(… καθώς της ρίχνουν πότε –πότε αγκίστρι βλέμμα οι αποκλεισμένοι πόθοι…)
Πάνε χρόνια που
ήρθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες
μέσα στο σάκο
κάποιου ναυτικού
κι αφοσιώθηκε
στους καφενόβιους τοίχους.
Χειμώνα
καλοκαίρι στο κάδρο.
Ό,τι φέρνει η
θάλασσα απ’ έξω
κι ό,τι παίρνει
η ζωή, αντάρα ή αύρα, αλήθεια και μάκρος,
το μαθαίνει απ’
την πηγή της ασυγκινησίας.
Χειμώνα
καλοκαίρι φεγγαροπρόσωπη στο κάδρο.
Το χειμώνα, όταν
μαζεύονται
ναυτικοί και
ψαράδες γύρω απ’ το τάβλι
και τη βγαλμένη
στη στεριά κουβέντα,
απ’ το πηχτό της
γέλιο κάτι ανθρωπεύει,
καθώς της
ρίχνουν πότε – πότε αγκίστρι βλέμμα
οι αποκλεισμένοι
πόθοι, η ξέμπαρκη αλμύρα.
Το καλοκαίρι
κάτι ανατρέπει.
Πιάνουνε παραλία οι
θαμώνες
και μόνο εδώ - εκεί
κάποιος θα μπει στο καφενείο
βιαστικός με το
μαγιό του,
καμιά κυρία
βοτσαλένια με παντελόνι,
άλλη που
μετανιώνει γιατί γέρασε.
Αυτό είναι όλο.
Κι η αμερικάνα
σαν να πέφτει σ΄ ένα μετανιωμό
που δεν έχει
γεράσει.
Πίσω απ’ το ένα
της αυτί
χαραμίζεται ένα
τεράστιο ολοπόρφυρο φεγγάρι
κι απ’ το άλλο
μια πελώρια ησυχία
που τη γλεντάνε
οι μύγες.
Χειμώνα καλοκαίρι
(ΑΣΥΓΚΙΝΗΣΙΑ,
ζωγραφιά γυναίκας σε καφενείο της Εύβοιας κι άλλες επιλογές ποιημάτων για
φωτογραφίες, κάδρα κι αγάλματα από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ
ΚΟΣΜΟΥ, εκδόσεις Στιγμή 1971)
ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ (άγαλμα γυναίκας με
δεμένα τα χέρια)
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.
Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πώς έχεις ελαφρά
ανακαθίσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο πού
είδες,
πώς παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμάλωτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.
Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερίες και ισότητες,
όπως οι δούλοι, οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων, καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.
Σε λέω γυναίκα γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρόκειται
για το μαρμάρινο γλυπτό του Κωνσταντίνου Σεφερλή «Η Βόρειος Ήπειρος» (1951) που
βρίσκεται στην Πλατεία Τοσίτσα της Αθήνας, στο πάρκο μεταξύ Πολυτεχνείου και
Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η αναφορά στο εξωκειμενικό αυτό στοιχείο
γίνεται, επειδή στο ποίημα η παράσταση της αλυσοδεμένης γυναίκας προσλαμβάνεται
όχι ως ιστορική και εθνική αλληγορία, αλλά ως σύμβολο της κοινωνικής καταπίεσης
του γυναικείου φύλου. Το τελευταίο μπορεί να γίνει αφορμή μιας ενδιαφέρουσας
συζήτησης γύρω από την πρόσληψη του έργου της Τέχνης από το κοινό, του οποίου
τον ρόλο παίζει στην προκειμένη περίπτωση η ποιήτρια. Στο ποίημα, παρακολουθούμε τη
συνομιλία της ποιήτριας με ένα γυναικείο άγαλμα που στολίζει κάποιο πάρκο. Το
εξωτερικό αυτό ερέθισμα γίνεται αφορμή για ένα ποιητικό σχόλιο γύρω από τη
γυναίκα και τη θέση της ανά τους αιώνες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι στο
ποίημα αναιρείται ο συμβολισμός του γλυπτού και λειτουργεί τελικά ως σύμβολο το
πρότυπο του γλύπτη (δηλ. η αιχμάλωτη γυναίκα)
[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971]
ΧΑΛΚΟΓΡΑΦΙΑ
(από τη
συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)
Σε κάποιαν έκθεση, κυρία,
είχε αγοράσει τα «Καράβια» σας,
με αρκετή απάθεια τότε για το θέμα
πλοίον, ιστίον και παν μέσον.
Η λεπτή τέχνη της ακινησίας τους,
αφηγημένη σε χαλκό,
φούσκωνε τα πανιά της αφοβίας μου
κι η αλλαγμένη θάλασσα
στο χρώμα της φωτιάς που πρωτοκαίει,
του χαλκού όταν πυρώνει
απ’ την τριβή της σύλληψής σας,
με γέμιζε υγεία:
επιτέλους μια θάλασσα όχι γαλάζια.
Αυτά πριν από χρόνια.
Παραμέλησα τα καράβια σας
χρόνια σε κάποιον τοίχο, λάσκα δεμένα
στην υπογραφή σας «Αργυρώ».
Αλλά τώρα, μετά από τόσα χρόνια,
Αργυρώ,
πες μου τι θα σου στοίχιζε μια πρόβλεψη ανέμων;
Πάνω στη θάλασσα, πίσω από καράβια,
έπρεπε να ’χεις χαράξει και κάποιο γλιτωμό.
Αφού βούλιαξαν όλοι οι τρόποι
θα έφευγα με μια χαλκογραφία
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948
Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο. Φαίνεται απ’ τη ζωή μου πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι κρατώ πέτρα.
Με χάρη κι έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι για
αλλοιώσεις, προγεύομαι άμυνες
Φαίνεται απ’ τη ζωή μου πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου, το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο, έτοιμο.
Φαίνεται απ’ τη ζωή μου πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνεται απ’ τη ζωή μου πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφτάσει να είναι σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνεται απ’ τη ζωή μου πέρασε επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να ’χω σταθεί στην άκρη του κρατώντας λουλούδι και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι.
Φαίνεται απ’ τη ζωή μου ζωή πέρασε κάποτε!
[από τη συλλογή
της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, εκδόσεις Στιγμή 1971]
ΜΟΝΤΑΖ φωτογραφία
(από τη
συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)
Σημείο διαπεραστικό δύο απεράντων
είσαι.
Δυο αντιμέτωπων πελάγων.
Ο ουρανός κι η θάλασσα
Το πλάτος και των δύο
αθροίζεται στο μέτωπό σου.
Έχεις πλατύ μέτωπο
αντιμέτωπο στα όρια.
Τα δεμένα πανιά της μορφής σου,
η σκεπτική της πλώρη,
δείχνουν πως περιμένεις τρικυμία των απεράντων.
Όμως εσύ κρατάς τιμόνι.
Εξάρτημα καϊκιού είναι ή της ζωής σου;
Δική σου είναι η βάρκα ή κλεμμένη;
Δικό σου είναι το θάρρος ή της φωτογραφίας;
Οδηγείς ή οδηγείσαι;
Υπήρχε απ’ την αρχή τιμόνι
ή έκανε μοντάζ ο φωτογράφος
κι απόκτησε τιμόνι το
ακυβέρνητο
όπως βρέθηκαν οι αγρότες οι παππούδες
μας
στα κάδρα με γραβάτα;
ΣΕ ΚΑΤΟΙΚΟ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ (Γλυπτό
Κύκνου και Λήδας)
Η άνοιξη
πηγαίνει πρώτα στα προάστια
κι έχεις
την τύχη πρώτος να βλέπεις τη νίκη των
χρωμάτων,
όπως την
περιγράφουνε οι κάμποι
κι όλα τα
είδη γης που επιθυμούν ν’ ανθίσουν
Καθώς σαν
άνοιξη μυρίζει η ανάγκη
να σε
φανταστώ, σε φαντάζομαι κιόλας
αργά να
πλησιάζεις το παράθυρο
κι αργά
να το ανοίγεις
για να
πάρεις με δόση αργή
τη χυμένη
αλλαγή στο χώμα.
Σε
συγκινεί το βαρύ κι απόλυτο κόκκινο
που
μπόρεσαν οι παπαρούνες,
και μ’
εύθυμα λάθη μετράς
τ’ άσπρα
κι αμέτρητα φτεράκια των χαμομηλιών,
για την
καλή αποδημία, αύριο-μεθαύριο, έτοιμα.
Και μεσ’
σ’ αυτή την αξιοσύνη του αλλαγμένου
κόσμου
πιο
αλλαγμένος και πιο άξιος απ’ όλα ο Δίας.
Σε κύκνο
μεταμορφωμένος κατακτάει τη Λήδα.
Κι αυτό
δίνει ένα τίναγμα στην άνοιξη,
μιαν
ευλογία στις μεταμορφώσεις.
Το
σύμπλεγμα σού ανοίγει
βαθύτερη
είσοδο στην έννοια τους
απ’ αυτή
των υπέρων, των στημόνων και των
πετάλων.
Να ’ταν ο
Δίας και δικός μου γείτονας
και να
μας μεταμόρφωνε.
Εμένα,
την κυρία του Manet μέσα στις παπαρούνες,
κι
εσένα, σε χαρούμενη κραυγή
καθώς μ’
αναγνωρίζει
κάτω από
τα χαμομήλένια μου ομπρέλα.
[από τη συλλογή
της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971]
ΠΑΡΑΦΑΣΑΔΑ
(από τη
συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)
Το τοπίο
ομαλά κυλάει απ’ τις γύρω κορφές
κι
εκβάλει στο παράθυρό μου.
Οι πιο
πολλές κορφές των πεύκων εξέχουν
κι είναι
σαν τα παιδιά που παίρνουμε στον ώμο
στις
παρελάσεις για να βλέπουν.
Η παναγία
η Ελευθερώτρια
τραβάει
κουπί μέσα στην πάχνη,
κι η
καμπάνα ξεχνάει να πει άφες αυτοίς.
Τα πουλιά
ωραία σκορπίζονται
στην απλή
των φτερών τους θρησκεία,
κι ο
Υμηττός στον μισομπλέ μυστικισμό του
απωθεί τη
χυμένη στα πόδια του
Μαγδαληνή
ομίχλη.
Πιο δω τα
γεράνια στο θαρραλέο τους κόκκινο,
κι η
κοπελίτσα λεύκα εύκολο να ’χει δύο πρόσωπα.
Κάπως
φιλόφωτη ακόμα του Οκτώβρη η διάθεση
σου
προτείνει ασφαλείς περιπάτους.
Ένα - δυο
σύννεφα στα χαρακώματα του ορίζοντα
αργούν να
επιτεθούν.
Αλλά εγώ
άλλο τοπίο εμπιστεύομαι,
το
επαναλαμβανόμενο τοπίο της κουρτίνας.
Με
ξεκουράζουν τ’ αποτυχημένα χρώματα.
Το σκληρό
καφέ της όχθης
που όμως
γερά τη χτίζει.
Η διαρκώς
ορατή, κίτρινη, του ποταμού ροή,
που την
προφταίνεις και σχεδόν την ορίζεις,
σαν να
τυλίγεις το νερό γύρω στα δάχτυλά σου.
Ο στραβός
φράχτης· κι εκεί που μισογκρεμισμένος
είναι,
τρέχει ένα χρώμα ελευθερίας,
μισομιλά
μισοπνιγμένο.
Σχεδόν
πορτοκαλιά η χλόη, κι υπόσχεται
μιαν άλλη
αντοχή απ’ όσην έχει δείξει.
Όσο κι αν
ξεμακραίνεις σ’ αυτό το τοπίο δεν χάνεσαι,
και μένει
πάντα κοντινό το αγροτικό σπίτι.
Ένα
δένδρο σταχτί, καθώς γέρνει,
κρύβει
του σπιτιού το μισό παράθυρο,
κι είναι
ένα σπίτι που ντροπαλά και με αφέλεια
και
σχεδόν μ’ ευτυχία αλληθωρίζει.
Ώρες
κοιτάζω το ξεβαμμένο χρυσαφί μιας
ράχης:
είναι η
παρατεταμένη κάμψη των σταχιών
χωρίς
μεμψιμοιρία.
Και βαθιά
αναπνέω τον αέρα
που χωρίς
χρώμα πνέει.
Πνέει με
το να σκύβουμε τα στάχια
και να
‘ν’ μισόανοιχτη η αυλόπορτα
βαμμένη
μ’ ένα αχνό περάστε.
Αλλά το
πιο γαλήνιο βέβαιο,
που μου
χαρίζει αυτό το πάνινο τοπίο,
είναι μια
μικρή αδιόρατη σταξιά,
πες μια
παραφασάδα ,
στην
αιχμή ενός λόφου.
Μια μικρή
σταξιά στο χρώμα πικροδάφνης,
άσπρης
και κόκκινης δίπλα.
Και καθώς
η απόσταση
αμελεί να
της δώσει υπόσταση,
αγαπώ να
νομίζω
πως είσαι
εσύ που ξεπροβάλλεις,
επαναλαμβανόμενος.
Ποτιστικός
ότι είχες πάει απ’ τα χαράματα
στα πίσω
χωράφια του νου μου
και τώρα,
σούρουπο, επιστρέφεις,
σε χρώμα
πικροδάφνης,
άσπρης
και κόκκινης δίπλα.
ΕΔΩ, ΑΠΕΦΥΓΕΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΝΑ
ΞΑΝΑΫΠΑΡΧΕΙΣ
(…και
είναι το χέρι σου μόνο στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας…)
Σαν ανάσταση
σκίζει το χάρτινο σύμπαν μονάχο κι ανεβαίνει,
σαν αίφνης που αίρει το λίγο του
κόσμου. Με τέσσερα επί τέσσερα ουρανό
πού ξεκινάει; Αλλ’ είναι η ασφυξία των
διαστάσεων ο σπόρος των θαυμάτων. Περιστρέφω τη φωτογραφία, γιατί προκαλεί εθισμό η παρατεταμένη χρήση των θαυμάτων. Εδώ μοιάζει χέρι που κόπηκε από σώμα χορευτού την ώρα που έλεγε ώπα, γιατί άλλη στροφή θα ετοίμαζε η ψυχή κι άλλη θα μπόρεσε το σώμα. Αντίρροπος ρυθμός που σπάζει το μέλος και τα μέλη. Περιστρέφω τη φωτογραφία. Χέρι που βαδίζει στον ήσυχο στενόμακρο Σεπτέμβρη των πολλών και βουβών αληθειών. Εδώ, το χέρι που θα χάραζε ένα καλή αντάμωση στην πρώτη πέτρα των ανθρώπων. Ευχή που πιάνει αν φυτευτεί σε γη φωτογραφίας μόνο. Με μια ελάχιστη κίνηση το χέρι αλλάζει πάλι επαγγελίες αιωρήσεως. Τώρα, όμοιο με χάδι ανοδικό στα μακρινά μαλλιά μιας μνήμης. Αχ, τι θα τις κάνει τόσες ομοιότητες γι’ αυτόν τον έναν κόσμο; Αφήνω τη φωτογραφία να πέσει. Και το χέρι σου μένει παλάμη
ανεστραμμένη σε κάποια χειρομάντισσα
νεφέλη, που το διαβάζει: μαζί του δεν βλέπει να με δένει καμιά συνεργασία στα βάρη Μαζί δεν θα σηκώσουμε μήτε νεκρόν,
μήτε λουλούδι από κάτω, [ΤΟ ΛΙΓΟ
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ/ φωτογραφία χεριού από την ομότιτλη συλλογή της Κικής Δημουλά,
εκδόσεις Στιγμή 1971. Χαρακτηριστικά και
συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ,
ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον,
στη διάρκεια και τη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της Κικής Δημουλά είναι
οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες… ]
Δευτέρα,
14 Νοεμβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου