Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΙΑ ΠΟΙΗΤΕΣ

 (…παρά μονάχα σύντροφοι με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα…)


Θα ’θελα να μιλήσω απλά

όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του και δείχνει ένα παλιό σημάδι

όπως κρυώνει ο αγκώνας σου   γυρίζεις και βλέπεις ότι είσαι τρύπιος

Όπως κάθεται στην πόρτα ένας σύντροφος και μπαλώνει τη φανέλα του.

Να μιλήσω

αν μια μέρα ξαναγυρίσω κουβαλώντας μια βρόμικη καραβάνα γεμάτη ξενιτιά

κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο γροθιές σφιγμένες

να μιλήσω   απλά –

μονάχα μια στιγμή ν’ ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου.

 

Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές

Μιλούσαμε για τον ήλιο.

Τώρα μα τρυπάει η καρδιά   σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας.

Δεν είμαστε ποιητές   παρά μονάχα σύντροφοι   με μεγάλες πληγές   και πιο μεγάλα όνειρα!..

 

Ο άνεμος πού φωνάζει έξω απ' τ' αντίσκηνο

το συρματόπλεγμα καρφωμένο στην κοιλιά της νύχτας

μια λάμπα σπασμένη   το πετρέλαιο στάζει

το μούτρο του Θωμά κάτω απ’ τις γάζες

θάναι κόκκινο και πρησμένο απ’ τις κοντακιές

μια μυρουδιά καπνού και ποδαρίλας

ο 'Ηλίας λέει: θ' αλλάξει ο καιρός   ο Δημήτρης σωπαίνει

κι ο Νικόλας   παλεύει να βουλώσει τις τρύπες της σκηνής

μ' ένα κομμάτι βραστή πατάτα.

Κάποιος βήχει. Κρυώνουμε.

Ακούγονται τα βήματα της σκοπιάς.

 

Απόψε λέμε να σου γράψουμε, μάνα

μήπως ακούσουμε τη βροχή

να περπατάει με τα λειωμένα σου τσόκαρα

μήπως δούμε το χαμόγελό σου

να κρέμεται σαν παγούρι πάνω απ’ τη δίψα μας.

Μας ταΐζουν σάπιες πατάτες: μην ανησυχείς

μας βρίζουν και μας χτυπάνε: να μας αγαπάς

ίσως να μη γυρίσουμε – εσύ ν’ ανάψεις τη λάμπα, μάνα,

θάρθουν άλλοι.

 

Τώρα θα μαζεύεις απ' το σκοινί τ' ασπρόρουχα της ξενιτειάς

θα ράβεις στις κάλτσες μας το μπάλωμα της έγνοιας σου

ξέρεις, τα γάντια, μάνα, που μας έπλεξες δε θα τα φορέσουμε

τα δώσαμε σ’ έναν σύντροφο πούφευγε για στρατοδικείο

του δώσαμε ακόμα μια κονσέρβα κι' ένα κομμάτι απ’ την

   παλάμη μας

έδεσε στην άκρη το τσουβάλι μ’ ένα σπάγκο

έριξε το τσουβάλι στον ώμο

και τον είδαμε ν’ ανηφορίζει      

με τ' αχαμνά του σκέλια ψαλιδίζοντας κομμάτια

απ’ τον αντικρινό ουρανό.

 

Κάθε πρωί μάς μετράνε

κάθε βράδυ μετράμε τα πιάτα μας και περισσεύουν

περισσεύει ή πίκρα στα μάτια μας

την ώρα πού ή βροχή παίζει ζάρια με τούς χωροφύλακες

καθώς νυχτώνει και γουργουρίζουν οι σφυρίχτρες.

 

Τώρα λέμε να βάλουμε τα χέρια στις μασκάλες

να κοιτάξουμε αν είναι καν’ αστέρι στον ουρανό

να θυμηθούμε κείνο το πρόσωπο

ακουμπισμένο στο κούφωμα της πόρτας

μα δε μπορούμε να θυμηθούμε

δεν έχουμε καιρό να θυμηθούμε

δεν έχουμε καιρό παρά να σταθούμε όρθιοι

και να πεθάνουμε.

 

Αγαπημένη

μπορεί να κρυώνω όταν βρέχει

μπορεί να χαϊδεύω στις τσέπες μου τα ψίχουλα της ανάμνησης

ακόμα καίνε οι παλάμες μου πού κάποτε σε κράτησαν

μα δεν μπορώ να γυρίσω.

 

Πώς ν' αρνηθώ το ξεροκόμματο πού μοιράσαμε είκοσι

   άνθρωποι

πώς ν' αρνηθώ τη μητέρα μου πού καρτεράει μια κούπα

φασκόμηλο

πώς ν' αρνηθώ το παιδί μας πού του τάξαμε ένα χωνάκι

ουρανό

πώς ν’ αρνηθώ τον Νικόλα –

τραγουδούσε μάθαμε καθώς τον πυροβολούσαν.

 

Αν γυρίσω δεν θάχουμε λάμπα, δε θάχουμε πού  ν’ ακουμπήσουμε τ’ όνειρό μας.

Θα καθόμαστε αμίλητοι.

Κι όταν θα θέλω να σε κοιτάξω

σαν ένα σύννεφο θα σκεπάζει τα μάτια μου

η τρύπια αρβύλα του συντρόφου που αρνήθηκα.

Να μ' αγαπάς.

Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω

βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου

θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.

Δε σ' αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια —θα πω.

Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.

Έν’  άστρο θα κουδουνίσει στο βρεγμένο ουρανό.

Μπορεί   και να κλάψω.

 

Σήμερα ανοίξαμε τη μέρα μας

σαν ένα σακί ξεχασμένο από χρόνια.

Ψάχναμε να βρούμε τις κάλτσες που φορούσες σύντροφε

τα χέρια σου

την σταματημένη ζωή σου.

Η πίκρα έριχνε στα μάτια μας   μια χούφτα καρφιά.

Ύστερα πλύναμε τα μαγειρεία   ανάψαμε τη φωτιά

και μοιράσαμε ένα τσιγάρο στα δυο

κάτω απ' τα κουρελιασμένα σύννεφα.

 

Εδώ που ή ζωή μας ήταν ένα τσόφλι αβγού κάτω απ’ τα

   πόδια τους

με το θάνατο πιο κοντά

κι από ένα μπάλωμα στον τρύπιο αγκώνα σου

με τ’ όνομα του νεκρού συντρόφου

σαν ένα πιρούνι καρφωμένο στη γλώσσα σου

πώς να τραγουδήσεις;

 

Μας φτάνει να μιλήσουμε   απλά

όπως πεινάει κανείς    απλά

όπως αγαπάει

όπως πεθαίνουμε   απλά.

[ΑΠΛΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956,

Κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό 1ο τόμο: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, εκδόσεις Κέδρος]

 


ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956)

Παγωνιά

στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλας

στεκόμαστε στη γραμμή   όρθιοι

κάποιος χνωτίζει τα νύχια του

κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του

ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου

δε μιλάει   κρυώνει

ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα

κι εκείνο κρυώνει

καθώς μας πλευρίζουνε τα καμιόνια

μια μυρουδιά μπενζίνας

οι πόρτες που ξανακλείνουνε

ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι

η φωνή μου μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά

ένας-ένας   ακούει τ’ όνομά του   και βγαίνει

αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες

κάποιος σηκώνει το χέρι του   τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλιστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει — αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.

Ξεκινάνε τα φορτηγά.

 

Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση   για να πεθάνεις.

 

Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.

 

 

Ελάτε λοιπόν   όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη   της ομίχλης.

 

Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά - καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομμένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.

 

Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.

 

Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.

 

Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.

 

Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.

 

Η ασετιλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
— Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
— Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.

 

Κι η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

 

[Μακρόνησος 1950   Από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956] 

 

ΜΗ ΣΗΜΑΔΕΥΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956)

Αδελφέ μου σκοπέ,   αδελφέ μου σκοπέ

σ’ ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι

σ’ ακούω που βήχεις μες την παγωνιά

σε γνωρίζω, αδελφέ μου, και με γνωρίζεις.

Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην τσέπη σου.

Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου  πως έχεις μια καρδιά.

 

Θυμάσαι;

Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια

είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά – κοντά

στο κούτελό σου ένα μικρό σημάδι απ’ τη σφεντόνα μου

στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου

στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά παπούτσια σου

στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα

με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.

Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των υπουργείων

το βράδυ σταματάει στη γωνιά

κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ’ το καρότσι του πατέρα μου

κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε

την ώρα που εσύ γεμίζεις το όπλο σου

κι ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.

 

Βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος

άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ’ ένα σκληρό ντουφέκι

πεινάμε κι οι δυο για ένα χαμόγελο

και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.

 

Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι

σε λίγο θα πας να κοιμηθείς

καληνύχτα, λυπημένε αδελφέ μου

αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα σε συλλογίζομαι

καθώς θ’ ακουμπήσεις το όπλο σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις ένα σπουργίτι.

 

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις

χτύπα με  αλλού   μη σημαδεύεις την καρδιά μου.

Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.

Δε θα ’θελα να το λαβώσεις

 

ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω.

Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων

Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια

αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες

μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα

αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου

έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς

εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ' τις οβίδες.

Δεν έχεις καιρό

δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου   αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη   ή το παιδί σου.

Δε θα διστάσεις.

Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου

θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι

για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.

Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.

Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδι,

να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι

είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου

να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.

Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις

γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,

για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια

μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,   τη μάνα σου και τον κόσμο.

Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου

θα συνεχίζεις τον δρόμο σου πάνω στη γη.

Κι’ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα

θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο

απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.

Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου

δε θα γερνάς.

Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος

Αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.

Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου

θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη

σα να ’γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.

Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό

να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια

σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.

Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει

εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων

που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956]

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΡΟΖΕΜΠΕΡΓΚ

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956)*

·        Το ζεύγος των εβραίων Τζούλιους και Έθελ Ρόζενμπεργκ εκτελούνται στην ηλεκτρική καρέκλα για κατασκοπέια υπέρ της ΕΣΣΔ.  Το ποίημα αναφέρεται στη σκοτεινή υπόθεση  εκτέλεσης του ζεύγους Τζούλιους και Έθελ Ρόζενμπεργκ στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (19 Ιουνίου 1953) Η υπόθεση υπήρξε θυελλώδης, έντονα αμφιλεγόμενη, επηρεάζοντας όλη την αμερικανική κοινωνία, ενώ αποτελεί αντικείμενο συζήτησης μέχρι σήμερα.

 

«Σήμερα ώρα 2η πρωινή

εξετελέσθη στην ηλεκτρική καρέκλα το ζεύγος Ρόζεμπεργκ».

νεότερα επείγοντα τηλεγραφήματα αναγγέλλουν

ότι ένα λεπτό μετά το θάνατό τους

ο Γιούλιους  κι η Έθελ Ρόζεμπεργκ

σηκώθηκαν απ’ την ηλεκτρική καρέκλα

πελώριοι

τρομάζοντας τους φρουρούς με το τεράστιο μπόι τους.

Ο Γιούλιους  κι η Έθελ Ρόζεμπεργκ  σηκώθηκαν και πιασμένοι απ’ το χέρι συνεχίζουν το δρόμο τους.

 

Τους είδανε να προχωράνε μες στ’ απέραντα χωράφια της Αριζόνας

τους  άκουσαν να προχωράνε μες στ’ απέραντα τραγούδια των λαών

πιο ψηλοί απ’ τη γέφυρα του Μπρούκλιν

δρασκελώντας με το πλατύ τους βήμα τους ουρανοξύστες και τις φυλακές.

Και προχωράνε μαζί τους τραγουδώντας ο Ουίτμαν κι οι Νέγροι.

 

Οι δικαστές κλειδώνονται φοβισμένοι, μα αυτό το δυνατό τραγούδι σπάει τις πόρτες τους.

Και πηγαίνουν ο Γιούλιους κι η Έθελ Ρόζεμπεργκ πιασμένοι από το χέρι

σα δυο νεαροί , τρυφεροί αγαπημένοι που πάνε κουβεντιάζοντας κάτω απ’ τον ολόφωτο ουρανό

απλώνοντας το ανθρώπινο μεγάλο χέρι τους ακόμα και σ’ εκείνους που τους σκοτώσαν.

 

Αύριο το άγαλμα της Ελευθερίας θα κατέβει και θα τους παραχωρήσει τη θέση τους

κι εκεί ορθοί, πελώριοι στην είσοδο της Αμερικής

ο Γιούλιους κι η Έθελ Ρόζεμπεργκ αγκαλιασμένοι θα τραγουδάνε

και θα χαιρετάνε τα καράβια, τα σύννεφα και τα μεγάλα φωτεινά χρόνια

που έρχονται!..

 

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ  ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ

(αφιερωμένο χτες στη Βιέννη, σήμερα στο Ελσίνκι, αύριο σε κάθε πόλη που θα μαζεύονται οι άνθρωποι για να υπερασπίσουν την ειρήνη)

Απόψε είμαι ερωτευμένος με μια πόλη!..  Άσπρη πόλη, φωταγωγημένη, ξαφνικά, από χιλιάδες όνειρα   πόλη τριαντάφυλλο, πόλη χελιδόνι, πόλη ψωμί και πόλη εμπιστοσύνη.   Σε συλλογίζομαι κι είναι σάμπως ν’ ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου    σ’ αγαπώ, κι είναι  σα ν’ ακουμπάει στην καρδιά μου όλου του κόσμου η καρδιά.   Οι άνθρωποι απόψε τραγουδάνε τ’ όνομά σου   κάνοντας ν’ αντηχούνε όλες οι καμπάνες, όλα τα βιολοντσέλα κι όλα τα γιαπιά.   Όταν έπεφτε η Μαδρίτη εμείς κλαίγαμε   όταν απελευθερωνόταν το Παρίσι όλη η ζωή έκανε ένα βήμα μπρος   όταν οι Ρώσοι μπαίνανε στο Βερολίνο αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε   σήμερα τραγουδάμε, αγαπημένη πόλη   - πόλη που μες στους δρόμους σου αγκαλιάζονται οι σημαίες των εθνών   πόλη που διασταυρώνονται τ’ άστρα, τα όνειρα κι οι δρόμοι των πέντε ηπείρων   τα κορίτσια κόβουν το νυφικό τους φόρεμα στο σχέδιο της καρδιάς σου   οι μητέρες σκουπίζουν τα δάκρυά τους  μ’ ένα κομμάτι απ’ το κατάφωτο ουρανό σου.   Έψαχνα να σε βρω ανάμεσα  στις γυναίκες, κι εσύ, αγαπημένη, ήσουν μια πόλη       Οι γριές καθισμένες στα κατώφλια της γης   γνέθουν τα χρόνια και ην ελπίδα σου   οι καλοθοπλέχτες πλέκουν με το φως σου μεγάλα πανέρια για τη νέα σπορά   τα ζευγαράκια όλου του κόσμου δώσανε ραντεβού στα πάρκα σου   πόλη, ω πόλη που στις γωνιές σου, απόψε, οι υπαίθριοι πουλητές   πουλάνε δάφνες για τους ποιητές  και τηγανίτες για τα παιδιά.   Με μόνο μισή πεντάρα αγάπη, απόψε, αγοράζεις όλη την ευτυχία!..       [αποσπάσματα από το ποίημα ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956]

Δευτέρα, 26 Δεκεμβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ…

  (… είμαι πολύ καλά…) Στέκομαι   καθώς   στέκονται τ’ αγάλματα στους κήπους   και   στις ανοιχτές πλατείες όταν τ’ αφήνουν οι αστ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ