Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

ΜΑΚΡΙΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΣΚΙΕΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΑΡΘΕΝΑ ΟΔΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΟ ΙΧΝΟΣ ΜΟΥ

 (… δεν μπορείς να καταλάβεις, σ’ αγαπώ!..  Αγαπώ εσένα και το Θάνατο…)


Σε μπερδεύω με το θάνατο, δεν ξέρω γιατί.

 Όμως μπορεί να μην είναι ο θάνατος ο ίδιος, να είναι μονάχα μια προσδοκία ταξιδιού μαζί σου.

Μπορεί κι εσύ να μην είσαι ο ίδιος: σ’ έχω ξαναπλάσει, είσαι πλάσμα μου, σε κάνω ό,τι θέλω, είσαι όλος στοργή και κατάφαση.

Κάθομαι και ονειρεύομαι ολόκληρες ώρες εμάς τους δυο – κι αυτή την προσδοκία που σου λέω.

Καμιά φορά μου φαίνεται σαν θάνατος. Είναι μια μουσική που όσο πάει δυναμώνει κι ύστερα σταματάει απότομα…

Κι εκεί στις άκρες των χειλιών σαν να είχε γλιστρήσει όλη η σάρκα του προσώπου γι’ αυτό φουσκώναν οι άκρες των χειλιών και σου δίναν την εντύπωση πως τώρα να τώρα τα σφιγμένα χείλια θα σκιστούν και θ’ ανοίξουν και θα ακουστεί ένας λυγμός που θα σου σπαράξει την καρδιά…  

 [ αποσπάσματα από τον «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ», το Υπερβολικό Διήγημα» που έγραψε ο Γιώργος Χειμωνάς, για να βρει, όπως λέει ο ίδιος τον εαυτό του!.. 

 


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο «Πεισίστρατος»  είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα.   Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου,  είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης…

 Ακολουθούν επιλεγμένα αποσπάσματα.

Αντιγραφή και επικόλληση από την πρώτη έκδοση του βιβλίου:  ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1960]

 

 

ΤΟ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΙΙ

(αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, εκδόσεις Ύψιλον 1960)

Ο Πεισίστρατος ήταν άσχημος κι αντιπαθητικός, δεν ήταν φίλος μου, δεν τον καταλάβαινα, μου φαινόταν τρελόςείχε μια μεγαλοστομία κι ένα φέρσιμο όλο νεύρωση. Οι ιδέες του μ’ επηρεάζανε – δηλαδή όχι αυτές οι ιδέες τόσο, όσο κάτι πιο ακαθόριστο και πιο ανησυχητικό: οι κινήσεις, οι μορφασμοί – η έκφραση εκείνης της θεατρινίστικης προσωπικότητάς του με ερέθιζε. Η ατμόσφαιρά του με κάλυπτε και με βούβαινε.

 

Σήμερα συνέβη η παρακάτω σκηνή: στεκόμασταν στο πίσω παράθυρο και κοιτάζαμε την πάνω πόλη και δεν μιλούσαμε. Ξαφνικά ο Πεισίστρατος είπε αλλάζοντας τη φωνή του κι ήταν σαν να μπήκε ξαφνικά ένας ξένος στο δωμάτιο και είπε:

-Ε δ ι ζ η σ ά μ η ν  ε μ ε ω υ τ ό ν.

Στράφηκε και μ’ αγκάλιασε με βία και μου είπε λαχανιάζοντας, με κλειστά μάτια.

-Δε μπορείς να καταλάβεις, σ’ αγαπώ. Αγαπώ εσένα και το θάνατο. Σε μπερδεύω με το θάνατο, δεν ξέρω γιατί. Όμως μπορεί να μην είναι ο θάνατος ο ίδιος, να είναι μονάχα μια προσδοκία ταξιδιού μαζί σου. Μπορεί κι εσύ να μην είσαι ο ίδιος: σ’ έχω ξαναπλάσει, είσαι πλάσμα μου, σε κάνω ό,τι θέλω, είσαι όλος στοργή και κατάφαση. Κάθομαι και ονειρεύομαι ολόκληρες ώρες εμάς τους δυο – κι αυτή την προσδοκία που σου λέω. Καμιά φορά μου φαίνεται σαν θάνατος. Είναι μια μουσική που όσο πάει δυναμώνει κι ύστερα σταματάει απότομα.

Άνοιξε τα μάτια του, ένα πελώριο σελάγισμα φώτισε τις σκοτεινές του κόγχες. Ανάσαινε γρήγορα κι άργησε να συνεχίσει – αυτή την φορά ο τόνος του ήταν άγριος.

-Εσένα σε μισώ. Εσένα που με κοιτάζεις έκπληκτα. Και ξένα. Και ξένα.

Ξεμάκρυνε από κοντά μου.

-Τι φαντάζεσαι πως θέλω να πω; ρώτησε με ειρωνεία.

-Δεν ξέρω.

Χαμογέλασε με δυσκολία κι απάγγειλε

-Μακριά μέσα σε σκιές, υπάρχει μια παρθένα οδός, που περιμένει το ίχνος μου.

Η ματιά του είχε μια παράκληση που γρήγορα άλλαξε κι έγινε θλίψη.

-Δεν είμαι καλά είπε.

 

ΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ

(αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, εκδόσεις Ύψιλον 1960)

Ένα καλοκαίρι πήγαινα σ’ ένα ιατρείο που ήταν στον Άγιο Δημήτριο σ’ ένα μέγαρο που το διόρθωναν κι είχα βαρεμάρα. Έλεγα να τα παρατήσω και να το ρίξω στην εμπρεσιονιστική ζωγραφική μα έλα που ήμουν με βαριές υποχρεώσεις φορτωμένος. Ο Γιατρός αυτός μας φρόντιζε πάντα ήταν λέει και μακρινός συγγενής μας. Τούτο δεν το ’ξερα πριν το ’μαθα άμα με σύστησε στον άλλο γιατρό που του κρατούσε το μισό διαμέρισμα να σας συστήσω το κύριο συνάδελφο (εδώ γέλασα φανερώνοντας τη μετριοφροσύνη μου) και συγγενή μου. Το μεσημέρι στο σπίτι ρώτησα την μάνα τι συγγένεια έχουμε μάνα με τον γιατρό: κι εκείνη μ’ έπλεξε σε κάτι συγγενολογίες που τις ξέχασα κιόλας όμως θυμάμαι πάντα μ’ ευχαρίστηση πως είμαστε συγγενείς μ’ έναν επιστήμονα. Μα καμιά φορά θύμωνα και βαριεστημένος μιλούσα άγρια στην μάνα μα τι δηλαδή εγώ θα ξεπληρώσω τις υποχρεώσεις τις οικογενειακές; κι η μάνα έλεγε ήρεμα έχουμε την ανάγκη του έχεις την ανάγκη του. Όμως δεν ξεχνάω πως μου έδωσε ακουστικά για το επάγγελμα και μου υποσχέθηκε κι ένα πιεσόμετρο. Μόλις το έμαθε η θεία Ναταλία που πάντα φοβόταν πως θα μείνει στον τόπο καμιάν ώρα από την πίεση όλο και ρωτούσε ήρθε το πιεσόμετρο, γιατί ο γιατρός το είχε παραγγείλει στο εξωτερικό. Κι εγώ έλεγα πως όχι δεν ήρθε μα μόλις το ’παιρνα πρώτα αυτηνής την πίεση θα ’βλεπα. Κι η θεία Ναταλία μου έλεγε αχ το γιατρέλι το κατσούφικο και μου ’δινε γλυκό τριαντάφυλλο που μου άρεσε πολύ.

Θυμάμαι κι εκείνο το πρωινό που με φώναξε ο γιατρός μέσα στο ιατρείο που εξέταζε έναν άρρωστο. Έλα μου είπε ν’ ακούσεις το φυσιολογικό χτύπο της καρδιάς και  μου έβαλε τ’ ακουστικά στα αυτιά. Κι άκουγα την καρδιά τουφ-ταφ-τουφ-ταφ κι ύστερα μου είπε ο γιατρός αυτό το τουφ-ταφ είναι ο φυσιολογικός χτύπος της καρδιάς και πρέπει να το συνηθίσεις γιατί είναι μεγάλη δουλειά να ξεχωρίζεις την καλή από τη βλαμμένη καρδιά. Εγώ ξανάβαλα τα ακουστικά κι άκουγα την καρδιά κι ο άρρωστος που ήταν ένας νεαρός αλλοίθωρος και κοκκαλιάρης γελούσε χαζά με αμηχανία και κοίταζε πότε το γιατρό και πότε εμένα και το πρόσωπό του φαινόταν μπαλωμένο με κόκκινα κομμάτια γιατί δεν ήταν συνηθισμένος να δείχνει την κοκκαλιάρικη γύμνια του κι όλο ντρεπόταν όμως κι εγώ ντρεπόμουν πολύ. Ύστερα ο γιατρός του είπε να κατεβάσει το βρακί του για να του εξετάσει την κοιλιά κι εκείνος σάστισε και κιτρίνισε κι ο γιατρός του φώναξε πιο κάτω κι εγώ έκανα τάχα τον αδιάφορο κι έκανα πως κοιτάζω έναν μεγάλο πίνακα που ’δειχνε έναν γιατρό ασπροντυμένο που πάλευε να τραβήξει μια γυμνή κόρη από την αγκαλιά ενός σκελετού που θα ήταν ο χάρος.

Θυμάμαι πως ήρθανε κάτι έφηβοι του ιστιοπλοϊκού  για εξέταση και σήκωσαν το μέγαρο στο πόδι με τις φωνές και τα χαχανητά τους. Θα πήγαιναν ταξίδι στη Ρόδο κι έλεγε ο καθένας τι θα έφερνε από κει για το κορίτσι του. Ένας έλεγε πως θα του έπαιρνε άρωμα άλλος φουστάνι – ένας είπε πως θα της αγόραζε ένα τόπι ύφασμα κι οι άλλοι έσκασαν στα γέλια και του είπαν ρε συ ο γέρος σου έχει ολόκληρο υφασματάδικο τι θα το κάνεις το τόπι από τη Ρόδο και δόσ’ του γέλια και ξεφωνητά ώσπου άνοιξε η πόρτα του ιατρείου ο γιατρός και τους είπε θέλω ησυχία γιατί εξετάζω άρρωστο. Τότε τα παιδιά που ήτανε φιλότιμα κοκκίνισαν και βάλθηκαν να διαβάζουν με προσοχή τα χαρτιά που’ φέραν για συμπλήρωση απ’ το γιατρό. Ύστερα ο γιατρός τους έμπασε στο ιατρείο και τους άφησε για να πάει να δει τι κάνουν οι μαστόροι πάνω στο διαμέρισμα που αγόρασε. Τότε εκείνοι ξεσκάλισαν όλα τα χαρτιά που ήταν στο γραφείο και βρήκαν ένα περιοδικό ξενικό που λεγόταν Seminar κι είχε πολλές χρωματιστές εικόνες. Είχε και μιαν εικόνα που ’δειχνε τα απόκρυφα μιας γυναίκας γεμάτα κοκκινίλες και σπυριά κι ένας φώναξε κοίτα κι ο διπλανός του τον σκούντηξε και του είπε σε τόνο αυστηρής επίπληξης ρε συ ξεχνάς πως είσαι αθλητής μα κι αυτός δεν άφηνε με τα μάτια του την εικόνα. Κι ένας άλλος με ρώτησε με ευγένεια μήπως ξέρετε πώς – πώς γίνανε έτσι; κι εγώ για να κάνω τον έξυπνο είπα αδίσταχτα με σιγουριά που φανέρωνε επιστημονική κατάρτιση από το επιδερμόφυτο φυσικά – γιατί είδα κάτω από την εικόνα να γράφει τονισμένα epidermophytum ανάμεσα σε άλλους ακαταλαβίστικους όρους κι είπα θα ’ναι κανένα μικρόβιο.

Θυμάμαι κι άλλα πράγματα που μου τα εμπιστεύτηκε ο γιατρός (σα πρωτοετής της ιατρικής που ήμουν) και μου είπε να μην τα πω πουθενά γιατί ο Ιπποκράτης δεν αφήνει. Διαγνώσεις για ετοιμοθάνατους αορτές ανευρισμένες όγκοι πνευμονικοί έκανε και μελέτη πάνω σε ακτινογραφήματα. Όλα αυτά ήθελα πολύ να τα πω όμως ήμουν υπερήφανος που ο Ιπποκράτης τ’ απαγόρευε ρητά και με την εφηβική μου ελαφράδα ένιωθα σα να ’μουνα κάτι σαν ευμολπίδης από κείνους που κατέχαν τα μυστικά της ζωής και του θανάτου κι έκαναν μάλιστα και σκοτεινές τελετές στην Ελευσίνα. Θυμάμαι ένα πρωί ήρθε το πνεύμα της αρρώστιας έτσι είπα μόλις την είδα. Ήτανε μια δεσποινίδα που ήρθε νωρίς και ρώτησε μέσα είναι ο γιατρός; και της απάντησα όχι δεν ήρθε ακόμα μα μπορείτε να καθίσετε και να περιμένετε. Ήταν αδύνατη και φαινόταν αναιμική και φορούσε ένα φουστάνι κίτρινο με μαύρους μαιάνδρους. Τα στήθια της κρέμονταν μικρά βαθιές ζάρες στο μέρος εκείνο του φουστανιού δήλωναν την ατροφικότητά τους. Τα χέρια της ήταν άσχημα με δάχτυλα στραβά με τις κλειδώσεις εξογκωμένες κι από τα χαλασμένα πέδιλα φαινόταν τα δάχτυλα των ποδιών κοντά και στενά με νύχια μεγάλα το αριστερό μεγάλο νύχι ήταν σπασμένο στη μέση. Είχε ένα κεφάλι μικρό που το κορνίζωναν μαύρα μαλλιά με φτηνό κατσάρωμα που ήταν πατημένα στα πλάγια και στην κορφή σηκώνονταν ψηλά και πέφταν μπροστά στο μέτωπο και το κρύβανε. Τούτο το μέτωπο πάλι ήταν σαν πρησμένο πάνω από τα μάτια και περισσότερο πάνω από τη ρίζα της μύτης που κατέβαινε καμπούρα μέχρι τα στενά τα σφιγμένα χείλια. Κι εκεί στις άκρες των χειλιών σαν να είχε γλιστρήσει όλη η σάρκα του προσώπου γι’ αυτό φουσκώναν οι άκρες των χειλιών και σου δίναν την εντύπωση πως τώρα να τώρα τα σφιγμένα χείλια θα σκιστούν και θ’ ανοίξουν και θα ακουστεί ένας λυγμός που θα σου σπαράξει την καρδιά. Σκέφτηκα πως γι’ αυτό έχει σφιγμένα τα χείλια της η κοπέλα. Τα μάτια της μόλις κρατιόνταν μέσα στους κόγχους και μέσα στο μουντό τους άσπρο πλανιόταν η βούλα μεγάλη μ’ ένα φέγγισμα λιποθυμισμένο. Ήρθε ένας κακομοίρης με μεγάλη φαλάκρα και την πήρε και δεν περίμεναν το γιατρό να ’ρθει.

 

ΤΟ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ο Πεισίστρατος κι εγώ που τον κοιτάζω. Τα μικρά σκοτεινά μάτια παίζουν, μια δύναμη σπιθίζει μέσα τους. Τα μάτια. Όλα τα άλλα χαμένα σ’ ένα ωχρό βάθος.

Είμαστε στο δωμάτιό του, σ’ ένα παλιό σπίτι γεμάτο αμίλητους ανθρώπους, κοντά στη ροτόντα.

-Πρόσεξε, λέει, θα σου δείξω τη ζωή.

Πήρε το καπάκι μιας μπομπονιέρας από βάφτιση που, ποιος ξέρει πώς, βρέθηκε πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο βρώμικο μελανοδοχείο – ήταν από πλαστική ύλη, διχτυωτό σαν σκέπασμα καλαθιού, μ’ ένα μωρουδίστικο πρόσωπο στην κορυφή με φουσκωμένα μάγουλα. Τούτο το ασήμαντο και φτηνό πράγμα το ακούμπησε πάνω στην πυρωμένη σόμπα.

Έμοιαζε με θαυματοποιό λαϊκού πανηγυριού.

-Δες.

 

Σαν κάποιο αίμα να κύλησε μέσα στις άψυχες φλέβες του κακάσχημου εκείνου αντικειμένου: οι βραχίονές του φρίκιασαν στην αρχή κι ύστερα συσπάστηκαν απότομα. Το υπερβολικό πρόσωπο της κορυφής έκανε ένα αστείο μορφασμό και το διχτυωτό χωρίστηκε σε στρεβλές γραμμές που μπλέκονταν κι άλλαζαν σχήμα σε κάθε στιγμή – τώρα ήταν σαν αράχνη που ύφαινε τον ιστό της. Μια αποπνικτική μυρωδιά γέμισε το χώρο και το πράγμα σπάραζε στάζοντας και τσιρίζοντας κι απόμεινε στο τέλος βουβό, άμορφο.

Η φωνή του Πεισίστρατου έτρεμε από θρίαμβο.

-Η ζωή! Τούτο το «άψυχο» φτηνόπραμα παίρνει ζωή, έτσι, απλά κι αυτόματα, κινείται μοναχό του (πώς έμοιαζε: σαν αράχνη που της κάρφωσαν το κορμί στο χώμα), κινείται καθώς θερμαίνεται, μόλις δεχθεί την επίδραση ενός παράγοντα που κείται έξω από τη φύση και την στάση του. Έχω δυο στοιχεία που μ’ αυτά μπορώ να κάνω ζωή. Τον παράγοντα και την ύλη. Η ύλη δεν είναι ποτέ άψυχη, μέσα της παραμονεύει μια ψυχή ακίνητη, που έχει φύσει τη δυνατότητα ν’ απαντήσει στην εξωτερική δύναμη ή κατάσταση, δηλαδή στον παράγοντα. Το υλικό της μπομπονιέρας είναι ευαίσθητο στη θερμότητα και γι’ αυτό της απαντά κινούμενο, ζώντας. Η κίνηση αυτή θα έλειπε αν έβαζα πάνω στη σόμπα ένα υλικό ανθεκτικό στη θερμότητα, ένα κομμάτι σίδερο: αναίσθητο στην πύρωση, θα έμενε ακίνητο κι ανάλλαχτο. Ζωή είναι κάτι πλατύτερο κι αοριστότερο από αυτό που νομίζουμε, είναι η ίδια η ύλη που αυτή η ύλη

-Βρωμάει. Άνοιξε το παράθυρο.

-Αυτή η ύλη δεν έγινε ποτέ. Υπήρχε πάντα. Πάντα. Πάντα. αυτό το πάντα και κανένα πάντα δεν χωράει στο κρανίο μας. Ας το αφήσουμε απ’ έξω.

Αβοήθητος ο Πεισίστρατος καθώς εγώ με κακία σώπαινα, άρχισε να μιλάει. Απαντώντας σε αόριστες ερωτήσεις φώναζε κι έτρεχε μέσα στο δωμάτιο.

Η αλήθεια είναι μια κι είναι απλότατη, απλότατη, το αισθάνομαι πως θα ’ρθει η στιγμή, έρχεται αυτή η στιγμή. Αφού είναι αδύνατο ν’ αγγίξουμε την απλότητα της αλήθειας έτσι καθώς ονειροπολούμε με αχαλίνωτη διαστροφή, αφού δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ Θεός, υπήρχε κι υπάρχει ένας πυρήνας μέγιστης κι αδαπάνητης φυσικής δύναμης κρυμμένος σε κάποιο μακρινό μετακόσμιο, μία Δύναμη τυφλή, μυριοπρόσωπη, απόλυτα κι αποκλειστικά υλική, δηλαδή είναι δύναμη σε σχέση με την ύλη μονάχα, κι αυτή η δύναμη η ανήθικη, η ανεγκέφαλη που διαποτίζει την ύλη που την κινεί κι η περιορισμένη δύναμη της ύλης του δικού μας κόσμου, που είναι μια κάπως αρμονική μορφή της παγκόσμιας τυχαιότητας – αχα! αυτό σε ξάφνιασε, το είδα, όμως το τυχαίο μπορεί και δημιουργεί σπάνιες τελειότητες, άψογες, σε μια τυχαία διασταύρωση δύο ευθειών θα γεννιούνται πάντα δύο απόλυτα κι αδιάψευστα ίσες, οι πιο ίσες, κατακορυφήν γωνίες, να μια απόδειξη περί τυχαίου, αλλά αυτή η περιορισμένη δύναμη της ύλης μας είναι μια προέκταση της παντοδύναμης κι ανεξάντλητης αυτής Ούσας μέχρις εμάς, φθάνει ξεθυμασμένη μέχρις εμάς, διαπερνά τα μόρια μας, μεταλλάζει σε αρίφνητες μορφές ζωής, η κολοσσιαία φωτιστική δύναμη του ήλιου γίνεται χλομάδα φεγγαριού κι η θερμότητα της σόμπας ζωντανεύει αυτό το γελοίο πράγμα, αλλά εκείνο που είναι συγκλονιστικό είναι η αναπαραγωγή της ζωής, η αναπαραγωγή της ύλης μας, της καλούμενης έμψυχης, πρέπει να λογιστεί σαν φανέρωμα μιας περισσεύουσας ποσότητας δύναμης και η δύναμη που μας κινεί, μας γεμίζει, πιέζει τα σύνορα της αυστηρά κλειστής μας οντότητας, τα διαρρηγνύει μια κι ο χώρος μας της είναι ανεπαρκής, να αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στο έμψυχο και το άψυχο, ότι ο χώρος στο πρώτο είναι ανεπαρκής στη δύναμη, στο δεύτερο όχι, και η δύναμη γίνεται νέα ζωή, αυτόνομη κι από αμέτρητο τώρα χρόνο η τρέχουσα αυτή δύναμη χύνεται από τη μια γενιά στην άλλη κι ένας πλατύς ποταμός που ρέει από τους αστείρευτους κρουνούς του χάους, πώς το πλούσιο αυτό νερό να λιμνάσει σε μια μικρή στέρνα που είναι η κάθε γενιά; 


Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ

(από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960)

Όταν οι πόρτες είναι κλειστές φταίνε η σκέψη και το αίσθημά μου γιατί περπατάνε πάνω κάτω στο δρόμο και τον στοιχειώνουν. Όταν οι πόρτες ανοίγουν τα κεραμίδια των σπιτιών έχουν κόκκινο χρώμα κι οι τοίχοι είναι άσπροι κι απ’ τα παράθυρα σκύβουν άνθρωποι και κοιτάζουν έξω κοιτάζουν μέχρι να βραδιάσει κι ένα τσούρμο φωνές και χρώματα γεμίζει το δρόμο. Στο σπίτι που είναι δίπλα στην κλαδεμένη ακακία εκεί κάτω απ’ τη σκεπή γκρέμισε ο σουβάς και γράφτηκε μια τζίφρα που εγώ τη διαβάζω Jeanne. Σ’ αυτό το σπίτι βλέπω στο στραβό παραθύρι την Μαργαρίτα που έχει μακριές πλεξούδες να κεντάει και να ρίχνει ματιές μεγάλες στο αντικρινό σπίτι που κάθεται ο Σεβαστιανός που είναι ομορφόπαιδο και σοβαρός κι έχει ξιπασμένη αριστοκράτισσα πολωνέζα μάνα. Είχαν πάει μια φορά μαζί στα μπάνια και μου είπε εμπιστευτικά ο Σεβαστιανός πως έχει όμορφα πόδια η Μαργαρίτα μα άσχημο κορμί. Κι εγώ του είπα μα πως η Μαργαρίτα έχει ωραίο κορμί μα εκείνος επέμενε πως όχι μονάχα πόδια καλά έχει.

Η Μαργαρίτα κάθεται στο παράθυρο και βάζει τη μελαγχολία της στα μάτια της και την τοξεύει στα παράθυρα του Σεβαστιανού. Δύστυχη Μαργαρίτα. Σε λυπάμαι για τα λυπημένα σου μάτια και την αγωνία του ερεθισμένου από όνειρα επαφής δέρματός σου. Δίπλα στο σπίτι της μελαγχολικής Μαργαρίτας είναι η καλύβα ενός γεροντικού ζευγαριού. Εκείνη είναι κοντή και ξέρει γαλλικά λένε πως είναι γαλλίδα μπορεί – μια μέρα είδα έναν αββά να μπαίνει στην καλύβα κι εκείνος είναι ψηλός και ξερακιανός ίδιος φραγκίσκος ποβερέλος φαίνεται θα ήταν εργάτης του δήμου γιατί μια φορά τον είδα να καρφώνει καρφιά για πεζούς στο δρόμο της Αγιασοφιάς ήταν καθισμένος καταγής στην μέση του δρόμου κι είχε απλωμένα τα μακριά ποδάρια του και κάρφωνε με γυρτή ράχη και τώρα είναι άρρωστος. Πριν από τους γέρους κάθονταν στο φτωχόσπιτο τρία κορίτσια που δεν είχαν να φαν γιατί ήταν ακόμη κατοχή και μάζευαν τα παιδιά κι έκαμναν στην αυλή του σπιτιού θέατρο με εισιτήριο κι η μια από αυτές γυρνούσε τη μέρα κι έλεγε τη θα φοράνε το βράδυ.. Τραγουδούσανε και χόρευαν κι ύστερα χάθηκαν. Παραδίπλα είναι η λιγνοΠαυλίνα που κλείνει τα παράθυρά της και βρίζει τον γιο της που είναι χωρισμένος με διαζύγιο τον λέει ρουφιάνο κι ύστερα τα ανοίγει και τον παινεύει στις κυράτσες της γειτονιάς. Είναι κι άλλοι όμως τώρα θα πω για τα παιδιά της γειτονιάς. Τα παιδιά φοράνε ποδιές με χρωματιστά παπιά κι έχουνε μαλλιά χρυσά που η δύση τα γεμίζει μπρούτζινες σκιές. Ξέρουν να μιλάνε και λεν και βαριά προστυχόλογα όπως τα ’χουνε μάθει απέξω δε ξέρουν τι θα πουν. Λένε για τους πατεράδες τους πολλά πράματα μα για τις μανάδες τους δεν λένε κουβέντα τις μανάδες που γυρνάνε στρίγκλες από κάμαρα σε κάμαρα και καταριούνται τα πάντα. Με τα πεσμένα στήθια που γουρλώνουν τα μάτια και μπήγουν τις τσιρίδες και πόσο κακές γίνονται φορές-φορές. Που οι άνδρες τους που πήγαν στο στρατό που πολέμησαν μαζί με το μεγαλέξανδρο που φεύγουν πρωί και γυρνάν μεσημέρι αμίλητοι όλο κούραση γιατί συνέχεια πολεμάν να πάρουνε την Πόλη από τους τουρκαλάδες με τα γυριστά χασαπομάχαιρα και τις σούγλες.

Όμως στρυφνές δέσποινες της γειτονιάς αγαπάνε περισσότερο εσάς μανάδες με τα γεμάτα στήθια κι αντρομάχες πιστές σας αγαπάνε περισσότερο. Παίζουν με τα σποτάκια και την αγορά.  Η Γόνη βάζει τα γοβάκια της μάνας της με τα ψηλά τακούνια και παίρνει την κούκλα της και πάει να ψωνίσει στο μπακάλικο που έχει ο αδελφός της ο Τάκης. Του λέει ευγενικά με μανταμίστικη πόζα κύριε Τάκη κύριε Τάκη μα εκείνος φωνάζει στη γιαγιά του πως ο Θέμος ο δίδυμος αδελφός του που είναι ζαχαροπλάστης του έκλεψε μια σακούλα κι η Γόνη επιμένει κύριε Τάκη κύριε Τάκη και στο τέλος γυρνάει ο κύριος Τάκης και ρωτάει τι θέλεις μωρή; Κι η Γόνη αφού του λέει να φας σκατά του ζητάει λίγη σόντα γιατί ο άνδρας της τέλος πάντων πού πήγα και τον βρήκα τον βλάκα έχει βαρυστομαχιάσει. Ο Τάκης τότε τσιρίζει τα λεφτά πρώτα τα λεφτά κι η Γόνη λέει καλά θα σου δώσω μα βάλε σόντα όπως ο Τάκης ο μπακάλης την κοιτάζει όλος υποψία και τσιρίζει τα λεφτά που ’ναι τα λεφτά ώσπου η Γόνη που είναι η μεγαλύτερη αδελφή βγάζει τη γόβα της και την κοπονάει στο μεγάλο του κεφάλι. Κι όλοι κλαίνε κι η αυλή αδειάζει κι εγώ στέλνω το αχνισμένο γέλιο μου στο μελαγχολικό παράθυρο της Μαργαρίτας.

Ύστερα μαζεύονται όλοι και παίζουν περνάει-περνάει η μέλισσα. Ξεχωρίζουν η Γόνη και η Θέκλα και σχεδιάζουν δολωματικά όνειρα η κάθε μια χωριστά ποια θα κερδίσει περισσότερους θαυμαστές. Η Γόνη έβαλε την Παναγιά με τον Χριστό με τα φωτοστέφανά στους να κάθονται στους συννεφένιους θρόνους του έβδομου ουρανού και να πατάν πάνω σ’ αγγελικά κεφάλια που τραγουδάν το χριστοσανέστη με γλυκύτατη φωνή. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους πετάν ασπρόμαυρα περιστέρια που είναι τα άγια πνεύματα και τραγουδάν κι αυτά το αλληλούια σιγοντάροντας τις υμνωδές των ασωμάτων αγγέλων. Κι από ψηλά φαίνεται ένα χέρι της μεγάλης άγιας Γόνης που ραίνει με τριαντάφυλλα και μενεξέδες και πασχαλιές και λογής-λογής άνθη όλο το τσούρμο. Η άλλη έβαλε τη Πεντάμορφη να κάθεται στο παραθύρι του μαλαματένιου πύργου και να γνέφει μ’ αδράχτι χρυσοκάμωτο. Φοράει ένα φόρεμα από διαμάντια αστραφτερά κόκκινα πράσινα κίτρινα και δίπλα της έχει ένα σακί με όλα τα παιχνίδια του κόσμου. Στο τέλος όλοι (ξέχασα πως στον ώμο της Πεντάμορφης είναι ένα αηδόνι που κελαηδάει πως τούτη και καμιά άλλη είναι η Πεντάμορφη) στο τέλος όλοι είχανε πάει με το μέρος της Γόνης κι η Θέκλα φώναζε ήσασταν συνεννοημένου δεν παίζω.

Όμως δεν ήταν αλήθεια γιατί τα παιδιά της γειτονιάς φοβούνται και λατρεύουν το θεούλη. Μάλιστα ο Γιάννης που ο πατέρας του παράτησε εδώ και τρία χρόνια τη μάνα του κι εκείνη από τότε πήρε σβάρνα τα ξένα κρεβάτια έλεγε πως ο Χριστούλης ήταν ο μεγαλύτερος Θεός του κόσμου που μια να σ’ ακουμπήσει να έτσι λίγο (ο Θέμος ο δίδυμος τσίριζε α ρε μπάσταρδε πιο σιγά) θα πέσεις κάτω ξερός κι ύστερα θα γίνεις πρασινόμαυρη στάχτη το ’ξερε καλά. Κι ο Τάκης ο δίδυμος είπε ναι ξέρω σα το Ζορρό που μια να σε δώσει με το μαστίγιο σου κόβει τη ζωή. Και μιλήσανε για μπουνιές και για μαύρους καβαλάρηδες και για τον Χριστούλη. Τι όμορφα που είναι τα ξανθά παιδιά όταν σταματά τη σοβαρή κουβέντα τους κι απομένουν βαθιά συλλογισμένα χωρίς να μιλάν με τα μάτια τόσα ανοιχτά στυλωμένα στον απέναντι γκρίζο φράχτη κι ονειρεύονται περιπέτειες με ήρωες ξακουστούς με τον Ζορρό ή με τον Χριστούλη. Η νύχτα έρχεται γαλήνια κι η Μαργαρίτα παρατάει το κέντημα και δίνεται αλαφιασμένη στα γλυκόπικρα όνειρα του σκοταδιού και τα παιδάκια κοιμούνται ήσυχα και βαθιά και δε νιώθουνε τα στενάγματα και τ’ αγκομαχητά του γονικού κρεβατιού που αγρυπνάει δίπλα τους στην σκοτεινή γωνιά.

 

ΤΟ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΙV

(από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1960)

Τώρα, λέει ο Πεισίστρατος, θα σου πω για τον εγκέφαλο που είναι το πνευματικό και ψυχικό όργανο. Ν’ ανακαλύψουμε την κρυφή ηλακάτη που γνέφει το πολύχρωμο νήμα του στοχασμού (χαμογέλασε…) Δεν την ανακάλυψα – μονάχα διάβασα αυτές τις μέρες κι έκανα μερικές σύντομες σκέψεις πάνω σ’ αυτό το θέμα που μπορείς να τις πεις «στοιχεία για σύνθεση» ή, πιο συγκεκριμένα, «εισαγωγή στο πρόβλημα της γένεσης του πνεύματος» ή «εισαγωγή στην εμβρυολογία του ψυχοπνευματικού οργάνου» ή κάτι παρόμοιο, με πρώτη λέξη την «εισαγωγή» πάντα – μ’ αρέσουνε οι τίτλοι που αρχίζουνε μ’ αυτή τη λέξη.  Το υλικό μας έχει δύο συστατικά: το σωματικό και το νευρικό. Το πρώτο είναι ένα ταξικό μίγμα από ουσίες διάφορες που, πειθαρχώντας στους όρους της ζωής, τρώει, αναπνέει κι αναπαράγεται. Το δεύτερο, αποτελούμενο βασικά από όμοιες ουσίες, έχει εκλεκτότερη ποιότητα που χαρακτηρίζεται κυρίως από την ανάπτυξη σε μείζονα βαθμό της θεμελιακής ιδιότητας της ύλης, της ευαισθησίας – χάρη σ’ αυτή αποκτά τη δύναμη όχι μονάχα να ελέγχει το άλλο στοιχείο, μα και να κατευθύνει τις λειτουργίες του με σκοπιμότητα ζωής. Το νευρικό στοιχείο ξαποστέλνει τα ευερέθιστα πλοκάμια του μέχρι τους ορίζοντες της ύπαρξης, έτσι δεχόμενο ερεθισμούς από όλη μας τη δομή, άρχει στις λειτουργίες της, κυριαρχώντας πάνω στο σωματικό αντλεί από αυτό τις εντυπώσεις που είναι και κίνητρα της ρυθμιστικής του ενέργειας. Αν και δεν είναι δυνατόν να διακρίνουμε την προοδευτική εξέλιξη του είδους σε ξεχωριστά στάδια, ωστόσο θα πρέπει κάποτε να υπήρξε μια εποχή από τις πιο αρχαίες και τις πιο σύντομες που ο άνθρωπος ζούσε, απλά ζούσε, με τέλεια τακτοποιημένες τις βασικές εσωτερικές του λειτουργίες, όμως η σχέση του με τον άλλον, τον έξω κόσμο θα ήταν σίγουρα εχθρική, αν όχι ανύπαρκτη και οι αισθήσεις του θα πρέπει να ήταν νεκρές –  μπορεί να ήταν κάπως ανεπτυγμένες οι αισθήσεις της επαφής ή της ελάχιστης απόστασης χωρίς να είναι πραγματικές αισθήσεις. Με τον καιρό , κάνει την εμφάνισή του ένα τρίτο στοιχείο το εξωσωματικό, που θα προστεθεί στον οργανισμό. Για τη σύνδεσή του με τα άλλα χρειάζεται μια νέα νευρική ύλη, που αφενός θα συντάξει τις σκορπισμένες μέσα στο σωματικό νευρικές δυνάμεις και αφ’ ετέρου θα υποδεχθεί το νέο αυτό στοιχείο, που δεν είναι άλλο από ολόκληρο τον έξω κόσμο. Έτσι γεννήθηκε η κρούστα που σκέπασε και τύλιξε τον εγκέφαλο, ο φλοιός, έδρα ψυχοπνευματική, μέρος όπου ενώνεται ο έσω και ο έξω κόσμος, έτσι ώστε κάθε στιγμή ο κόσμος να είναι ταυτόχρονα και έσω και έξω και να είναι χωριστά έσω ή έξω. Αφού η ανατομική σύνδεση του φλοιού με το εξωσωματικό στοιχείο δεν είναι δυνατή, ο φλοιός ευαισθητοποιεί ορισμένες του περιοχές και μ’ αυτόν τον τρόπο πετυχαίνει τη διαρκή συγκοινωνία του εσωτερικού με τον εξωτερικό χώρο και τότε έγειρε απότομα η ισορροπία κι ήρθε η φοβερή στιγμή που ο άνθρωπος άνοιξε προς τον έξω κόσμο και παρουσιάστηκε ένα τρομαχτικό φαινόμενο που λέγεται φαινόμενο του αερισμού κι έκτοτε ο εγκέφαλος ανοίχτηκε κι από μέσα του κυκλοφορεί διαρκώς ο αέρας όλου του κόσμου, έγινε ένας ζωντανός σωλήνας και χάθηκε η εξουσία του ανθρώπου κι έγινε υποχείριο του εξωσωματικού του σώματος. Τώρα, λέει ο Πεισίστρατος, με πνιγμένη φωνή, τώρα. Δες με τώρα πως είμαι ακίνητος και δεν μπορώ να κουνηθώ. Γιατί αισθάνομαι πως ο αέρας, ο κοινός αέρας που αναπνέουμε, δεν είναι ο αέρας, αλλά αυτοί οι τεράστιοι εξωσωματικοί ιστοί μας, με κρατάν ακίνητο, δες με, δεν μπορώ να κουνηθώ, πώς να τους κινήσω τόσο απέραντους.

Δευτέρα, 10 Οκτωβρίου 2022


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ