
αρπάζω το ύψος
με το ’να χέρι και τ’ αλλάζω
ποιμένες κι
αστέρια δοξάζουν τ’ αμάραντο στήθος μου
φωτιά μεγάλη μη
με τραγουδάς
[Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ
ΠΟΛΕΜΟΥ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ Τύχη
Πρώτη 1964 Συγκεντρωτικός τόμος ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1961 –
1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία]
ΩΣ ΛΥΠΟΥΜΕΝΟΙ ΑΕΙ ΔΕ
ΧΑΙΡΟΝΤΕΣ
Βλέπω
την έρμη θάλασσα και λείπουν οι μνηστήρες
ασάλευτη
καθώς ο διαυγής Διόνυσος ή το μεγάλο διανόημα.
Είναι
νύχτα και λείπουν οι αγέρηδες
πώς
έφυγαν οι ουράνιοι και χώθηκαν στη γη
σαν
τα ζούδια ταπεινωμένοι.
Θα
’λεγα βλέπω το πρωί της εκστάσεως ή μεσημέρι από σελήνη
κι η
τρεχαντήρα με πανιά σαν αγιασμός στα μάτια.
ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΟ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ
Βγαίνω
πέρ’ απ’ τα μεσάνηχτα κοιτάζω τη σελήνη
με τ’
αλώνι γύρω της άνθος ανεξήγητο
ένας
κύκλος ο γαλάζιος και πράσινος τα
μεγάλα πέταλά του άνθους
ύστερα
ο μικρότερος κύκλος κοκκινωπός
ομιχλώδες
άσπρο λερωμένο ταξιδεύει μέσα το φεγγάρι
σαν
έμβρυο στα υγρά των αγγέλων.
Είναι
τραγούδι τ’ αλώνι της σελήνης
ο
στεναγμός που φτερουγά στο στήθος μου
και
μαραίνει την πρασινάδα
ΓΡΥΛΟΣ
Σαν
Κυριακή πώς έλαμψα μεσ’ στο σκοτάδι
και
το φεγγάρι στα νερά
δεν
ήτανε όνειρο μα ήτανε το ορυχείο της βραδιάς
όταν
σπιθίζει ο άσπρος Άγνωστος απ’ τους κήπους των άστρων
ο
δίχως δευτερόλεπτα δίχως τη φύση.
ΟΝΕΙΡΟΣ
Είναι
χιλιάδες άλογα κι ανεβαίνουν απ’ τα σπλάχνα μου
σ’
ένα στήθος υπερώο που χλιμιντρίζει
εξέχοντας
όλο αχτίδες, αχτίδες στους γκρεμούς
όταν
ο νους ομιχλώδης απ’ αόρατην οροφή τρίζει
κάθε
φορά κι ένα δοκάρι θραύεται στην Εμαρμένη.
ΒΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛΑ
Τι
προπαγάνδα κάνουν τα πουλιά κάθε πρωί
πριν
βγει ο ήλιος πριν ξυπνήσουν τα κορίτσια
πώς
ανατρέχει ο ουρανός στο δόξα
κείνη
που έλαμψε καιρούς και μέρες πίσω απ’ το χρόνο
με τη
θυσία του Αβραάμ ολόασπρη στα κρεμαστά μαλλιά του
τον
άγγελο του Ιακώβ όρθιο στην ονειροσκάλα
και
το μεγάλο κόκκινο αλληλούια στην κεφαλή
του
κόκορα που έπεσε απ’ τα’ άραχλα τ’ αστέρια.
Ο ΛΙΓΟΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Ήρθα
πάλι στο σφαγείο και με τα δυο μου χέρια
κρατώντας
τις περισσότερες πορτοκαλάδες
κο
κόκορας ονειρώδης μου έλεγε «θα πεθάνω»
μα η
ζωή λειτουργούσε στα φτερά του σαν πάντα.
Έδειξα
τα χέρια μου πάλι φυτρωμένα κι εκείνος έλεγε «θα πεθάνω»
πικρό
φλάουτο μέσα σε τόση δροσιά
σε
τέτοιον Αύγουστο που είχαν τ’ αστέρια
μήνα
της Παναγίας όλο τάματα και καράβια
ώσπου
το αίμα χύθηκε απ’ τους λαιμούς
κι ο
κόκορας άρχισε να χορεύει.
ΜΟΝΟΣ
Απ’
τ’ αστέρια έλαμψα ελευθερωτής της φλόγας
όπου
δεν έχτισε κανείς για να υπάρχει σαν άπειρο άνθος
στα
μαύρα νερά στην ατελείωτη νιότη
που
’χει ο γέροντας δυόσμος όσο κι αν τον κόψεις.
Κι
απ’ τα’ αστέρια δεν έλαμψα ελευθερωτής της φλόγας.
Άρα το
θαύμα είναι ξένο σε μένα
κι ας
είμαι ο φίλος της βαθιάς – βαθιάς μέλισσας
που
βλέπω στη γρήγορη σκοτοδίνη.
ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ΑΠ’ ΕΞΩ
Ήτανε
δειλινό κι ο ήλιος έμοιαζε στις γήινες περιφορές
αλήτης
χρυσαφένιος
η
αρμονία έπεφτε όπως
η
σαλευόμενη φλόγα να κυματίζει το ουράνιο σιτάρι.
Τότε
φάνηκε ο ταραχώδης άγγελος
δοξάζοντας
τα επινεφρίδια σε λευκές λάμψεις
και
με φωνή σπαραχτική
τη
θύμηση των ευτυχιών ανεβάζει ως τ’ αηδόνια – Πρώτος
ή
Έβδομος Οίκος τ’ ουρανού στερεύει τα λαλήματα
όταν
ο άνθρωπος ωσάν το καλάι πάνω στη φλόγα
λιγότερο
θνητός ολοένα παλεύει ν’ απομείνει
και
να ’ρθει εδώ στο μεγάλο χάραμα.
Χάθηκε
η αγάπη κι ο γαλάζιος πετεινός
ανοίγει
τα φτερά του μεσ’ στην πλήξη.
Σαλεύει
μια ωραία προσευχή στους κίτρινους μύλους στον αέρα
έρωτες
δυνατοί με σαρώνουν είπε ο άγγελος
αυτός
που υμνήθηκε είν’ ο Υδροχόος και δείχνει τα γόνοτα
είν’
ο Ζυγός και δείχνει την κοιλιά της μητέρας.
Έβλεπα
μόνος του ήλιου τη θανάτωση
το
βράδυ μαύρο ερχότανε και μαύρο μεγαλώνει
σήμερα
πάει το πρωί πάει το μεσημέρι
έβλεπα
μόνος τα αίματα και το κεφάλι του
κομμένο
στο δίσκο της ασημένιας παλακής.
ΕΝΑΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Μουσική
που ορμάς απάνω στο θηρίο της αγάπης
με
γαλάζιο κόπο και τον ατίμητο Μάιο
νίκησε
πάλι τους κεραυνούς
αντίκρυ
στο όνομα της νύχτας
όπου
η λάμψη γίνεται σκληρή ελεημοσύνη
τις
κουρούνες που φτερουγάνε μαύρα πετάγματα στους τάφους.
Εκεί
παγώνει βαθιά σε κάθε λάκκο κι ένα θηκάρι
με
την ψυχή ξιφουλκημένη σε τρεις λάμψεις
και
τη μεγάλη βυσσινιά σαν αερόστατο.
Δένδρο
καλό πώς πέταξες αρρίζωτο στα ύψη
σα
δείπνος των πράσινων φύλλων
όμορφο
δένδρο που κάρπισες αληθινά παγόνια.
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΑΡΑ ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ
Φύλλωμα
σαν από διαμάντι χείμαρρος από γυναίκες
να
λένε την έρημη δροσιά σε χλοερά λιοντάρια
τι
όμορφο που ήτανε το όνειρο στα θρύψαλα του Απριλίου
νύχτα
και η μοναξιά μου στην αιθάλη.
Τώρα
δεν έχω τη Μαρία με τους αθώους υετούς στο στήθος της
ούτε
θα λάμψει πάλι η πρώτη νεότητα στον ύπνο της φωνής.
Θεέ
μου να ’παιρνα το ραβδί και λαμπερός ν’ ανηφορίσω
να
θυμηθώ πως είναι το σκοτάδι για να γεννηθεί το φως
με
λέαινες ενάντιες των άστρων.
Όχι
λοιπόν η χαραυγή που βλέπουμε, όχι το γαλανό μας κράτος
αλλά
βαθιά τα σήμαντρα βοερών Παραδείσων
όπου
μονάχη τέρπεται η αηδών και τέρπει τους αποθαμένους.
Όχι
λοιπόν ο έρωτας που καίει τα σωθικά και φέρνει ομορφιά στις ώρες.
Εδώ
περιμένω την αδάμαστη ορμή
που
αλλάζει σε φέγγος ένα σώμα.
[από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964]
Η ΑΝΩ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
(από τη συλλογή του Νίκου
Καρούζου ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ 1964)
Αποτρόπαιο φίδι της Γνώσεως αλλήθωρο
φίδι
θα σφυρίζεις πάντα στην ανηφόρα μας
έχοντας ολόγυρα την Άνοιξη με σχοίνα
και θυμάρι
τα δένδρα και τον ήλιο σαν το φρέσκο
αίμα.
Εμείς ανεβαίνουμε στην ουράνια πόλη
δίχως εναέριο σιδηρόδρομο δίχως άλλο
βάρος απ’ το σώμα
ωραίοι στον κόπο λαμπρότατοι στον
ιδρώτα μας ωραίοι
ανεβαίνει μαζί μας κι ο πεχλιβάνης
κι ο άλλος ο γενετήσιος δούλος που
μάζευε πεταλούδες
κι η Μανταλένα που σκότωνε μύγες απάνω
στο στήθος του
κι η Μάρθα η κουτή με την κιθάρα.
Δεν έχω λόγο να σας γνωρίσω μ’ όλα
αυτά τα πρόσωπα
εμείς ανεβαίνουμε
κάθε ώρα που περνά μας τρομάζει σαν
εκκωφαντική εκπυρσοκρότηση
ανεβαίνει κι ένας γελοίος
χαιρετώντας τα πουλιά τι ωραία
ο Λικνίτης με σταφύλια νηπιακός και τα
κληματόφυλλα
ο βαρύτονος ο Ριγολέτος με την κόρη
του
και ο Δούκας της Μάντοβας καίγεται
ανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε σαν
περιουσίες
κι ο ψυχοπαθής που έλεγε με εχεμύθεια
πως είχε μέσα στα σπλάχνα του τον
Προμηθέα
τι ήσυχος ανεβαίνει μασώντας βλαστό
απ’ αγκάθι
έχουμε παρέα και το Δράκο που έκανε,
λέει, κοντά χίλιους φόνους
ο καλοκαιρινό ψεύτης λέγοντας ο ύπνος
μου είναι κινηματογράφος
έκοβε, λέει, την καρωτίδα κάθε Ελένης
κι έπινε το αίμα
σε λιγνοπόδαρα ποτήρια στολισμένα με
υακίνθους.
Κοντά
χίλια όνειρα κι όνειρα ίδια
ο
ψεύτης ετούτος με βάζει σε σκέψεις
ποια
ν’ ανεβαίνουμε η αξία
πώς
μπήκε στην προσκύνηση των πουλιών
έτσι
με τόσο άνοστο πνεύμα χαλώντας το Ιδεατό Ποίημα…
ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ
Ζωή των ελλήνων όλη η Άνοιξη προδομένη
κι ‘όλα κάτω απ’ τον ήλιο εμετός απ’
τον ήλιο
κι ο αρχαίος γιατρός ο ποιητής
άναυδος ωσάν έντομο στις πόλεις.
Να θυμηθώ, να θυμηθώ
απάνω απ’ τις πόλεις οι γυναίκες σε
μαυροφορία
χαροκαμένοι σαλτιμπάγκοι τα κοκόρια
μεσ’ στη συμφορά
γαλάζια τσίρκα σε μιαν έκταση που
γέμει τόσο ψυτολάμψη
με σκυλοκρεμμύδες και χρυσόξυλα
ο μοβανθός απ’ το θυμάρι πάει χάθηκε
στην ανοιχτή μνήμη
στους διωγμούς τους ολόασπρους
τα γουρουνάκια της χαράς μαζί μ’
αλόγατα
να βγαίνουν απ’ τα όνειρα στις
βυσσινιές του Κάτω Κόσμου
απάνω απ’ τις πόλεις η ελπίδα κανονιά
και σαν αστροπελέκι
για την ολόκληρη χαρά στο βάθος στα
μελλούμενα
με οικογένειες χορτάτες λάδι στα
πιθάρια
υγεία εύκολη ευλογημένος θερισμός
τρύγος αναίμαχτος
μα όχι εξουσία ούτε βίας αποχείμωνο
και στο δρόμο
μια γυναίκα σαν να εκτοξεύεται στο
δρόμο
με τα μαλλιά της αρτεσιανά
[από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964]
Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ 1964)
Πώς
πέφτουμε στη νύχτα κι από τι πόθους…
Με
κοφτερή μοναξιά στολισμένος άρχισα να κοιμάμαι
λευκός
ιδρωμένος μέσα στην αγελάδα του ύπνου
κλεισμένος
ολούθε απ’ το όνειρο που κυματίζει στα βάθη
κι
ολοένα κερδίζει την ύλη πέρα της.
Ένα
ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου
στους
ουρανούς ανοίγαν όλα τα παράθυρα κι ο Διόνυσος
μαυροντυμένος
μ’ άσπρα χειρόκτια κρατούσε το σκουληκάκι
στην
παλάμη που έμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη
πλάι
του σ’ ωραία παραλία
έπεφταν
οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνεια
και
μακριά πώς ακούγονταν αθώα τουφέκια
ο
βρόντος της αγάπης η χαρά της συμφοράς
μ’
όλα τα άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ όλες τις αχτίδες
την
αγαπημένη του πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της
και
δράκοντες ευωδιάς ανέβαιναν από κίτρινες σκάλες
ως τα
κοράσια που δεν χάρηκαν τον έρωτα.
Γύρω
ήταν δάσος χιλιοπράσινο
με τα
πουλιά σαν αναρίθμητους καρπούς απάνω στα δένδρα
με τα
πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κι ένας σκύλος
αργά
πηγαίνοντας ούρησε στο κορμί της κοντινής αμυγδαλιάς
με
σηκωμένο πόδι κι ανάμεσα
ο
γόος έσφαξε η φωνή που τινάχτηκε από τρεις λέξεις
οι απαίσιες χιλιτηρίδες.
Η
ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΜΑΣ
(από
τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964, Τύχη Πρώτη)
‘Όταν ξεραθεί το
χαμομήλι στον καλύτερο ήλιο της χρονιάς
έρχονται βράδια να γυρέψει από δαύτο κι ο φτωχός κι ο πλούσιος κι όπως κυλάει μέσα μας και βάλσαμο κι ευωδιάζουν τα σπλάχνα κι
αρμονίζονται φέρνοντας κάποιο αίσθημα φαγωμένης πεταλούδας με τα
χνούδια της ένα τίποτα ένα χορτάρι
φέρνοντας όλη την ειρήνη έτσι κι ο
Ιησούς ένα τίποτα, μονάχα φτυμένος
μονάχα η μέσα φλόγα που λιώνει την αφή
κι ο Θεός γυμνοπόδης ένα αρνί στον αέρα
ψηλά στο δένδρο της βυσσινιάς το καιόμενο πέρα στη δύση. Α τι φρικτό που είναι το νερό ένα τίποτα κι
ο αόρατος μας έτυχε καθώς το μαχαίρι
στο λαιμό του κόκορα. [από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964 συγκεντρωτική έκδοση: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ Τόμος Α 1961 – 1978. Ίκαρος
Εκδοτική Εταιρία]
Παρασκευή, 9 Δεκεμβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου