Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

ΚΑΘΕ ΓΝΩΣΤΗ ΕΠΟΧΗ ΕΧΕΙ ΚΙ ΑΥΤΗ ΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ΤΗΣ…

 (… μ’ ένα χιόνι να πέφτει λεπτό, και κάτω απ’ τον πιο ανελέητο ήλιο…)


Όμως έχουμε τόση βιασύνη, κι ας συμβαίνουν όλα τόσο αργά

Ένα μυρμήγκι κουβαλάει τους σπόρους του χειμώνα που θα ’ρθει

Γιατί πάντα προμηνύεται κάποιος χειμώνας, γιατί πάντα θαρρώ είναι χειμώνας

Γιατί κάθε γνωστή εποχή έχει κι αυτή τον άγνωστο χειμώνα της

Μ’ ένα χιόνι να πέφτει λεπτό, και κάτω απ’ τον πιο ανελέητο ήλιο

Με πάγους άλιωτους, σαν τους νεκρούς που αμάρτησαν και μένει ανέπαφο στο λάκκο το κορμί τους

Γιατί όλοι μας είμαστε κάποιος νεκρός που αμάρτησε και μένει ανέπαφο τη νύχτα το κορμί μας

Κάθε πρωί πετάει τα χώματα του ύπνου και ανασταίνεται

Χτενίζεται προσεκτικά μπρος στη φωτογραφία του χτεσινού εκλιπόντος

Μ’ ένα χαμόγελο ενοχής

Κι ύστερα χώνεται αθόρυβα στο πλήθος

Γιατί ’ναι αμάρτημα να ζεις, να περιφέρεσαι με το κορμί σου ανέπαφο

Συντηρημένο μες στους παγετώνες

Αιώνες τώρα να σηκώνεσαι απ’ την κρύπτη σου

λείψανο ισχνό ψελλίζοντας για λίγη αθανασία –

Γιατί ο καιρός δε βιάζεται, όλα συμβαίνουν τόσο αργά

Που ίσως κι εκείνο το μυρμήγκι στην αρχή του ποιήματος

Να κουβαλάει ακόμα σπόρους του χειμώνα

 

Κι ο χειμώνας να μην πρόκειται να ’ρθει!..

 

Πάρε λοιπόν το μολύβι του Τίποτα

Ζωγράφισε τα γνήσια τοπία

Και πες το εγώ «κανείς»   Τον κόσμο «κήπο απότιστο»

Μες στα φυτά της φαντασίας να ξαπλωθείς

Ροκάνισε το μισητό σου σώμα!..

 

Όποιος μπαίνει στο θάνατο  δε μιλάει πια γι’ αυτόν

Κι όποιος ζει τη ζωή   την ξεχνάει για πάντα!..

[Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑΣ,  ΠΡΟΛΟΓΟΣ ή ΕΠΙΛΟΓΟΣ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987 - συγκεντρωτική έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008]

 

 


ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

(από την ομότιτλη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη 1987)

Έτσι λοιπόν χωρέσανε στα μάτια σου τόσες κοινές ασήμαντες εικόνες

Ποιος θα ’χει χρόνο κάποτε να βυθιστεί στη λίμνη μιας ανάμνησης

Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο

Όμως, δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη να εξηγεί

Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος

Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος

Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή

Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί

ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους

Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά

Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος

Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου

Λεπτά χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες δευτερόλεπτα

Για ν’ αγοράσει τι; ασήμαντες εικόνες

Μα πως μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί

Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση

Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες

Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος –

 

Κανείς λοιπόν δεν έχει να πληρώσει;

 

ΣΚΙΑΣ ΟΝΑΡ

Σκαρφαλώνω στην όραση

Και μοιάζει αλληλουχία σκιάς:

Όναρ κανονικό.  Μη με ξυπνήσετε

Γιατί δεν έχεο οροσειρές χρωμάτων  η Άλλη Μέρα

Που ν’ ανέβω κατάκορφα.  Ενώ εδώ φύτεψα βολβούς

Και να, φυτρώναν μάτια -  ω μάτια μου!..

Δίχως αυτά μια θάλασσα των ήχων και άλλοτε

Του μαχαιριού η κρυάδα μόνο απ’ το μαχαίρωμα

Ποτέ απ’ τη λάμψη   Μάταιο φως

Σε δυο σχισμές δακρύων χώρεσες τον κόσμο.   Η θύμηση

Κι η φαντασία

Παραμυθία ζητούν   στις μεγενθύσεις!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]  

 

ΕΚΔΟΧΗ  ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)

Το μάτι που κουράστηκε να εμμένει

Στο ίδιο πάντα όνειρο.

Να μηχανεύεται χρωματικές απομιμήσεις – τι έγκλημα

Κατά του ήθους. Τι οδυρμός

Με χαρωπές κραυγές διανθίζοντας

Την κίνηση μες στην εικόνα, ώσπου να πείσει

Πως οι ψυχές φοράνε δέρμα ζώου για να γνωρίζονται

Και την ανυπαρξία εξευμενίζουν με κορμί.

 

Κανείς δεν ξέρεις με ακρίβεια τι τεκταίνεται. Αφού

 

Από λαθάκι ο φωτογράφος στην εμφάνιση μπορεί

Του γάλακτος υψώνοντας τη στάθμη

Για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, να πνίξει

Αθόρυβα τον κόσμο σαν κουτάβι

 

Στο απόλυτο σκοτάδι του λευκού.

 

 

ΕΡΗΜΗΝ

Για πολλά χρόνια υπήρξα νέος

Και στη νεότητα θυσίασα τα νιάτα μου.

Μην το γελάτε. Ηλικίες θησαυρίζουν οι θνητοί

Την κλητική των ονομάτων τους αλλάζουνε συχνά

Παραχαράζουν πρόσωπα

Οι επικηρυγμένοι.

 

(Είναι μια μαύρη αστυνομία που ερευνά

Ληξιαρχεία στον ύπνο τους.

Είναι ένας άγρυπνος σκοπός

Με τεταμένο το «τις ει;»

Που σημαδεύει).

 

Υπήρξα νέος, καθώς είπα, και ξεχάστηκα

Μες στους αντίλαλους των φώτων μες στην κίνηση

Στο συρφετό σιγοσφυρίζοντας  κι εγώ

Όλος αέρινη ελαφράδα

Το ερώτημα.

 

(Ρωτά εκείνος που γνωρίζει από τα πριν

Αυτός που ελπίζει

Απελπισμένος να ξορκίζει ανελλιπώς

Με ξένους γόους).

 

Ίσως αργά, καταλαβαίνω: η νιότη μου

Είναι το αμάρτημα των προπατόρων

Που όρισε

Η τιμωρία ως άλλοθι γενναίο

Κατά το νόμο.

 

(Ένοχος φώναζαν οι θρόμβοι του αίματός μου κι έγινε

Ιαχή του πλήθους. Ο ένοχος

Με καταδίκη σε ζωή θα ξεπληρώσει – ο ένοχος

Ερήμην πάντα εκτίει την ποινή).

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]  

 

Ο ΑΥΤΟΧΘΩΝ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)

Κι όμως περπάταγε ανάμεσά μας, μίλαγε

Την ίδια γλώσσα τη δικιά μας   μίλαγε

Κι ανάβλυζε από μέσα του σε κύματα πηχτά

Η Σιωπή

Ένα χταπόδι   Ένα φίδι αδιαφορίας

Ρούφαγε

Το γάλα του ήλιου το φαϊ του φεγγαριού

Ήταν μαζί σας μα προδότης ήτανε

Μια μάζα όλο ζυμώνοντας χωρίς μαγιά

Και το ψωμάκι του σ’ ένα καλύβι τρώγοντας

Από κατάρες κι από μάγια αόρατος

-         Ορός προσωρινός στην αρτηρία ο χρόνος

Σταλάζοντας μηχανικά τις ώρες του

Σταλάζοντας   το Τίποτα   ξανά στο Πουθενά

 

Κι όμως περπάταγε ανάμεσά σας μίλαγε

Μιαν άλλη γλώσσα απ’ τη δικιά σας μίλαγε

Με λέξεις ίδιες με κλωστές αράχνινες

Κάποιον πυκνό αφανέρωτο έπλεκε ιστό

 

Κι ήταν η αράχνη αυτός κι ήταν το έντομο

που θα ’τρωγε η αράχνη

Κι ήταν ο ίδιος ο ιστός ο αράχνινος

 

Ένας που εσάς με μια μπουκιά σας καταβρόχθισε,

Ένας που εσείς καταβροχθίσατε,

 

Ένας αυτόχθων του θανάτου ένας   Αυτοκτόνος.

 

 

Ο ΑΣΩΤΟΣ

Θα εξαργυρώσω με λέξεις επίχρυσες

Τις ράβδους σκοταδιού που σταθερά αποθήκευα

Στα θησαυροφυλάκια του στήθους.

 

Θα πάρω έπειτα τους δρόμους

Μ’ εκατομμύρια ποιήματα

Σκορπίζοντας στους τίμιους συμπολίτες μου

Την αναπάντεχη κληρονομιά της φτώχειας

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]  

 

 

ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΟΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥΣ 1987)

Τρεις ώρες φτάνουν για να γράψεις ένα ωραίο ποίημα

Όμως τριάντα χρόνια δεν αρκούν να γράψεις ένα ποίημα

Όσο αν ζητάς κι αν θυσιάζεις. Η άνοιξη

Κατάλαβα πως είναι υπόθεση ρουτίνας για τη φύση

Που εχθρεύεται το πνεύμα και αμαυρώνει το άφθαρτο.

Σκέψου καλά: κάθε μορφή αθανασίας αντίκειται

Στην έννοια του όντος. Κάθε αντίθεση

Θα συντριβεί κάτω από τη φτέρνα του καιρού

Καθώς πατάει με δρασκελιές και πέλματα γρανίτη. Ανοίγοντας μια υπόνοια παρόντος

Καίγοντας

Τα φρύγανα των πράξεων σε ουρανομήκεις φλόγες ήλιου.

Όπου παρόν

Σημαίνει απλώς το παρελθόν του μέλλοντος

Ή πιο σωστά, το μέλλον ενός άλλου παρελθόντος

Αφού, όσο ξέρω, δεν υπάρχει ακόμα η συνταγή

Να φτιαχτεί μια στιγμή διαρκείας.

Τι άπληστοι

Σταθήκαμε στ’ αλήθεια τι άσωτοι

Μες στη φιλαργυρία μας. ποιος θα πιστέψει άραγε

Πως σπαταλήσαμε τη λίγη αιωνιότητα που μας αναλογεί

Χαμένοι σε μιαν έρημο από λέξεις. Σπέρνοντας

Και περιμένοντας το νέο φρούτο να φυτρώσει απ’ το κουκούτσι, αφήνοντας

Το γινωμένο φρούτο να σαπίσει.
Στ’ αλήθεια τι άπραγοι

Τι ανεπίδεκτοι αθανασίας οι θνητοί.

 

ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω.

Τα φύλλα είναι πράσινα

Ο Έκτορας δασύνεται

Στη στεριά δε ζει το ψάρι

Οι Αχαιοί κατέβηκαν το   δυο χιλιάδες προ Χριστού

Ο Δούναβης διασχίζει τη Βιέννη

Τα ζώδια είναι δώδεκα

Ο Έντισον εφεύρε το φωνόγραφο

Τα πράγματα διακρίνονται σε κινητά και ακίνητα

Η φάλαινα γεννάει φαλαινάκια

Ο Μάρξ υπήρξε γόνος αστικής οικογενείας

Η αγκινάρα τρώγεται

Ο βίος βραχύς η τέχνη μακρά

Δεν ξέρω πού να σταματήσω.

 

ΟΤΙ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗΝ ΔΕΟΙ ΕΙΠΕΡ ΜΕΛΛΟΙ ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ

Ο παφλασμός γεννάει τη θάλασσα κι ιδού η φωνή

Βγάζει λαρύγγι που ομιλεί.  Αλίμονο·

Ο μαραγκός χωρίς τα ξύλα του δεν μοιάζει μαραγκός

Ανελλιπώς ζητάει τον ήχο του σφυριού   να μαρτυράει την τέχνη του

Γι’ αυτό σου λέω

Πάρε χαρτί πιάσε μολύβι κι άρχισε –

Τον πρώτο στίχο, αν δεν στον δώσουν οι θεοί, δανείσου τον!..

 

Ο παφλασμός γεννάει τη θάλασσα κι ιδού η φωνή!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]

 

 

Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)

Μικρή μου γόησσα μην αποκρούεις τον έρωτά μου –

Πάντως να ξέρεις πως δεν σ’ έχω ερωτευθεί.

Κι αν σε τραγούδησαν οι ποιητές των εποχών κι αν σου ’ψαλαν

Με λύρες από τρίχινες χορδές

Μάθε λοιπόν, οι ποιητές είναι μαλάκες όλοι τους

Αλλιώς δε θ’ άφηναν να τους φωνάζουν ποιητές

Ακούμπησε το τρυφερό χεράκι σου από νερό κι από άνεμο

Έτσι δε σου ’λεγαν αυτοί οι ανεκδιήγητοι; -

Στο μέτωπό μου. Ο πυρετός

Η φυσική θερμοκρασία ενός κορμιού

Που κατουράει τη δάφνη κι αψηφάει τον ψίθυρο

Του πνεύματος που ξεψυχάει. Ακούμπησε

Τη ρόγα του βυζιού στα χείλια μου

Κι άσε τη γλώσσα μου να γλείφει άλαλη

Το βάζο του ρίγους σου. Γόησσα μικρή

Με στίχους δεν υψώνεται κανείς σε οργασμό

Ούτε τα ψώνια τούτα γύρω σου που χύνουνε

Γαργάρες από λέξεις. Άκουσε

Τους παφλασμούς τα μουγκρητά ή τα κλάματα:

Με τέτοιους ήχους πλάστηκε ο κόσμος. Άκουσε

Το κρώξιμο – ή το βρυχηθμό

Του λιονταριού που είναι ο κόσμος. Άκουσε

Το βουητό του ωκεανού. Το βουητό

Κι όχι το αμέριμνο τραγούδι των ψαράδων.

 
 

Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΟΦΑΝΕΙΑ

Ένα κομμάτι κιμωλία κάτι γράφει αργά στο μαυροπίνακα

Απ’ τη στιγμή που θα βραδιάσει ως την αυγή

Την ίδια πάντα πρόταση – Τι κρίμα

Είκοσι χρόνια στα σχολεία κι εντούτοις αναλφάβητος

Ποιος θα διαβάσει το βιβλίο του κόσμου συλλαβίζοντας

Εικόνα με εικόνα   Ήχο με άρωμα

Τα φωτεινά χαράγματα στο κοίλωμα του σκότους

Τα σκοτεινά χαράγματα στην πλάκα τους φωτός

Κακούς δασκάλους όρισε για όλους μας η μοίρα

Με διαβήτες χάρακες μοιρογνωμόνια

Και ω άνδρες Αθηναίοι – ξέρετε

Η σκολιά οδός προς την προφάνεια

Με τι γυαλάκια λογικής είναι σπαρμένη. Ξέρετε

Χωρίς παιδεία   Τι παθαίνει ο ανυπόδητος.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]

 

 

ΩΔΗ ΑΠΟ ΧΑΣΜΑΤΑ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)

Τώρα μεγάλωσα και μου ’ναι αδύνατο να φανταστώ μιαν αλφαβήτα

Που να ξερνάει τα σύμφωνα και να κρατάει φωνήεντα

Τα γράμματά της όλα.   Υάκινθοι

Χωρίς τα θήτα και τα νι τους  πώς ν’ ανθίσουνε

Σε σκοτεινό παρτέρι ακούσματος

Ως ασυνήθιστο επιφώνημα πτώσης.

Ωδή από χάσματα   Υ ά ι ο ι! –

Να μπαινοβγαίνει ο άνεμος στο στήθος   Υ ά ι οι ! –

Καθώς μωρό που μόλις έσκασε απ’ το αυγό του έσκουζε

Στη μητρική του διάλεκτο της μήτρας:

Ω ά!.. Ω ά!..

Σπαρακτικά κι ας μην το ξέραμε: Ω ά!..  ω ά!..

Μ’ όλη τη γενετήσια δύναμη των φωνηέντων.

 

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ

Κανείς δεν ρώτησε ποτέ  «Ποιος θα ξυπνήσω χθες»   ή

«Σάρκα ποιος ξεκόλλησε πουκάμισο του ονόματός του»

Αλλά σκεφτείτε το

Μόνο σε χείλη παραφρόνων θα μπορούσε να φυτρώσει

Τέτοια φράση

Αλλά σκεφτείτε το

Κανένας στίχος δεν αρμόζει ως ομιλία καμιά έμπνευση

Δε στέκει ως έκφραση της έμπνευσης.

Ω καταχθόνιε   Μηχανισμέ της σύνταξης που μας συντάσσεις

Νυχθημερόν σε ασκήσεις επί χάρτου, τι έγινε

Τόσες πληγές μελάνης άνοιξες, τι έγινε

 

Και αλώβητος ελαύνει ο εχθρός;

 

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕΝΕΙ

Αυτό που μένει περισσότερο

Είναι αυτό που φεύγει

 

Καθώς το τίποτα είναι πολύ

Ενώ το λίγο τίποτα

 

Κι οι κύλινδροι αλέθουν τη στιγμή

Σε λεπτότατο φύλλο

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]

 

ΚΙ ΟΜΩΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)

Πεζός διασχίζω το φως

Σηκώνοντας ένα σακούλι απουσίας:

Εμένα

Περνάω τοπία και πόλεις

Μιλάω μ’ ανθρώπους κλειστούς

Που ακούραστα σκαλίζουνε

Την άγνωστη ύπαρξή τους   στον αέρα

Οι μέρες να γυρνάνε τις σελίδες

Αχνές, σα φύλλα κρεμμυδιού

Κεντρίζοντας δάκρυα

 

Πότε ξημέρωσε πρώτη φορά στα μάτια μου;

 

Χοντρά, κωφάλαλα τα πράγματα

Υποστηρίζουνε πεισματικά ένα σχήμα

Και μόνο η μουσική με τα ρευστά της κύματα

Υψώνει την άμορφη μοίρα

Στην πιο τιμημένη φωνή της:   Το ίσως!..

 

Α, πόσο αντίδικη μνήμη ο χρόνος

Να δείχνει γελοίο το κλάμα

Την έξαρση μάταιη

Και νικητή ν’ αναδεικνύει ξανά την προδοσία

Καλώντας την κίνηση!..

 

Αυτό θυμηθείτε για λίγο

Αυτό οι μαθητές της φθοράς

Μες στο φως:
Πως λιώνει από μέσα το πρόσωπο

Πως    το Πάντα τελειώνει στο Τώρα

Και πως   σε μελάνι συμπάθειας μένει

Μια στάλα   το απύθμενο   αίσθημα.

 

 

ΔΟΛΩΜΑΤΑ ΑΠΟ ΣΙΓΟΥΡΙΑ

Όπως το τρένο με μπουμπουνητά στο τούνελ

 Αγκομαχώντας χρόνια βρογχίτιδα κι αρθριτικά

Πιστεύοντας ακόμα σ’ ένα πεπρωμένο από σκουριά και σίδερο.

Πιστεύοντας πως τα ταξίδια έχουν προορισμό

Το φωτεινό σταθμό το αδίσταχτο φρένο.

 

Ακολουθώ τις ράγιες που θαρρώ μ’ εντελέχεια

Οδηγούν στην ψυχή μου. Υπάκουσα

Κλειδούχους και σφυρίχτρες με πηλίκιο

Γνωρίζοντας τη νομοτέλεια της υποταγής που υπόσχεται

Δικαίωμα στο γέλιο και τη χλεύη.

Αντάλλαξα τον άνεμο με χώμα,

Σκότωσα το έμβρυο της έκπληξης για κάτι αειθαλές

Με την ελάχιστη ελπίδα πως το ανέλπιστο

Θέλει δολώματα από σιγουριά για να τσιμπήσει. Αστόχησα.

 

Βγες κοίτα λοιπόν το αμετάθετο άστρο

Τη νύχτα κοίτα πώς το περιβάλλει

Θάλασσα ερέβους

Το σεβασμό του έβενου γι’ αυτή τη μικρή

Ακινησία φωτός.

Όμως κάποτε, ναι,

Σε κλάσμα αιωνιότητας το ακίνητο

Θα τιναχθεί απ’ τον ύπνο της μοίρας του

Και με διάττον λεπίδι βουβής αστραπής

Θα ξεσκίσει

Τη μαύρη κοιλιά

Της γιαγιάς βεβαιότητας.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]

 

ΧΡΟΝΙΚΗ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Μπορώ να πενθώ από τώρα το θάνατο

του γέρου αγέννητου γιου μου

Σ’ ένα μέλλον που δε θα ’ναι για μένα ποτέ

Όμως θα ’ναι

Το ρήγμα τέλειου χωρισμού

Μπορώ από τώρα λοιπόν να πενθώ

Τον μικρό χωρισμό τον δικό σου

Που ακόμα δεν είδα

Και θα ’ρθουν τα λόγια τα αισθήματα θα ’ρθουν

Να λιώσουν καλάι στις αρθρώσεις

Να δέσουν αυτό που μια μέρα θα σπάσει

Σκληρό σκουριασμένο

Που θα ’ρθουν ν’ ανοίξουνε τόπο

Χοντρή σιδερένια να κάτσει

Για πάντα κατόπιν   Η έλλειψη

 

 

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

Ποιο άγαλμα κοιμάται μες το μάρμαρο

Ποιο χέρι   σε μέλλον άδηλο κραδαίνοντας τη σμίλη

Καραδοκεί την γέννηση;

Ποια μήτρα χρόνου ποια ηδονή

Προετοιμάζει ανύποτπη

Ανθοφορία καινούργια

Με ωδίνες;

Ποιο ανακατασκεύαστο σφυρί

Χτυπάει τον ήχο του σφυγμού

Ποιος νυσταλέος φύλακας

Ανοίγει το μουσείο;

Ποια μνήμη ποιος απόγονος

Γυρνάει κατά το άγαλμα

Ποιος λέει ποιο χέρι ποιού νεκρού

Κοιμάται μες στο μάρμαρο;

 

Ποιο μέλλον χέρι άδηλο

Θα  σμιλευτεί λοιπόν

Για να σμιλέψει;

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987]

 

ΤΟ ΣΩΜΑ

(από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)

Το σώμα εγκαταλείπει βιαστικά τα ξένα σώματα

Γυρνάει τυφλό σε μια φωλιά ζεστό σκοτάδι

Εκεί θα μηρυκάσει το χορτάρι του έρωτα

Σε φύλλα μέθης θα τυλίξει τα φιλιά –

Το σώμα είναι ζώο και βοσκάει ανάμνηση

Σβήνει το ξάναμμα στα υγρά της μοναξιάς του

Το σώμα θρέφεται με ακρίδες νοσταλγίας

Το σώμα ξεδιψάει με δάκρυα.

 

 

 

Ο ΗΧΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1987)

Οι λέξεις μου είναι ξύλινες.  Τις βάφω μαύρες, τις κρεμάω με προσοχή απ’ το Ταβάνι. Ο αέρας των ημερών περνάει απ’ τα παράθυρα, κουνώντας της αδέξια. Έξω και μέσα στο δωμάτιο είναι νύχτα, ακούω μόνο το νωθρό τους θρόισμα καθώς στριφογυρνάνε.  Καμιά φορά χτυπιούνται μεταξύ τους, και τότε βγαίνουν ήχοι ανεπάντεχοι: καμπάνα σε κωμόπολη που απλώνεται φωτιά – ρόγχος αρρώστου που του τρώει ο χρόνος το λαρύγγι – βόλι από τα νύχια ενός πουλιού – έκρηξη σ’ εργοστάσιο με τέσσερεις νεκρούς κι εξήντα τραυματίες – πιστόλι να εκλιπαρεί – γέλιο να κλαίει

Παρασκευή, 7 Οκτωβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ