Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ… ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ

 (…Θε μου τι απέραντο παντού    Και τι βαθύς γκρεμός το απέξω…)


Μονάχος σ’ ένα ξένο σπίτι  κι ακούω να παίζουν τα πνευστά –

στα υπόγεια χρόνια πιο μπροστά   κάποιοι καρφώσαν τον προφήτη

 

Σκοτάδι πέφτει στο μυαλό μου   Τίποτα στέρεο δεν κρατώ

Μήτε που ξέρω τι ζητώ   μέσα στον άγνωστο εαυτό μου

 

Τι μ’ έχει φέρει; Ποιος με ορίζει;   Ποια ξένη χώρα περπατώ;

Μοιάζω παράθυρο κλειστό   που αγέρας το χτυπά και τρίζει

 

Φαίνεται κάποιος θα ’χει φύγει   που κάτι θα ’χε να μου πει

Φαίνεται κάποιος στη σιωπή   της λησμοσύνης με τυλίγει

 

Θέλω να δω το πρόσωπό μου   Σ’ όποιον καθρέφτη κι αν κοιτώ

βλέπω μονάχα κουρνιαχτό   στο βάθος ενός άδειου δρόμου

 

Ψάχνω να βρω το μονοπάτι   Βρίσκω το στάσιμο νερό

Ψάχνω να βρω το θησαυρό   Βρίσκω του χαμού το άγριο μάτι

 

Γύρω και μέσα μου νυχτώνει   Ξέρω πως κάτι θα συμβεί

Διακρίνω μια θαμπή πομπή   που μες στο μούχρωμα ζυγώνει

 

Θέλω να φύγω  Να επιστρέψω   Μα ωστόσο δε θυμάμαι που

Θε μου τι απέραντο παντού   Και τι βαθύς γκρεμός το απέξω

[ΑΜΝΗΜΩΝ  από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ   -  από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]

 


ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  ΑΓΑΘΑ ΠΑΓΝΙΔΙΑ 1994)

Βουίζει σαν τροχός η πύλη

Φώτα και χρώματα υδαρή

Τη νύχτα θα ’ρθει να σε βρει

φορώντας στο μηρό βραχιόλι

 

Τίποτα βέβαια σοβαρό

Πες μια φυγή – σαν αυταπάτη

Σε ακολουθεί το ανήλεο μάτι

που φέγγει μέσα σου   Νεκρό

 

Πρωί νωρίς στην Εφορία

Στις ένδεκα οδοντογιατρό

Σαν τον κρυμμένο θησαυρό

σε αναζητώ   Στα μαυσωλεία

 

Θρηνούν τα περιπολικά

Χαμός στη στάση λεωφορείων

Δευτέρα δεκατρείς   Αρχείων

Να προσαχθούν τα σχετικά

 

Καταχωρείς τα δεδομένα

Κλείνεις τα νέα σου ραντεβού

Δεν είσαι πουθενά   Παντού

προβάλλουν σύνορα κλεισμένα

 

(Χρόνια και χρόνια καρτερείς

περ’ απ’ την έρημο του χρόνου

στον ερχομό του δολοφόνου

κάπου ένα πέρασμα να βρεις)

 

Προσθήκη – αντίκρουση Προτάσεις

Ενστάσεις και παραγραφές

Θα ’χει κρυώσει πια ο καφές

Και πάλι δίχως να προφτάσεις

 

Ο ΑΘΛΟΣ  

(μνήμη Αλέξη Ζακυνθηνού)

Να βλέπεις άξαφνα τον Ξένο

σαν απ’ το μέλλον να ζυγώνει

να σε σκεπάζει – γκρίζο χιόνι -  το πεπρωμένο

 

Κάποιος τη θύρα να καρφώσει

κάποιος ν’ ανάβει το κερί σου

Στον ουρανό του παραδείσου   να ξημερώνει

 

Να μη θυμάσαι τη μορφή σου

Φωνή να μη σ’ ακολουθήσει

Να ’χεις εν τέλει κατακτήσει   βάθος αβύσσου

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΓΝΙΔΙΑ 1994]

 

ΤΟ ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΓΝΙΔΙΑ 1994)

Κι αφού καθένας είναι μόνος

κι αφού η ζωή θα συνεχίσει

κι αφού σε μαύρο κυπαρίσσι   σαλεύει ο χρόνος

 

κι αφού η φωτιά στο παραγώνι

λιγόστεψε και πάει να σβήσει

κι έχει η μητέρα αποδημήσει   σ’ άλλο μπαλκόνι

 

κι αφού νεκρό πουλί το στόμα

κι η νιότη χώρα ρημαγμένη

κι οι φίλοι χρόνια φυτεμένοι   στο ξένο χώμα

 

κι άλλοι κλεισμένοι στη σιωπή τους

μετρούν βουβοί τα σκαλοπάτια

κι αναζητούν σε ξένα μάτια   την ύπαρξή τους

 

κι αφού το σώμα στο σεντόνι

κι αφού η καρδιά στο πατητήρι

κι ο φόβος ένα ξυπνητήρι   που ξεφαντώνει

 

τίποτα πια – κανείς δεν έχει

χέρια την άβυσσο να κλείσει

μάταιο το φως που πάει ν’ ανθίσει   χωρίς ν’ αντέχει

 

ΕΠΑΙΤΗΣ

Και πάλι χάνεσαι στην πάχνη

σκιά στο χρώμα τ’ ουρανού

σα να ’σαι – κι είσαι – του αλλουνού

κόσμου που ο νους μου μάταια ψάχνει

 

Κι εγώ μια πέτρα ραγισμένη

δεμένη με τη στέρφα γη

να διακονεύω τη σιγή

που τη βαριά ψυχή αλαφραίνει

 

Κρατώντας κάτι απ’ τη μορφή σου

σαν την ανταύγεια των νερών

Ένας δραπέτης των ωρών

Ένας επαίτης της αβύσσου

 [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ 1994]

 

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ 1994)

Άνοιγε ο κόσμος   τα παράθυρά του

Θα ’χα ξεχάσει το νερό που μ’ είχε

στείλει η μάνα μου και τώρα

ξημέρωνα στο μαύρο της ασφάλτου

(κάτι σαν θειάφι προμηνούσε μπόρα)

Σκεφτόμουν πώς να κρύψω τις πληγές μου

και πώς το νέο μου σώμα να ντυθώ

(κι έτσι στο πλήθος να φανερωθώ

φωτίζοντας τις άλλες εκδοχές μου)

Στο μεταξύ

γέμισε ο κόσμος φέρετρα κι οι ξένοι

φωτογραφίζαν τη γιορτή με φλας

(εσύ πίσω από τη μάσκα να γελάς

κι εγώ με την καρδιά πυρπολημένη

για να ’χεις κι άλλο χρώμα ν’ αγαπάς)

Κι εκεί που λέω πως πάλι με καλείς

χαμογελάς και κρύβεσαι στο χώμα

Χτυπώ δεν αποκρίνεται κανείς

Γυρίζω το κλειδί και βρίσκω πτώμα

 

Ο ΓΛΙΤΩΜΟΣ

Τη νύχτα σβήνονται οι μορφές

τα σχήματα θαμπώνουν

οι μνήμες ξεκαρφώνουν  

τις οροφές

 

Οι αόρατοι παραληρούν

κάποιος θυμάται σώμα

(δεν έχω μάθει ακόμα

σε ποιους με προσμετρούν)

 

Άθλιος αγέρας με καλεί

στο ρίγος του θανάτου

καθένας στα δεσμά του   σαν το σκυλί

 

Μα αυτό που μοιάζει με γκρεμό

μην είναι οφθαλμαπάτη

που κρύβει από το μάτι

το γλιτωμό;

 [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΓΝΙΔΙΑ 1994]

 

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ 1994)

Θα προχωρήσεις στο σκαμμένο δρόμο

Νεκρό σκυλί στο ρείθρο το φεγγάρι

Θ’ ακολουθεί κερένιο παλικάρι

κρατώντας τ’ άδειο φέρετρο στον ώμο

 

Στ’ αριστερά ο τυφλός με τη ρομβία

Κάποιος δεξιά που αθόρυβα θα σκάβει

Στο βάθος ένα ολόφωτο καράβι

φέρνοντας τη γαμήλια κουστωδία

 

Θα ’ναι νωρίς για την αναγγελία

Στη σύναξη θα δείξεις τα σημάδια

Θ’ ακούς φωνές από βαθιά πηγάδια

Πνιγμένοι θα γυρνούν την τροχαλία

 

Θα λάμψει φονικό το δίκαιο χέρι

μ’ όλη τη δόξα μέσα στ’ όνομά σου

Θα ονειρευτείς φτερούγισμα Πηγάσου

Κι ένα θεό που υψώνει το μαχαίρι

 

FLASH BACK

Θυμάμαι νύχτες από χιόνι

και προσευχές από σιωπή

Θυμάμαι τη νεκροπομπή

που από τα μέλλοντα σιμώνει

 

Θυμάμαι το νεκρό πουλί

το μάτι στο προσκέφαλό μου

το άδειο παλτό του ταχυδρόμου

του αναστενάρη το βιολί

 

Θυμάμαι τον παλιό καθρέφτη

της πεθαμένης το λαιμό

Θυμάμαι το βαθύ γκρεμό

και το παιδί που μέσα πέφτει

 

Το σκοτεινό σταθμό θυμάμαι

το μαύρο φίδι του συρμού

την όπερα του χωρισμού

την έρημο που πάλι θα ’μαι

 [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ 1994]

 

ΒΛΕΜΜΑ ΣΑ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΙΑΠΕΡΝΑ ΤΗ ΛΗΘΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ…

Μέσα στον τάφο μου ανασταίνω τα χθεσινά   Και λέω πως είναι από νερό το σώμα μου – γι’ αυτό θ’ αντέξει -  πως επιστρέφω σε μια λέξη  σ’ ένα φτερό   Πως είναι η πόλη μου νεκρή   κι έχουν οι φύλακες σαλπάρει   πως ο τυφλός με το λυχνάρι  με λοιδωρεί   Πως ξένο σπίτι κατοικώ   πως μ’ ‘εχει ο χρόνος προσπεράσει   και πως η σκόνη θα σκεπάσει  το μυστικό [Η ΣΚΟΝΗ από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ 1994 συγκεντρωτική έκδοση ΟΡΕΣΤΗ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960 – 2009, Γαβριηλίδης 2011]

Παρασκευή, 21 Οκτωβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ