Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

ΦΥΛΑΞΟΥ ΑΠ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΓΙΑΤΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΟΥ ΚΑΛΠΑΖΕΙ

 (… η πιο αδιάντροπη η ομορφότερη 

κάτω από τον μαύρο θόλο και την οξυδέρκεια των άστρων

θα μιμηθεί ξανά τη χάρη και τη δύναμη ενός σπαθιού…)

 

[Σοτοβέντο]

Κι ανοίγει η τράπουλα της νύχτας

μ’ ένα κομμάτι απ’ το στήθος της   ένα τρελό κομμάτι. 

 

Ακόμα μια φορά την παίρνει ο αέρας   ή μάλλον γλιστρά 

οι φτέρνες δεν σηκώνονται.  

 

[Μικρός Πόρος]

Νύχτα στη μέση του νησιού 

 ο σκελετός μου φαγωμένος απ’ το χέρι της  

ενώ οι μέλισσες και τα μυρμήγκια οδηγούνται από τον ήλιο. 

 

 Εκείνη όπου να ’ναι θα γυρίσει σπίτι  

περνάει στ’ αριστερό της χέρι τις αγριοφράουλες  

σκύβει ελαφρά προς τη φωνή του,  ήσυχα τον βλέπει  

τα κόκκινα μάτια της φέγγουν.  

 

Η πιο αδιάντροπη η ομορφότερη 

 κάτω απ’ το μαύρο θόλο και την οξυδέρκεια των άστρων

θα μιμηθεί ξανά τη χάρη και τη δύναμη ενός σπαθιού.  

 

[Η πυρά]

Η μέθη που καταλαμβάνει τις γυναίκες  

και που τα νοσηρά φαινόμενα την ερωτεύτηκαν με πάθος

φριχτά την ήθελε, κι εκείνη μάλιστα της χύμηξε  

κι οι δυο με σκέλια ανοιχτά.

[αποσπάσματα από τις  ΜΑΓΙΣΣΕΣ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002  κι άλλες επιλογές από αυτή την ενότητα  εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη 2015]

 

 


ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΕΦΕΥΓΕ

(από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002)

Και ποιον δεν θα μάγευε!

Τα γεμάτα χείλη μισάνοιχτα

τα βουερά φωτισμένα της μάτια

το πρόσωπο πάνω στο χώμα

ώστε κανένας άλλος να μην μπορεί να μπει.

 

Ας πεθάνει λοιπόν, ας πεθάνει

ας της λύσει απ’ τους ώμους τη σάρκα ο έρωτας

να ξαπλώσω επιτέλους

πάνω στ’ άσπρα της κόκαλα.

 

ΜΑΓΙΣΣΕΣ, ΜΕ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΝΙΑ ΜΑΓΟΥΛΑ

(… έτοιμες να προδώσουν μυστικά…)

Σηκώνει το φαρδύ μανίκι της

δαγκώνει ελαφρά το κιμονό της

ύστερα πιάνει τη βεντάλια της

και την ανοίγει ακριβώς κάτω απ’ τα μάτια

 

Τη βοηθούν να περάσει το χτένι στον κότσο της

αυτή χαμογελάει στον καθρέφτη

της βάζουν τα πινέλα στα μικρά της δάχτυλα

αυτή σκουραίνει τα βλέφαρα.

 

Τώρα θα κάνει τρία βήματα δεξιά

σιγά – σιγά θα λυγίσει το πόδι

η βάρκα ξαφνικά θα φύγει προς τα μπρος

η ώρα του θρήνου θα έρθει αργότερα.

 

Οι χειριστές πρέπει να συντονίζουν την αναπνοή τους·

η κούκλα είναι και το πρόσωπο του δράματος

κι ένα λυγερό κομάτι ξύλο.

 

Κι ακόμα σιωπηλές

γι’ αυτό κρατήσου μακριά

από το τρυφερό χλωμό τους φως

καθώς κοιτάζουν ή φορούν το δαχτυλίδι τους

πριν βγουν το βράδυ στο μπαλκόνι

κρατώντας σε εξαίσια περισυλλογή μια κίτρινη βεντάλια

ή περπατούν στη γέφυρα

στον ήχο μαγεμένου αυλού

και στις λεπτές ομίχλες

έτοιμες να προδώσουν μυστικά, να καταδώσουν ή

μόλις να γείρουν απ’ την κουπαστή και να καθρεφτιστούν

στα καταχθόνια νερά

ύστερα με τριανταφυλλένια μάγουλα

να διασχίσουν την αλέα και τις αίθουσες

αναγνωρίζοντας με ανεπαίσθητο

θρόισμα ρούχου και ματιού

τα κυπαρίσσια και τα σιωπηλά πορτρέτα.

[Μπουνρακού από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002]

 

 

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΗΠΟΣ ΟΥΤΕ ΣΤΑΛΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

(… κι αυτός δεν σκέφτεται να ξεφυλλίσει παραμύθια κι όνειρα …)

Πόσο μάλλον ανοίγοντας την πόρτα του κήπου

χωρίς ν’ αλλάξει τίποτε απ’ τη μονοτονία της ζωής του

και η ξαφνική της είσοδος μέσα στο πλέγμα των φυτών

τον βρει να κόβει μόνος του το μελαγχολικό του πάθος

όχι αναγκαστικά πολύ αργά

όχι σε σιωπηλή ονειροπόληση.

Πόσο μάλλον λοιπόν αν ο κήπος δεν έχει λουλούδια

ούτε κι αυτός  ιδιαίτερα μια φθινοπωρινή ημέρα

γέρνει στον νου του ίσκιους που ανάμεσα στα δένδρα

φυσούν την ίδια παγερή πνοή

που αναδίνει το κορμί αμέσως μόλις εξαντλήσει την ψυχή του

κι έτσι εκείνη αλωνίζει τη σκεπή ξετρελαμένη

προσέχοντας με το μανίκι της και τα κυρτά της δάχτυλα τη φλόγα

παραμερίζοντας υπερηφάνεια, φόβο και ντροπή

-α, η φρικτή της ζήλεια.

Πόσο μάλλον λοιπόν

αν δεν υπάρχει κήπος ούτε στάλα φθινοπώρου

χρονιά που δεν προμήνυε νύχτες απόλαυσης ή μέρες θλίψης

κι αυτός δεν σκέφτεται να ξεφυλλίσει παραμύθια κι όνειρα

απλώς ανοίγει ένα οποιοδήποτε βιβλίο

κι ανησυχώντας τη στιγμή εκείνη για την ψύχρα, δεν ανησυχεί

καθώς αμίλητη βγαίνει μπροστά του

μήπως και φτάσει πια στο τέλος της ζωής του.

[Χήθκλιφ, μια από τις ΜΑΓΙΣΣΕΣ στη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002]

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ

(από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002)

Ναι, μάλλον είμαι.   Ναι,  είμαι τώρα.

Το σούρσιμο της φούστας μου   το ψάθινο καπέλο

στο άνοιγμα της πόρτας το γυμνό κεφάλι.

Υπάρχουν λοιπόν τόσα πράγματα

πράγματα που μου δίνουν τη χαρά του τόπου

εκεί που ήταν χρόνος

για χάρη τους αφήνω τα μαλλιά μου και πετώ τις νύχτες

πράγματα ντροπαλά, που κοκκινίζουν

φεύγοντας απ’ τη λύπη και πηγαίνοντας στη δόξια.

Ναι, χαμογέλασε η Θεοδώρα·

τα χέρια μου είναι ξερά   αλλά τ’ αγγίζω όλα.

σαν να μην είμαι

σαν να μην είμαι πια εγώ εσύ να με θυμάσαι

όταν μες στο λεπτό νερό του φεγγαριού

του κήπου η παγόδα θα γλιστράει

 

αγαπημένε μου  Λι – πό

αγαπημένο μου αρσενικό ελάφι –

τ’ άλλα να τα ξεχάσεις·

αν θες να με κρατήσεις πάλι αγκαλιά.

 

Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Κατεβαίνω σιγά

γελάω ξαφνικά, χωρίς να το θέλω

πάντα γελάω

μπαίνω αριστερά, στην άδεια κουζίνα

ανοίγω το τετράφυλλο παράθυρο προς την ανατολή

κάθομαι στο τραπέζι με τα σκόρπια μήλα

ξεχνιέμαι μονάχη.

 

Μονάχη χαίρομαι τις ώρες της αυγής.

 

Σε τόπο ξερό

απλώνω τον κήπο μου

έως ότου γεμίσει το στόμα μου γέλιο

[από τις ΜΑΓΙΣΣΕΣ, 2η ενότητα στη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002]

 

Με τον τρόπο του ποιητή

που δεν ξέρει να γράφει

παρ’ αλλάζει μορφή έρποντας

με τα πολλά του στόματα

πάνω στο φύλλο

[Ασουάν]

Το θυμάμαι μόνη

κανείς άλλος δεν βλέπει το ίδιο τοπίο

εγώ κι αυτή η άλλη μέσα μου

που κάθεται κοντά μου

γιατί κι εγώ μένω ακίνητη και δεν μιλάω.

 

Το φτέρωμα της φοινικιάς σταχτί και πράσινο

τον άνδρα με τα γυναικεία γόνατα

τη ζαφορένια  κελεμπία

τον ξερό άνεμο

 

Μικρά μπιλιέτα

γραμμένα στις αρχές του περασμένου αιώνα

ταιριάζουν απολύτως υποθέτω

στη συντομία και την αυστηρότητα μιας είδησης

απ’ όσο μακριά κι αν φτάνει

με τ’ άλογα που σταματήσαν μόνο για να πιουν νερό·

αυτό το χρώμα κι η ποιότητα χαρτιού

ευγενικά εξιστορούν την έκβαση της ιστορίας

χωρίς το βλέμμα ν’ αποστρέφεται

και ν’ αποφεύγει τις εικόνες

ή το γλυκό χαμόγελο που δεν θα γίνει

μάταιος θρήνος αλλά ψάθινο κουτί

-δεν είναι και πολλά τα πράγματα για κάποιον που γελώντας μες στα άνθη

θα περιπλανηθεί χωρίς αλλοτινές χαρές

κι αυτό το ομολογώ γιατί αν και δεν θα ’πρεπε να φέρομαι μ’ αυτό τον τρόπο

ζηλεύω τρομερά το μέρος που διαλέξατε να ζείτε

κι όπου αθόρυβα και μεταξένια ηρανθή

ανοίγουν μόλο που δεν είναι ακόμη

νύχτα

πάνω στη λίμνη του σπιτιού

 

ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΤΙ ΘΑ ΣΥΝΕΒΑΙΝΕ ΜΙΑ ΗΣΥΧΗ ΒΡΑΔΙΑ ΜΕ ΣΙΓΑΝΗ ΒΡΟΧΗ…

(…όπου η ερωμένη του θα αισθανόταν τη γλυκιά αδημονία να τον κρατήσει απ’ το χέρι…)

Είχε σταθεί εκεί απείραχτο   η μυρωδιά της καμφοράς εμπόδιζε   να απομακρυνθεί όχι μονάχα η ευλάβεια   αλλά κι ο έρωτας   αν και δεν ξέρουμε ποτέ τι θα συνέβαινε   μια ήσυχη βραδιά με σιγανή βροχή   όπου η ερωμένη του θα αισθανόταν τη γλυκιά αδημονία   να τον κρατήσει απ’ το χέρι   και το χειρότερο   να του φιλήσει την καρδιά όπως τα χείλη.   Αλίμονο λοιπόν   αν καταλήξουμε απρόσεκτα στο θλιβερό συμπέρασμα   ότι πρέπει ν’ ανάβει μόνος του κανείς φωτιά από πεσμένα φύλλα   αφού καλύτερα, καλύτερα   η πρωινή αμφίβολη ακινησία   και τα γυμνά κλαριά που μ’ ένα χτύπημα του πινελιού   θα φτάσουν στο αρχοντικό του Χαϊκόσου   και ως το ταξίδι σε βάρκες χλωμές   εικόνες που σκύβουν να πιάσουν τη χτένα τους   και πέφτουν στο νερό και λιώνουν   γυναίκες βουβές   και άνδρες αμίλητοι   και ω το νερό που σηκώνει τα φύλλα   και τα σκαλώνει στριφογυριστά στις όχθες   θαμπές ψυχές με κίτρινα σιρίτια   στριφτό τραγούδι   σιγανό πλεχτό   και ω το τραγούδι που ανεβαίνει με σμιχτά πλευρά   γεμάτο κάποτε νησιά και κύματα   φουστάνια που φυσάνε τον καιρό   χορτάρι που ξαπλώνει ήσυχο στον βράχο!.. [η ΝΑΥΣΙΚΑ από τα ΤΑΞΙΔΙΑ, τρίτη ενότητα στη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ, συγκεντρωτικός τόμος ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2012, Πατάκης 2015]

Παρασκευή, 23 Δεκεμβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ