(…κι οι ατέλειες της ζωής μας άνθιζαν ζουμπούλια…)
Άσπρες
πετσέτες υα πρωινά χιόνια
χωρίς ακόμα
δαχτυλιές
κι ο σκίουρος
στα παγωμένα κούτσουρα
περίλυπος με
λίγη ελπίδα στην ουρά, πολυάσχολος
ξεκαθαρίζει
υποθέσεις με τα μπροστινά του!..
Καμινάδες
μακρινές άμορφα κτήρια
νεφώσεις,
ανάσες γκρίζες λίγο μπλε κρεμόταν απ’
το κλαρί
κλαρί γυμνό,
μπλε κουρελιασμένο.
Πηγαίναμε προς
το κέντρο της πόλης
πίσω μας το
νεκροταφείο
με τους νεκρούς φρόνιμα να περιμένουν την άνοιξη…
Μιλούσαμε για τη μεταφυσική πλήξη του Ονέγκιν
κι οι ατέλειες
της ζωής μας
άνθιζαν
ζουμπούλια στην μέσα κήπο.
Θαμμένα τα μακριά αυτοκίνητα στο χιόνι
κι ο στενός
λαιμός σου θαμμένος
στο γδαρμένο
ζωάκι του γιακά.
Στη μόνη
διασταύρωση
της ασήμαντης
επαρχίας που σ’ αγάπησα
κοίταζα το ρολόι και το βαρόμετρο:
το κρύο δεν
ήταν φαντασία – φοβερό –
κι η ώρα ήταν
αυτή π’ αρχίζει το κακό της μέρας!..
Έκοψες απ’ το
σινεμά «Το βράδυ ίσως…»
Στο γυρισμό ο
σκίουρος
είχε τελειώσει
τη δουλειά του εδώ στη γη
κι αναρριχόταν
στον ξύλινο ουρανό!..
[Ο ΣΚΙΟΥΡΟΣ από τη
συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978
προ-οικονομούν
τις επιλογές ποιημάτων απ’ αυτή τη συλλογή:
ΝΤΑΒΕΝΤΠΟΡΤ, Τούτο το Πάσχα με βρήκε με παγωμένες τρύπες…
ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, Οι σταγόνες της βροχής
πάνω στις αλμυρές αιχμές της θάλασσας…
ΤΑΞΙΔΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, Ξαναμπαίνω στο όνειρο σαν σ’
εγκαταλειμμένο σπίτι…
ΠΟΣΟ ΒΑΣΑΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΟΣΟ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ, και μόνον ο Μπετόβεν
έχει περάσει απέναντι…
Η ΦΥΣΗ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΠΙΟ ΩΡΑΙΑ ΜΝΗΜΗ, με σύννεφα μπλάβα…
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ, Δε θα ’μαστε ποτέ αυτό
που είιμαστε στιγμιαία…
ΣΥΝΤΟΜΑ και ΠΙΚΡΑ, Εξαντλούνται όλα τα πειράματα… και
δεν υπάρχει τίποτα ν’ αντικαταστήσει το φως, τίποτα ν’
αποτρέψει το σκοτάδι… και κατακλείδα ΑΓΓΕΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (αποσπάσματα)
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963
-2011, εκδόσεις Καστανιώτη
ΝΤΑΒΕΝΠΟΡΤ*
(από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978)
Τούτο το Πάσχα με βρήκε
με παγωμένες τρύπες αντί για σώμα
εκεί στάζει ακόμα
ξίδι και αίμα απ’ τον έρωτα Θεό.
Τα ελαφρά σου δάχτυλα
σαν γάντζοι είναι μπηγμένα
στο φλογισμένο δέρμα στον λίγο μου καιρό·
ταξιδεύω ή σχίζω έρημα νερά
με λυπημένους ερωδιούς
να πλένε στο φαρμάκι
φεύγω μ’ ένα σαράκι αήττητο
στην άζυμη καρδιά μου.
Ντάβεντπορτ
λερωμένο χιόνι· νυχτώνει
στην τηλεόραση του μπαρ ο «Χιτώνας»
με την ψεύτικη πορφύρα τα ψεύτικα μπουμπουνητά
ακόμη πιο αμφίβολη του σταυρωμένου η νίκη
πιο αμφίβολος του σταυρωτή ο ρόλος.
Πατιέται άραγε με θάνατο ο θάνατος όλος;
Άσημες κι άλαλες οι αλέες του ουρανού
οι μαύροι με χρώματα ροζ και φιστικιά
οι μαύρες με ρόλεϊ στα μαλλιά
λαγοκοιμούνται στις αφετηρίες.
Νέος επίπεδος κόσμος
κι η στέρησή σου βγαίνει
σαν ζωντανός τρόμος απ’ τ’ ακατάληπτα κτήρια.
Ατονία του ορίζοντα αίσθηση ζυμάρι·
σαν αποθήκες οι άνθρωποι
αδειάζουν από ουσία
και μ’ ένα χτύπο ξερό
προοδεύει η καρδιά τους μες το χρόνο.
«Τι να την κάνω τη ζωή
και να ’ταν άλλη τόση…»
σιγοτραγουδώ στο αχνισμένο τζάμι
μεταφέρομαι
και χώνονται οι ρόδες μες στο χάος.
*ΝΤΑΒΕΝΠΟΡΤ: μικρή
πόλη στις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής
ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Οι σταγόνες της βροχής
πάνω στις αλμυρές αιχμές της θάλασσας
ισορροπούν ήλιος και σύννεφο
για μια στιγμή μαζί, πριν από το οριστικό γκρίζο.
Εν – δυο εν – δυο και το κεφάλι
ψηλά!..
Κοιτάχτε τη γαζία
τη φρέσκια ματιά του ψαριού
την άσπρη κορδέλα της μαθήτριας!..
Δεν έχω καμιά καθημερινή έγνοια
σαν αυτές που ανθίζουν στα πρόσωπα·
οι παρεμβολές της λύπης
είναι η ωραία γη που με περιμένει
το γνωστό όταν κάθεται
σαν φωτεινός λεκές στο άγνωστο μαύρο.
Κάπου μέσα έχει συμβεί η υποχώρηση·
μες στη νύχτα η ανακεφαλαίωση αρχίζει
από το σώμα!..
Μετράς τα κενά ανάμεσα στις γλυκές σάρκες
ο ύπνος γίνεται χαλαρό σκοινί
όπου δεν μπορείς πια να χορέψεις
κι ο πόνος μικροσκοπικός
λάμπει με την ακρίβεια της περσικής μινιατούρας…
Όπως τότε στη Νέα Υόρκη
απ’ το μουσείο να περνάς στο πάρκο
να λες «τελείωσε – τελείωσε»
με τα παραδείσια πουλιά του Ισλάμ
μόνη παρηγοριά στα βλέφαρα από μέσα.
Στο πάρκο τα φύλλα
άλλη επέτειος δόξας
ετήσια φαντάσματα κόκκινα
η μαϊμού να υψώνει τη γροθιά
ως τον πιο ψηλό όροφο της τρέλας!..
Κάποιος τρέχει στην 5η
Λεωφόρο
κάποιος έχασε τη ζωή του επ’ αυτοφώρω
και μυρίζουν – μυρίζουν
τα ψημένα κάστανα σαν στην Αθήνα
(εν – δυο εν –δυο το κεφάλι ψηλά)
χάδια εκατομμύρια τελειώνουν τούτη τη στιγμή
κι ανεβαίνει το ασανσέρ της απελπισίας μου
ως την τρύπα μου
το χαρτί με το σαλάμι στην κουβέρτα
ανεβαίνουν τα αίματα
της πόλης
και τα κλάματα
ο Άδης είναι ψηλά
κι η κάθοδος δε βγαίνει πια στο φως.
Ασύλληπτος ο δολοφόνος της καρδιάς μου
πνίγηκε το βήμα του στα μαλακά χαλιά
λες: «Δόξα τω Θεώ»
η «Γκουέρνικα» είναι τουλάχιστο εδώ
κοντά
άνετα κυκλοφορείς στη Νέα Υόρκη
όταν τίποτα δεν έχεις πια να χάσεις
αόρατοι γυμνασιάρχες σε κινούν
κι αόρατα στον πόνο συμμετέχεις!..
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]
ΤΑΞΙΔΙ
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978)
Ξαναμπαίνω στο όνειρο σαν σ’ εγκαταλειμμένο σπίτι.
Καπνοί στο βουνό·
σκέφτομαι: «Θα καίνε τα σκουπίδια»
μα πάλι υπάρχει μια υποψία μάγισσας με κύκλους!..
Ό,τι γίνεται έχει ήδη γίνει
γι’ αυτό η πραγματικότητα μπορεί και μεταμορφώνεται…
Ταξίδι
νυχτερινό σαν ν’ αποφεύγουμε τα
νησιά
λεκέδες ομορφιάς στο σιωπηλό μαύρο
κι οι μανάδες στις γέφυρες
γιατί φωνάζουν τόσο φριχτά προς τα παιδιά τους
όταν κι αυτά μαϊμουδίζουν το άπειρο
και δεν ξέρουν ακόμη
αν τα νερά είναι μέσα ή γύρω απ’ τα μικρά τους σώματα.
Πλέει κι ο μηχανισμός της φθοράς·
αυτό που λείπει τώρα
θα μου λείπει χειρότερα στο μέλλον
και θα λέγεται ζωή!..
ΠΟΣΟ
ΒΑΣΑΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΟΣΟ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ…
… και μόνο ο Μπετόβεν έχει περάσει απέναντι
εκεί που όλα τα ουράνια θέματα
που ’χαν σταθεί για λίγο στην καρδιά του
χύνονται στο Τραγούδι της Χαράς
κι
έχουν μείνει πίσω πια
τα μάτια μας στα σκοτάδια με δάκρυα.
Ο κήπος μες στο μεσημέρι
με την εκκωφαντική αδιαφορία των τζιτζικιών
τα λουλουδάκια της ακακίας
στο χώμα που θυμίζουν τους χυμούς σου
ξεραμένους επάνω μου…
Και να ’χουν όλοι φύγει!..
Άπνοια
οι σκιές πιέζονται αφόρητα απ’ το φως·
ναρκωμένη γελάω ακόμη
με τ’ ανέκδοτα της ζωής μου
αλ’ έχει αδειάσει πια το μέσα δωμάτιο
απ’ τη σημασία τους.
Στάζει το ντεπόζιτο
κι είναι η λύπη μου
για ό,τι πολύτιμο άδικα σπαταλήθηκε
για ό,τι ξώπετσο μου ρούφηξε το αίμα.
Χτυπούνε οι στάλες
στο τσιμέντο σαν επιφωνήματα αγάπης:
«Καλώς την!,,», «Έλα!»
κι ανάμεσα ρέουν οι σιωπές
οι μεγάλες αρτηρίες της ψυχής μου.
Μια ζέστη λαμπαδιαστή
κάθεται στην κοίλη μεριά των πραγμάτων·
κοιτάω τα δενδράκια μου
που λιώσανε στην κάψα
με τους λάκκους τους ξερούς
όπως τα μάτια θρήσκας.
Ένας γέρος τρικλίζοντας
ψάχνει σκιερή γωνιά να κατουρήσει
τον παρακολουθώ
και ξαφνικά ακουμπώ στο ετοιμόρροπο παράσπιτο
με το φως των ματιών μου
βουτηγμένο στο μαύρο.
Έτσι χάρισμα μου δόθηκε
ένα δείγμα θανάτου
και είδα μέσα μου βαθιά
πως η λάβρα γίνεται παγωνιά
και πως οι αντιρρήσεις που ’χουμε για τη ζωή
βουλιάζουν σ’ ένα άηχο κενό που μυρίζει θειάφι
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]
Η
ΦΥΣΗ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΠΙΟ ΩΡΑΙΑ ΜΝΗΜΗ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978)
Η φύση έχει μια μνήμη με σύννεφα
μπλάβα
με κίτρινες προεκτάσεις του φεγγαριού
στις λίγες προεκτάσεις που μου μένουν
όταν υμνούσα τα Σεπτέμβρη
κι απ’ τα νερά τα γκρίζα, τα
μαλαματένια του
είχα δει ν’ αναδύονται τα πιο
ωραία σώματα της αγάπης μου!..
Ήταν αυτή η ψύχρα
αυτή η θολή καθαρότητα
κι ένα γλυκό φωτοστέφανο
τριγύριζε τα πρωινά ψάρια
στον μαρμάρινο μπάγκο.
Ο αέρας ύφασμα με τέλεια εφαρμογή
η μυρωδιά του γιασεμιού
λες κι ήταν προσωπικό μου χάρισμα
λες και με αφορούσε και μένα η ωραιότητα.
Η αγάπη έχει αξία συλλογική
τα τόσα πρόσωπα είναι ένα μες στο γαλάζιο
κι η συμβολή τους συμβολική
στης εποχής το γύρισμα
στον τρύγο στο πλύσιμο των βαρελιών
δίπλα στη θάλασσα
στα μαύρα σακιά με κοπριά
ακουμπισμένα στην πόρτα μου
σαν κακοί οιωνοί.
Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη
φοράει το ίδιο φως σε κάθε επέτειο
κρατάει το ίδιο κλαρί με τα λαχανιασμένα φύλλα
στην εκθαμβωτική πτώση τους.
Γιατί εγώ άσχημα θυμούμαι·
βλέπω μόνο σταγόνες πίκρας
στα χείλη μου που τα ’σχιζε η χαρά
και σημάδια αλλοίωσης στα μέλη τα κρυφά
ανθεστήρια θανάτου.
Ο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ
(στον
Αντώνη Φωστιέρη)
Δε θα ’μαστε ποτέ αυτό που είμαστε στιγμιαία
αλλά είναι θρίαμβος αυτή η σταθερή απώλεια!..
Σώζεται μόνο η σιωπή του φύλλου
σκουραίνει το σώμα μαζί με τη μέρα
ως της νύχτας την απρόσμενη λάμψη του μαύρου!..
Θραύσματα ζωής αντικαθιστούν τα χρώματα
στις μικρές απεικονίσεις του ονείρου
αμυχές
τις σκιές φωτός στο προσωρινό δέρμα.
Τυφλή στο τόσο μαύρο ζήταγα θεό
και μου ’διναν ένα μονάχα δάχτυλο για να τριφτώ·
θριαμβεύω τώρα στα πιο κρυφά μέρη
όπου συλλαμβάνεται η ιδέα:
εδώ
μαθαίνω επιτέλους
πως θα φύγω πρώτη!..
ΣΥΝΤΟΜΑ
και ΠΙΚΡΑ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978)
Ι
Εξαντλούνται
όλα τα πειράματα
δεν υπάρχει
τίποτα ν’ αντικαταστήσει το φως
τίποτα ν’
αποτρέψει το σκοτάδι.
Ο δρόμος είναι
ένας
και φέρνει σε
κάτι μεγάλο και υγρό
μυρίζει ψαρίλα
κι όταν χώνεις
το δάχτυλό σου
βρίσκεις το
πηχτό σώμα τ’ ουρανού!..
ΙΙ
Το σώμα χωρίς
το μύθο του
ένα επιχείρημα
που δεν πείθει.
Το κοιτάω στο
φως
το σπάζω στο
νερό
το αντικρούω
με την ψυχή μου
κι αυτή
γιομάτη ανάθεμα.
ΙΙΙ
Οι
περισσότεροι άντρες
είναι κακοί
εραστές
του
συγκεκριμένου.
Ας το
σκεφτούμε καλά
πριν ξανα-ερωτευτούμε τ’ άστρα!..
ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ
(στον Αντώνη Φωστιέρη κι αυτό)
Λουξεμβούργο ο κήπος με τις καστανιές συννεφιές
τα ροζ πέταλα
της τύχης στον αέρα
περπατώ, τρίζει η χρυσή μέρα
κρατώ Ελλάδα
στη χούφτα μου μικρή δασύτριχη
βότσαλα οι
εύστροφες λέξεις σου
ανοίγουν νέους
κύκλους στα μέσα νερά
Α!.. Η
μονότονη φαντασία της άνοιξης
όταν
κουρελιάζεται το φρόνημα του χρόνου
και ζάρες
είναι οι μόνες προεκτάσεις
στις γραμμές
της μοίρας·
αναπτύσσονται
ξαφνικά νέες σκάλες
κι οι
μαρμάρινες κρήνες από παλιά ξανατρέχουν…
Χωρίς λύση
καμιά
χωρίς
συμπέρασμα η ευφορία!..
[από τη συλλογή της
Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΝΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]
ΑΓΓΕΛΙΚΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(… ο άγγελος είναι έναστρος από μέσα κι απ’ έξω
σκοτεινός
για να βυθίζεται στο μαύρο και να μη φαίνεται…)
Όταν φοβεροί αέρηδες θαλάσσιοι
με τρίζουν το μαύρο πηχτό άυλο του αγγέλου γίνεται έρεβος μέσα μου!.. Σε μια έρημη κίνηση τότε στο κενό της πτώσης κι ενώ δεν έχω καμιά ελπίδα για το φως ανακαλύπτω τον ουρανό· είναι θολωτός όπως τον ήξερα μόνο που κλείνει μέσα του το τίποτα αντί για το πεύκο και τη φωτογραφία του
καλοκαιριού. Κι όπως απ’ τη βάρκα
εκείνη έχωνα το μπράτσο ως τον
αγκώνα στο νερό με την ταχύτητα του περαστικού ψάχνω στο σπλάχνο του αγγέλου την έδρα του
Θεού… [αποσπάσματα από τα ΑΓΓΕΛΙΚΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τελευταία ενότητα στη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ Ο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978 – συγκεντρωτική έκδοση: ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011,
εκδόσεις Καστανιώτη]
Δευτέρα, 17 Οκτωβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου