(… τώρα ποιο σβόλο μαύρο χώμα θα πεις όνειρο…)
Πρώτο χάθηκε τα’ αχνάρι μας·
όλη τη νύχτα με σηματωρούς έπινε κώνειο.
Γενιά που ανάθρωσκες με σπέρματα τεράτων
σα να ’τανε από μισό στρέμμα σκοτάδι
να βγάζεις μια και δυο φωνές και χίλιες
σ’ εποχή ακοντισμού.
Έτρεμες στις βουνοπλαγιές που οι άλγεβρες καπνίζανε
που γδύνονταν το καλντερίμι τα φεγγάρια του
που έδινε το ένα του πλευρό να σώσει το άλλο
που η έχτη μέρα της δημιουργίας αναρριχιόταν
την κουφοξυλιά
κι ανέβαινε την αορτή και που εκεί
σφηνώθηκε…
Ρωτώντας που κρύβεσαι ανατινάχθηκε
κι εσύ δεν μπόρεσες να ξεψυχήσεις.
Λοιπόν ιδού: η επικράτεια της ευφυΐας
όλο σου δηλαδή το καταμεσήμερο με
πτήση προς Ελευθεράς
είναι ο άλλος συνωμότης.
Συνεχίστε τώρα οι άλλοι…
Λες κι αλέθανε σκοτάδι σε χερόμυλο μπροστά
του άλφα ο θόρυβος.
Ξάφνου γεννιόσουνα, στη στιγμή εντός σου πέθαινες
τέτοια φούρια. Λοιπόν;
Τώρα ποιο σβόλο μαύρο χώμα θα πεις όνειρο
που ο ίσκιος σου στο πέρα του ωμέγα
φυραίνει όλο γούβες πίσσα κίτρινος του Αυγούστου;
Κι άλλο δεν είναι ανάμεσα σε εκκρεμή
από να λάμνεις και να μετράς ως το μηδέν
κατά που θα ’σαι η φυτεία μαχαιριών
ή των μακαρισμών εκείνο το ιδιόμελο
που λέω αιώρα:
φτάνει πια παραδοθείτε σε νυχτερινό
καρχαρία
[ΦΥΤΕΙΑ
ΜΑΧΑΙΡΩΝ από τη συλλογή του Έκτορα
Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974 – Εδώ αντιγραφή
και επικόλληση από τον πρώτο τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 – 1974,
εκδόσεις ΑΓΡΑ 1990]
Από την ίδια
συλλογή ανθολογούνται τα ποιήματα:
PERFECTA, Φιγούρα πλάι στον άνεμο με δυο θανάσιμα φεγγάρια
ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ, Πρώην μινώταυρος
τοιχοκολλητής…
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ, Το άλλο
πιο γιαννιώτικο πιο λεπτοδουλεμένο…
ΕΤΟΥΤΟΣ και ο ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ,
Εφέτος πάλι της ευαισθησίας πάλι πεινώντες…
ΑΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΤΟΥ
ΕΞΙΛΑΣΜΟΥ, Πάλι ξαρχής το πρόβλημα…
ΘΕΟΣ ΗΛΙΘΙΟΣ, Πώς του ήρθε να
ελέγξει την κλόνιση…
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΗΛΟΥ, Σημαδεμένο
με την αιτιότητα…
ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΥ ΛΟΓΟΥ,
Ικέτευε στην πρώτη τουφεκιά να φύγουνε τα πράγματα
ΑΝΑΣΚΑΦΗ, Η λέξη Κέα
καταύγαζε το πέλαγο… και
ΠΑΣΧΙΖΕ ΝΑ ΓΕΝΕΙ ΣΕΙΡΗΤΙ,
Αγύριστο κεφάλι
PERFECTA
(από
την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Φιγούρα πλάι στον άνεμο με δυο
θανάσιμα φεγγάρια.
Το που στέγαζες πράγματα
ύστερα που πάλι πράγματα
κι ύστερα που προχώρησες μέσα στα
πράγματα
και που έφτασες ως τους πυρήνες δεν είχες άλλη κβάντωση.
Θυμόσουν μόνο τα χειρόκτια τα
Επιφάνεια
την παρθένο αντιλόπη χαμένη μες στους
πάγους
κι εκείνο το χαμόγελο στο φεγγίτη του
μουσείου
σαν ειρωνική ημισέληνος, ποτέ αφή.
Ύστερα – είναι κι αυτός ο χρόνος
βλέπεις που χώνεται στα πόδια μας –
άνοιξε η τρύπα στα ύφαλα
το μέγιστο ναυάγιο πολτώδες
σαν το εδώ και σαν το τώρα των
αρχιερέων.
Πότε με τέτοια τελειότητα και πού
δοθήκανε στις μνήμες οι λεμβούχοι;
ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ
Πρώην μινώταυρος τοιχοκολλητής βάφει τη χερσόνησο·
ευθύγραμμα και κροσσωτά της πειθαρχίας
και πράσινα του σώζοντος.
Είναι αιώνας τώρα που βυθίζεται μες το
θαλάμι
και δε λέει να πει τον μύθο των οκτώ.
Αν έκοβε δεξιά τρία καρτίνια μπουνεντογάρμπη
ίσα στη μοναξιά αν η σιωπή…
Περιφερόταν εκτενής στους λεμφαδένες ο παλιόκαιρος.
Την ίδια ώρα το πλευρό μου
ανατινάχθηκε - ζήτημα προέκτασης.
Μην πεις πως είναι αυτό ηλιοτρόπιο
μην πεις εκείνα τα ρωμαϊκά λόγχη πλευρό νερό
και αίμα
και τ’ άλλα τοξικά της Ιουδαίας
που απ’ την οπή πετάχτηκαν στρουθιά να μην το πεις
για τη ροή και το ρυθμό της τάχα
ανάπαιστος
ίαμβος τροχαίος δημόσιος κατήγορος
μη λες, μη λες, μη λες μέτρα μόνο το που σε μετράνε
και που μια μέρα πού θα πάει
θα μετρηθούμε για καλά ανάμεσα σ’ ερπύστριες
ω φωνή μου αφίσα εναντιωμένη κανελί κορίτσι·
πού είσαι τώρα ρείθρο; πού αγορίστικο τετράδιο με ανηφόρες;
μόνο έντομα ανοικτίρμονα και το πλευρό
μου σημάδι των εφήβων
έρημο να χαίνει στη μεθόριο
να σημαίνει ανάμεσα σε κόκκαλα
πάλι μόλυβδος κωδωνοκρούστης.
Πλαταγίζοντας σημαίες η μερίδα σου του ανέμου
ρωτά ποιος θάνατος κεντά στο πέτο μας τρία γαλάζια κυπαρίσσια
τη θάλασσα μια μπόλια μαύρη γύρω στη χερσόνησο.
[από την
ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου
ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ
(από
την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ)
Το άλλο πιο γιαννιώτικο πιο
λεπτοδουλεμένο
έλεγα περίτεχνο πως θ’ άναβε
κατάστηθα της ώχρας σαν εικονομάχος.
Πάνω σ’ αυτό σπάνε με το σεισμό οι
ουσίες
κι ορμούνε τα νέα ονόματα:
γιαλός γυαλί αλίαρτος οι κουπολάτες ρεμάλια λαιστρυγόνων
τις ξέρει πούθε μιλημένοι
του χαμού χύνονται του ναύκληρου
σε λίγο γύφτικα καρφιά πλάι στα
μηλίγγια του οι κάργιες·
όσο να λύσουν τις πρυμάτσες πουλάνε
τ’ αζιμούθια δίχως εντόσθια οι
Φοίνικες…
Κι ο άλλος τι κατάρτι θε μου ανάμεσα της σιωπής
τι φθισικός και τι αμίλητος ακόμα του Λαέρτη ο γιος
για ένα νησί τα μάτια του πικρά του
απήγανου
για κάτι άπιαστο του νου που λέει
δεν έπεσε με κουρσεμούς
ούτε με Τροίες και με Πρίαμους και
φεύγει
κατά που μήτε Αχαιοί μήτε κουπιά
πορεία ή γλάρος.
ΕΤΟΥΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Εφέτος της ευαισθησίας πάλι πεινώντες γυμνητεύοντες.
Ριγωτός του πρώην σεισμού συλλάβιζε τα βήματά σου
ετούτος και ο άλλος δρόμος
σ’ έπαιρνε το κατόπι μες στους ίσκιους
σπάζοντας την πόρτα μας μπαίνοντας - βγαίνοντας
ψάχνοντας ο αντίχριστος για θηλυκό
μια νεραντζιά μια προσευχή με τις
πλεξούδες κρυμμένη στα στρωσίδια
ω να ’τρεχαν τ’ αδέλφια της να
πρόφταιναν.
Εγώ κρατιόμουνα απ’ το σκοτάδι με μια πρόκα όπως το πισσόχαρτο
εσύ και από τη θύμηση νερού πιο λίγος.
Κήτος ανήκουστο και πεντέξι χαλίκια
είναι ό,τι απόμεινε απ’ όσα λέγαμεν
εχθές
που πάλι ουρανός επάφλαζεν ανάμεσό
μας.
[από την
ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου
ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]
ΑΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΤΟΥ ΕΞΙΛΑΣΜΟΥ
(από τη συλλογή του Έκτορα
Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Πάλι ξαρχής το πρόβλημα αίμα ξερό άγριο στάχυ
πέρα δώθε η φτερούγα σύγκρυο το σανίδι αναίσθητο
οι ουσίες πάλι και πάλι.
Κατέβαινε ως τα περίχωρα ως τα πρώτα σπίτια με τ’ αγρίμια
έμπαινε, έκοβε τα ειδώλια στο
εικονοστάσι
έφευγε.
Για της αστροφεγγιάς
του υπερτέλειου θηλαστικού την
ανασύνθεση
αρκούσε λέει εκείνο το απολίθωμα στα
προσχωσιγενή
οι δυο λέξεις σου: είμαι
μόνος.
Πότε μίλησες; ποιον αιώνα είπες; τι είπες;
Στο ράφι άφωνα τα πήλινα μ’ ένα χαμόγελο να ειρωνεύεται.
Τι την θέλεις την εξήγηση;
ασ ’το πιο καλά στο έτσι στο άσχετο
σαν που πήρε, στην αρχή σκυρόδεμα, να χτίζεται το πρόσωπό σου,
ύστερα σηκωμός και τώρα πάει ανέμη.
Να προβλέψεις λέει τα τριξίματα, το βάρος λέει μιας σκιάς
που ήταν να πέσει πάνω σου από τη μια στιγμή στην άλλη
και που τότες θα ’μενε στη μέση
ατέλειωτο
και που απ’ όλους πρώτα θα
φεύγανε τα τρωκτικά απ’ το φεγγάρι
σαν που κάνουν πάντα στα ναυάγια
ύστερα κάτω από την πόρτα μας το
φάκελο
ο πλειστηριασμός που ορίστηκε για τις δεκάξι…
Ασώματος του δέκατου εξιλασμού στον πάτο πιθαριού
αναπαμένος μες το λάδι
τι την θέλει την εξήγηση ο Οπούντιος;
ΘΕΟΣ ΗΛΙΘΙΟΣ
Πώς του ήρθε να ελέγξει την
κλόνιση τον άψογο άξονα
την περιδίνηση της γης, έτσι έλεγε,
κι όλες τις νομιμοφροσύνες;
Άρχισε με κίτρινη κλωστή στην άκρη ένα βαρίδι.
Βαθιά της άβυσσος εφέγγιζε
γυάλινος ώμος οδαλίσκης, ο νιοστός αιώνας·
μόνο το παράθυρο έδειξε να γέρνει λίγο
μιαν ανεπαίσθητη παρέκκλιση
ωσάν ωτακουστής ή σα θεός ηλίθιος
στραμμένος βορινά, χαμένος
μέσα σε απειροστά βλενώδη.
Κάτω δεξιά ήτανε πέντε ακριβώς.
Στρογγύλευε ο χρόνος όπως αφήνεται στα
γηρατειά
ή στο ρεύμα το χταπόδι
εκεί που κάποτε ήτανε κεφάλι της
Εκάβης.
Η οριζόντια γραμμή γυμνό του
εργαστήριου
Η ήβη αδιάφορη λοφώδης
σαν μελανοδοχείο.
Ψηλά, μόνος του ο αμάραντος
αστρονομώντας
[από την
ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ
1974]
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΠΗΛΟΥ
(από
την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Σημαδεμένο με την αιτιότητα μες στις κατηφοριές
το πρόσωπό σου ως κάτω ανάδευε τον αθώο αγέρα
μόνο από τόσα στάχυα.
Αγίασμα οι καρόδρομοι τ’ αγκάθια και τα’ άλλα αθάνατα.
Ισορροπία τεθλασμένη
να χώνεις μιαν ολόκληρη ψυχή σ’
ένα κανάτι
πάλι και πάλι επεισόδιο πηλού.
Α η φυλή μου εμένα ο τανυστής
βαθιά του χώρου με το εξάνθημα
πλάτη κοιλιά βουβώνες μες στο βιολετί.
Πού να μετράς αισθήσεις
επερχόμενες πού να μετράς.
Ως κάτω στις κατηφοριές ψόφιοι της περιδιάβασης
εκείτουνταν διαβήτες.
ΜΕΡΕΣ ΟΡΘΟΥ
ΛΟΓΟΥ
Ικέτευε στην πρώτη τουφεκιά
να φύγουνε τα πράγματα
οι αγριόχηνες οι παρενέργειες της λογικής,
εκείνα τα συντηρημένα της: ισορροπίες
ισορροπιστές
ο αμφιθεατρικός εγκέφαλος κορυφαία
φάλαινα ολολύζοντας,
ξοπίσω άτροχος κινέζος η ευθύτης
άσπρο κερί το πρώτο μου αμάρτημα
η διαχρονική σημασία του οχτώ
μέθοδος πολιορκίας
τρία καρφιά σκουντώντας τη φωνή μου
η Αθηναϊκή ημιολία Άγιος Θεράπος
κι εσείς το ψητοπωλείον η Λέσβος
ω εφηβεία μου κίτρινο λεωφορείο μου
στις δέκα
ω αγία Τριάς των καταγμάτων
κι η επομένη τριάς: οπλίσατε
πυροβολήσατε πάλι οπλίσατε.
-Οικιαστή γραμμή: Ίος,
Οία, Σίκινος
βοήθεια…
Ξάφνου διαστρικόν πηδήλατον ή λαιμός
γεμάτος φλέβες οι πρωτόπλαστοι
ανέβαιναν την μπόχα του μεσημεριού.
Ορεινός πριονιστής απ’ το υπόγειο
εσάλπιζε λεηλασία
τα κουδούνια τότε τα εξάγωνα
ο ξερός νότιος άνεμος
το πολυώνυμον τότε ίσον μηδέν.
Γονατιστή εκλιπαρούσε η νύχτα:
Μη,
μη τον Ιούλιο, το ματωμένο μου
πουκάμισο.
Περνώ με χρώμιο τα πόδια μου
κανίβαλος απέναντι θερίζει το
περίπτερο
χύνονται κάλυκες τα πεζοκεφαλαία στην
άσφαλτο
τα ευθέως επινεφρίδια μολύνονται.
Ίσως να ’ναι τούτο η εξέγερση που
επίκειται.
Ω Ιούνη αδέλφι από το πέλαγο
εσύ ο πρωραίος Αλεξανδρεύς
ο άλλοτε χρυσόχαρτο, ο κύλινδρος,
γελάς.
Πότε να χτυπηθούμε να τελειώνουμε
μην προλάβει η αντιβίωση και λιώσει
τους πυρήνες;
Μέρες του ορθού λόγου σακατεμένου από την κριτική του
παίρνει φωτιά το αεριωθούμενο
περνώντας μέσα από τη λύπη μου.
[από την
ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου
ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]
ΑΝΑΣΚΑΦΗ
(από
την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Η λέξη Κέα καταύγαζε το πέλαγο.
Ο τάφος θολωτός. Η λέξη Κέα.
Αλειμμένος λάδι επικούρειος νυν λιθάνθρακας
φώταε ακόμα ίσα που να βλέπει
που να μη μιλεί να λιώνει.
Το δαχτυλίδι άφαντο.
Δυο ελληνιστικά εικοσιτετράωρα τα τελευταία του Αμύντα
λίγα κτερίσματα όχι σπάνια και κάτι κρύσταλλοι ουρικού οξέος
μια φιάλη, υπογραφή Δομέτιος·
δε λέγεται η λύπη των αξίνων…
Ω ποίηση κεραμουργεία με φωνήεντα
έφευγες σφαίρα στον αυτοκινητόδρομο
πιο πολύ αιώρα ή Σέριφος
αντίπετρα τα χάη κι εγώ το σείστρο
ΠΑΣΧΙΖΕ ΝΑ ΓΕΝΕΙ
ΣΕΙΡΗΤΙ
Αγύριστο κεφάλι.
Κεραμιδί των δευτερολέπτων,
με τη φεγγοβολή ψυχοπαράδινε μες στα χαλίκια.
Δεκάξι αγέρηδες
χορεύοντας με τα μαχαίρια γύρω του
κι αυτός να αδειάζει όπως η λέξη
πέρυσι
ύστερις γύψος και στρατσόχαρτο
τζιτζίκι γυάλινος ή σύρτης της
ορθοδοξίας.
Χαμηλότερα που εδράζεται ο αριθμός
Μεσολόγγι
σώπαινε· ανεβαίνοντας υψηλότερα τη νόηση
πάσχιζε να γενεί σειρήτι του
Γαλαξιδιού
ή παιδικό καΐκι
σαν τότε που ο κάβος μόνος του
ελύνονταν
της πρύμνης κι εγλίστραε μες τα νερά
κι έφευγε κατάρτι η ψυχή σου.
Πώς κυλιέται ύστερις σα σκοινί στα
χώματα
λίγο πριν γίνει χτύπος της φλεβός
το απομεσήμερο; Έτσι έλιωνε.
Έτσι έφτασε στο επιχείρημα:
πως τάχα εγώ,
η Μυκηναϊκή μοτοσυκλέτα των σφαγείων
όπου να ’ναι σέρνω την περόνη
ανατινάζεται η κόκκινη η κίτρινη κι η χρυσαφιά
από εκατό σημαίες Μακκαβαίων
ασήκωτη σε τρίγωνα σαν μαστός αρχαίος.
Να, μ’ αυτά και τέτοια έμεινε μ’ ένα
πόδι στις πορείες
κι από φτούτο μονάχα η πατούσα
το μεγάλο δάχτυλο πελώριο
σα μέγγενη καρτεσιανή ή σκυλί ψόφιο που αιωρείται.
[από την
ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου
ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]
ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΝΑΖΗΤΩ…
(…που
ούτε σχήμα έγινε ούτε καν νόημα μα εντός σαλεύει…)
Τόσο πολύ
προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους;
Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να
σωπάσει!.. Αρχέγονο εργαλείο
πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του
ονείρου Για σένα που ποιος ξέρει πόσες
φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό
σου γήινο αίμα… και μόνο ένα βήμα μένει
κατά σένα η μελλούμενη πορεία αξία έσχατη, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι
να σε βρω!.. Η ριπή ούτε που ακούστηκε
μες στους αιώνες!.. Πήρα λοιπόν μονάδα το διηνεκές εκείνο το σχιστόλιθο: που
έλειπες… Τώρα μεσ’ απ’ το στήθος μου
περνάς με αινίγματα ερημιάς!.. Ω φωνή
μου αφίσα εναντιωμένη κανελί κορίτσι· πού είσαι τώρα ρείθρο!.. Κι ο άλλος;
τι κατάρτι θε μου ανάμεσα της σιωπής…
Τι την θέλεις την εξήγηση; ασ ’το πιο καλά στο έτσι στο άσχετο… Η ήβη αδιάφορη λοφώδης σαν
μελανοδοχείο!.. Ψηλά, μόνος του ο
αμάραντος αστρονομώντας!.. [κτερίσματα στίχων από τις συλλογές του Έκτορα
Κακναβάτου]
Δευτέρα, 5 Δεκεμβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου