Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΣΤΑΜΑΤΑΝΕ

 (… κάθε βράδυ η ζωή χαμηλώνει φρίκη κι ομορφιά…)


Η πατρίδα είχε τελειώσει.

Όλα σβήναν σαν κύμα στην άμμο ενός αργού θανάτου.

Και όπου εντάφια σιωπή εκεί και τα τελευταία λόγια.

Ήσυχα έπλεε προς το τέλος μ’ έναν αέρα παμπάλαιας σκλαβιάς κι ελευθερίας.

Τίποτε δεν την έσωζε πια γιατί δεν έκανε καμιά προσπάθεια

για να είναι έτσι απάνθρωπη η πατρίδα

με λασπωμένο βλέμμα από τη φρίκη του θεάματος

κι ακίνητα επάνω της κοκαλωμένα τα πανάρχαια λόγια

 

Κάθε βράδυ οι μάχες σταματάνε.  Όσοι χάνονται

χάνονται με τον ήλιο.

Κάθε βράδυ η ζωή χαμηλώνει φρίκη κι ομορφιά.

 

Και δεν έμεναν πια παρά ξεκάρφωτα τα πρόσωπα απ’ την κοινή θυσία

και το καθένα αχόρταγα βυθισμένο στο δικό του πάθος.

Αν και αυτό ήταν που έκανε κάποτε να ριγούν από νιότη οι μίσχοι των λουλουδιών.

Που έστελνε ακούραστο το φεγγάρι να ζωντανέψει τα χρώματα

μεσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα με μιαν απαίτηση να υπάρξουν.

 

Ο καθένας ανέμιζε τη δική του σημαία

που μύριζε ασήκωτο ιδρώτα από σάπια φύκια κι ενθουσιασμό ρετσίνι.

 

Και ο ιδρώτας του προσώπου όχι πια για τον επιούσιο

Γιατί ποτέ πια τρυφερή μητέρα

και ολιγαρκής η σκοτεινή πατρίδα…

[αποσπάσματα  από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΘΑΛΕΙΑ 1982

εκλογή από τη συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1999]

 

 


ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΔΙΑ ΤΩΝ ΜΑΧΩΝ ΚΟΙΤΟΥΣΕ ΜΕΣΑ ΤΟΥ…

(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΘΑΛΕΙΑ 1982)

Δίχως ήχο τα σήμαντρα   δίχως νερό τα ποτάμια

Κι ο ουρανός ν’ αντηχεί το φως σκοτωμένων θουρίων

Τα κλάξον να τρελαίνουν τα κλώνια

Κι οι αγωνιστές να ’χουνε γίνει με τα χρόνια

σκιάχτρα για τα πουλιά

 

Μετά από τόσα χρόνια επιστροφής απ’ τα πεδία των μαχών

κοιτούσε μέσα του

με μιαν οριστική απουσία νιότης στο πρόσωπό του

Τα μάτια του σαν από μια ψυχρή ένταση

μετρούσανε το χρόνο

που θάφτηκε πάνω του ένδοξος νεκρός

Και κείνος ήρωας κι ενταφιαστής των εχθρικών συντρόφων

 

Μεσ’ απ’ τα δένδρα οι ξανθές καμπάνες

μιλούσαν για το τέλος του πολέμου

Πεύκα κι αγρός στάχτη κι η φωνή του σπασμένο τουφέκι

Τριγύρω σκόρπια μικροπράγματα φωτογραφίες

τσιγάρα κι αναμμένοι φακοί σαν ανοιγμένοι τάφοι

 

Τι αργά που προχωρούσε το φως

ανοιγόκλεινε φθαρμένη βεντάλια

Μα δε θυμότανε τίποτα πια

απ’ την παλιά του ζωή τα φοιτητικά χρόνια

το γέλιο της θάλειας

πολύεδρο από κρύσταλλα και φωτεινές λάμψεις

 

Ανοίγανε παράθυρα στη σφραγισμένη μέρα

Και στους δρόμους όπως ύστερα από δυνατή βροχή

νέοι και νέες με μιαν αδέξια χαρά

Ή άνθρωποι γερασμένοι

με πρόσωπα σαν ανοιγμένη εφημερίδα

μιλούσαν για το τέλος του πολέμου

 

Δάσος μου μπλε και πορτοκαλί

μην περπατάς άλλο με δένδρα  σαν κομμένα πόδια

Μα εκείνο προχωρούσε κουτσαίνοντας μέσα του

δίχως αηδόνια και δίχως νερά

Και δεν υπήρχε φύση πια

 

 

ΑΕΡΑ ΣΚΟΤΕΙΝΕ ΛΥΓΜΕ ΒΙΟΛΙΟΥ

(… γυρίζεις την πλατεία απ’ την ανάποδη…)

Γέλιο αγοριού – άσπρο κοριτσάκι

Κι άδεια σκοτωμένα παπουτσάκια

 

Αέρα σκοτεινέ λυγμέ βιολιού

γυρίζεις την πλατεία  απ’ την ανάποδη

Πού σβήσαν  πού πεθάνανε   χωριά και πολιτεία

Με ποιες χειρονομίες κουρέλια

να φέρω πίσω τη ζωή

 

Σε δρόμους απ’ τ’ αγιάζι κι απ’ τ’ αστέρια μαγεμένους

κύριοι μεσόκοποι χορεύανε καντρίλιες

Και μεσ’ απ’ τις σπασμένες γρίλιες

πόρνες και έφεδροι αξιωματικοί

 

Ποιος σε ανάγκασε  πεσμου να γίνεις φονιάς

Δε θα ξεχάσω ποτέ τα σκοτισμένα παράθυρα

τις νύχτες τέρατα

που αναποδογυρίζανε τις πράξεις έτσι που

ξαφνικά γκρεμίστηκε ο κόσμος κοροϊδεύοντας

κι έπαψες να υπάρχεις

Τι και λιαζόντουσαν βάρκες άλλοτε

και κουπιά στην άμμο

Όλα γλιστράνε τώρα   σ’ ένα νηφάλιο πτώμα ζωής

που πιάνει όλο τον πυθμένα της κόλασης

Κι ακόμα λουλούδια που χόρευαν

Ευλογημένα χρώματα που τα κατέβαζαν άγγελοι

δεν υπάρχουνε πια στην αγάπη

 

Γιατί τόσα χρόνια σε περίμενα

στριμώχνοντας φόβο κι ελπίδα

Σε περίμενα νε βιασμένα λόγια και πράξεις

που τρέχανε θολά νερά

Σε ξεθωριασμένες νύχτες δίχως κορμί

σε άψυχα σεντόνια

σε περίμενα δίχως χείλη   για μελλοντικά φιλιά

Ώσπου συνήθισα επάνω μου   αυτό το άχρηστο χρώμα της ζωής!..

(αποσπάσματα  απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΘΑΛΕΙΑ 1982)

 

ΚΙ ΕΝΑΣ ΚΑΗΜΟΣ ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΟ ΚΥΜΑ ΘΑ ΚΑΤΑΤΡΩΕΙ ΤΗΝ ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΗ ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΚΑΛΗΜΕΡΑ…

(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΘΑΛΕΙΑ 1982)

Το ποτάμι   ζαλίζει τις μαούνες και φεύγει αργά

αργά ένα σάπιο κόκκινο

πιάνει το ρόδο απ’ το λαιμό

και το πνίγει

Άλλοτε πάλι

θα ’θελα να πεθάνω κατά μήκος

των μαύρων νερών

Ή να σφραγίσω απ’ έξω τη ζωή

και μεσ’ στη σκοτεινιά να περιμένω να γυρίσεις

σ’ ένα δικό μου χρόνο

Ήλιος πάνω στον ήλιο κύμα πάνω στο κύμα

έτσι θα ήθελες να είναι ο κόσμος

Ταξιδεύει ο καημός σου κάτω από ήσυχα φύλλα

Τι κλαις κρυφά κάτω απ’ το ερείπιο σπίτι

Αφού δεν έχεις τίποτε του ανήκουν όλα

 

Έχω μια ζάλη…

Στην παλιά μνήμη της χαράς

κατακόρυφα ανεβαίνω τότε

που ήτανε τα μάτια σου έφηβη ζωή

 

Μέσα στο χιόνι ήταν πολλοί οι νεκροί

Και μεσ’  στη θύελλα κλαδεμένο   των ματιών τους το φως

Τώρα στέκω ανήμπορος κάτω απ’ τη μολυβένια

συννεφιά των λόγων μου

Κι ένας καημός ανεξάντλητο κύμα

θα κατατρώει την αμετακίνητη πέτρα του καλημέρα

όταν γυρίζοντας απ’ τα ναρκοπέδια

δε μ’ αναγνώρισες


Ο άνεμος είναι από νίκελ και βόμβες ναπάλμ

Δε βοηθάει καθόλου ν’ ανέβω κοντά σου

Τρέμοντας ή όχι

με χέρια από έρωτα νεκρά προσπαθώ

να φορέσω τη φωνή μου

Μα δε σε αναγνωρίζω

Μια ειρωνική σκιά υψώνεται πίσω

από τους κουρασμένους σου ώμους

ατσαλάκωτη αφίσα

Κι οι νεκροί απ’ το απέναντι στρατόπεδο

σα να ’ταν φίλοι σου

μπήκανε ξαφνικά μεσ’ στο σαλόνι

Τις νύχτες που απλώνουμε

μεσ’ από πυκνό καπνό μουσικής το χέρι

Οι δικοί μου νεκροί

Θέλει γι’ αυτούς να σου πω

να σου μιλήσω…

 

Ω ΑΚΡΙΒΟ ΜΟΥ ΣΩΜΑ ΛΕΠΤΕΠΙΛΕΠΤΟ ΣΧΗΜΑ ΣΙΩΠΗΣ…

(…τελειωμένο μου σώμα ανάμνηση του έρωτα που πλέεις στο αίμα τόσων σκοτομένων…)

Της είχες απομείνει ένα μικροσκοπικό γέλιο

ανάμεσα από τα βουβά μαλλιά της

Κι η θάλασσα βούιζε σκοτεινή στα δένδρα

Δεν υπήρχαν πια παρά οι φλέβες της

βυθισμένες στο ξυράφι της μνήμης

Κι άλλοτε φορώντας

ανίσχυρα δαχτυλίδια αγάπης

και μαυρισμένες δαντέλες

σ’ ένα παρόν αβέβαιο

Αντανάκλαση ζωής!..

 

Κι αυτή η μοναξιά κι αυτή η γενναιότητα της απελπισίας

σιγά – σιγά την έχτιζαν στον εαυτό της

Κι όμως κάθε πρωί ξημέρωνε η θάλασσα

γύρω απ’ το σπίτι των γιασεμιών κάθε πρωί

το φεγγάρι ξεκοκάλιζε ήσυχα τη νύχτα

 

Μα τι αέρας σηκωνότανε από τα περασμένα

ώσπου χτυπούσανε στην ερημιά του δρόμου

πυρκαγιά τα ρόδα

Οι κουρτίνες ασυγκράτητα πουλιά

Κι ένα μάταιο φως  ματωμένη σημαία

να πλαταγίζει δίχως λόγο στην έρημη βεράντα

Όπου όλα τα λόγια είχαν πεθάνει

 

Σιγά – σιγά ξερίζωσε

τη δροσερή βλάστηση της φωνής της γυάλισε

τα θαμπωμένα απ’ το άγγιγμα των χεριών του

αντικείμενα

Τράβηξε τις κουρτίνες μπροστά στο φονικό

 

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΝΑ ΔΕΙΣ

(… κι αρχίζει τώρα μόλις Θάλεια το πενθιμο εμβατήριο των χρόνων…)

Κουρασμένα τα μάτια μου

τελειώνουμε αργά – αργά τον κόσμο

καθώς γλιστράνε μάταια άλλη μια φορά

στους φωτεινούς ανθώνες   των φορεμάτων σου

Και στ’ αθώα μαλλιά σου

 

Η φωνή σου ζωγραφίζει τους τοίχους

Μα κάπου – κάπου ανοίγει ρωγμές από αίμα

Και η γριά καρέκλα απέναντι μας δες

χάσκει σαν μαύρο τέλμα

 

Και τι ’ναι αυτό το ακίνητο νερό

δίχως παλμό και δίχως ιστορία

Αυτή την ειρωνικά θάλασσα

που απλώνεται στα πόδια μας εσύ την αναγνωρίζεις;

Τις γκρεμισμένες εκκλησίες δίπλα στις πηγές

Και στους ανάσκελους καθρέφτες

τα σκοτωμένα από έρωτα κορμιά…

 

Είναι γιατί μονάχα τα βραδινά αεροπλάνα

σημαίνουνε πια τον ουρανό

Τώρα μόλις η μάχη αρχίζει μεσ’ στο αίμα σου

βρυκολακιάζοντας αργά το παρελθόν

Τώρα που στα πεδία των μαχών

απλά και βάναυσα

το έργο του θανάτου έχει τελειώσει

(αποσπάσματα  απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΘΑΛΕΙΑ 1982)

 

ΚΙ ΕΝΑΣ ΤΡΟΜΟΣ ΜΕ ΣΥΝΕΠΗΡΕ ΟΠΩΣ ΟΤΑΝ…

(… σκοτεινοί ψιθυρισμοί ψάχνουν για σένα…)

Κι όπως ο αέρας γύρω από τους τάφους μας ανατριχιάζει,  έτσι ανατρίχιαζα τώρα απ’ τη βουβή σιωπή των δωματίων  που γύριζαν όπως σ’ ένα παντέρημο τσίρκο σε θεοσκότεινους κύκλους αναμνήσεων.   Σκάβουν το δρόμο οι σκιές   Και δεν σε βρήκα ωχρόν να βγαίνεις μεσ’ απ’ τις νησιώτικες καμάρες   στ’ άσπρα ντυμένον να σβήνεις τη νύχτα  ώσπου δυνάμωνε ο ήλιος  στα ρούχα σου   Κι άχνιζε η θάλασσα νησιώτικα τραγούδια   Σκάβαν τους δρόμους οι σκιές και δεν σε βρήκα   Αν και ψηλάφιζα με μια δειλία – ενδόμυχη ζήλεια   σπάνια βιβλία και θησαυρούς που άλλοτε αγαπούσες   Και που η αφή σου τους ήξερε πριν πιάσει το τουφέκι   Ρωτούσα τον τυφλό αρχαιοπώλη  - μα όχι μου απαντούσε   Φτωχό συλλέκτη δεν είδα κανένα   μονάχα τα τρένα να περνούν γεμάτα αιχμαλώτους   Και μοναχά κάτι εμπόρους   Κάτι μεταπράτες της ομορφιάς!..  [αποσπάσματα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΘΑΛΕΙΑ 1982, εκλογή από το συγκεντρωτικό τόμο: ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992 εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ)

Παρασκευή, 11 Νοεμβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ