(… έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
και
σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές…)
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει σιγά - σιγά η μικρή Πορτοκαλένια!
Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς άγγιξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε οι χελιδοοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Κι όλα μαζί συνάχθηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!..
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Τη λέει ο χτύπος του νερού μεσ’ στις χρυσοστιγμές
Τη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:
Σήκω μικρή μικρή - μικρή Πορτοκαλένια!..
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!
(Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ, 4η παραλλαγή από την ενότητα ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ
ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ στη συλλογή του Οδυσσέα
Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, πρώτη έκδοση 1943, ΙΚΑΡΟΣ εκδοτική πέμπτη έκδοση 1974)
Και άλλες παραλλαγές ΧΡΩΜΑΤΩΝ από την ίδια συλλογή με ΚΛΙΚ στα κύματα:
ΚΟΚΚΙΝΟ, ΠΡΑΣΙΝΟ. ΚΙΤΡΙΝΟ,
ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ, ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ και ΜΝΕΞΕΛΙ)
ΘΑ ΡΙΞΩ ΑΝΑΣΚΕΛΑ ΤΟΝ ΜΑΗ ΘΑ ΤΟΝ
ΣΦΙΞΩ ΣΤΑ ΜΠΡΑΤΣΑ ΜΟΥ
(1η Παραλλαγή, ΚΟΚΚΙΝΟ πάνω σε μιαν αχτίδα από το
ΗΛΙΟ το ΠΡΩΤΟ του Οδυσσέα Ελύτη):
Το στόμα που είναι δαίμονας
μιλιά κρατήρας
Φαϊ της παπαρούνας αίμα
του καημού
Που είναι μεγάλο κύμινο
της άνοιξης
Το στόμα σου μιλάει με
τετρακόσια ρόδα
Δέρνει τα δένδρα λιγώνει
όλη τη γη
Χύνει μεσ’ στο κορμί την
πρώτη ανατριχίλα.
Σπουδαία του δαχτύλου
ευωδιά το πάθος μου πληθαίνει
Το μάτι μου ανοιχτό πονάει
στ’ αγκάθια
Δεν είναι η βρύση που
ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθια
Όσο το βούισμα της σφήκας
στους γυμνούς γοφούς.
Δώστε μου την ουλή του
αμάραντου τα μάγια
Της κλώστρας κοπελιάς
Το «αντίο» το «έρχομαι» το
«θα σου δώσω»
Σπηλιές υγείας θα το
πιούνε στην υγεία του ήλιου
Ο κόσμος θα ’ναι ή ο χαμός
ή το διπλό ταξίδι
Εδώ στου ανέμου το σεντόνι
εκεί στου απείρου τη θωριά.
Βίτσα τουλίπα μάγουλο της
έγνοιας
Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς
Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου
Θα τον δείρω τον Μάη θα
τον σπαράξω
ΘΑ ΔΟΚΙΜΑΣΩ ΤΟΝ ΣΠΑΣΜΟ ΠΟΥ Σ’
ΑΝΕΒΑΖΕΙ ΩΣ Τ’ ΑΣΤΡΑ
(2η Παραλλαγή, ΠΡΑΣΙΝΟ πάνω σε μιαν αχτίδα από το
ΗΛΙΟ το ΠΡΩΤΟ του Οδυσσέα Ελύτη):
Μια μαχαιριά στου μήλου τα
ψαχνά
Μια πίκρα στο βρακί του
φρέσκου αμύγδαλου
Ένα πήδημα νερού μέσα στα
πράσα
Και το κορίτσι που δεν
μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα
Μα κρατάει μες στην ποδιά
του ένα στυφό δασάκι φρούτων.
Κορίτσι μου έχω στην
καρδιά μια χλόη ανέγγιχτη
Και μια βροχή νιογέννητο
τριφύλλι
Μα ο καταρράκτης που δεν
χίμηξε είναι πιο βαθιά
Πιο χαμηλά
Και θα χιμήξει σαν θηρίο
μέρας στον απρίλη σου
Όταν αγγίξω την πηγή κι
όταν σε φάει ο ήλιος.
Χόρτο στρωτό κρεβάτι
Σπίνου αυτί μελιού αλοιφή
ανάσας καλωσόρισμα
Το κύμα της στεριάς είναι
κι αυτό μεγάλο
Το άγγιγμα του κορμιού
είναι κι αυτό βαθύ
Ο καιρός δεν είναι μάταιος
στο γέλιο που σφαδάζει
Από την όρεξη να μπει στο
πάθος του ουρανού
Θα μπω απ’ την πόρτα που
ένα φύλλο σκέτο υπερασπίζεται
Θα μιμηθώ του εφήβου
αλόγου τη βραχνάδα
Θα δοκιμάσω τον σπασμό που
σ’ ανεβάζει ως τ’ άστρα!
ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΠΩΣ ΝΑ ΜΑΝΤΕΥΤΕΙ ΑΠ’ ΤΑ
ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ ΤΟ ΦΩΣ
(3η Παραλλαγή, ΚΙΤΡΙΝΟ πάνω σε μιαν αχτίδα από το
ΗΛΙΟ το ΠΡΩΤΟ του Οδυσσέα Ελύτη):
Νωρίς κοπέλες ροζακιές
ρίξαν βεγγαλικές
Φωνές και χρώματα ηχερά
Στο μακρινό ξωκλήσι του
πουνέντε…
Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν
απ’ τις καμπάνες ο άνεμος
Κι όλο το πέλαγο μακριά
χούγια και νταν! χούγια και νταν!
Βοσκάει με
τρελοκαμπανάκια…
Και παν αυτές τώρα γυμνές
από τη μέση ως πάνω
Με αλάργα ψάθα ρόγα
κρεμεζιά νάζι από στάχυ
Λοξό με πεταλούδα στο δεξί
βυζί το αντάρτικο
Τρεις τέσσερις δεκάξι
ογδόντα ή εκατό
Παν και μαλώνουν τα παιδιά
της γης της χορτοαρχόντισσας
Παν και φυσούν φούρκες
φωτιάς και σάλπιγγες στ’ αλώνια
Καίνε σανό λιώνουν φλουριά
θυμιάζουνε με ανθόσκονη
Κρόκων τα στέρνα της
στεριάς τόσο που τρέμει πια
Μαίνεται από καναρινιές
ριπές ο αιθέρας κι όλο αστράφτει
Βράζει με θειάφι στο γιαλό
με καλαμιές στον κάμπο…
Κορίτσια μη! Με τι καρδιά
να ορμήσουνε τ’ αηδόνια!
Μη! Με τι σκίρτημα νερού
να βγούνε οι περγκολιές!
Πώς να χωρέσει ο ουρανός
σε μια κοχύλα ρόδινη
Κορίτσια πώς να μαντευτεί
απ’ τα μάτια σας το φως!
ΕΥΚΟΛΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΩ ΑΠ’ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
(5η
Παραλλαγή, ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ πάνω σε μιαν
αχτίδα από το ΗΛΙΟ το ΠΡΩΤΟ του Οδυσσέα Ελύτη):
Απ’ το μανίκι του νερού
στο πρόσωπο της θάλασσας
Απ’ το μικρό σου δάχτυλο
στου ζαφειριού τ’ αστέρι
Έλπιση φήμη του φωτός
έσχατη απέραντη
Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με
θρέφει.
Ό,τι κρατάω με την αφή με
θρέφει
Σώμα του πόντου δροσερό ή
αγέρας
Γλόμπος του άπιαστου
ονείρου ή κρύα σαπουνόφουσκα
Της παρθενιάς σου η
γεωγραφία που δεν με μέλει
Κι ένα μεταξωτό για
τσαλαπάτημα
Ένα καυκί καμπάνας
γυάλινης για τους κουφούς
Που ντύνουν με φελλό την
πιο βαριά τους κούκλα.
Η κούκλα μου είναι η
κούκλα σου είναι η γαλαζούλα
Ολόγυμνη που διασκεδάζει
τρυπημένη με άστρα
Και κάνει μπάνια στη
νυχτιά και γαργαλάει τους γρύλους.
Μα μήτε η στάλα της Αυγής
πιωμένη απ’ το γλαυκό
Μήτε της πονηριάς του
αηδονιού η ανάσταση
Μήτε της σβούρας ο ίλιγγος
μήτε η λιγοθυμιά
Της ώρας που σκορπάει μεσ’
στο κενό τα πούπουλα
Δεν πίνουν από την πηγή
σου από την πηγή που λεν ελευτεριά.
ΣΕ ΜΑΤΙΑΣΑΝ ΟΙ ΝΥΦΕΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ
(6η Παραλλαγή, ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ πάνω σε μιαν αχτίδα
από το ΗΛΙΟ το ΠΡΩΤΟ του Οδυσσέα Ελύτη):
Οι λευκές του μαΐστρου
ερινύες
Ανάβοντας τη ζήλεια του
κορμιού
Μα όταν γέλασαν οι
ανυφάντρες του ήλιου
Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι
επίγειο
Άξαφνα πήρες τη βαφή του
απείρου.
Τώρα καθώς πατάω μες τις
πλαγιές
Στα κουκουνάρια που
φυσώντας έστρωσεν
Άνεμος γητευτής με χείλια
βαθυγάλαζα
Καθώς γλιστράω στα τσάμια
της κατηφοριάς
Κι ανοίγω τα φτερά στο
βλέμμα σου το απέραντο
Καθώς ταιριάζω στου βοριά
το στόμα μια υμνωδία
Μου φέγγει ο κόλπος το
βαθύ μουρμούρισμα της άμμου
Και βλέπω ανθούς να
πέφτουνε στα καθαρά νερά
Φύκια μελαχρινά στου
φλοίσβου το νανούρισμα
Κανάτια υπομονετικά στου
Αιγαίου τα παραθύρια.
Και βλέπω ακόμα ένα και
μόνο βαθύχρωμο πουλί
Να πίνεται απ’ το αίνιγμα
της αγκαλιάς σου
Όπως η νύχτα πίνεται από
την αυγή
Όπως η αίγλη από τις
μορφές των αγαλμάτων
Η ΓΗ ΣΥΝΑΖΕΙ ΟΛΟΓΥΡΑ ΤΟΥΣ
ΓΑΛΑΞΙΕΣ ΤΩΝ ΔΕΝΔΡΩΝ ΤΗΣ
(… και
μεσ’ στην μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά…):
Σαν
φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός
Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του
Κι η Αττική που σιγοψιθυρίζει καλησπέρα
Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας
Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισες πέτρες Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με
χορτάρια Πέρα στο σέλας των πλωτών
βουνών Κι από το ΑΧ του αμπελουργού
τρομάζουνε τα σύννεφα… Η γη συνάζει
ολόγυρα τους γαλαξίες των δένδρων της Και
μεσ’ στην μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά
Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της:
Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από
ίσκιους τ’ ουρανού. Λάμπει ψηλά
ολομόναχο το ανεμαλώνι Μολόχες
ντύνονται και παν στους τάφους για κεριά
Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό και χάνεται. Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον
εσπερινό Ήρεμη στέγη με την καμινάδα της
Μια νυχτερίδα πιάνεται μεσ’ στα μαλλιά της
δύσης!.. [ΜΕΝΕΞΕΛΙ, 7η και τελευταία παραλλαγή ΜΙΑΣ ΑΧΤΙΔΑΣ στη
συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, πρώτη έκδοση 1943]
Παρασκευή, 25
Νοεμβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου