Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΑΣΠΡΟ ΣΑΝ ΧΙΟΝΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟ ΚΟΙΤΟΥΝ ΔΙΣΤΑΧΤΙΚΕΣ (VII)

 (… είμαι μόνο  η πιθανότητα μιας λέξης  που με προφέρεις και υπάρχω… - VI)

 

                  Ι

Η σκέψη σου είναι σχεδόν η σκέπη σου

Οι τοίχοι σου είναι σχεδόν η τύχη σου

Η μνήμη σου είναι σχεδόν το μνήμα σου

Η οίησή σου είναι σχεδόν η ποίησή σου

                   ΙΙ

Όταν οι ήμεροι χωριάτες αγριέψανε

Και γίναν λύκοι και κυνήγησαν το λύκο

Ο λύκος ένιωσ’ αδελφός του πρόβατου

Και βέλαζε πεθαίνοντας!..

                   ΙΙΙ

Αυτό το φως μπορείς να το αγγίξεις

Να το ζουλήξεις στέρεο φως   Σαν σάρκα

Συχνά σκοντάφτεις πάνω του στο δρόμο

Άλλοτε πάλι πας να κλείσεις το παράθυρό σου

Δεν τα καταφέρνεις

Έχει  φρακάρει εκεί αυτό το φως!..

                   ΙV

Πνίγομαι μέσα σε μια κούπα με καφέ

Κάποιος μ’ ανακατεύει αφηρημένος

Μ’ ανακατεύει μ’ ανακατεύει

Δεν βλέπει που δεν λιώνω

Να με βγάλει να σωθώ!..

                   V

Πλανιέμαι μέσα στο τασάκι σου   Τοπίο στάχτης

Σκαρφαλώνω πάνω στις γόπες που εγώ κάπνισα

Μέχρι να βρω έναν ορίζοντα

Να δω επιτέλους τον ήλιο ν’ ανατέλλει

                   VI

Δεν είμαι τίποτα

Είμαι αέρας στο στόμα σου

Είμαι μόνο   Η πιθανότητα μιας λέξης

Με προφέρεις κι υπάρχω!..

                   VII

Το χαρτί άσπρο σαν χιόνι  

Οι λέξεις το κοιτούν δισταχτικές!..

[ΕΦΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983.

Ακολουθούν επιλογές και από τις ενότητες:

ΔΩΔΕΚΑ ΣΠΟΥΔΕΣ και

ΠΑΡΑ ΕΝΑ ΔΩΔΕΚΑ ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ με αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση:

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 


ΔΩΔΕΚΑ ΣΠΟΥΔΕΣ

(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983)

                  Ι

Οι λέξεις είναι σπόρια που μοιάζουνε νεκρά, κάτι σαν στάρι ή κριθάρι, ξερές και σκληρές. Αν φυτευτούν κατάλληλα μέσα στο Ποίημα ζωντανεύουν, σπάνε το κέλυφός τους και φυτρώνουν. Κάποτε μάλιστα ανθίζουν κιόλας!..

                  ΙΙ

Κάποτε φαντάζομαι το Ποίημα σαν έναν καθρέφτη που ’ναι συγχρόνως και παράθυρο. Βλέπεις το πρόσωπό σου και μαζί μ’ αυτό ό,τι μπορείς να δεις από ένα παράθυρο!..

                  ΙΙΙ

Το δωμάτιο ήταν άδειο. Πάνω απ’ το κεφάλι μου κρεμότανε μια λέξη απαστράπτουσα κι απειλητική σαν σπάθη. Όπου πήγαινα πήγαινε, όπου στεκόμουν στεκόταν. Πριν προλάβω να τη δέσω στο Ποίημα, σκέφτηκα, θα μου κόψει το σβέρκο!..

                  IV

Με το κεφάλι στα χέρια προχώραγα. Την πληγή του λαιμού τη σκέπαζε το καπέλο. Συνάντησα τον Ιωάννη. Κράτησα το κεφάλι μου με το ’να χέρι, του ’δωσα τ’ άλλο. Καλά και φόρεσες το καπέλο σου, θα βρέξει σήμερα, είπε!..

                  V

Όλη νύχτα με το ξυράφι έκοβε έκοβε το λαιμό του, δεν κατάφερνε να κόψει εκείνη την πληγή!..

                  VΙ

Άφηνε τα νύχια του να μεγαλώνουν, δεν τα ’κοβε, μακριά και κοφτερά σαν λεπίδια τα νύχια του. Αποθαρρύνω τις χειραψίες, έλεγε, οπλίζομαι κατά της ευγένειας.

                  VΙΙ

Ο δρόμος ξεκίναγε από μέσα του, τον τύλιγε σφιχτά ένα γύρο σαν φίδι και ξαναγύρναγε μέσα του. Αυτός έμενε ακίνητος.. Πού να πάω, έλεγε, τόσο μεγάλη απόσταση πώς να τη διανύσω, έλεγε.

                  VΙΙΙ

Είχε πάντα μια πέτρα στην τσέπη του, για τη μνήμη του Σίσυφου, έλεγε!..

                  ΙΧ

Με το θάνατο μέσα στα κόκαλα έτρεχε να ξεφύγει το θάνατο. Με το θάνατο μες το μεδούλι, ο μωρός!..

                  Χ

Έκοβε κι έτρωγε λουλούδια, έκοβε κι έτρωγε λουλούδια κόκκινα κίτρινα γαλάζια, καταβρόχθιζε όλα τα χρώματα. Για να χορτάσω, έλεγε, ομορφιά για να χορτάσω!..

                  ΧΙ

Η άνοιξη ήταν  μέσα του και έξω του. Ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα ανώφελο παράθυρο ανύπαρκτου δωματίου!.

                  ΧΙΙ

Ξαπλωμένος μπρούμυτα στο χώμα με τα νύχια χωμένα στο χώμα. Προσπαθούσε να ξεγελάσει την άνοιξη να του φυτέψει κι αυτουνού λίγη χλόη στο γυμνό κρανίο, κάνα δυο παπαρούνες στον τράχηλο, ν’ απαλύνει λιγάκι η απόκρημνη όψη του!..

 

ΠΑΡΑ ΕΝΑ ΔΩΔΕΚΑ ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983)

                   Ι

Ποιος να του το ’λεγε ότι τα έπιπλά του θα γινόταν μια μέρα τέτοια τέρατα…

Το τραπέζι του έβγαλε φύλλα, η ντουλάπα του καταβρόχθισε όλα του τα κουστούμια, το κομό του έγινε ένας πολύστομος δρόμος·

κάθε συρτάρι του κι ένα αδηφάγο στόμα·

πάνε τα σώβρακά του όλα, πάνε τα πουκάμισά του, πάνε και τα χέρια του·

τα ’χασε ψάχνοντας μέσα σ’ αυτά τα φριχτά συρτάρια!..

Τώρα, γυμνός κι ανάπηρος, στέκεται στη μέση του δωματίου του, χαμένος.

Δεν ξέρει τι να κάνει, πού να πάει.

Τον πιάνει το παράπονο. Κλαίει…

                   ΙΙ

Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω.

Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.

Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες το δωμάτιο.

Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο!..

Είσαι τρελό.

Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι. δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου;

Είναι βροχή δωματίου!..

                   ΙΙΙ

Τα βιβλία μπούχτισαν τη σοφία τους, δεν μπορούσαν πια ούτε μια τυπωμένη λέξη ν’ αντικρίσουν,

σβήσαν όλες τις σελίδες τους, σβήσαν τους χρυσούς τίτλους απ’ τα εξώφυλλά τους,

έπαψαν να ’ναι βιβλία!..

Ο άνθρωπος δεν πήρε τίποτα χαμπάρι, συνέχισε να τα βγάζει απ’ τη βιβλιοθήκη,

να τα ξεσκονίζει, να τα ξεφυλλίζει, να βυθίζεται μέσα τους!..

                   ΙV

Τελευταία, τα τσιγάρα του ή καίγονταν αμέσως, λες και κάπνιζαν τον εαυτό τους

ή δεν λέγαν να καούν κι αντί να κονταίνουν μάκραιναν, γίνονταν φίδια

και γλιστρούσαν απ’ τα δάχτυλά του, χώνονταν στις τσέπες του·

όλο τρύπες τα ρούχα του, όλο καψίματα το κορμί του!..

                   V

Το μοναδικό του καταφύγιο, το κρεβάτι, έγινε ξαφνικά ένα άγριο τετράποδο,

κάλπαζε γύρω – γύρω στο δωμάτιο,

σκαρφάλωνε στους τοίχους, στο ταβάνι,

φεύγανε τα σεντόνια, οι κουβέρτες,

τον τίναζε κατάχαμα, τον ποδοπατούσε με τις ατσάλινες οπλές του,

ως τα ξημερώματα.

Τότε, μαζευόταν ξανά στη γωνιά του και προσποιούνταν το κρεβάυι!..

                   VΙ

Όπου κι αν γύριζε το πρόσωπο, η λάμπα τον ακολουθούσε.

Αν έσκυβε, πήγαινε κι έμπαινε κάτω απ’ τη μύτη του,

αν σήκωνε το κεφάλι ψηλά στεκόταν πάνω απ’ τα μάτια του,

αν έκλεινε τα μάτια χωνόταν στο κρανίο του και τον τύφλωνε από μέσα.

Ομολόγησε τα πάντα, αλλά το μαρτύριο δεν τέλειωσε,

γιατί η λάμπα δεν ήταν ανακριτική·

ήταν απλώς η λάμπα του!..


                   VΙΙ

Μια μέρα ο ήλιος αποφάσισε να μη δύσει εντελώς.

Έμεινε κρεμασμένος εκεί, λίγο πιο πάνω από τον ορίζοντα, πιο κόκκινος παρά ποτέ.

Οι άνθρωποι χαζέψανε κοιτάζοντάς τον.

Όσοι ήταν στο δρόμο σταμάτησαν να περπατούν και στράφηκαν προς το μέρος του, όσοι ήταν στο σπίτι τους κολλήσανε τα μούτρα τους στο τζάμι.

Όλοι μοιάζανε μ’ αγάλματα.

Κάποιος είπε, τι τέλειο ηλιοβασίλεμα!,, Όλοι συμφώνησαν!..

Κάποιος είπε, ατέλειωτο ηλιοβασίλεμα. Όλοι συμφώνησαν!..

Κάποιος είπε, μα επιτέλους, δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η δύση;

Ήταν έξω φρενών. Θα σου δείξω εγώ, θα σου δείξω εγώ, φώναξε κι εξαφανίστηκε.

Γύρισε σε λίγο, κρατώντας το τουφέκι του.

Όλοι συμφώνησαν!..

                   VΙΙΙ

Ένα πρωί, όσο έφτιαχνε τον καφέ του στην κουζίνα, το μεγάλο πράσινο χαλί του δωματίου του ζωντάνεψε.

Το χνούδι του άρχισε να μεγαλώνει, να γίνεται άγριο χορτάρι, δένδρα φύτρωσαν και ψήλωσαν, πουλιά ήρθαν και κάθισαν στα κλαδιά τους.

Όταν βγήκε απ’ την κουζίνα, το δάσος είχε συντελεστεί.

Έμεινε εκεί να το κοιτάει, γυμνός, με τον καφέ στο χέρι πετρωμένος.

Το δωμάτιο μου, πού είναι το δωμάτιο μου, είπε απελπισμένος κι άρχισε να ψάχνει μες στο δάσος να το βρει.

Τα βάτα του ματώσαν το κορμί, ο καφές κρύωνε μες στην κούπα του.

                   ΙΧ

Άρχισαν να κουνιούνται μέσα στις κορνίζες τους, ν’ αλλάζουν πόζες και εκφράσεις, σαν να για να ξεμουδιάσουν – οι φωτογραφίες νεκρών μελών της οικογένειας.

Ύστερα,  λες και ξεθάρρεψαν άρχισαν να γέρνουν έξω απ’ τις κορνίζες τους, σαν έξω από παράθυρα, να περιεργάζονται το δωμάτιο – οι φωτογραφίες κάτι προγόνων που είχαν πεθάνει πριν αυτός γεννηθεί.

Άρχισαν να βγαίνουν απ’ τις κορνίζες τους, να πηγαίνουν στην κουζίνα, να ψήνουν καφέδες, να καπνίζουνε τσιγάρα, να συζητούν…

Τον ίδιο τον αγνοούσαν, σαν να μην υπήρχε.

Μα πίνετε τον καφέ μου, καπνίζετε τα τσιγάρα μου, καθόσαστε στις καρέκλες μου, φώναξε, πώς γίνεται να μ’ αγνοείτε;

Υπάρχω κι εγώ!..

Αυτοί επέμεναν να τον αγνοούν, να ψήνουν καφέδες, να καπνίζουνε τσιγάρα, να λένε τα δικά τους…

Χαμένος ανάμεσά τους, ένιωθε σαν φωτογραφία που ακόμα δεν τραβήχτηκε, που θα τραβιόταν μετά από πολλά χρόνια, όταν θ’ άρχιζε να υπάρχει.

 

                  Χ

Έπιανε το μολύβι να γράψει τις σκέψεις του.

Το μολύβι χόρευε σαν τρελό στα δάχτυλά του,  το χαρτί αρνιόταν να λεκιαστεί,

έδιωχνε από πάνω του ό,τι αυτός, με χίλια βάσανα, κατάφερνε να γράψει!..

Γράφω το κενό, έλεγε απελπισμένος, γράφω το κενό κι είμαι τόσο γεμάτος.

Χα, χα, κάγχαζε το μολύβι!.. Χα, χα, κάγχαζε το χαρτί…

Χα, χα, τόσο γεμάτος!..

Θεέ μου, τι είναι αυτή η έρημος, έλεγε απελπισμένος, τι είναι αυτή η άσπρη έρημος!..

Δεν είμαι έρημος, έλεγε το χαρτί, είμαι ένα φύλλο άσπρο χαρτί,

αλλά δεν θέλω να με κατοικήσουνε οι σκέψεις σου…

 [ΔΩΔΕΚΑ ΠΑΡΑ ΕΝΑ ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ του Αργύρη Χιόνη, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983 με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 

ΚΙ  ΗΡΘΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ Η ΠΟΡΤΑ ΕΙΠΕ…

(… δεν την αντέχω πια ετούτη τη ζωή… άνοιξε – κλείσε, άνοιξε – κλείσε…)

… και πήδηξε από το παράθυρο!.. Κι οι τοίχοι βαρεθήκανε να στέκουν άπραγοι εκεί και πήγανε αλλού ν’ αναζητήσουνε την τύχη τους. Και το ταβάνι, ξαφνικά, μετά από τόση μακροχρόνια έχθρα, αποφάσισε να βελτιώσει τις σχέσεις του με το πάτωμα, να γεφυρώσει, όπως λένε, το χάσμα που τα χώριζε.   Ο άνθρωπος…  [το τελευταίο από τα ΔΩΔΕΚΑ ΠΑΡΑ ΕΝΑ ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000 εκδόσεις Νεφέλη)

Παρασκευή, 14 Οκτωβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ