(… να μείνει μες στην ποίησιν αυτή…)
Η ώρα μια την νύχτα θα ’τανε ή μιάμιση.
Σε μια γωνιά του καπηλειού· πίσω
απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δύο το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε. στην πόρτα, ο
αγρυπνισμένος υπηρέτης.
Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμε εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.
Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν – πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σάρκας απόλαυσις
ανάμεσα στα μισοανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας
γύμνωμα – που το ίνδαλμά του
είκοσι έξη
χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε
να μείνει μες
στην ποίησιν αυτή!..
[ΝΑ
ΜΕΙΝΕΙ, ένα από τα Ποιήματα
του Κ.Π. Καβάφη, που είναι
γραμμένα το 1919]
Ανθολογούνται
παρακάτω κι άλλα ποιήματα που είναι γραμμένα την ίδια χρονική περίοδο από την πρώτη πλήρη έκδοση των Ποιημάτων του Καβάφη, ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1935
- ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι]
ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ, Ζωγράφος
και Ποιητής, δρομεύς και δισκοβόλος…
ΙΜΕΝΟΣ, Ν’
αγαπηθεί ακόμη περισσότερον…
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ, Τον
μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή απεικόνισίς του…
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΣΩΤΗΡΟΣ, Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη…
Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ, Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω…
ΕΙΓΕ ΕΤΕΛΕΥΤΑ,
Πού αποσύρθηκε, πού εχάθηκε ο Σοφός…
ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗμ
Στον πρόλογο της Αλεξιάδος της θρηνεί…
ΓΙΑ ΝΑΡΘΟΥΝ… Ένα κερί αρκεί… … και
Ο ΔΑΡΕΙΟΣ, Ο
Ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος του επικού ποιήματός του γράφει
ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ (50 μ.Χ.)
(κι
άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1919)
Ζωγράφος και ποιητής,
δρομεύς και δισκοβόλος
σαν Ενδυμίων έμορφος, ο
Ιάνθης Αντωνίου.
Από οικογένειαν φίλην της
συναγωγής.
«Η τιμιότερες μου μέρες είναι
εκείνες
που την αισθητική
αναζήτηση αφήνω
που εγκαταλείπω τον ωραίο
και σκληρόν ελληνισμό,
και την κυρίαρχη προσήλωσι
σε τέλεια καμωμένα και
φθαρτά άσπρα μέλη.
Και γένομαι αυτός που θα
ήθελα
πάντα να μένω· των
Εβραίων, των ιερών Εβραίων, ο υιός».
Ένθερμη λίαν η δήλωσίς
του. «Πάντα
να μένω των Εβραίων, των
ιερών Εβραίων…»
Όμως δεν έμενε τοιούτος
διόλου.
Ο Ηδονισμός κι η Τέχνη της
Αλεξανδρείας
αφοσιωμένο τους παιδί τον
είχαν.
ΙΜΕΝΟΣ
«Ν’ αγαπηθεί ακόμη περισσότερον
η ηδονή που νοσηρώς και με φθορά
αποκτάται·
σπάνια το σώμα βρίσκοντας που
αισθάνεται όπως θέλει αυτή -
που νοσηρώς και με φθορά, παρέχει
μιαν έντασιν ερωτική, που δεν γνωρίζει
η υγεία…»
Απόσπασμα από μιαν επιστολή
του νέου Ιμένου (εκ πατρικίων)
διαβοήτου
εν Συρακούσαις επί ασωτία,
στους άσωτους καιρούς του τρίτου
Μιχαήλ!..
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ
Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή,
με το μολύβι απεικόνισίς του.
Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του
πλοίου·
ένα μαγευτικό απόγευμα.
Το Ιόνιον πέλαγος ολόγυρά μας.
Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο
όμορφο.
Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός,
κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του.
Πιο έμορφος με φανερώνεται
τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ’
τον Καιρό.
Απ’ τον Καιρό. Είν’ όλα αυτά τα
πράγματα πολύ παλιά –
το σκίτσο και το πλοίο και το απόγευμα.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (162-150 π.Χ)
Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη!
Φαντάζονταν έργα να κάμει ξακουστά,
να παύσει την ταπείνωσι που απ’ τον
καιρό της μάχης
της Μαγνησίας την πατρίδα του πιέζει.
Να γίνει πάλι κράτος δυνατό η Συρία,
με τους στρατούς της, με τους στόλους
της,
με τα μεγάλα κάστρα, με τα πλούτη.
Υπέφερε, πικραίνονταν στην Ρώμη
σαν ένιωθε στες ομιλίες των φίλων του,
της νεολαίας των μεγάλων οίκων,
μες σ’ όλην την λεπτότητα και την
ευγένεια
που έδειχναν σ’ αυτόν, του βασιλέως
Σελεύκου Φιλοπάτορος τον υιό –
σαν ένιωθε που όμως πάντα υπήρχε μια
κρυφή
ολιγωρία για τες δυναστείες τες
ελληνίζουσες·
που ξέπεσαν, που για τα σοβαρά έργα
δεν είναι,
για των λαών την αρχηγία πολύ
ακατάλληλες.
Τραβιόταν μόνος του κι αγανακτούσε κι
όμνυε
που όπως τα θαρρούν δεν θα ’ναι·
Ιδού που έχει θάλησιν αυτός·
θ’ αγωνισθεί, θα κάμει, θ’ ανυψώσει.
Αρκεί να βρει έναν τρόπο στην Ανατολή
να φτάσει,
να κατορθώσει να ξεφύγει από την
Ιταλία -
κι όλην αυτήν τη δύναμι που έχει
μες στην ψυχή του, όλην την ορμήν
αυτή θα μεταδώσει στον λαό.
Α στην Συρία μονάχα να βρεθεί!
Έτσι μικρός απ’ την πατρίδα έφυγε
που αμυδρώς θυμούνταν την μορφή της.
Μα μες στην σκέψι του την μελετούσε
πάντα
σαν κάτι Ιερό που προσκυνώντας το
πλησιάζεις,
σαν οπτασία τόπου ωραίου, σαν όραμα
ελληνικών πόλεων και λιμένων.
Και τώρα;
Τώρα απελπισία και καϋμός.
Είχανε δίκιο τα παιδιά στην Ρώμη.
Δεν είναι δυνατόν να βασταχθούν η
δυναστείες
που έβγαλε η Κατάκτησις των Μακεδόνων.
Αδιάφορον: επάσχισεν αυτός
όσον μπορούσεν αγωνίσθηκε.
Και μες στην μαύρη απογοήτευσί του,
ένα μονάχα λογαριάζει πια
με υπερηφάνειαν· που κι εν τη αποτυχία
του,
την ίδιαν ακατάβλητην ανδρεία στον
κόσμο δείχνει.
Τ’ άλλα – ήσαν όνειρα και
ματαιοπονίες.
Αυτή η Συρία- σχεδ’ον δεν μοιάζει σαν
πατρίς του,
αυτή είναι η χώρα του Ηρακλείδη και
του Βάλα.
Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ
Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κι η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι
έγινε
γραφεία μεσιτών κι εμπόρων κι
Εταρείες.
Α η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.
Κοντά στον πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κι εμπρός του ένα τούρκικο χαλί·
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ ένα ντουλάπι με
καθρέφτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κι οι τρεις μεγάλες ψάθινες καρέκλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεβάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.
Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα
πουθενά.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεβάτι·
ο ήλιος του απογεύματος το ’φτανε ως
τα μισά.
… Απόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε
χωρισθεί
για μια βδομάδα μόνο… Αλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή
ΕΙΓΕ ΕΤΕΛΕΥΤΑ
(κι
άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1920)
Πού απεσύρθηκε, πού εχάθηκε ο Σοφός;
Έπειτα από τα θαύματά του τα πολλά.
την φήμη της διδασκαλίας του
που διαδόθηκεν εις τόσα έθνη
εκρύφθηκ’ αίφνης και δεν έμαθε κανείς
με θετικότητα τι έγινε
(ουδέ κανείς ποτέ είδε τάφον του).
Έβγαλαν μερικοί πως πέθανε στην Έφεσο.
Δεν το ’γραψεν ο Δάμις όμως· τίποτε
για θάνατο του Απολλωνίου δεν έγραψεν
ο Δάμις.
Άλλοι είπανε πως έγινε άφαντος στη
Λίνδο.
Ή μήπως είναι’ εκείν’ η Ιστορία
αληθινή, που ανελήφθηκε στην Κρήτη,
στο αρχαίο της Δικτύννης ιερόν –
Αλλ’ όμως έχουμε την θαυμασία,
την υπερφυσικήν εμφάνισί του
εις έναν νέον σπουδαστή στα Τύανα –
Ίσως δεν ήλθεν ο καιρός για να
επιστρέψει
για να φανερωθεί στον κόσμο πάλι·
ή μεταμορφωμένος, ίσως, μεταξύ μας
γυρίζει αγνώριστος – Μα θα
ξαναφανερωθεί
ως ήτανε, διδάσκοντας τα ορθά· και
τότε βέβαια
θα επαναφέρει την λατρεία των θεών
μας,
και τες καλαίσθητες ελληνικές μας
τελετές»
Έτσι ερέμβαζε στην πενιχρή του
κατοικία –
μετά μια αναγνώρισι του Φιλοστράτου
«Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον» -
ένας από τους λίγους εθνικούς,
τους πολύ λίγους που είχαν μείνει.
Άλλωστε – ασήμαντος
άνθρωπος και δειλός – στο φανερόν
έκανε τον Χριστιανό κι αυτός
εκκλησιάζονταν.
Ήταν η εποχή καθ’ ην βασίλευεν,
εν άκρα ευλαβεία, ο γέρων Ιουστίνος
κι η Αλεξάνδρεια, πόλις θεοσεβής,
αθλίους ειδωλολάτρας αποστρεφόταν.
ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ
Στον πρόλογο της Αλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων» μας λέγει «περιτέγγω
τους οφθαλμούς… Φευ των κυμάτων» της
ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η
οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού
ψυχής».
Όμως η αλήθεια μοιάζει που για λύπη
μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή
Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την
δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μεσ’ απ’ τα χέρια της ο
προπετής Ιωάννης.
ΒΑΘΕΩΣ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ Ο
ΠΟΙΗΤΗΣ…
(… μες
σ’ όλη την ταραχή και το κακό, επίμονα κι η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται… στο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη Ο ΔΑΡΕΙΟΣ…)
Το ποίημα είναι ένα
θεατρικής λειτουργίας σχόλιο – πάντα επίκαιρο
- για τη στάση ενός φανταστικού ποιητή απέναντι στην
εξουσία, η οποία μεταβαλλόμενη μεταβάλλει ταυτόχρονα και τις ποιητικές επιλογές
του κεντρικού ήρωα.
Ο
ποιητής, που ονομάζεται Φερνάζης, πρώτα οδύρεται
για την ματαίωση από την ιστορική συγκυρία των σχεδίων του να αναδειχθεί
μεγάλος και τρανός και να επικρατήσει έναντι των ομοτέχνων του με την
απόσπαση της εύνοιας του ΜΙΘΡΙΔΑΤΗ μέσω του υμνητικού για το ΔΑΡΕΙΟ ποιήματός
του…
«Βαθέως σκέπτεται το
πράγμα ο ποιητής…» πως τα αισθήματα του
άρχοντα
«μάλλον σαν κατανόησι της
ματταιότητας των μεγαλείων» πρέπει ν’ αναλύσει…
Στη συνέχεια, όμως, λύνει το δίλημμα γύρω από την υπεροψία και
μέθη του Δαρείου προσαρμόζοντας την ποιητική ιδέα στις νέες συνθήκες της
επικράτησης των ρωμαϊκών λεγεώνων.
«το
πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν
και μέθην θα είχεν ο Δαρείος…»
Ο ΔΑΡΕΙΟΣ (ένα ποίημα του Κ.Π.
Καβάφη γραμμένο το 1920)
Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού
ποιήματος του κάμνει.
Το πώς την
βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο
Δαρείος Υστάσπου. (Από αυτόν
κατάγεται ο
ένδοξος μας βασιλεύς,
ο
Μιθριδάτης, Διόνυσος κι Ευπάτωρ). Αλλ’ εδώ
χρειάζεται
φιλοσοφία, πρέπει ν’ αναλύσει
τα
αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως
υπεροψίαν και μέθην. Όχι όμως – μάλλον
σαν
κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
Βαθέως
σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.
Αλλά τον
διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας,
και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο
πόλεμος με τους Ρωμαίους.
Το πλείστον
του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.
Ο ποιητής
μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο
ένδοξος μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης,
Διόνυσος κι Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά
ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε
πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.
Αδημονεί ο
Φερνάζης. Ατυχία!
Εκεί που το
είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’
αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους
φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή,
τι αναβολή στα σχέδια του.
Και να ’ταν
μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Αλλά να
δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Αμισό.
Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι
φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι.
Μπορούμε να
τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι
Καππαδόκες; Γίνεται ποτέ;
Είναι να
μετρηθούμε τώρα με τις λεγεώνες;
Θεοί
μεγάλοι, της Ασίας προστάται, βοηθήστε μας –
Όμως μες σ’
όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κι
η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται –
το
πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην,
υπεροψίαν
και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.
ΓΙΑ ΝΑΡΘΟΥΝ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ… ΣΑΝ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΣΚΙΕΣ
Ένα
κερί αρκεί Το φως του το αμυδρό αρμόζει
πιο καλά, θα ’ναι πιο συμπαθές σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν οι Σκιές Ένα κερί αρκεί. Η κάμαρη απόψι να μη έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως και την υποβολή, και με το λίγο φως - μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ για να ’ρθουν της Αγάπης, για να ’ρθουν η Σκιές [ένα ποίημα του Κ.Π.
Καβάφη γραμμένο το 1920]
Παρασκευή, 2
Δεκεμβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου