(… κι εγώ χτισμένος στ’ όνειρο έτρεμα μην ξυπνήσω…)
Ψηλή γυναίκα
μου ρίχνεις τον
ίσκιο σου και σουρουπώνω.
Πηγάδι γίνομαι
βαθύ και με πονάνε τ ’άστρα.
Κλείσε τα μάτια να
ξαναδώ τον κόσμο με τα δικά μου.
Βλέπω κλεισμένα
βλέφαρα και τσίνορα που τρέμουν!..
Αθέατος βασιλικός
μυρίζει!..
Πένα που ξύνει το
χαρτί όσο το άσπρο σουρουπώνει.
Αλλά το Πάσχα
πρώιμο η νύχτα στο γλυκύ μου έαρ
κι ένα τραγούδι σιγανό με λιβανίζει
Πραματευτής
κατέβαινε μεσ’ από την Αυλώνα
σέρνει μουλάρια
δώδεκα και μούλες δεκαπέντε
φέρνει το Χρήστο –
Χρήστο μου! με πλάκα και κοντύλι.
Με το κοντύλι έγραφε
κι η πλάκα μαρτυρούσε
αργά πολύ συλλαβιστά
με κεφαλαία ΜΝΗ-ΜΗ!..
Αντιλαλώ σαν
τρίκλιτη βασιλική
από φωνές πολλών
κεκοιμημένων.
Το πιο γλυκό βιολί
το παίζει ο θάνατος – θυμάμαι –
και ξεχωρίζω τη δική
του
[κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή
του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993 με αντιγραφή
και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις
Μελάνι 2013]
ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΒΙΟΛΙ ΤΟ ΠΑΙΖΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ…
(από τη συλλογή του Μιχάλη
Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)
Να με θυμάσαι – βασιλικά να τρίβεις στις παλάμες σου για να
θυμάσαι –
και δάκρυα πολλά να χύνεις όταν με θυμάσαι –
όταν σημαίνει Ναύπακτος – Αράχοβα – Δεσκάτη –
όταν περνάς Γαλήνης 18 – που δεν περνάς – να με θυμάσαι –
εκεί χαρτιά μισογραμμένα – παιδία που μεγαλώνουν –
Ηλίας – Γιάννης – τα παιδιά μου – εκεί παράπονο Ερμιόνη –
περαστικός Μιχάλης και Χρήστος των χρωμάτων –
βασιλικά να τρίβεις για να με θυμάσαι όταν σημαίνει Σάββατο
–
Μαυρομιχάλη 8 – ο Φίλιππος μαζί μας –
αχ Γεωργία – Γιάννη – Έκτορα – Νίκο – Γιώργο –
να τους πεις… - να με θυμάστε – Οβρένοβιτς και Παυσανίου –
όπου πάτε με Πόπη και Μυρσίνη και Γιαννάκη –
και μη μου γράφεις – δεν σκέφτεσαι εμένα όταν γράφεις –
σκέφτεσαι αυτό που γράφεις –
κι εγώ ζητάω μνή-μη – πεινάω μνή-μη και διψάω μνή-μη –
και μη σας βγάλω απ’ τη ζωή σας – δεν το θέλω –
εσύ το θέλησες – θυμήσου – χωρίς εσένα δεν υπάρχω –
χωρίς εμάς είστε μειοψηφία (ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ) χωρίς εσάς οστά
γεγυμνωμένα –
και μην ακούς πάνω και κάτω κόσμος –
είσαστε η πατρίδα μας κι εμείς ξενιτεμένοι!..
Ξημέρωσε. Αθέατος βασιλικός μυρίζει
αλλά η μέρα δίβουλη γεμάτη έγνοιες.
Προτού με γονατίσει
καλωσορίζω εδώ το φως
ανοίγοντας χαραματιά στη μνήμη.
Που θα μου φέγγει κάποτε κι εμένα
αν αγαπήθηκα ποτέ!..
Και σβήνω δίπλα μου τη λάμπα
ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΣ ΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
(… εσταυρωμένοι σ’ όλες τις
πλατείες σαν λυπημένοι πολιούχοι…)
Άγνωστος άνδρας μ’ οδηγεί σ’ άγνωστη
πόλη
αμίλητος καπνίζοντας μισό
τσιγάρο
κι όπως ακούω μόνο τα δικά μου
βήματα
«να δεις που θα ’ναι όνειρο»
του λέω
μιλώντας στο κενό
γιατί τον χάνω ξαφνικά
στρίβοντας στη γωνία
και νάμε σ’ ένα δρόμο με
ακακίες!..
Αιφνίδια νοσταλγία με βυζαίνει
κι ακούω μια φωνή από βαθιά
με χνούδια ν’ ανεβαίνει και
φτερούγες
Ομνύω στην οδό του μαρτυρίου.
Στις ακακίες που τη φράζουν
μη σωριαστεί στον ουρανό.
Σε κάθε ενσαρκωμένη
τρυφερότητα
που κατοικεί σ’ αυτό τα δρόμο
και πιο πολύ σε μια γυναίκα.
Στον τυχερό ψιλικατζή
που σίγουρα τη βλέπει κάθε
μέρα
ανυποψίαστος γι’ αυτή την
εύνοια
και για τα μαγικά τσιγάρα που
πουλάει.
Στον αναθρώσκοντα καπνό τους
τη βλέπω να ’ρχεται κρατώντας
τα κλειδιά
και ν’ ανεβαίνει στο μυαλό μου
νωτιαία
με τον υδράργυρο του ασανσέρ.
Ομνύω στην οδό του μαρτυρίου.
Στις ακακίες που φυσάνε
ν’ αναληφθεί στους ουρανούς.
Έτσι αγιάζουνε οι δρόμοι τι
νομίζεις
έτσι τιμούμε τις αγαπημένες.
Χωρίς αγάλματα και προτομές
μη καταθέτοντας ποτέ τ’ ακάνθινα στεφάνια.
Εσταυρωμένοι σ’ όλες τις
πλατείες
σαν λυπημένοι πολιούχοι.
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά
ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993]
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΗΣ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ
(από τη συλλογή του Μιχάλη
Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993)
Χλωρίδα μου πατρίδα μου
γέννημα θρέμμα σου βορά των
ψυχανθών
σγουρό μελισσοβότανο της
μνήμης
που το φυσώ κι έρχονται σμήνος
οι σκιές
στη βουερή κυψέλη του κορμιού
μου
κάνοντας το πικρό – γλυκό τον κόσμο μέλι!..
Πανίδα μου πατρίδα μου αειθαλή αγρίμια
και φυλλοβόλα χρώματα της
νύχτας
ισόβια παραμυθία μου σταθήκατε
με τα’ άσπρο δόντι πεινασμένου
λύκου
το κανελί της αλεπούς το
γκρίζο της αρκούδας
κραυγές σκουξίματα και αίμα
με χιόνι φεγγαρόφωτου και
πάχνη αστροφεγγιάς
ραντίζοντας το μακελειό της φύσης
κάνοντας τα μονά ζυγά
δικοτυλήδονο τον κόσμο.
Γέννημα θρέμμα του κι εγώ
βορά της μνήμης άθυρμα της
αγάπης
άλλοτε πάνοπλος από φωνές και
βλέμματα
κι άλλοτε κάμπος θερισμένος
χωρίς το ψίθυρο μιας καλαμιάς.
Και τι να πω για τη ζωή
τη ζω με ζώνει με πονάει
και τι να πω για την αγάπη
δεν την σπούδασα την ξέρω από
στήθους
κι αν απαγγέλλω έναν ίαμβο
χλωρό
εκείνη τον ποτίζει νύχτα μέρα
κι αν της μιλώ ελληνικά
μόνον αυτά καταλαβαίνει
στη μουσική τους μοναχά
χορεύει
με τον αυλό τη λύρα το
κλαρίνο…
ΚΑΙ ΤΙ ΝΑ ΠΩ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΙ ΝΑ ΠΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
(…δεν την σπούδασα την ξέρω
από στήθους… )
Πατρίδα μου ασπίδα μου και δόρυ αιχμηρό στο στήθος παίρνω το αίμα – αίμα μου και σε
γυρεύεω στον κάτω κόσμο στον απάνω –
άφαντη στις πολιτείες στα χωριά σου –
άχνα και λέω δεν υπάρχεις σ’
ονειρεύτηκα κι αχειροποίητη σε χτίζω με
το ράμφος μου!.. Αλλά το φως με
διαψεύδει πάλι μια μέρα στις Μυκήνες
την άλλη στην Κασσώπη καταμεσήμερο
αγγίζοντας τοπία συλημένα και πρόσωπα
αγνώριστα από την τύρβη των αιώνων
υφαίνοντας άλλες μορφές στον διάφανο αέρα κι ο τόπος γράφεται ξανά βουνό – βουνό και δένδρο – δένδρο κι η θάλασσα φιλάει το φτέρνα του κι η μνήμη οχιά που με δαγκώνει και λέω ναι – εδώ – στο φως θανάτωσέ
με!.. Γιατί το φως θα μας δικάσει κι αλίμονο σ’ όποιον φοράει ματογυάλια!.. [στίχοι από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993 από
το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 2012, εκδόσεις Μελάνι]
Παρασκευή, 4 Νοεμβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου