Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΝΟΥ ΣΑΣ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΕΛΑΤΕ ΦΕΥΓΟΥΜΕ ΣΕ ΞΕΝΗ ΓΗ

 (…το καράβι ηχεί  το τρένο σφυρίζει  από τους πυργίσκους το σύνθημα δίνουν…)


στον καφενέ της λιθόστρωτης αρβανίτικης πλατείας

χαμένοι μεσ’ στο πλήθος

της ήρεμης   ατάραχης συνηθισμένης πελατείας

εκεί που βασιλεύει ήθος   σεμνότης σιγή

δεν μένουμε πια

το ταξίδι μας κράζει   ελάτε:

φεύγουμε σε ξένη γη!..

 

πάνε πια οι ρεμβασμοί στου Πειραιά τα σοκάκια

δεν μας βρίσκει η νύχτα στις γνωστές γειτονιές

σαν ανάφτουν οι λάμπες

ως φωνάζουν παιδάκια

στο μουράγιο δεν μας θέλγουν σα χθες

οι οικείες γωνιές

των ωραίων μεγάρων οι νεκρές οι προσόψεις

δεν ζητούν προβολή του ευγενικού μας κορμιού

-προσβολή είν’ της χτες τα προσόψια   η πάλη –

εγκαταλείπουμε τα ίδια και τα ίδια

ξεκινούμε για νέα ταξίδια

ξεκινούμε για ξένη μια γη

 

ο ρυθμός δεν είναι πια ο σκοπός μας

απ’ την πόρτα έχει φύγει ο σκοπός μας

στην εκκλησία σβύνουν οι πολυελαίοι τα μανουάλια

που φωτίζουν τις εικόνες

-χάνεται μέσα στο σκοτάδι ο γυναικωνίτης που συχνάζουν οι κοκκώνες –

και μπρος στο τέμπλο η καντήλα αρχίζει το νυχτέρι

εμάς όμως μας κράζουνε τα ξένα μέρη

κι ως να φωτίση και πάλι    αυγή

εμείς  ξεκινάμε   για ξένη γη!..

 

η καπελλού συνταιριάζει φτερά ζωντανά πουλιά

δροσερά λουλούδια για τα καπέλα

ο γραμματομιστής βαρέθηκε το πήγαιν’ έλα

ο γαλατάς ετοιμάζει τα γιαούρτια   για το βράδυ

κι η ωραία παρένος πλάι στο παραθύρι ακόμη ράβει

και να σε λίγο θ’ αποθέση τη βελόνα

και στα σγουρά της μαλλιά τοποθετεί του μαρτυρίου κορώνα

ως πρόκειται μονορούφι να καυεβάση

το φαρμάκι που έχει ετοιμάσει απ’ το πρωί

η βρύση τρέχει η στάμνα γιομίζει

το μύλο ο μυλωνάς γυρίζει

βασιλεύει το φεγγάρι η Πούλια θα βγει

εμείς ξεκινάμε   για ξένη γη!..

 

στο πηδάλιο βάλαμε   τον πιο νηφάλιο

στην τσιμινιέρα    μια μπαγιαντέρα

κι οι πολυθρόνες μας είναι ροκοκό: 

ε!.. θα περάσουμε Ατλαντικό!.. 

σίφουνες  μπόρες θα μας βαρέσουν

και – μας αρέσουν δεν μας αρέσουν –

τι τρικυμίες και τι κακό!..

θα ορμάνε τα κύματα να μας καταποντίσουν

οι κεραυνοί θα καμτσικίζουνε τον ουρανό

αρμυρά νερά που θα μας ραντίσουν

σαν κάτω να βρισκόμαστε από κρουνό!..

όμως να ξέρετε:  δεν θα χαθούμε

κανείς    κανένας δεν θα πνιγεί

ως μας προσμένει

μια ξένη   γη!..

[απόσπασμα από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Ο ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ 1954

εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο Νίκου Εγγονόπουλου ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος εκδοτική Εταιρία, στον οποίο περιλαμβάνονται οι συλλογές:

Μην ομιλείτε εις τον Οδηγόν 1938,

Τα κλειδοκύμβαλα της Σιωπής 1939,    Μπολιβάρ 1944,

 Η Επιστροφή των Πουλιών 1946,

Ελευσίς1948, Ο Ατλαντικός 1954  και

Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω 1957]




 

Ο ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ

(Ιλαρώς διαπλέομεν ωκεανόν… Τι είμαστε; Πού πάμε; )

ήλιος μπουνάτσα ουρανός γαλάζιος ούτε ένα νέφος

τα νερά ήσυχα πράσινα σκούρα

-ωσάν σε πίνακα  του Αλταμούρα –

στην κουπαστή σκυμμένοι θ’ απολαμβάνουμε την άφατη ειρήνη

και μακριά θα βλέπουμε τις φαλαινοθηρίδες

να κυνηγούνε το πλουτοφόρος τους κυνήγι

και ούτε σύγκρυα ούτε ρίγη

παρ’ όλη τη δριμύτητα της ατμοσφαίρας

και - ως όλα αλλάζουν – να η ομίχλη

αδύνατο να δούμε εμπροστά μας

μπερντέδες η θολούρα σκάλες – σκάλες

κι αρχίζουνε να πέφτουνε    οι στάλες

οι πρώτες της βροχής

κι  άνεμος άγριος ξάφνης σηκώνεται

μας παίρνει ξάρτια

παίρνει τις βάρκες παίρνει κατάρτια

τα πάντα απ’ το καράβι μας ξεριζώνει

με μουγκρητά μας περιζώνει

και το ξυλάρμενο σκαμπανεβάζει

-τι μακριά που είστε της πάτριας γης εικόνες! –

κάτω μας ανοίγονται της άβυσσου οι λειμώνες

κάποτε στον ορίζοντα η θολούρα

-αν είναι δυνατό! –

πυκνώνει   νυχτώνει   ξημερώνει

τους μπερντέδες της ομίχλης  διαδέχονται οι κουρτίνες της βροχής

ο ήλιος – ο λαμπρός – κρυμμένος

και μόνο ο άνεμος ο αφορισμένος

αναμαλλιάζει τις θολές τις φοινικιές στα μακρινά νησιά

αργεί το πλοίο μας    πολύ αργεί

πότε θα φτάσουμε    στην ξένη γη;

 

ο Ατλαντικός σας ξαναλέω μας περιζώνει

είναι θεόρατος   είμαστε μόνοι

είμαστε ήπιοι   είν’ φοβερός

σαν καρυδότσουφλα μας κλωθογυρίζει

και μεσ’ στ’ αυτί μας ψιθυρίζει

μηνύματα άγρια (μας απειλεί)

προς Θεού μη χάνουμε το ηθικό μας!

παιδιά ελπίζετε στο ριζικό μας!

όπου και να ’ναι   δε θα φανεί;

-εκεί που πάμε –

η ξένη γη;

 

ΚΟΥΒΕΝΤΑ:

άνθρωπε συ που βολοδέρνεις

μόνος – ολόμονος – τι γυροφέρνεις

μες στον απέραντο ωκεανό;

πώς δε φοβάσαι μη ναυαγήσεις;

ή – το λιγότερο –

πολύ ν’ αργήσεις

ώσπου ν’ αράξεις   στην ξένη γη;

 

ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ:

μου λέτε αν χαθώ   αν ναυαγήσω

ή και ν’ αργήσω τέλος ν’ αράξω

μπορούσα άλλως ποτέ να πράξω;

έτσι   με ρίξανε   στον ωκεανό

 

το ταξίδι εξελίσσεται σύμφωνα με την προδιαγεγραμμένη πορεία

υπάρχει πίστη;   την απορία

σ’ αυτή την αέναη εναλλαγή

της τρικυμίας και της γαλήνης

του φουρτουνιάσματος και της ειρήνης

τι να την κάνουμε;  τι ωφελεί;

κάπου θα πάμε   κάπου θα πάμε

κι όμως για λίγο  - πολύ λυπάμαι –

συλλογιστείτε

τι θα γινούμε

αν δεν υπάρχει η ξένη γη

 

τώρα βρισκόμαστε στον ωκεανό!..

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Ο ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ 1954]

 

 

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ:

(Μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας λησμονημένης, τώρα πλέον, πόλεως, της οποίας κσι ήτανε, άλλωστε, ο μόνος νοσταλγός)

Γονατίζει κι ανοίγει την κασσέλα, κι ενώ με το ’να χέρι κρατά το καπάκι, με το άλλο κάτι ψαχουλεύει κι αναδεύει κει μέσα.   –Τι έχεις αυτού;  τον ρωτώ   Στρέφεται :  -Lettere damore, μου κάνει.   Κι ύστερα:  -Δεν σ’ ενδιαφέρουν;   -Μα φυσικά, ξέρεις, σαν πρόκειται για αγάπες… απαντώ.   Τότες αρχίζει σιγά – σιγά, με προσεκτικότατες κινήσεις, να βγάζει έξω ένα – ένα διάφορα πράγματα και να μου τα επιδεικνύει.   Πρώτα ανέσυρε, κι έδειξε, διάφορα βελούδινα υφάσματα, σωρούς – κουβάρια, άλλα πλουμιστά κι άλλα μονόχρωμα.  Ύστερα, ένα σάπιο στρώμα, και τελικά παρατά το καπάκι, βγάζει έξω ένα πτώμα, καλώς διατηρημένο, νεκρού ανδρός, και το αποθέτει χάμω.  Εκείνο που έκαμε όλως ιδιαιτέρα  εντύπωση σ’ αυτό το πτώμα ήταν το στιλπνό κι εκθαμβωτικό λευκό της επιδερμίδος, καθώς κι η ατίθαση κόμη και τα αρειμάνια μακριά μουστάκια!..   [ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ ΜΠΟΥΑΣ από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλους ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ 1957– συγκεντρωτικός τόμος: ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ίκαρος εκδοτική εταιρία ]

Δευτέρα, 21 Νοεμβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ