(… τα σήμαντρα δε μιλούν, μ’ ένα νταν τρεμάμενο ριγούν ανεπαισθήτως τη σιγή…)
Κι απόμεινα βαθιά
διψασμένη μιλώντας
για κρινολούλουδα Αγγέλων,
όλη νύχτα ύψωνα φωνή
εκφωνώντας ολάκερη σύλληψη στην απόλυτη ματαιότητά μου
Και φοβόμουν να τα φιλήσω,
που έφτιαχναν μπάλες
χιονιού στρογγυλές πάνω σε φανοστάτες
αργότερα στο πάτωμα που
κοιμάμαι μ’ ένα μικρό φακό στον εγκέφαλο στριμωγμένο
Απόμεινα μια έρημος
φριχτή, δίχως την έρημο των αγριμιών
ήξερα πως ήταν αργά
ξετυλίγοντας αυτόν το στίχο για παιδιά
Πού είναι αλήθεια τα δικά μου
παιδιά
δε στέκονται μήτε σε δρόμο,
μήτε σε ουρλιαχτό γυναίκας
Καραδοκώ σα φάντασμα μπροστά σε όλα τα κυρτώματα
αν γινόταν να πλημμύριζα το
σπίτι που επιστρέφουν
με ύμνους ζωντανούς απ’ τις
αλλόκοτες χορδές της λύρας μου
να μην τα βρει λυγμός φλογώδης
Κι απόμεινα ένα δάχτυλο
διαβάζοντας στίχους προφητικούς
για την εποχή της άνοιξης και
του καλοκαιριού
που δε φάνηκαν επάνω σε
ταράτσες
Βλέπεις εκείνη η ελπίδα, συχνά
επιστρέφει μόνη
συχνά γκρεμίζει όλα τα στηθαία
αναζητώντας τα παιδιά τη νύχτα
Τα παιδιά μεταξοσκώληκες σε
τρίσβαθο τρόμου
καθώς σκυλί ουρλιάζει βόσκοντας
τις αυλές μας
Πού βρίσκεις ήρεμα ύδατα υδάτων
να ζευγαρώσουν τα παιδιά με
κρυσταλλένια νύχτα;
Αλλά τα μάτια τους εξάπαντος
που ερωτεύονταν μόλις πρασίνιζε
τη χλόη
διδάσκοντας στο πρόσωπό μας τον
τρόπο που αντέχει
τις οχιές μες στο χορτάρι δεν μπορώ να καληνυχτίσω
Τα μάτια των παιδιών φοβάμαι
ύστερα στα χρόνια
Δεν τα ψηλάφισα με φίλημα τα
περασμένα βράδια
Τα παιδιά, αγέρηδες ονείρων
στου τόπου την Ιδέα
κρατούν πια στην κραυγή μαχαίρι
παίρνοντας τη συνείδηση της
ενοχής μας
Παιδιά που μοιάζουν βρέφη από
της θάλασσας τη μήτρα
Ω ανήσυχοι ουρανοί, με τι Πλειάδες
ν’ αναφτερώσω
τον ολόλευκο τους μίσχο σε όραμα λιγότερο χαμένο;
Τα είδα τα σώματα των παιδιών –
μερικές φορές
να πεθαίνουν την πρώτη τους
αλήθεια, παλεύοντας
με άγριο τον κίνδυνο
Όχι στο χρώμα της σημαίας μήτε
στο μεγαλείο μιας συγκίνησης
που ψεύτικα σχεδιάζαμε να τ’
αποχαιρετήσουμε
Διάφανα καθώς ήταν,
διαπερνούσαν ουρανό
γελώντας για τον πόνο
Σκοτωμένα παιδιά στην ηλικία
που φορούν τη μάνα
χωρίς αίμα να φυτρώσει το
χορτάρι
Είδα και τη γυναίκα!
Κατέβαινε σαν το σκυλί,
κλαίγοντας το φουστάνι της,
για να θερίσει τον κισσό και το
μέρος
όπου οι φτερούγες των παιδιών
ανατριχιάζουν κάθε μέρα
Αλλά την περιστοίχιζαν πράγματα
που μεγαλώνουν κόκαλα
σκιώδη και άστατο τον άνεμο στη
μνήμη
Κοίταζα πώς πάλευε τις ηλικίες
του πόνου με θειάφι
και δεν ανέβαινε ψηλότερα από
το χέρι των παιδιών
Τι δύναμη χρειαζόταν ν’ αφήνει ένα βλέμμα σχίζοντας το χώμα,
κόπηκε εκείνη σαν πέρασε το σώμα της να μείνει ως το θάνατο
μέσα κανείς, ένα κενό. Διόλου
δεν πέθαναν τα παιδιά
[ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ και άλλα ποιήματα από τη
συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 2009]
2008 μ.Χ. ΑΘΗΝΑ
(… ευτυχώς που ακόμα γεννιούνται
παιδιά ζωντανοί ποιητές και γκρεμίζουν εμάς που χυδαία ποιούμε …)
Ο
Μαέστρος έγραφε το χρονικό των αδύναμων
ημερών
μεγαλώνοντας
τον πόνο από ώρα σε ώρα
με
ρέκβιεμ και μικρές ωδές
Όχι για
τους απλούς ποιητές, που έσβησαν τριάντα τριών ετών με βήματα αυτόχειρα
-εκείνοι
πήγαν σε πρώιμο θάνατο, αξεχώριστα ερμηνεύοντας το θάνατό τους
Παραδίπλα
οι μπάτσοι μπήγουν στην άσφαλτο μια φυλακή
-μπορεί
να εκραγεί ως τα κόκκινα τούβλα της
αν
μετρήσω τα μουχλιασμένα νοήματα της τάξης
με
ωριμότητα διαίσθησης
Ένα παιδί άγουρο ύστερα χτυπά της πέτρας
την επιθυμία
παίζοντας με τους σπιούνους ως το κόκαλο
Τόσο αλλόκοτα ωραίο στην αρχή και μετά
λύπη
αδυσώπητη, κρυμμένη στ’ αναπάντητα
Καημένο παιδί, αγανακτείς διδάσκοντας
συνείδηση
στο τσιμέντο και στη μοναξιά της οδού
Ακαδημίας!
Βίασε στο μυαλό τους την αιτία, καθώς πετά
σκουριές
στ’ αγάλματα και σπάζει τα μικρά τους
δαχτυλάκια
Δυο ολόξανθα άλογα τουλάχιστον
ακολουθούν και το παίρνουν αγκαλιά στα
στενά και στις πλατείες
Όμως τώρα το παιδί ξετέλειωσε με τα
χτυπήματα στα χάσματα
Ζωγραφίζει, αχ πως ζωγραφίζει με σωστή
γραφή τίμιους πεθαμένους
να τυλίγουν σαν ένδυμα σφιχτά το ρέκβιεμ,
τα χέρια
σε κανέναν και λίγο πιο ψηλά μέλισσες
Δεν έχουν μάτια, μόνο χείλη υγρά, που
απειλούν θαρραλέα το θεό
Η τελευταία μάλιστα ξεχώριζε απ’ το ρυθμό
στα πόδια
Γυμνά χτυπούν τον αέρα, αλλάζοντας στα
κεφάλια ψυχές
και στα μάρμαρα τις άγνοιες των αιμάτων
Αέρας δε φυσούσε να μείνει στενός ο δρόμος
κι οι μέλισσες, στο φόβο προσπερνώντας το
θεό
με πήραν παιδί μαζί τους
Μάζευαν οι φίλοι την ψιλή βροχή
που έπαιρνε το χώμα από τα πόδια του ύπνου
μα εγώ έτρεχα στους ανθρώπους που μάζευαν
σκόνη
κάτω απ’ τον καιρό
με ξεγυμνωμένες ανάσες
Βγήκα χιλιόμετρα, τα χείλη μου αγγίζοντας
στ’ αγάλματα το δέρμα
με πολλά άγουρα μυρμήγκια να τριγυρνούν
για το στέγνωμα καιρού
Κι είχανε μαζευτεί φύλλα υγρά στην κοιλιά
κι όλη η γύμνια της ζωής που δε βαστούσε
πια
τον κόσμο που γλιστρούσε
Κάτω στις πικροδάφνες ό,τι άφησα
να στεγνώνει τα φύλλα του φεγγαριού
Τούτο το φεγγάρι με στάζει κιόλας αίμα στα
νερά
Πέτρινη η βροχούλα στον κήπο
γυρόφερνε το σπίτι με τις σκάλες που
κοιμόταν ήσυχα
στα μικρά νυχτωμένα χεράκια σου
Εκείνο το βράδυ
ως αργά ακουγόταν μέσα στην κάμαρη
– η κάμαρη ολότελα δική σου
στο ίδιο σημείο πάντα βρέχοντας ανάσα
Πέτρινη η βροχούλα, επίμονη στα σταρένια
γόνατα
Αέρα δεν είχε να πετάξεις
Πότε - πότε τις νύχτες, ένα έρημο σοκάκι
έρχεται στον ύπνο μου με σύρσιμο παιδιού
και με ρωτά:
«Είσαι η γη;»
Εκατό αντάμωσα στα χέρια που κινιέται το
κορμί
– αυτά τα χέρια που κρύβονται στ’ αδειανά
μου
φορέματα
και σχεδόν νιώθω ντροπή
που μπορεί να ’ρθουν κι εκείνα
που δεν έχουν συνηθίσει
τις ματαιότητες από το μαλακό μου ρούχο
Η πιο μικρή τους κίνηση πνίγεται σε
μεταξένια πτώση
Σώζεται ένα μικρό σοκάκι που τα παιδιά
τραβούν
από φύλλο σε φύλλο με τα ελαφρά τους πόδια
μετά πέφτει χάμω στη λάσπη ή το χειρότερο
κλεισμένο
στη μεγάλη κιτρινισμένη μου ντουλάπα;
Σώζεσαι κι εσύ αίμα
-κοίτα πώς στέκεις σαν αράχνη στο βάθος
των οδοφραγμάτων
ποτέ στα ίδια μου τα χέρια—
με το χώμα μεταφερμένο κάπως να μοιάζει
τόπος να βουίζεις;
Μα, απείραχτο έρχεται στον ύπνο μου,
πλαγιάζει
διακόπτει μάλιστα τα όνειρα, παίζοντας με
το χώμα του στο νου
Απείραχτο έρχεται μες στο βλέμμα
σπάνια να ’ναι και παιδιά γύρω-τριγύρω σε
παιγνίδι
Θα καεί ετούτο το μεσημέρι που σπέρνει
βρέφη προδοσίας, είπες
Όλα θα καούν με λιωμένο χειμώνα κι ένα
λεπτό ρετσίνι
Στάλες θα κυλούν στο χώμα
σχεδόν εκεί στο κέντρο της κοιλιάς
ζυμώνοντας κρυφά
τα βρέφη, που μεγάλωσαν μ’ ατσάλινα τα
βλέφαρα
Ίσως αφήσουν το νανούρισμα στο τέλος
να ζωντανέψει η καμπάνα πέφτοντας
τους αγριεμένους
Σε λίγο θα μιλήσουν οι πληγές της μνήμης
Υπήρχε θάνατος στο τραγούδι
Και τι μ’ αυτό;
Η φωνή ως το πρωί πότιζε της αυλής του
το πηγάδι
Υπήρχε θάνατος στη φωνή
Και τι μ’ αυτό;
Με μια περίεργη ιδέα του Σοπέν
τον εμπνευσμένο θάνατο χορεύει
Από τη μια δύση ως την άλλη χαμήλωνε το
φως
κι ο τόπος που γυρίζουν τα χελιδόνια
έμοιαζε απεγνωσμένα με θάλασσα
Όμως βραδιάζει στα ευαίσθητα βράχια
που λιώνουν σα λουλούδια
βλέποντας στο βάθος ένα κόκκινο άγαλμα
γερμένο να μιλάει στο κενό
Το φως χαμήλωσε
κι ένας κόμπος κλαίει τους γερανούς που έφυγαν
Ποιος είδε καταμεσήμερα το δέντρο
της συνομωσίας
και δεν ήθελε να το πιάσει μια φορά
απ’ τα κλαδιά του,
να το φυτέψει
στου μαχαιριού την παρθένια
Μια φορά να το λύγιζε μακριά από τις
σάρκες των νηπίων
που παίζουν σφίγγοντας το χώμα
Έτσι όπως λυγίζουν τα γόνατα
σαν αρχίζει να βρέχει εμβατήρια η βροχή
ή μεροκάματα οι σκοτωμοί
Ποιος δεν έσφιξε μια φορά ολάκερο το
δέντρο
με φλέβες απ’ το στήθος του
γιατί είναι ο μόνος τρόπος
να το πεθαίνεις με θηλιά
[από τη
συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 2009]
2008 μ.Χ. ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ
(… τώρα που το φεγγάρι βάρυνε
ανεξήγητα κι ο ήλιος συμπλέκεται στο χώμα με γραμμική σύμπτωση ας στοιχηθούμε
στο χάος …)
Όταν μπήκε ο ουρανός στο μικρό πόνο
το κρασί έλειψε απρόβλεπτα σε πολιτείες
ολόκληρες
και το νερό κρύφτηκε απ’ τα πολλά θαύματά
του
Δύσβατη η άμμος των λάμψεων
γιατί αλίμονο, εκείνοι που δεν πέθαναν
ακόμα
επιστρέφουν τα ουρλιαχτά στο μυαλό,
τυλιγμένα γύρω
απ’ το μυαλό μου τα παιδιά τους, θέλουν να
με συλλάβουν
Το γνωρίζω, από το άλογο που έρχεται
αθόρυβο οχτώ η ώρα το πρωί
ντυμένο άραβας Παλαιστίνιος, να παίξει
μαζί μου
Θα με λιώσει, στο υπόγειο που θάφτηκα
καλλιεργώντας
προέδρους και τοξικά μικρόβια, σύντομα να
κρυφτώ
στα κάγκελα του δικού μου Εβραίου, όχι μην
του ανοίξει κανείς
ανατινάζοντας την πόρτα που επιμελώς
λαδώνω
Γαβγίστε με στοιχειά της ποίησης
καθώς προσπερνώ τους μολυσμένους
αιχμαλώτους
και στεγνώνω τα λεφτά που πήρα με το
μεγάλο μου στόμα
οφείλω να ταΐσω ψέματα τα παιδιά μου
ίσως κόψω και το χέρι επικίνδυνα από τα
γένια των παιδιών
το ίδιο χέρι που στο παρελθόν δολοφόνησε
το μωρό της Ιντιφάντα
με «καλοκαιρινή βροχή»
Τώρα παίζω χτενίζοντας το Θεό
εκατομμύρια θεούς που χρειάζομαι για
προστασία
Θεέ μου, είμαι πολύ κουρασμένος
γλέντησα για τα καλά ανατινάζοντας όλα τα
βιβλία της Γένεσης
Πήρανε τον ήλιο πάνωθέ τους και σπηλιές
σεπτές της στεριάς
για το πνεύμα που ξεριζώθηκε μ’
εξαπατήσεις
πηγαίνοντας αόριστα ανατολικά
Τα ρόδα τ’ άφησαν ολάσπρα στις καλύβες, μα
οι βιολέτες ιερότατες
κάτω απ’ τα βλέφαρά τους
Έτσι πήρανε και το νερό, γονατιστοί πέσανε
και το κρατούσαν
πότε ήρθε η σκόνη ρημάζοντας το πέρασμα;
Το παιδί, με πόνο και ιδρώτα
συμμαζευόταν στο κορμάκι του
θαρρείς εκατοντάδες ήττες πυροβολώντας το
στην πλάτη
μια μέρα κόκκινη που σας μιλώ, για την
πρόθεση
που άνοιξε ήττες η σκόνη πάνω απ’ τον
κόσμο
Σκόνη περίφοβη και ίσκιοι που εκτόξευαν
τον οφθαλμό
του θεού με θάνατο χωρίς αθανασία
Τώρα θα ορμήσουν πάνω τους, σκέφτηκα
σχηματίζοντας σκιάδες ως τις γαίες της
γονιμότητας
θα τσακίσουν με μαστίγια και αλυσίδες
τα φορτωμένα κύματα
-όμορφες γεννήσεις για να περνά το μάτι
του θνητού-
Άλλαξε δρόμο, είπα σιγανά, μοιάζουν πολύ
στο κοίταγμα
με τις κόρες των προγόνων, δεν είναι ιστός
λείος ζωντανός
κι ας μιλούν σωστή τη νύχτα
Σκέπασε το παιδί, θα ξεραθεί αν καταπιεί
τη δική τους μάνα
Ύστερα πνίγηκαν, ξημέρωνε η κόλαση
Ξημέρωνε. Κανείς δεν ήξερε πώς
– μόνο νύχτες έβλεπαν ουρανό να
υπερασπίσουν με το θάνατο αίμα
Ποτέ δε χόρτασαν αυγές
Ερχόταν κάθε φορά μια πικρή πατρίδα
και μαύρα κομμάτια βασιλικό προδίδοντας το
στήθος τους
Έξω οι πυρκαγιές άναβαν οιμωγές από το ένα
παιδί στ’ άλλο
δέκα ακούς με τις καμπάνες συναγερμού
ποιος να φέρει νερό τα σώματα να σβήσει…
Ξημέρωνε. Με οδοφράγματα τις σάρκες
Εμείς προσευχόμασταν σε κύπελλα κρασιού
κρύβοντας μέσα μας τον εχθρό
Φοβόμασταν να κοιτάξουμε το κρασί
το ρίχναμε στα σωθικά, κοιτάζοντας το
πάτωμα
Εκρήξεις αγριεύουν στο κρανίο
προσπερνώντας πληγές και οδοφράγματα
στο πάτωμα χυμένο το κρασί
ο θεός καταχωνιασμένος βαθιά στο μισόγυμνο
δωμάτιο καίγεται
Ξημέρωνε. Την ακόλουθη ημέρα
Οι πληγές της Γάζας δεν μας κοιτούν,
καρπίζουν άνθη με το αίμα
Το αίμα κλαίει μέσα μας
ο θεός κλαίει άρρωστος μέσα μας
Ένας - ένας σίμωνε την κάμαρη και λυγούσε
με το κυματιστό πουκάμισό σου, στη θέση
που κανείς δεν κοίταζε
Των δεκαεννιά ετών αγόρι με το σκισμένο αμπέχονο
και τα μαλλιά που αιμορραγούσαν
ανεπαισθήτως
ρόδα πορφυρά κι ας ήταν ο θάνατος βαρύς
Έσκυψε το φεγγάρι και φώναζε στα κορίτσια
να κρατήσουν
την πληγή ανάμεσα στον πόνο που γεννήθηκαν
για την υπερήφανη άνθιση της φυλής
πονώντας έτσι, ολόκληρη την οδύνη που
αντίφεγγε σμιλεύοντας
τη μορφή σου
Ποιος να φωνάξει να φύγουν οι σφήκες με τα
μήλα
της επιστροφής;
Στα πεταμένα χάμω χέρια σου εγώ ώρες
βροντοχτυπούσα θυμωμένη
να τις κουμπώσεις δίχως συγχώρεση στον
κόσμο της ταραχής
Ω Φραντζέσκο, οι σφήκες αμφισβητούν τα
πόδια του χρησμού
πώς να ξεκολλήσω από πάνω σου τα λουλούδια
τους
που με δαγκώνουν άγρια
με δαγκώνουν και τα σκυλιά της σημαίας
στην ανοιγμένη μπλούζα μου της επανάστασης
Ένας - ένας έμπαιναν στην κάμαρη, για μια
στιγμή
Σε τέτοιες κάμαρες, μόνο οι καμπάνες στα
στηρίγματά τους
όλες μαζί χτυπούν
Σηκωνόταν σιγά και γδυνόταν την οργισμένη
του γροθιά
εκείνο το μεσημέρι, που ο ίδιος χρόνος
σκέπαζε τις βιολέτες με ήλιο
και στην πόλη της Γάζας ζητούσε ο χρόνος
να εξατμιστεί
Είχε μια ελπίδα, ετούτο το χέρι που έλουζε
τα παιδιά του
να βρεθεί κοντά στην αμμουδιά
και με τα σπλάχνα του να σταματήσει το
αίμα
στα θεμέλια της γης του
– κάποτε τον έβλεπες να χτυπάει τις ακτές
του κορμιού
κι ο πόνος οξύς ως το γόνατο της
στυλωμένης κάλτσας του
Φορές - φορές, ανηφορούσε τον πόνο στο
κρανίο
και άρχιζε να κλαίει ετοιμοθάνατα π’
ανάθρεψε παιδιά
Τον περίμεναν το δίχως άλλο
στο σχήμα της καμπάνας
που άκουε τη νύχτα και λαχάνιαζε
Λίγο πιο οδυνηρά έκλαιγε στο αύριο που
σκότωσαν
το δέντρο της αυλής του
Ποιος να γράψει για τούτο το δέντρο
που γλίστρησε απ’ τις ομίχλες
Ίσως και πάει χάθηκε
Είναι τόσο ήσυχα πάνω. Όχι στον ουρανό
στο χέρι σου που άφησα να ζεσταθεί
– τρέμοντας λιάζεται στην ανοιγμένη φλέβα
του
μα δεν πονά, ας το ζώνουν δυο φόβοι στο
αίμα κλεισμένοι
Μόνο όταν βραδιάζει σιωπή, το βρίσκω
να μεγαλώνει φωτιά
και στην άλλη γέλιο κανονικό για να
μπορούν
να κοιμηθούν παιδιά
Θα σ’ άφηνα και δυο σταγόνες νερό
-όσο να ’ναι από τη μία άκρη ως την άλλη
τ’ ουρανού διψάς
όλες οι πυρκαγιές διψούν—
αλλά μαζί μ’ εσένα κι εγώ το κλάμα μου έχω
χάσει
Ποιος ζει λοιπόν
για τα παιδιά στη γη της Παλαιστίνης;
Έναν ολόκληρο θεό περπατήσαμε
στους κεντρικούς δρόμους του γκρεμισμένου
σπιτιού
προτού να τραβήξουμε τις κάμαρες
απ’ τα ντουβάρια
και τα πνιγμένα λουλούδια πέντε δέκα
χρόνια παραπέρα
Νιφτήκαμε το χώμα και τις πέτρες
μετρώντας τα δευτερόλεπτα που απλώνονταν
στο μυαλό μας πραγματικά επικίνδυνα, έως
μέσα στα βάθη
κολνώντας το αίμα, που μύριζε τρία σκυλιά
και δύο βόμβες
Ξαπλώναμε ανάσκελα
και ζυγιάζαμε τις πόρτες, όλες καμωμένες
από πράξεις
ρητές. Εμπόδιο στέκονταν στη μνήμη,
ξερνώντας σπέρματα
εξαρθρωμένα, σχεδόν ανεπαισθήτως
καταπίνοντας
του βίου μας τη σκόνη
Αλλά θεέ, τα βήματα του σπλάχνου σου
δε βρήκαμε, ανάμεσά μας δε βρισκόσουν θεέ
της βεβαιότητας
[από τη
συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 2009]
ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΑ ΒΡΑΔΙΑ
(… το δένδρο περπατούσε φορώντας
χρώματα αξεδιάλυτα κι απέξω έναν ύπνο βαρύ από το συναπάντημα των πεθαμένων …)
Παράξενο πώς σκοντάφτει μια ψυχή
αν χαμηλώνει πολύ πάνω στο δένδρο
πώς σκοντάφτει κι ο θάνατος που τριγυρίζει σε ψιλή βροχή
Αυτά τα διφορούμενα βράδια,
που αναπαύονται κάπως αόριστα στη μέση δύο
έλξεων
οι πέτρες μετακινούνται αργά και κόβουν
τρίκλωνο σχοινί
μικρά – μικρά κομμάτια
γυμνώνοντας το μαχαίρι τ’ ουρανού
Σχεδόν απ’ το θεό το κόβουν
για το φεγγάρι που ύστερα έρχεται να
ζητήσει
βλέφαρα στον επιτάφιο
Αυτά τα διφορούμενα βράδια,
που δεν υπάρχει κανείς στους υπόγειους
σιδηρόδρομους
να γονατίσουν τα μεσάνυχτα
πάνω απ’ την πόλη βουίζει μια ενόργανη
σιωπή
από τα ίδια μας τα σώματα
φέρνοντας χωρισμούς και πεθαμένους
Αυτά τα διφορούμενα βράδια,
η πόλις απατήθηκε στο θάνατο
με κίνηση τριπλή
Με τη θάλασσα αρμένιζαν πάνω, τριάντα
ουρανούς απ’ τη φωτιά
κι ένα παιδί ανάμεσα των έλξεων
Όλα άλλωστε έτσι αρμένιζαν τις πτήσεις,
ίσως ακόμα κι ο θεός, που φώτιζε το έτος
2010
συγκεντρώνοντας τα παιδιά του με προσοχή
στην αγάπη και στο νερό
Μανάδες, πατεράδες, κανείς αληθινά δε
χτυπούσε χάος
αν δεν άνοιγε έναν ωκεανό στην άκρη του
μαλακού κρανίου
να στραγγίζουν οι δρόμοι, που όλο κάτι
ληστεύουν
από τα βλέφαρα των αποστάσεων
Με τη θάλασσα αιωρούνταν ως το θάνατο
και τ’ αηδόνια σώπαιναν εντάφια στις
φλέβες
-κουράστηκαν πια να γεννιούνται σ’ αυτή τη
μυστήρια γη
που δεν έχει μάτια να κλαίει τον ωραίο άγνωστο θεό της
Το ηλίθιο φεγγάρι, ροζ πεινούσε στους
σιδερένιους ουρανούς
κι ήταν τεράστιο καταπίνοντας κύματα
που έγερναν προς τα εμπρός
όλα μαζί την έννοια της σιωπής στις μήτρες
Αλλά οι συνειδήσεις, από την επικράτηση
του θεού προσεύχονταν
ανεξέλεγκτα για Σένα, Κύριε
Στα πόδια μόνο δεν μπορούσαν να
προσευχηθούν
Τα γύρευαν, Ιησού Χριστέ, πού βρίσκονται
τα πόδια
να τα συνδέσουν του θεού;
Η νύχτα γεμάτη κρεμασμένους
Περπατούν πάνω απ’ τα δένδρα με κάτι
ίσκιους κυκλωμένοι
που δεν ξέρεις αν είναι φορέματα κόκκινα,
πλατιά
ή τύψεις που τρέμουν μόλις σχηματίζεται
μια φλόγα
Ο κήπος αγριεμένος μες στις πτυχές της
διαμονής
Κοίτα τις πόρτες!
Από νωρίς κλειστές στους μεντεσέδες που
’χουν κολλήσει
-το χερούλι ξεφεύγει λίγο απ’ το πλευρό
ανίσχυρο
οι ήχοι να κοχλάζουν
Σα να ’χουν εγκαταλείψει πια τους
σκοτωμένους του σπιτιού
στην ώρα τους που πιάστηκε των δένδρων
Το άγαλμα χαμογελάει στο σκοτάδι
Κι ένα τυφλός
Μπορούν να χαμογελούν τις νύχτες
μαζεύοντας ένα – ένα τα μάτια τους από τα
δένδρα
Ένας άνθρωπος ήθελε να βάλει τους
κρεμασμένους
σε λειτουργία ολόκληρη μες στη Βίβλο
Οι άλλοι βιάζονταν πολύ να γυρίσουν
μπρούμυτα τις αιτίες
παραπλανώντας τη ζυγαριά του θεού
Κι εκείνοι που δεν είχαν δύναμη να κάμουν
το κακό
κρατούσαν πιο σφιχτά το θάνατο
ζωγραφισμένο
σε χώματα, που ο θεός δεν κατεβαίνει
Ωστόσο, προδόθηκαν απ’ τις σκιές των
πουλιών
-καθαρά τρομαγμένες μάζευαν το ανοιγμένο
μερτικό τους
και τινάσσονταν στον αέρα χτυπώντας μόνο
μάτια –
Τα νοήματα ύστερα μνημονεύτηκαν
Ύστερα είδαν και τα στίγματα στον κύκλο
Τότε, φοβήθηκαν ολοφάνερα τα νοήματα
Η πόλη ήταν της Αθήνας
Που ζέσταινε αισθήσεις και επιθυμίες της
φθοράς μας
βλάπτοντας την πρόθεση των έλξεων
να ξαναπεράσει το αίμα σα θαρραλέο στα
όργανα των νεκρών
Αλίμονο… χάθηκε μες στις σκιές της ύποπτης
απόλαυσης
-αυτή ήτο η πρόθεσις του συστήματος –
ενώ τα παράθυρα έπλεκαν κεφάλια με χέρια
ευγενικά ντυμένα δέρμα στη σάρκα και τη
μάνα
που εσύ δεν είδες, κρατώντας λίγα
τετράγωνα χωράφια ήλιο
πριν έρθει το φεγγάρι απ’ το λόφο και
μαρτυρήσει
για τον κόσμο
Άρχισα να οπισθοχωρώ αργά, πίσω
από εκείνη την ανάκρουση καχυποψίας για τη
μέλλουσα
εχθρότητα του κόσμου
[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 2009]
ΑΘΑΛΗ
(… κάποτε θα πουλήσω τον έσχατο
χειμώνα στην απουσία μου και θα συντρίψω το συνολικό νεκρό. Είναι ασέλγεια να
διαφεντεύονται οι χειμώνες απ’ τους θεούς της απειλής - από την ποιητική συλλογή της Κατερίνας
Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ – εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 2009)
Είναι
χαράματα με φθινόπωρο αύριο μεθαύριο
μα εγώ αισθάνομαι στο κεφάλι πνιγηρή ερυθρότητα
Κι αδυνατώ να διαφεντέψω τον άθεο θεό
και τρομοκρατούμαι να οδηγώ τα πανικόβλητα
φαντάσματα, που κλείστηκαν ανάμεσα της φρίκης του θεού
Είναι φθινόπωρο εσαεί ετούτη τη στιγμή στον άνθρωπο
κι ύστερα, πώς να χαρεί που τρέμει ολόκληρος
κι ο έρωτας, οίδημα ερεβώδους σφήκας
Το βαμμένο θεό, που άρπαξε τις ωοθήκες της γης και τις
έδεσε
κομψότητα στο σώμα του συλλογιέμαι, κάθε ύπνο διπλώνοντας
Με κατατρώγει στα ρίγη το βελόνι που σκάφτει ολάκερο
το βάθος των οστών
Σε πέντε κύκλους έσπερους θα διαιρέσει τρομαχτικά
τη διαίρεση του κόσμου και τον παράδεισο σε μονόλογους
πυρετούς
Ύστερα, τους παππούδες μου σχεδόν θα βγάλει απ’ το μυαλό
με φρεσκότατα ασθενοφόρα, προσποιούμενος άθικτη ενοχή
Κλαίω ως τα εγγόνια μου –άεργος θεός εγώ-
για τούτο το θεό που ανεβαίνει μέρα με την ημέρα
στον πρωτόγονο θεό μου
απελπίζοντας τα άπειρα σαρκία μου
Ως άνθρωπος απελπίζομαι και ως θεός
Εμείς, οι νεροποντές της ηλιοθάλασσας
πήραμε την ύπαρξη της ύπαρξης και τη φέραμε πιο κοντά
στην αβέβαιη σχιζοφρένεια
ξεσκίζοντας το μέτωπο λίγο πιο μέσα
Κοκκινίσαμε και τη βάφτιση συνδέοντας τη θέση της
μητρότητας
με δοτικές ηλίθιας διανόησης
Και τα έμφυτα στήθη της τροφής μας, τα μυήσαμε
σε φιλάρεσκες ωοθήκες, όπου τώρα ξεκάθαρα βραχύνεται το
πνεύμα
που θα γέλαγε διάρκεια γυρεύοντας θεό
Το πρώτο σημάδι της βλαστήμιας έφτασε
Τούτη η βλαστήμια είμαστε, με τη φθορά παραγινωμένη
στα δραστήρια χέρια μας
Κανένα αίνιγμα για τέχνη και ζωή
Ν’ αλλάξουμε τη λαγνεία, είπαν!
Που αλητεύει μισόγυμνη παροτρύνοντας συνουσίες
άκρη-άκρη του συστήματος
Και τη φαλλική ευμάρεια
που κλέβει στις λεπτομέρειες
μια και δυο φαντασιώσεις ασκητικές
Διάβολε, ν’ αλλάξουμε κι εκείνη τη μισολιπόθυμη γυναίκα
με μια καινούργια δαρβινικιά
να φωνάζει «ζήτω» στα ιερατικά συμβόλαια
Να κατορθώσουμε αλλιώτικα τη συντριβόμενη
ασκητεία
Ν’ αλλάξουμε προφητείες, φώναξα
Που άφησαν το Χρηστό ετοιμοθάνατο στο θάνατο
υπονομεύοντας το λίγο ευαγγέλιο με επικίνδυνη θρησκεία
Δώστε μου ένα κόκκο μοναστηριού
να παίξω κόλαση στους πηλοπλάστες της αφαίρεσης
όπως ο ήλιος στην εκπύρωση
τη θεοσκότεινη αιώρηση της σκόνης
Προφήτες εσείς, με το πλατύ μέτωπό στο κοιμητήρι
αχ, σπάστε την πένα μου που συλλαβίζει αβέβαιη
για την τιμή του ήθους
Πάρτε και μια δοτική από διαβόλους εξαρθρώσεως
κι ανάφτε πια τα σύμβολα σεισμογονίας
μες στου θεού κατασίγαση
Πέντε θεούς απαρέμφατους λιγοστεύει την επόμενη
ημέρα το ανθρώπινο χνότο
Ξεκολλά πρώτα-πρώτα το νυν και αεί
μέσα στο χνουδωτό της ιερότητας
διαταράσσοντας τα άνθη που παράγουν όραμα στη σίγή.
Και τη νοσταλγία στην Παναγία, που κάποτε έμπαινα ζωντανή
και άθροιζα εφάπαξ μια λήθη ως το θάνατο
θαρρώ ανταλλάσσει στο μαστό
Δεν έχω πια τίποτα στις οστεοθήκες να αισθάνομαι
τη διαφορά του αέρα που με ζώνει ενδοφλεβίως
Μια αποστήθιση ανάπηρου χρόνου φλογίζει τις εποχές μου
Οι φτωχοί θεοί αγαπούν τον άνθρωπο που ανασαίνει
ώρες βραδυπορίας, λιγοστεύοντας τις ανάπηρες λιποθυμίες
όταν τυγχάνει θάνατος της σχετικότητας
Αγαπούν τα παιδιά σαν οργιάζουν αλητεύοντας συνείδηση
και οικτίρουν το θρήνο που πότε-πότε συνθλιβόμαστε
νεκρολογώντας
Αγαπούν ως την αθλιότητα κάθε γυναίκα αρμό
που δεν έχει όνομα δυστυχώς ν’ αλλάξει κατεύθυνση
της φρίκης, που θρέφει παράταιρες κοιλιές στους δυνατούς
Ναούς
Αλλά εσύ, σαν να μου φαίνεται απόρρητα κοροϊδεύεις
πάνω στην αγία τράπεζα ξεσκονίζοντας με θειάφι της κοιλιάς
τη γλώσσα των νεκρών
Δε βλέπεις πως το κρασί γέρνει πολύ στη βάφτιση
που σου ’δωσαν να πιεις;
[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη
ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις Οδός Πανός 2009]
ΦΩΤΙΑ, ΦΩΤΙΑ ΛΕΠΤΗ
ΑΧ ΦΩΤΙΑ ΜΟΥ
(… κρύβε τον κύκλο στα
κορμιά…)
Αγάπη, αν είσαι Λέξη,
κατάντικρυ στων αμπελιών τις νοσταλγίες, λάβα γίνε, κάψε πληγές των εραστών…
Βλέπεις εκείνη η ελπίδα συχνά επιστρέφει μόνη, συχνά γκρεμίζει όλα τα στηθαία
αναζητώντας τα παιδιά τη νύχτα, Αναγκαία Λήθη!
Σώμα, αν
είσαι Λέξη, με τα ωραία τα πρόσωπα της Άνοιξης, που το πηγαίνει ο Έρωτας
ως το θεό… Από τη μια δύση ως την άλλη χαμήλωνε το φως κι ο τόπος που γυρίζουν
τα χελιδόνια έμοιαζε με θάλασσα, Αναγκαία Λήθη!
Ψυχή, αν
είσαι Λέξη, που παθιάζεται σε μια στιγμή όσο εκείνο το τρελό φεγγάρι που
ύψωνε ορίζοντα βαθύ και μοβ… Ξαπλώναμε ανάσκελα και ζυγίζαμε τις πόρτες, όλες
καμωμένες από πράξεις ρητές, Αναγκαία Λήθη!
Φωτιά, φωτιά λεπτή, αχ φωτιά μου, κρύβε τον κύκλο στα κορμιά, Αναγκαία Λήθη! Λέξη, είσαι εν τέλει ασφαλής στην
απουσία για κάτι μικρές βαμβακερές αναγκαιότητες που σβήνουν ξεριζώνουν τ’
αγριολούλουδα χαράματα… Ν’ αλλάξουμε τη λαγνεία, είπαν! Που αλητεύει μισόγυμνη
παροτρύνοντας συνουσίες άκρη- άκρη του συστήματος. Και τη φαλλική ευμάρεια που
κλέβει στις λεπτομέρειες μια και δυο φαντασιώσεις ασκητικές, Αναγκαία Λήθη!
Ποίηση, αν είσαι Λέξη κι η κόρη γυμνή τόσο γυμνή στην ωραιότητα απ’ αόρατη
δίψα για ένα Ποίημα, μια γροθιά των ήχων ώσπου το αίμα από τα σπλάχνα να χυθεί…
Τσακίζει τούτο το χέρι που γύρευα να πλύνει την κραυγή, χτύπα με σου φώναζα με
σάρκα, χτύπα με, τα νύχια ακανόνιστα σα βράχια μυτερά, μόνο ποιήματα ματώνουν
τις ρωγμές, κοιμήσου μνήμη να φύγει ο πόνος απ’ το στέρνο, όλα τα ρήμαξαν
κοιμήσου, Αναγκαία Λήθη!!! Κύριε, αν είσαι Λέξη,
δώσε ένα Ποίημα στον αέρα για τη σωτηρία μας μονάχα!!! Παράξενο πώς σκοντάφτει μια ψυχή αν χαμηλώνει
πολύ πάνω στο δένδρο πώς σκοντάφτει κι ο θάνατος που τριγυρίζει σε ψιλή βροχή, Αναγκαία Λήθη Θεέ μου, πού είναι οι μεγάλοι δρόμοι
να νηστέψει η ψυχή; [κτερίσματα στίχων από τις συλλογές της Κατερίνας Κατσίρη
ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ 2009 και ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΛΕΞΗ 2012, εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ
Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου
2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου