(… απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις…)
Ξέρω εδώ πως θα
πεθάνω,
το σώμα μου
δίχως καμιά βοήθεια στραγγίζει τους τελευταίους σφαδασμούς,
ξέρω πως θα
πεθάνω εδώ,
δεν μπορώ πια
να πλησιάσω τους άλλους πιο κοντά από τη βολή της λαλιάς τους
και δε φαίνεται
κανένας να καταλαβαίνει εκείνα που εγώ φωνάζω,
τίποτε, ούτε ένα αντικείμενο δεν μου ανήκει
μήδ’ η γαβάθα
του ζητιάνου μήδε και το ραβδί του,
οι
Κολπίσκοι και τα Υποβρύχια τοπία,
οι Πηγές τα
Πολυτρίχια και τα Φτερουγίσματα μες το Δάσος άδεια καυκιά είναι,
ρινίσματα του
απείρου όλα αυτά χάσκουνε από ανυπαρξία
δεν είμαι πια
θνητή είμαι θανατωμένη τώρα
τα λόγια που
ακολουθούν είναι εκείνα
που νομίζω ότι
τα λένε οι άλλοι
μια
παρέα αγόρια βγήκανε σεργιάνι
δέρνουνε τον αέρα με λεπτές βίτσες λυγαριάς και τραγουδάνε:
είχανε λαμπερές γυάλινες χαίτες εκείνες οι μαύρες φοράδες
δίχως καπίστρια και παρωπίδες
τα ρουθούνια χνουδωτά όλο χάδι και δροσιά
καλπάζανε μες τον άνεμο
τρία μέτρα ακριβώς πάνω απ’ το βάλτο
κάθε φορά που συναντούσανε ένα σύννεφο ομίχλης
το άφρισμά τους γινότανε κόκκινα γαρύφαλλα
κι έβλεπες καθαρά μια σειρά νότες
σαν της Μικρής Νυχτερινής Μουσικής
ένα αγόρι της παρέας έπεσε στην αγκαλιά καποιανής
τσαμπί της φιστικιάς ζεσταμένο από τον ήλιο
δεν μπορώ να το ξεχάσω
ο χρόνος φωλιάζει ξανά και ξανά σ’ όποιο καλούπι
θε να του πλάσεις
σε ηφαίστεια σε φτέρες
σε φύλλα καρδιάς σε χρυσαετούς
σε ήλιους σε αχινούς
σε χελώνες της θάλασσας…
[αποσπάσματα από ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΚΥΜΑ
παραλλαγή αφιερωμένη στον Ανδρέα Καμπά από τη συλλογή
ΕΚΕΙ-ΠΕΡΑ ΕΔΩ 1979 - συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1944 – 1985 εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ]
ΕΝΑΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ ΑΓΝΑΝΤΕΥΕΙ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
(από την
ποιητική συλλογή: Μάτση Χατζηλαζάρου ΕΚΕΙ
– ΠΕΡΑ – ΕΔΩ 1979)
ο χρόνος φωλιάζει ξανά και
ξανά σ’ όποιο καλούπι
θε να του πλάσεις στα νησιά του Πάσχα
στα μάτια σ’ όλα τα μάτια
από τότε που υπάρχουνε
σε έρωτες
σε κρυφές φωτιές σε άβυσσους
σε βαρύγδουπους ήχους όταν μεταναστεύανε οι προϊστορικές αγέλες
σε μύθους
σε ταξίδια στο διάστημα
σε λαμπρές ρώγες στήθους
που ’ναι τ’ άστρα του ουρανού
σε μάχες
σε έτη φωτός
σε μικρόβια
σε ατελεύτητη ροή του
ανθρώπου μες στις λέξεις
όπως ρέουν και οι λέξεις
μες τον άνθρωπο
ψιλή φωνή και γέλια μικρού
κοριτσιού
μη φεύγεις
κοίτα στρίβεις την
κλωστή γύρω απ’ το δάχτυλό σου
την ανεβάζεις τυλίγοντας
λοξά ως την άκρη
και μετά τη χώνεις έτσι
ανάμεσα απ’ το νύχι και το κρέας
α, α αυτά τα μικρά γαλάζια
πρηξίματα
όταν σφίγγε κανείς δυνατά
α πώς μ’ αρέσει
κοίτα το δένδρο
θα μετρήσω όλες τις σταυροβελονιές
που δείχνουνε τα γυμνά
κλαράκια
ψηλά στον ουρανό
περίμενέ με μα περίμενέ με
κάποιος σκύβει και λέει
να αισθανθείς την τεράστια
κοιλιά μιας γυναίκας
έτσι που τανύζεται και
σπρώχνει
τα πόδια ορθάνοιχτα
για να φέρει στον κόσμο
ένα παιδί
αγαπάω την τεράστια κοιλιά
της γυναίκας που ξεγεννάει
εσύ λεβέντισσα σπαράζεις
δίχως κλάματα
μην τα φοβάσαι τα χέρια
μου
ξέρουνε πολλά περισσότερα
απ’ ό,τι έμαθε ποτέ το
βλέμμα μου
είναι της καρδιάς μου χάδι
ν’ αγγίξω αυτό που γεννιέται
τα μέλη τα μικροσκοπικά
και το κεφαλάκι σουφρωμένα
όμοια με τα βλαστάρια
προτού ξεδιπλωθούνε
η φωνή εκείνου που σκύβει
γίνεται όλο και πιο έντονη
να καλή μου άλλη μια βαθιά
ανάσα τώρα έρχεται το ’πιασα
να έπιασα το πηγούνι
του
τι θαυμάσια πλησμονή σ’
αυτό το δεμάτι ζωή
όλο παλμοί και σαλέματα
είναι εδώ
όπως τη φωλιά με τους
νεοσσούς
ξαναβρίσκω το σφυγμό τρεις
και τέσσερις φορές παιδί
που ξεπρόβαλες απ’ την
κοιλιά της μάνας σου ήλιος μες το αίμα
να ’ναι η ζωή του φλόγα
και φως όσο αληθινή είναι τούτη η ώρα
ο άνθρωπος καθισμένος πάνω
στα βράχια
πρώτα ν’ αναδυθούμε
να νιώσουμε τα πράγματα
όπως οδεύουμε χαράζοντας το σύμπαν
ν’ ακμάσουν πρώτα
κάθε σάλος που ξεσπάει
φουσκώνει άλλο ένα κύμα
μες στην ατέρμονη δίνη
ο άνθρωπος με εργαλεία που
ξεφυτρώνουνε
στην άκρη των χεριών του και στην άκρη των χειλιών του
οι λέξεις
γυναικεία φωνή μες σ’ ένα σπίτι
μια μυρωδιά νοτισμένη απλωνότανε ε
νώ οι χαρές και τα βλέμματα τύλιγαν με κορδέλες όλη τη ζέση που
βλασταίνει
ανταύγειες ακινησίας σιγά ανατρέπονται
και κάθε κίνηση γυαλίζει το τσαμπί των μελαχρινών μαλλιών κολλημένα στο πρόσωπο
εδώ ούτε εδώ ούτε μια μέρα με στίγματα από φαντασιώσεις
εσύ καταυγάζεις το τέλος μιας μοναξιάς
αν και δεν είσαι ο έρωτας σε σένα οι
εικόνες αναδεύουν
ένα μεγάλο φλόκο και κύματα καρδιάς
πώς κάνεις και παίρνεις λόγια πάνω στο
στήθος μου
ανάβεις τις χειρονομίες μας με άστρα
και μετράω το κεχριμπάρι των ναι - ναι
με ακτινοβολείς με τις δροσερές
παλάμες σου
αν και δεν είσαι ο έρωτας
σπιλιάδες με φυσάς
σ’ αυτά τ’ ατέλειωτα απογέματα
λαχανιασμένα από Απρίλη
και στο Παρίσι οι ανεμώνες με τα μάτια
ορθάνοιχτα
μια μυρωδιά νοτισμένη απλωνότανε
ενώ οι χαρές και τα βλέμματα τύλιγαν
με κορδέλες όλη τη ζέση που βλασταίνει
είμαι αποτελειωμένος
της ζωής μου οι στάχτες δε θα
νοιαστούνε αν ορισμένοι κάθε φορά
ΤΩΡΑ ζώνουνε πιο γρήγορα τον φλοιό της
γης
κι αν κάθε φορά εκτοξεύονται πιο
μακριά απ’ τη γης
ο άνθρωπος καθισμένος πάνω στα βράχια
ο χρόνος φωλιάζει ξανά και ξανά σ’
όποιο καλούπι
θε να του πλάσεις
μες στη φλογοβόλα μάζα
στα πέρατα του αιθέρα
που ξεπερνάει χιλιετηρίδες ατμούς
και μες τα ηφαίστεια που
καταβαραθρώνουνε
ύδατα και πετρώματα
και πάνω στ’ αφρισμένα κύματα των
ωκεανών
όπου με φρικτούς βορβορυγμούς
ολόκληρα αρχιπέλαγα αναδύονται
για να στριφτεί ένα σπλάχνο έως το
μαβί του άνθισμα
για να πλαστεί ο ασβέστης ενός
καύκαλου ή ενός σκελετού
είναι που κάποιος σάλος ξεσπάει
και φουσκώνει άλλο ένα κύμα!..
[αποσπάσματα από το
ποίημα ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΚΥΜΑ, παραλλαγή αφιερωμένη στον Ανδρέα Καμπά, συλλογή:
ΕΚΕΙ – ΠΕΡΑ ΕΔΩ 1979, εδώ με αντιγραφή
και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1944 –
1985, Ίκαρος]
ΕΝΑ
ΕΙΔΟΣ ΓΕΛΙΟΥ ή ΘΑΡΡΟΥΣ Η ΖΗΣΗ
(Μάτση
Χατζηλαζάρου, συλλογή ΕΚΕΙ – ΠΕΡΑ – ΕΔΩ 1979
3η ενότητα)
η περιέργεια αχόρταγη
η δυσανασχέτηση μπρος σ’ όποια
καταστροφή
που δε θα μ’ άγγιζε εμένα ποτέ
θάνατος ή και γηρατειά
αυτό το γαλάζιο φυλαχτάρι
καταποντίστηκε μαζί μου
λίγο μετά τον πόλεμο
όταν αποτραβιόμουνα
ολοένα και πιο πολύ
όλα γίνανε αλάφιασμα
τοίχος βάραθρο απ’ όπου
καμιά υποχώρηση δεν έσωνε
ο εξευτελισμός του φόβου
δεν προσεγγίζει άλλο τίποτε
Απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις
κάνει πολύ κρύο κάτω απ’ τη σκιά της
ζωής μου που γέρασε
βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες
είναι πληρωμένοι δολοφόνοι
ας οργανωθεί πια η σφαγή απ’ ό,τι
αγαπάω ακόμα
Καρδιοδόχη σακάτικη
άνανδρα ταγμένη στην άσπρη σελίδα
και τα μάτια αμήχανα να
πηγαινοέρχονται
Αιθρία με καιρό της σιωπής
πια δεν είμαστε άλλο απ’ αυτή τη λάβρα
μαθαίνεται το αγρίεμα του ήλιου
που απορροφά κάθε ήχο
που γυμνούς μας γραπώνει
έως το διάβα του πόθου
Πώς και δεν θα ’τανε μετρημένες οι μέρες μας
όταν οι κόκκοι της άμμου πάνω σε τούτον τον πλανήτη
είναι
όσο μαθηματικά υπολογίσιμοι και τα δισεκατομμύρια
γαλαξίες
τα έκπληκτα μάτια των χτυπημένων πουλιών
καθώς πετάνε θα μπορούσαμε να τα λογαριάσουμε
όπως και την ακριβή χρονολογία της τέλειας εξαφάνισής
τους
μπα όλα αυτά τα αριθμητά είναι απείρως απαράδεκτα
ο θάνατός μου κιόλας γνωστός για μένα μοναδικός
μετά από αυτόν δεν θα μπορώ
να φορέσω τη μαύρη μου μαντίλα για να σκορπίσω
τα δάκρυα και τα μοιρολόγια των θρήνων μου
ψευδέστατη μοναδικότητα!..
Ο
ΠΟΥΜΑΣ – ΗΤΑΝ ΚΙ Η ΣΤΕΡΗΣΗ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ
Πολύ αληθινές οι ώρες κάθε φορά που
θέλησα ν’ αποπειραθώ κατά της ζωής μου και προπάντων κατά του χεριού μου που
κείνο ήξερε μονάχα πια να ιχνογραφεί τη λέξη ερήμωση
τόσο απομακρύνομαι απ’ τη μέρα που πια
δεν την αισθάνομαι
επαγρύμνηση των φόβων δεν αποβλέπω πια
στη χαρά
η φωτογραφία σου ακόμα πια κοντύτερά
μου απ’ οποιονδήποτε άνδρα
σ’ αγαπώ σε σκέφτομαι σε γράφω δεν
ξέρω πια ν’ ανασάνω χωρίς εσένα η καρδιά μου δε με αφορά σ’ αγαπώ αγαπώ αγαπώ
σε κοιτάω πάντα έρωτα πώς να σε σβήσω εγώ που ακούω τη φωνή σου εδώ στην Ελλάδα
ξέρω τα μάτια σου και τα χέρια σου που λύσανε τα λουλούδια γύρω απ’ το λαιμό
μου για σένα τα είχα φορεμένα
μαρτυρώ ν’ αγγίζω το φως το μάρμαρο
και το θυμάρι με φίλους ευαίσθητους εγώ που πεθαίνω για το μαυριδερό χώμα στη
ρίζα ενός δένδρου στο Παρίσι και για να δω στο Παρίσι το έξυπνο προσωπείο των
λίγο γνωστών μου
πώς να κάνω χωρίς να πω το σύντροφο
που ’γινε αυτή η στέρηση του κορμιού σου κοντά στο δικό μου αυτή η στέρηση του
έρωτά σου ολάκερον σε κάθε ώρα της ζήλιας μου
από δω στην Αθήνα είσαι απελπιστικά
παρών μες στους δρόμους του Παρισιού τόσο υγρούς τόσο γκρίζους τους αισθάνομαι
μες στην ανοιχτή πληγή μου αισθάνομαι επίσης σπίτια και φυτεμένους περιβόλους
ναι και όλα αυτά είναι πατρίδα μου ως το θάνατο
το φως της λάμπας μου δίπλα στο
κρεβάτι μ’ ερεθίζει αυτή η διπλωμένη εφημερίδα τι είναι στ’ αλήθεια και τότε τι
είναι ολάκερο το δωμάτιο μου στο μισοσκόταδο που υφίσταμαι ως το πρωί όταν τα
βάζω με τα λόγια ένα-ένα τα σηκώνω με το ένα δάχτυλο και τα’ αφήνω να
ξαναπέσουν αηδιασμένη μα πώς πώς επιτέλους γίνεται το μηδέν ή το παν να μην
σημαίνουν τίποτε
είσαι το μαύρο το φίλντισι και όλοι
του οι στόχοι έως το πλησίασμα του άσπρου είσαι το κόκκινο το καρμίνι έτσι τα
γραψίματά μου είναι χαρτιά του τοίχου σκισμένα που κρέμονται μες το σπίτι τώρα
που γκρεμίζεται με τα δωμάτια να χάσκουνε πάνω στο δρόμο πώς να γεράσω χωρίς
εσένα για ποιον να γράψω για ποιον να ξυπνήσω το πρωί ξαναβρίσκομαι στο
πεζοδρόμοι της δυστυχίας εκεί που γίνεται κανείς αμέσως θεατρίνος ή άλλη κάποια
προσποίηση για να ξεφύγω απ’ τη φρίκη να ’μαι μόνη
μεγάλες εκτάσεις από μέρες όπου τίποτε
για μένα δεν ζει καιροί σάβανα γνώρισα επίσης και τους έρωτες του πιοτού και τα
μισοφόρια ποιήματα θρήνοι φτάσανε στο λαιμό μου αλλά τότε το σχοινί της
ανυπαρξίας μ’ έσφιγγε ακόμα παραπάνω
Ο στίχος που πασχίζει να μιλήσει τώρα
τον αρνιέμαι
μ’ έχει πλήξει με σιωπή επτά ολόκληρα
χρόνια
μονάχα εσύ υπάρχεις στον οποίο θέλω να
διηγιέμαι ατελεύτητα τον εαυτό μου να φωνάξω να ουρλιάξω μέχρι θανάτου να
σαλέψω τη γλώσσα μου μες τον παραλογισμό μου έως πού να φθαρεί το φίμωτρο που
εσύ είσαι είσαι συ και συ και ακόμα δεκαριά συ το ξέρω χίλια συ
όλα τα συ που επικαλούμαι ή όλα τα συ
με τα οποία συζητάω και όλα τα συ που
παρεμβαίνουν
μες στους διαλόγους μου
περιδέραιο από συ τ’ αγγίζω χάντρα
χάντρα
το ταβάνι το φως
κάποιο ορισμένο μπάνιο στη Σκόπελο
μια δεκαριά πρόσωπα αγαπητά και
κοντινά πολύ
ή το σεντόνι του κρεβατιού μου
η κουρτίνα το ραδιόφωνο
και ανεξάντλητες οι φλέβες που ρέουν
πάνω στις σελίδες
για να με αρδέψουνε
υπάρχουν και μερικά συ που είναι πολύ
ειδικά εγώ
Ήταν η ώρα του φαγητού σ’ ένα ελληνικό
χωριό έκανε ζέστη απ’ το ανοιχτό παράθυρο ακούγαμε τα σταματήματα και τα
ξεκινήματα των τζιτζικιών όταν αναστατώθηκα από έναν άλλο θόρυβο
ένας άνδρας που περπατούσε μπρος στο
σπίτι έβηξε κι αυτός ο βήχας του καπνιστή μου ’τανε τόσο κοντινός όσο και το
θρόισμα του δικού μου
κορμιού
πώς αυτός
μα αυτός είναι ήρθε να ξανασμίξουμε
εσύ μου ξανάρχεσαι εσύ μ’ αγαπάς ακόμα εσύ με γυρεύεις όχι δεν είναι αλήθεια ναι είναι αλήθεια πρέπει να μάθω ξανά να μην τα υποψιάζομαι όλα
έχω ακόμα το δικαίωμα να πιστεύω στον έρωτά μου για να με ξαναβρεί διέτρεξε
όλες τις αποστάσεις
όλα τ’ απραγματοποίητα
θαμπωμένη από χαρά σηκώνομαι απ’ το
τραπέζι και ορμώ προς την είσοδο σταματώ στο κατώφλι της πόρτας
μόλις πρόλαβα να δω έναν άγνωστό μου
χωρικό που γύριζε απ’ τα χτήματα κρατούσε πάνω στον ώμο το φκυάρι του είχε ύφος
τέλεια αποσταμένος
Στο τσίρκο όταν έχει διάλειμμα κοιτάω κάθε φορά με την ίδια δυσφορία τον
παλιάτσο που παραδέρνει σε όλα τα σημεία της πίστας κρεμάει την ομπρέλα του το καπέλο του το σακάκι του και τα
διάφορά γιλέκα του μα τούτα σωριάζονται μόλις συμπληρωθεί η κίνηση γιατί δεν
υπάρχει ίχνος τοίχου ή καρφιού γιατί είναι στο κενό που κοπιάζει για να περιμαζέψει
και να ξεσκονίσει τ’ αγαπητά κουρέλια που ξανά δοκιμάζει να κρεμάσει και που
πάντα σωριάζονται σταμάτα σταμάτα λοιπόν εγώ είμαι ο παλιάτσος ο γελοίος δεν
ξέρω πια τι να κάνω όλα αυτά που ’χαμε αγαπήσει μαζί κι είμαι εδώ δα με την
καρδιά άδεια από σένα
ατελείωτο διάλειμμα χωρίς καμιά
συνέχεια από τις βραχυκυκλωμένες μέρες και τις απογνώσεις μου
Πώς να κάνω σ’ αυτή την πλατεία για να
βρω το Saint-Germain-des-Pres τι τα θέλω και μπερδεύω τα βήματά μου με τις προσωπικές
μου αναμνήσεις όλο ψάχνω το παρελθόν μπρος σ’ αυτή την εκκλησία και το καφενείο
και δίπλα το βιβλιοπωλείο
απόπειρα τόσο κωμική όταν προσπαθώ να
διαβάσω τις λέξεις των τίτλων στην προθήκη
μ’ έχουνε ακρωτηριάσει από σένα το
φέγγος της ζωής ολάκερης μου ξεφεύγει μόνο η μυρωδιά σου τα μάτια σου η αγάπη
της φωνής σου με κυνηγάνε ως την πόρτα μου όπου ορθώνεται ένας τοίχος από λόγια
-μάθε ότι τέλειωσε για όλες τις μέρες
που θα ’ρθουνε
-μα δεν ξέρω να το μάθω
-στον καθένα η σειρά του να πεθαίνει
-κι αν με αναζητάει ακόμα
-όχι γι’ αυτόν είσαι αποτελειωμένη
-πού να χαθώ
-ακολούθα την οδύνη σ’ όλο της το έργο
-τότε να ζω για να γλείφω τις πληγές
μου
Α η απελπισία του κάτισχνου Πούμα σαν
περιφέρεται ακατάπαυστα μες το κλουβί του και ρουθουνίζει από πάνω ως κάτω
καθένα απ’ τα κάγκελά του και περπατάει κατά μήκος του τοίχου για να φτάσει ως
το βάθος της φυλακής του όπου κάθε φορά μπήζει μια φωνή τόσο διαπεραστική και
παράξενη που την ξανακούω ακόμα μες στην τάφρο μου
[αποσπάσματα από το
ποίημα ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΚΥΜΑ, παραλλαγή αφιερωμένη στον Ανδρέα Καμπά, συλλογή:
ΕΚΕΙ – ΠΕΡΑ ΕΔΩ 1979, εδώ με αντιγραφή
και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1944 –
1985, Ίκαρος]
ΤΗΝ ΠΙΟ ΗΔΟΝΙΚΗ ΑΦΗ ΤΗΝ ΕΧΕΙ ΤΟ
ΣΤΑΦΥΛΙ ΤΟ ΠΡΩΙ
(… σαν
είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη
την άχνη τη λεπτή…)
Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα, και μου γεννιέται πάλι η
εικόνα της δροσιάς του αμπελιού. Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, θέλω να χώσω τη
μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ’ναι σα χόρτα στην άκρη του ποταμού. Ερχομός,
δεσμός, αναχώρηση: να τα κρατήσουμε σαν το χαρταετό επιλογές λέξεων από τη συγκεντρωτική συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
της Μάτση Χατζηλαζάρου, όπου τα λουλούδια των δένδρων είναι τα πουλιά, το
σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο
κύμα του ακρογιαλιού. Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου κι Ποίησή
μας η Ζωή.]
Κυριακή, 16
Οκτωβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου