(… και με το φόβο αυτού του φόβου σας καλώ κρυφτείτε μέσα του…)
Κρυφτείτε μέσα
στα παλτά μέσα στα ποιήματα
μες στα βυζιά
της γυναικός σας κι αν δεν έχετε
βάλτε τα χέρια
σας στο πρόσωπό σας
κάψτε με την
ανάσα σας τις σκοτεινές παλάμες κι
αναπνεύστε τις
αν βρίσκεστε στο
δρόμο μπείτε σε ταξί σε σινεμά
στο κάθισμα
βουλιάξτε μην κινείστε
σε σπίτι φιλικό
γλιστρήστε στην τουαλέτα
τέλος βάλτε
περισπωμένη στ’ όνομά σας κι ας οξύνεται
μπείτε από
κάτω κάτι θα κρατήσει
μια κολοβή
αλεπού που πιάστηκε στο δόκανο
λέγεται δόκανο
που ψάχνει γι’ αλεπού
ξέρω ένα φόβο που φοβάται την ουρά του
και με το φόβο
αυτού του φόβου σας καλώ
κρυφτείτε μέσα
του!..
[ΑΛΕΠΟΥ από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ
ΣΤΡΩΝΕΙ, Ύψιλον/ βιβλία 1986, από τη συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών του:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 -1996, εκδόσεις Κέδρος]
Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΑΓΑΛΩΝ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
-Εγώ βέβαια ως άνθρωπος γράφων από ζωολογία δεν γνωρίζω
και τι μου τον φέρνεις εδώ
αυτόν τον ψόφιο παπαγάλο;
Εκείνο που παρατηρώ είναι μόνο το ράμφος·
παχύ και κυρτό έχει κατέβει
και φράζει το στόμα
και μέσα στο στόμα εμετοί
που φρακάρανε
και έχει κατέβει και κλείσει
τη λίγη του ανάσα
και μπει στο λαιμό
και ψοφήσει.
Μην κλαις
αυτή είναι η αρρώστια όλων μάλλον των παπαγάλων·
να πας λοιπόν στο χειρουργείο των παπαγάλων
αυτοί όχι εγώ θα σου ανοίξουν το ράμφος
να χωρέσει ο νεκρός
ο νεκρός σου πατέρας!..
Η ΒΟΥΗ ΤΗΣ ΓΝΑΦΟΥ
Αν ένα πρωί
καθώς ο σκιέρ ισορροπεί ξυστά τα
ξυραφάκια του
στης σαπουνάδας τις πλαγιές
αν σκάσει μύτη το αίμα
αποφασίστε:
ή βάλτε στύψη στο μακελεμένο χιόνι
και βιαστείτε για γραφείο
ή αφουγκραστείτε μια στιγμή της γνάθου τη βουή
καθώς κοιλοπονάει γαμψούς τους δυο
κυνόδοντες
που να, γυρίζουνε στη σάρκα του λαιμού
ενώ οι φτερούγες σας βαρύνανε στους
ώμους
κι ήδη σας εκσφενδόνισαν απ’ το
φεγγίτη στην ταράτσα
με δέος μαύρου κλωσσόπουλου πετώντας
για τη μεγάλη σας καριέρα στα Καρπάθια
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΤΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ Ο ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ
ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Μην τους
κουράζετε τους τυχερούς αφήστε
το φρύδι
τους να γίνεται ένα σύννεφο
να
ταξιδεύουν στις πρωτεύουσες και στα καζίνα
κι εντός
δευτερολέπτων στη ρουλέτα εκατομμύρια
ν’
αλλάζουν χέρια και τα διαμάντια να κυλούν
από τα
χέρια τους στα ντεκολτέ των γυναικών
που
αλλάζουνε κι αλλάζουν τα φορέματα.
Στη πτήση
Τόκιο – Μπουένος Άιρες για τρεις ώρες
τράνζιτ
στη Ρώμη αφήστε να καλπάζουν
στον
όμιλο ιππασίας πάλι πτήση
ή
χαλαρούς στην κουπαστή να βρέχονται
θηριώδη
τραστ ελέγχοντας από ένα γιωτ στις
Καναρίους.
Τους
τυχερούς αφήστε να μας σκέπουν –
στο σχόλασμα
με τις ψιχάλες και ψιθυριστά:
-Ελάτε
βάλτε
τώρα το παλτό σας κάνει ψύχρα!..
ΡΕΒΕΓΙΟΝ
Στις δώδεκα στο φώτο – φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει
τώρα.
Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες
τριώροφοι!..
Τι λέτε ρε, το ξέρετε πω το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον και γεννήθηκα;
Κι αυτόν τον τύπο να τένε κεράσετε
μια ελίτσα με κουκούτσι
για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά
μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δωσ’ το μαχαίρι:
‘Ένα της ποίησης
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης…
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΝΑΝΙ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, 1986)
Νάνι διαβάζετε πριν κοιμηθείτε
αφού αγέρωχος ο κομμωτής Αγέρας
σας ξεχτένισε
της μέρας σμπαράλια τίποτε δε θα
καταλάβετε
στιφάδο
στο κεφάλι σας οι έγνοιες και τα
διπλανά
η γυναίκα
ο διευθυντής σας το καυλί σας γέρνουν
στο πάτωμα όλαάει σιχτίρ
πλευρό γυρίζετε σελίδα αλλάζετε που
λένε ζωή
far, Φαρ – Ουέστ
και το σαλούν ταπί με το καρρέ σας του
Άσσου από το βάθος
η Ανν
Μάργκρετ
στο νικητή οι βυζάρες της μέχρι και
Παζολίνι
τολμάτε και γυρίζετε πλευρό
με αυτό το πλευρό να κοιμάστε
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ
Μαύρες κουκίδες
Διάττοντες στο χιόνι
Σήμα μικρό που χάνεται στη θέα
Να κάνει σκι πάνω σε μια νιφάδα
Το βρίσκει άλλη νιφάδα και το λιώνει
Λιώνει κι αυτή
Χιόνι στο χιόνι
Βέρμιο Φτεόλακκα ψηλά βουνά
Ο χρόνος –
Κι ο θάνατος το στρώνει!..
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΣΦΥΡΙΖΕΙ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Μα κάποιος σφυρίζει
αγρού
αεράκι
σαν μια σερπαντίνα
τριγύρω στο χόρτο·
με βήμα σαν κύμα
η ανάσα
στο λόφο και δες
σκαρφαλώνει σκαλώνει
σε βρύση που τρέχει
σαν μια σερπαντίνα
στον ώμο·
κρυώνεις
το θέλεις το ρίγος
βραδιάζει
το μίσος σφυρίζει
και κτίζει τη νύχτα
σαν ίσως που στρίβει
γωνίες·
το ίσως σφυρίζει
που ίσως στο πίσω
του φιλμ·
μα οι πόζες
σαν τι λίγο σαν
κομφετί
ή σαν μια σερπαντίνα
που είναι το φίδι
που ήδη γυρίζει
στο ίδιο κορμί σου
αφήσου
σφυρίζει θυμήσου
σφυρίζω μονάχα
Εγώ
ΕΙΣΑΙ ΔΕΙΛΟΣ
Είσαι δειλός – δειλός
ξάφνου χτυπάς απανωτά γκαπ – γκαπ
τρεις πέντε διπλανούς δικούς ή φίλους
λουφάζεις στο καβούκι Σου
και Σε ξεχνάμε λίγο και κάνουμε άλλα
για να χτυπήσεις πάλι
σε ανύποπτο χρόνο, μετά!..
Είσαι δειλός γιατί είσαι κλεφτοπόλεμος
σποραδικές διαλείψεις
κοπώσεις συχνότερες
τα σκεπάζουμε τα δικαιολογούμε τα
συνηθίζουμε
στους αγαπημένους
κι εσύ δυο βήματα μπροστά
ένα βήμα πίσω ξανάρχεσαι
σαν ένεση που ξαστόχησε
βαθύτερα τώρα
στο πρόσωπο στο κρέας
πετάς τις φλέβες κρεμάς τα βυζιά
σκληραίνεις τα νύχια
και πάλι σταματάς για να σαρκάσεις
την καινούργια προσαρμογή.
Καινούρια προσαρμογή
Μας αρκεί
Προσαρμογή
Αρκεί
Προς.
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΟΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Όποιος φοβάται τους εχθρούς του
καταφεύγει στο έγκλημα.
Όποιος φοβάται το έγκλημα
καταφεύγει στη φθορά
όπως Εσύ που αργά χτυπάς
όσους κοιτάζουν ώρες τους κιρσούς ή τα
δάχτυλα
με δυο χαμένα μάτια
όσους μπορούν αργά και ήμερα σαν μικρά
ζώα –
αν τους δώσεις
όσους σταμάτησαν να ιδρώνουν πια
γιατί το σμήγμα στέρεψε
κι όσους μυρίζουν μόνο
μια άσπρη φαρμακίλα
μια περίεργη καθαρότητα
λες και το σώμα τους αγιάζεται
για να ετοιμάσει την υποδοχή Σου.
Τι τους χτυπάς εκείνους με στο δυάρι
ή στο ξενοδοχείο των θερμών πηγών
τι τους χτυπάς
μετρήσου αν θες
με μαρμαρένια στήθη και με τέλεια
δέρματα
που Σε χλευάζουν στις ακτές.
Δεν έχεις μέσα Σου καρδιά
δεν έχεις δικαιοσύνη
γι’ αυτά τα σώματα να Σου φωνάζουν:
χτύπα, χτύπα!..
ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΓΚΙΟΥΛΙΒΕΡ
Είσαι λοιπόν ο Γκιούλιβερ
ο αγαθός κι ηλίθιος γίγαντας που
ροχαλίζει.
Ζούμε πατώντας στην κοιλιά στο τριχωτό
Σου στήθος
διανύουμε αποστάσεις αποστάσεων.
Εσύ δε νιώθεις.
Κουνάς καμιά φορά φαγούρα
το δαχτυλάκι του ποδιού ή το χέρι
και σκορπίζονται
όσοι έτυχε να βρίσκονται κοντά.
Κανείς δεν ξέρει πού πατά
κανείς δεν ξέρει πώς απ’ τη μια στιγμή στην άλλη
μπορεί και να βρεθεί
πάνω στο στόμα ή στο ρουθούνι Σου
κι εσύ να φταρνιστείς ή να
χασμουρηθείς
κι όλα να τιναχθούν στον αέρα
μια ανύποπτη ζωή να τιναχθεί στον αέρα
έτσι
μόνο και μόνο γιατί Σε γαργάλησε!..
Κοιμήσου Γκιούλιβερ κοιμήσου
εμείς σαν ύπνος πάντα Σε τυλίγουμε
είμαστε ο ύπνος Σου που ζει
όσο κοιμάσαι!..
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΤΟ ΦΙΛΙ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Λιώνοντας μήνες στο νοσοκομείο
σε κώμα λίγο πριν από το τέλος
ανοίγει το παράθυρο μια νύχτα
κι αυτοκρατορικά οι κουρτίνες κάνουν
τόπο.
Πηδάς
πετάς τη μπέρτα
και με το τέλειο σώμα Σου γυμνό
γλιστράς
μες στα σεντόνια στα ούρα στους ορούς
την αποξεχασμένη σάρκα ανάβεις
κορώνουνε τα μέλη της
ξυπνούν τα μάτια
κι εκεί που παίρνουνε κουράγιο οι
συγγενείς
το σύμπλεγμά Σου εκσπερματώνει
μες στους σπασμούς του επιθανάτιου
ρόγχου!..
Μετά ηρεμία. Χαμογελάει.
Όλος βεβαιότητα σηκώνεσαι απαλά
σκύβεις πριν φύγεις
και στο μέτωπο ακουμπάς
το αγνό πελώριο και υστερόγραφο
φιλί σου!..
Α!..
Τι
εφιάλτης κι αυτός
ενώ
αγόρευα ο καλός σου
από την
πολυθρόνα γλίστρησε
ο αγκώνας
μου
στο
αέρα ή μήπως
είχα
πεθάνει;
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
Η ΑΡΓΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΚΩΝΩΝ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Ζώντας
ξεχνάς τους αγκώνες σου
δε γυρίζεις να τους κοιτάξεις
ξέρεις
γερά δοκάρια καρταάνε καλά
σαν γωνιές από χωριάτικα καρβέλια.
Όμως οι αγκώνες κάνουν τη δουλειά
τους.
Λίγο – λίγο το κρέας νερουλιάζει
τα οστά ξεχωρίζουν
ορμάνε τρυπάνε
τις σάρκες
ξεσκίζουν τις πέτσες
με λύσσα πετάγονται ουρλιάζοντας
και ψοφάς!..
ΜΕΛΙΣΣΑ
-Έστησα
σκαλωσιά σκαλώθηκα στο δέρμα Του
απόθεσα
το σώμα μου στο σώμα Του
Τον
μπόλιασα με της κερήθρας μου το οικόσημο
τώρα
χάνοντας ύψος μες στη ζάλη μου
καταλαβαίνω
τι κηφήνας είναι ο θάνατος
κι ο
έρωτας πόσο λίγο
πόσο
λίγο τον λυγίζει
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
A QUATRE MAINS
(από τη
συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, Ύψιλον/ βιβλία 1986)
Έλα να παίξουμε στο πιάνο
a quatre mains.
Κι ας Σ’ ενοχλούν τα γάντια
δες εμένα
που παίζοντας σιγά – σιγά μου λιώσανε
πέφτουν τα νύχια καταγής
το δέρμα
και συνεχίζω με τα οστά
την αποθέωση πάνω σ’ αυτό
το κλειδοκύμβαλο – καθρέφτη
όπου διακρίνω λίγο – λίγο
κάτω ακριβώς απ’ τα δικά μου
το δικά Σου κόκαλα.
Α δεν υπάρχει μουσική.
Μόνο το σκοτεινό που χάνεται
βάθος των πλήκτρων.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΑ ΠΟΔΑΡΙΑ
(…ο
άνθρωπος μονάχα δύο…)
Μ’ αυτά τα δυο μου
βάλθηκα να ψάχνω σαρανταποδαρούσες στους αγρούς. Τραπέζια και καρέκλες κι έπιπλα μετά άρχισα να τα ψηλαφώ να τα υποπτέυομαι να γίνομαι γελοίος. Κατέληξα στα γήπεδα σε αγώνες δρόμου νύχτες σε ντισκοτέκ σε πατσατζίδικα να ψάχνω ποδαράκια. Όμως δεν έχω παρά μόνο δυο που απόκαμαν και γύρισα σπίτι. Δε πα’ να ’ναι κουτσός ή και χταπόδι ή να τσουλάει στο αναπηρικό. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κι ε΄γω ενώ τον ύπνο μου νανούρισες γλυκύτατα μέσα γαζώνοντας στην πατρογονική μας ραπτομηχανή ποδός!.. [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου