(… και τι είμαι; - ένα κοψίδι λόγου μες στα δόντια του λαγωνικού του χρόνου…)
1
Σήμερα απόψε τώρα
τη στιγμή που ξημερώνει και δεν
ξημερώνει αίσθηση κενού
αίσθηση απόλυτου κενού που
συνεχίζεται
Κι ο ήλιος ένας γλόμπος στο ταβάνι
της εντατικής
Μια λύση να τον σβήσω
2
Το μάτι μου ένα στίγμα επάνω στην
εκτεταμένη λέπρα της ζωής
Ηλιοβολβός
3
Την άλλη νύχτα είδα το κρέας να
γλιστρά απ’ το σώμα μου
ξέφυγε μέσα από τα δόντια του
εμβρυουλκού
και τον κατάπιε η μήτρα
4
Με ποιο σώμα γεννήθηκα;
με ποιο κοιμήθηκα και ξύπνησα;
ποιος εφιάλτης με χαράδρωσε και μ’
έκοψε στα δυο
σαν κεραυνός απ’ το υπερπέραν;
ποιος υλοτόμος ύπνος;
Κι εκείνη η σύγκρουση φάτσα με φάτσα
με τη γέννηση
μια σύγκρουση που συνεχίζεται ισόβια
5
Είμαι ένα τραύμα από τη μακρινή
επέμβαση της γέννησης
κι οι μέρες μου
γάζες επάλληλες για να επουλωθεί η
ψυχή
απ’ την ανίατη ζωή
6
Γυρίζω νύχτα – μέρα ψάχνοντας να δω
τι σώζεται
τι απόμεινε σ’ αυτή τη σκουπιδούπολη
Απ’ την πολιτική αφίσες κι απ’ τον
έρωτα εκτρώματα
7
Σκουπιδοτενεκές και μήτρα, τι
μονόδρομος!
8
Εμένα η ζωή δεν μ’ έριξε στ’ απόβλητα
μα με χτυπούσε και με ξέπλενε σαν τα
ναυάγια η θάλασσα
βράδυ – πρωί σ’ αέναη ανακύκληση
Εγώ και τα χειρόγραφά μου ένα κουβάρι
9
Είμαι σαν κάτι ειλητάρια σε μια σκήτη
απόκρημνη
τα τελευταία γράμματά μου φαγωμένα
απ’ τα σκουλήκια
10
Τα υπόλοιπα από τα ενεχυροδανειστήρια
της ζωής!..
11
Κι αυτή η λεπτή γραμμή που κατεβαίνει
σταγονομετρημένη απ’ τ’ αστέρι
μου δεν είν’ αχτίδα, αίμα Θεού
η λίγη ελπίδα που μου
προορίστηκε είναι βελόνη
βελόνη φαρμακείου του διαστήματος
η ίδια αυτή που χρησιμοποιήθηκε
σ’ άλλες ελπίδες και ζωές πριν από μένα
12
Ανάμεσα ουρανού και γης τα δυο φριχτά
καλώδια
13
Στα ενδότερα του φαρμακείου η
φαρμακοποιός με μύτη ετοιμοθάνατη
με τα γυαλιά της και τη μάσκα της σαν
ρύγχος του αστροναύτη
κι οι φλέβες της στα δυο μηνίγγια σαν
πτερύγια
έμοιαζε τώρα μ’ εξαδέλφη του θανάτου
[13 από ΤΑ ΑΚΡΑΙΑ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
1999
που συνεχίζονται αμέσως παρακάτω με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική
έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη]
ΑΝ ΞΑΝΑΡΘΩ, ΘΑ
’ΡΘΩ ΜΕ ΜΙΑ ΑΠΟΠΝΟΙΑ ΚΑΜΕΝΗΣ ΖΩΗΣ ΜΕ ΜΙΑ ΕΥΩΔΙΑ ΖΩΟΓΟΝΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (20)
14
Έβγαλε το κεφάλι απ’ το καπάκι της κάσας και κοίταζε
-να, να!.. ο προγάστωρ κι από πίσω να κι η στέκα η συμβία
του
εκείνη με τη μυρμηγκοφωλιά από κάτω ανήσυχη
κι εκείνος θεέ μου να παλιμπαιδίζει
Τι περιττώματα σ’ αυτή τη σκουπιδούπολη, είπε
και ξαναχάθηκε στην ερημία της πλάκας του
16
Έρωτα πρόλαβε και πάρε με όπως άλλοτε βαθιά στην έλξη σου
σκίσε ξανά τα τετρακόσια τόσα ατέλειωτα χιλιόμετρα
σαν βέλος ίσια στην καρδιά μου
17
Βρήκα τη μάνα μου που χόρευε ξεστήθωτη
με ρούχα κρατημένα με τα δόντια της ως το σαγόνι.
Τη μαύρη φούστα και τη μπέρτα της
ανεμισμένα σαν τα ράσα του καλόγερου.
Τ’ αχτένιστα μαλλιά της ρυπαρά σαν φίδια.
Και παραπίσω την εγγόνα της
που ξέφυγε από την αρπάγη του χεριού της ξαφνικά
και τώρα σφύριζε σαν βέλος δίπλα μου.
Γύρισα και την είδα που έγινε διάττοντας.
Κι η μάνα μου χειροκροτούσε να μην κατεβώ τη σκάλα…
18
Κι α! να πετούσα πάνω απ’ το ξυράφι της ασφάλτου
Έλεος, λόγε – λογισμέ μου!..
Και τι είμαι; - ένα κοψίδι λόγου μες στα δόντια του λαγωνικού
του χρόνου
19
Κι ο χρόνος που τερμάτισε ακόμα αναπαλμοδοτείται
[από ΤΑ ΑΚΡΑΙΑ, πρώτη ενότητα στη
συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ 1999]
Η ΜΗΧΑΝΗ
(… ελευθερώθηκε απ’ τις σάρκες
κι έμεινε μετέωρη
με τη σπονδυλική της
στήλη για απογείωση …)
Η ώρα δώδεκα των ασπασμών και του λυμένου ταύρου
πήρα απ’ το μπαρ το ασανσέρ κι
ανέβαινα
οινοβαρής προς ο ιώδες
Κανένας μέσα…
Τι νιτσεϊσμός μόνος ν’ ανακηρύσσομαι ουρανός
να χρίομαι μελανοβάμων
κι απ’ το ταβάνι να μου γνέφει
η ερωμένη μου ηλεκτρική Σελήνη
Βγαίνοντας στο πρανές του
διαδρόμου
η ελαφίσια μου έκπληξη
κάτι σαν ράντισμα φτερών σε
κρήνη –
δεξιά κι αριστερά μονόκλινα
με μια κλωτσιά πόρτα την
πόρτα πέρασα
κι είδα τους σκελετούς στις
κλίνες τους
είδα τα σύνεδρα
νευρόσπαστα ασπόνδυλα
δεν έσκυψα στο μάτι του
φεγγίτη
για μένα αλλού ο κήπος των
Μουσών
αλλού η ελαφόνησος
εκεί σεντόνια σύννεφα υγροχαρή
οι ορίζοντες τοπία τροπικά
τσαμπιά μαστοί ατροφικοί με ρώγες ροζακίτη
λεκάνη τρυγημένη ως το πρωί
φύση νεκρή που διονυσιάστηκε
Κι ύστερα ο πόθος μου έγινε
υψικάμινος
οι ορίζοντες παραπετάσματα χαλκού
(«που λειώνει το κορμί ν’ αποδαρβινωθεί»)
Απ’ όπου ξάφνου πρόβαλεν
ηράκλειος
ο νέος χαλκουργός και
σφυρηλάτης
(απ’ τα χυτήρια της νυκτός ο
Ήφαιστος)
στα ηλεκτρισμένα μέλη έχυσε τη
μηχανή
κι η μηχανή σαν σώμα
ανατανύστηκε με σπινθηρίσματα ψυχής -
τρεις νύχτες και τρεις μέρες
την καμίνευε
της φόρεσε λοφία από
ασημόβεργες
αναβατήρες του κορμιού σαν συσπασιόν
κι η κάθε κλείδωση ατέλειωτος
σπασμός
πίσω ένα χέρι μαγικού
μηχανουργού
την έχρισε με φίλτρα εξωτικά
(κι ο μπάρμαν έφερε την
κάνουλα
με μπράντυ κι άλλες μυρωδιές
βαριές)
την άλειψε τη ράντισε τη
στίλβωσε
την πότισε με υγρά για την
εκτίναξη
Και τώρα πλέει μες στο λάδι
του γλαυκού
η έλαφος των ελασμάτων
Με διάφανη την κόμη από
αχυρόβεργες
δυο γαλαζόπετρες στις κώχες
των ματιών
και τη φαιά ουσία να
φεγγοβολεί
ορμά στα κάστρα τα βενετικά
χτυπιέται
κάτω απ’ τα Όρη τα Λευκά
ουρανομήκης
δεν τη χωρά είναι ρηχός ο
ουρανός
(σπαράγματα Σελήνης σ’ όλα τα
στενά
λαβωματιές του μαύρου ήλιου
στα περάσματα)
και πίσω εγώ προμήκης μυελός
με τεντωμένη τη νευρή
ελαφηβόλος
Κι ύστερα ο ήλιος έλειωνε τα
μέταλλα
έλειωνε κι ανακύκλωνε τα
αισθήματα
στο χωνευτήρι της αυγής
η μέρα τράβηξε το δίχτυ της
νυκτός
κι ο ανοιχτομάτης ύπνος πήρε
κι έσυρε
υπνωτισμένα τα νευρόσπαστα
τα ’σερνε αμήχανα στην
καθημερινή χειμέρια νάρκη
μες στις αγορές και στις δημόσιες έδρες
Κι εγώ μες στις παρόδους
συναρμολογώ
τα τελευταία λάφυρα του
ταξιδιού
-τα κρυσταλλώματα του ονείρου
–
σκόρπιους σπονδύλους και
σπινθήρες περιμένοντας
να ξαναπέσει ο ουράνιος λίθος
στα νερά
να πάρω το ασανσέρ ν’ αρχίσει
πάλι η δοκιμή
για την ουράνια πτήση
Νύχτα τη νύχτα να συνεχιστεί
το θαύμα
[ΠΡΟΕΚΒΟΛΕΣ Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ… ΑΥΤΗ ΠΟΥ
ΓΡΑΦΩ, 2η ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΗΑΣ
1999]
ΕΚΠΟΙΗΣΗ
(Ο μαύρος αλέκτωρ και το λειρί του να τρέμει
ο πρώτος σπασμός της ερχόμενης μέρας)
Ξημερώνει μέρα πολύκροτη
Τόσα και τόσα γεγονότα
βουίζοντας
στις εισόδους και στις
παρόδους της αγοράς
πολυτονική μουσική
για την ηδονή του κορμιού και
του κέρδους
τα πρωινά παραρτήματα πνέοντας
στη χοάνη της σαν
ανεμοστρόβιλοι
ως την οροφή παλλόμενα στόματα
χείλη και φιλιά φυσερά τ’
ουρανού
και στο βάθος του τούνελ ο
αργυρόηχος ίλιγγος
Για δες ένα ζευγάρι εκεί πάνω,
φώναξα
από το πολύ στροβίλισμα έγινε
νόμισμα
ουράνια σφαίρα σε περιφορά δύο
όψεων
κι όπου να ’ναι θα σκάσει
κορώνα γράμματα κάτω στ’
οδόστρωμα
(«τι κάλπικη υδρόγειος η αγάπη
μας!»)
Και τώρα η σειρά σας…
Ανακλιθήτε
καθένας στην περιστροφική
πολυθρόνα του
στον αναβατήρα σας, cher, και συ σύντροφε
ακρωτηριασμένε από την
παγκόσμια ευτυχία
όλοι επί ποδός… Προσδεθήτε
εκτοξευτήτε
για το κυνήγι της σκύλας
Επιτυχίας
Η σκύλα θεά! Θα μας λιανίσει
έναν – έναν
μπήκε στην αγορά μυστικός
υλοτόμος
σαν καρδιοσχίστης και σαν το
σαράκι
σαν το σαράκι του Δένδρου της
Γνώσεως
να σχίζεται η ρίζα
και τα πουλιά στα κλαδιά να
σαρώνονται
χιλιάδες δούναι – λαβείν
ανεμόδαρτα.
Στο βάθος του τούνελ αλυσίδες
από Τράπεζες
των Ημεδαπών των Εταίρων των
Διεθνών Forum
απ’ όλα τα στόμια ο αργυρόηχος
λόξυγκας
κι η κίτρινη σκόνη να
κυκλοφορεί στα αιμοσφαίρια
ο κίτρινος ίλιγγος
Πριμοδοτήστε Ποντάρετε Υπογράψτε Περάστε τα
από χέρι σε χέρι στη
σημαδεμένη θυρίδα
κι από κάτω άλλοι κύκλοι… Ζυγοί των ζυγών
από την Τράπεζα Παροχών στην
Τράπεζα Πίστεως
(«για ποια ανάληψη μιλάς
αδελφέ μου;»)
οι γνωστές περιοχές… Η πίστη τα οράματα
όλα στο σφυρί διαμαρτυρημένα
Από τον καρποσυλλέκτη Αδαμ ως
τον Άνταμ τι χάσμα!..
αυτοδιαχείριση μερκαντιλισμός εκβιομηχάνιση
κι η συσσώρευση κεφαλαίου
έλεγε ο Μαρξ
ανεξέλεγκτη σαν του μάγου
όχι του μάγου που ήξερε να
μεταμορφώνεται
παίρνοντας τη μορφή του
χρυσού του φιδιού ή του νάνου
με τα κέρατα στα δυο σκέλια της
φουρκισμένης
(guanda le piu violent passion τόνιζε ο Ποιητής)
αλλά του μάγου που παραφρόνησε
κι όρμησε
εξουσιασμένος απ’ τη μαγεία
του έρμαιος
των σκοτεινών δυνάμεων που ο ίδιος
ξεσήκωσε
αναρχούμενος μες την
κυκλοθυμία της αγορά
τέτοια και η συσσώρευση κεφαλαίου
στις μέρες μας
-η συσσώρευση θλίψης
συμπλήρωσε ο Σιγισμούνδος!..
[ΠΡΟΕΚΒΟΛΕΣ Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ… ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ, 2η ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΗΑΣ 1999]
Η ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΘΛΙΨΗΣ,
συμπλήρωσε Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΡΟΛΟΣ Ο
ΔΑΙΜΟΝΙΟΣ ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ!..
Και τώρα σας μιλώ σαν από κυλιόμενη σκάλα τόσα οδοντωτά γεγονότα… Από πού να πιαστείς; η μεταμόρφωση αέναη… ηχεί σαν κερματοδέκτης όπου περνά ο καθένας κι αφήνει τη μέρα
του κι ύστερα βιάζεται να χωθεί μες
στο σπίτι κι εκεί οληνύχτα διασκεδάζει
τη πλήξη του πυροβολώντας με το τηλεκοντρόλ
την οθόνη οι πρώτες σκηνές τα γνωστά
και τα τετριμμένα νονοί της μαφίας
πρωθυπουργοί και νυμφίδια κι άλλα
τέτοια - φτηνή χαρμολύπη έξω ένας γύπας αποτελειώνει τη μέρα και μέσα άλλα γεγονότα - σφαγεία
τα λόγια πολτός σαν το αίμα που
τρέχει Η κίνηση της οδού Σοφοκλέους ραγδαία οι τιμές άνω κάτω… καιρός θυελλώδης χιονίζει
από την οθόνη ως τη μακρινή μου πατρίδα
μετά τα μεσάνυχτα προβολή της ταινίας
ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ η γνωστή επανάληψη
(το αίμα δεν λειώνει λεκιάζει το χιόνι)
και το ματς μεταξύ δολλαρίου και μάρκου
μετά τα μεσάνυχτα συνεχίζεαι… [τελευταίο απόσπασμα από το ποίημα
ΕΚΠΟΙΗΣΗ στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ 1999 αντιγραφή και
επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013,
εκδόσεις Νεφέλη]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου