(…και σένα, τα δυο χέρια σου, δετά γύρω στο γόνα της γαλήνης.
φέγγουν
σάμπως δυο περιστέρια φως ασάλευτα πάνω απ’ το δάσος…)
Κυρά των Αμπελιών,
που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα τα σπίτια των αϊτών
και των τσοπάνων,
πάνου στη
φούστα σου ο αυγερινός διάνυε τους πλατιούς ίσκιους των κληματόφυλλων
δυο
αγουροξυπνημένες μέλισσες κρεμόντανε στ’ αυτιά σου σκουλαρίκια
και τα
πορτοκαλάνθια σου έφεγγαν τη μαύρη τη καμένη στράτα.
Κυρά μελαχρινή, που η αντηλιά σου χρύσωσε τα
χέρια σαν της Παναγιάς το κόνισμα,
πίσω στο
σβέρκο σου, στο χνούδι το σγουρό, σπίθιζε το δροσό της νύχτας
σα να
μετάνιωσε λίγο προτού να σβήσει ο γαλαξίας
και δέθηκε
γιορντάνι στο λαιμό σου να χυθεί στη ζεστασιά του κόρφου σου.
Κι ήταν η
σιγαλιά πηχτή σα γάλα σ’ ελατίσιο κάδο
και τ’
οργωμένο χώμα ευώδιαζε σαν εκκλησιά τη μέρα των Βαγιώνε
κι έβγαινε
ο μπιστικός από τον ύπνο του καθώς που βγαίνει ο κάβουρας απ’ το νερό στο
περιγιάλι
κι αστράφτει στο νωπό καβούκι του γαλάζιο το
πρωινό με δυο κουκίδες άστρα.
Κυρά
τρανή, τι σιγανή της νεραντζιάς η πρώτη καλημέρα,
τι σιγανό
το βήμα σου κι η ανάσα του ψαριού πλάι στο φεγγάρι,
τι σιγανό κουβεντολόι του μέρμηγκα μπροστά
στης μαργαρίτας το ξωκλήσι.
Α, τι
χρυσάφι αφήνει η αχτίνα στη σταγόνα της δροσιάς
όταν η
πούλια σου κρεμάει στο μέτωπο το εφτάκλωνο κλαδάκι της γαζίας,
α, πόση
λουλουδόσκονη στριμώχνεται στης μέλισσας το στόμα για το μέλι,
πόση σιωπή
μες στη καρδιά σου για τραγούδι.
[είναι η πρώτη, εισαγωγική ενότητα στην ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ που
γράφτηκε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου κι εκδόθηκε το 1954. Η χαρακτηριστική και επαναλαμβανόμενη χρήση
του προσωνυμίου «κυρά» αποτελεί μια τρυφερή και συγκινητική επίκληση μιας
γυναικείας μορφής που λειτουργεί συμβολικά ως αρχετυπικός φορέας της ίδιας της
Ελλάδας και της Ρωμιοσύνης – βλέπε ΣΧΟΛΙΑ στο τέλος της ανάρτησης όπου
ανθολογούνται οι δέκα πρώτες από τις
24 συνολικά ενότητες της συλλογής ]
ΣΥΧΝΑ - ΠΥΚΝΑ ΜΑΣ ΒΡΙΣΚΑΝ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΧΡΟΝΙΕΣ
(2η ενότητα από τη συλλογή του Γιάννη
Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ 1954)
Κυρά, μέσα στο σπίτι μας κανείς ποτέ δεν μίλαγε για σένανε
όμοια καθώς δε λέγαμε «ανασαίνω για να ζήσω», μονάχα
ανασαίναμε,
κι όταν φορές – φορές, η πίκρα μας μαντάλωνε στο στόμα
σε βλέπαμε να στραφταλίζεις
μονομιάς πίσω απ’ τους ώμους της μητέρας
έτσι που μιαν αυγή κατηφορώντας κακοτράχαλη πλαγιά κατά τον
κάμπο
βλέπουμε την καμένη
από τον πάγο αμυγδαλιά να φέγγει μέσα στα λουλούδια της.
Το ίδιο, κι ας μη το λέγαμε, σε βλέπαμε να να τριγυρνάς
νοικοκυρά στα δώματα δίχως ν’ ακούγονται τα γυμνά πόδια σου
κι ήσουνα εκεί, στη σιγαλιά που κατακάθιζε στις τέσσερεις
γωνιές μετά το δείπνο
στη σιγαλιά που γίνονταν τη νύχτα ανάμεσα στην αστραπή και
στη βροντή της θύελλας
τότε που βλέπαμε απ’ τα τζάμια να κρεμάν οι μουσκεμένοι
Άγγελοι στ’ ακροβούνια
κάτι μεγάλες ανεμόσκαλες από νερό και λάμψη.
Σε βλέπαμε στο χέρι που έδειχνε τον κάμπο λέγοντας «το χώμα
είναι καλό» ή «ο Θεός μαζί σου»
στο χέρι της γιαγιάς που ’κανε το σταυρό της
μουρμουρίζοντας «δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων»
στο χέρι που σταυρώνει το ψωμί με το μαχαίρι, σίγουρο και
τίμιο,
στη σκιά του κύρη που μας τύλιγε με μια παλληκαρίσιαν άχνα
και στο μικρό χαμόγελο της μάνας μας που το κρεμούσε πάνω
απ’ το πανέρι της με τις χρωματιστές κλωστές και με τις
δαχτυλήθρες
την ώρα που, σε στόμα γκαρδιακό, το σπιτικό ψαλίδι,
κόβοντας το νταμωτό πουκάμισο του Μάη,
έλεγε ντροπαλά «με γεια και με χαρά σου»
Συχνά – πυκνά μας βρίσκαν δύσκολες χρονιές κι έμεναν άδεια
του λαδιού τα κιούπια
κι έμεναν άδεια του σταριού τ’ αμπάρια σαν την Άγια Τράπεζα που τη διαγούμισαν οι ανέμοι και
τα χρόνια
κάθε φορά που ερχόταν κάτι ξένοι με γυαλιστερά κουμπιά και
ψηλές μπότες.
Τότες η μάνα μας κοιτούσε τ’ απογέματα τ’ άσπρο τετράγωνο
του φεγγαριού να σέρνεται στο πάτωμα
σαν κάποιο γράμμα που της ήρθε από μακριά, κι έσφιγγε το
πικρό σαγόνι της.
Τότες το μεσονύχτι σηκωνόταν ο πατέρας μας και κάθονταν του
κρεβατιού την άκρη,
έχωνε το πηγούνι του στις φούχτες του σα δαγκωμένο βόλι
κι άνοιγε το παράθυρο και μελετούσε στ’ άστρα τον καιρό και
την μοίρα
σα ν’ άνοιγε της Πλάσης τη μεγάλη Βίβλο και να διάβαζε
μονάχος τους ψαλμούς του Δαβίδ μπροστά σε Σένα.
Τότε κι εμείς παιδιά, που ξαγρυπνούσαμε κρυφά,
κουκουλωμένοι στη βελέντζα,
ακούγαμε σα μέσα από ξερό πηγάδι τη φωνή Σου
ακούγαμε σα μέσα από παλιά κασέλα τη ζωγραφιστή με μαύρα
κυπαρίσσια
«έννοια σου, εγώ είμαι εδώ» κι αποκοιμιόμασταν σφίγγοντας
ένα αστέρι στην καρδιά μας
και μες στον ύπνο μας ακούγαμε κάποιους που έφταναν,
κάποιους που έφευγαν
κάτι μουγκά χτυπήματα σάμπως να κρούονταν άρματα
καψούλια που άναβαν μακριά μες στους καπνούς κι ένα φεγγάρι
σίγουρο σαν του Νικηταρά το γόνατο
χέρια φαρδιά που σφίγγονταν κι ορκίζονταν απάνου στο σπαθί
του Μακρυγιάννη,
και μισανοίγοντας τα μάτια μας βλέπαμε ορθό τον Πρόγονο
στην πόρτα να γεμίζει τη μπασιά με την αντρειά του
σα σφουγγαράς μέσα στης νύχτας τα νερά που γύρω του
γλιστρούσανε των αστεριών τα ψάρια
κι έτσι να λέει σε κάποιονε που φεύγει «καλό βόλι»
ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, ΠΩΣ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΜΑΣ ΤΟΣΟ ΟΥΡΑΝΟ
(… πώς να κρατήσουμε τόση σιωπή μ’ όλα τα μυστικά των
δένδρων;..)
Ένα δελφίνι αστράφτοντας κόβει τη σιγαλιά της θάλασσας
έτσι που το μαχαίρι κόβει το ψωμί πάνου στην τάβλα των
ψαράδων
έτσι που η πρώτη αχτίνα κόβει τ’ όνειρο.
Πέτρα στην πέτρα λάμπει ο δρόμος και πουλί με το πουλί
ανεβαίνει η σκάλα
κι ο ήλιος, μισός στη θάλασσα, μισός στ’ ουράνια,
λαμπαδιάζει
όπως το πορτοκάλι μες στη φούχτα σου κι όπως τ’ αυτί σου
κάτου απ’ τα μαλλιά σου.
Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί
την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.
Όπως περνάς ανάμεσα στ’ αραποσίτια σκίζοντας του αγέρα το
μετάξι
ξανθές οι φούντες του καλαμποκιού σου τρίβονται στις
αμασχάλες
σα να σου τρίβεται το νιόφυτο μουστάκι του τσοπάνου
και κύμα - κύμα η ανατριχίλα χύνεται στα στάχυα
κι ήχο τον ήχο τα
πλατάνια γέρνουνε στις κρήνες
κι είναι γύρω τριγύρω τα βουνά σαν τα σταμνιά που καρτεράνε
να γεμίσουν.
Κυρά των Αμπελιών, πάνου στα στήθια μας αντιφεγγίζει η όψη
σου
όπως φωτάει ένα άσπρο σύγνεφο τα δασωμένα βουνοπλάγια
και το ποτάμι σ’ ακολουθάει σαν ήρεμο λιοντάρι
όταν μοιράζεις τις αχτίνες στα νερόκλαδα
όταν μοιράζεις στους βοσκούς μπαρούτι και τραγούδι
και σε φωνάζουν αδελφή τ’ άλογα και τα προβατάκια.
[3η ενότητα από τη συλλογή
του Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, εκδόσεις Κέδρος, πρώτη έκδοση 1954]
ΝΑ ΜΑΣ ΚΕΡΑΣΕΙΣ ΤΟ ΧΟΡΟ ΝΑ ΣΚΑΣΟΥΜΕ ΤΟ ΧΑΡΟ!..
(4η ενότητα από τη συλλογή του Γιάννη
Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ 1954)
Πάνου στο ελάτι πελεκήσαν την κολώνα σου οι βουνόζωστοι
πάνου στην πέτρα πελεκήσαν τη σιωπή σου οι θεριστάδες
τα περιστέρια σου ’φεραν χρωματιστά πεσκίρια
άσπροι λαγοί σου χάρισαν ένα ζευγάρι Απρίληδες
κι ο γλάρος μια κορδέλα φως σιδερωμένη απ’ τα δελφίνια.
Σπετσιώτικα καράβια με τριπλά πανιά σου ανάψαν τα μελτέμια
μπάρκα μονεβασίτικα σου στείλαν το φεγγάρι να λευκάνεις τα
προικιά σου
κι ο κοκοβιός τρεκλίζοντας σου κουβαλάει δυο δειλινά για
πανωσέντονα
κι έναν καθρέφτη γαλανό στο αλάτι σκαλισμένον.
Στρώσε ξανά στρώμα φαρδύ με δροσερά καλαμποκόφυλλα
χώσε τα μάτια σου βαθιά μέσα στ’ αστέρια
έτσι που χώνεται το χέρι μας στ’ αμπάρι με τα μύγδαλα
να μας φιλέψεις, άι Κυρά, που καρτεράμε στην αυλή σου
να μας κεράσεις το χορό να σκάσουμε το χάρο!..
ΠΕΡΝΑΝΕ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΚΟΥΒΑΛΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΕΡΙΑ
ΜΕ ΣΤΑΦΥΛΙΑ
(… στρίβουνε το πευκόδασο - δεν
τις ακούς που φεύγουν…..)
Αφήνουν πίσω τους ασάλευτο έναν ήχο από νερά κρεμάμενα.
Δεν τον ακούς ούτε τον ήχο, γιατί πάνω στην ποδιά σου ο
τζίτζικας κουρντίζει το βιολί του
πάνω στα χέρια σου οι ροδακινιές ρίχνουνε τα μαντίλια τους
και φέγγουν τα κεράσια, φαναράκια κόκκινα, στο δειλινό σου
δρόμο.
Τα βράδια που γυρνάς αργά με μια στάμνα στον ώμο σου
μ’ όλη τη σιγαλιά του κάμπου περασμένη στο μπράτσο σου σαν
καλάθι με κούμαρα,
ο αποσπερίτης περπατάει σιμά σου ανάμεσα στις πικροδάφνες
βρέχει τα δάχτυλά του στο ποτάμι και δεν ξέρει να μιλήσει
σαν το βοσκόπουλο που αχνά κοιτάζει τη φλογέρα του και δεν
τη φέρνει πλάι στα χείλη του
τρέμοντας μήπως σπάσει κι η καρδιά του κι η φλογέρα του.
Τότε τα βόδια ασάλευτα σα σκαλιστά στο βράχο
κοιτάν τη δύση και δυο γνέφια απ’ την ανάσα τους θυμιάζουν
τον αγέρα
κι ο ίσκιος τους μες την κόκκινη αντηλιά σκίζει ον κάμπο
σαν καράβι.
Όταν οι πόρτες κλείσουν στην νυχτιά και το λυχνάρι του
σπιτιού νυστάξει
κι όταν απάνου στο τραπέζι μείνει μόνο το ψωμί σαν την ψυχή
του κόσμου,
το ξέρουμε πως πάλι Εσύ θα σεργιανίζεις την αυλή μας
κρεμώντας πέντε αραποσίτια απ’ την αστροφεγγιά στ’ ανώφλι
του σπιτιού μας
ποτίζοντας με το σταμνί σου τις τριανταφυλλιές μας.
Κι έτσι γύρω απ’ τον ύπνο μας σκόρπια τα βήματά σου
σαν τα κουδούνια των αρνιών ανάρια – ανάρια γύρω στο βοσκό
της Σπάρτης
κι έτσι αλαφρύ το πέρασμά σου απ’ των ξωμάχων τα όνειρα
όπως η Παναγία περνάει ανάμεσα στις καλαμιές της όχτης.
Κι κείνος ο ήχος του νερού κρεμάμενος μέσα στη νύχτα
πήζει απ’ το κρύο των αστεριών σε κρυσταλλένια κρίνα
που καρτεράνε να τα βάλουμε μες στο ποτήρι της ψυχής μας.
[5η ενότητα από τη συλλογή του
Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, εκδόσεις Κέδρος, πρώτη έκδοση 1954]
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΕΙΝΑΙ ΗΣΥΧΟ, ΣΥΓΥΡΙΣΜΕΝΟ…
(6η ενότητα από τη συλλογή του Γιάννη
Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ 1954)
… καθώς είναι τα μεγάλα διπλοσέντονα μες στο σεντούκι με
λεβάντα.
Ο ήλιος το ’χει ασβεστωμένο μέσα κι έξω κι είναι ριζωμένα
τα θεμέλια του
μέσα στη δροσερή σιωπή του χρόνου.
Κάθε που τ’ αστροπέλεκο ξύνει της ερημιάς τον καπνοδόχο
ετούτο σίγουρο απαγκιάζει στων δεντρών τα κυριελέησον
με το μεγάλο τζάκι του για να κονεύουν οι φτωχοί και τ’
άλογα τα μουσκεμένα
με τ’ αγκωνάρια του τα διπλοσταυρωτά σαν πέτρινα καρβέλια
με τα δοκάρια του γερά σαν τις πλάτες του κύρη μας
κι όλο μοσκοβολάει οξυά, κυπαρισσόμηλο και κέδρο.
Με το λουλάκι τ’ ουρανού βαφτήκαν τα σκουτιά και τα
προσόψια μας,
στη μέση στέκει το τραπέζι διάπλατο για τους μουσαφιραίους
ως στέκουν τα βουβάλια στη νεροποντή και μες στους μύλους
οι μυλόπετρες.
Ό,τι ακουμπήσεις πάνω του φτουράει σα ναν το βλόγησε η
υπομονή της μάνας μας,
πληθαίνει το ψωμί και τα λαγήνια μας γεμίζουνε ρετσίνα
κι όταν αδειάζει το σκουτέλι ανάμεσα στα ψίχουλα του
δείπνου
γίνεται το σκουτέλι μας καλοκαιριάτικο φεγγάρι ανάμεσα στ’
αστέρια.
Απάνου στους σουβάδες μένει ανέγγιχτος ο ίσκιος απ’ τις γενειάδες
των παππούδων μας
ο ίσκιος απ’ τις χατζάρες και τις καραμπίνες τους
οι ίσκιοι απ’ τα χέρια των παιδιών που φτιάχναν με το φως
του λύχνου
πρόβατα, γαϊδουράκια και γοργόνες προτού πέσουνε στο
στρώμα.
Έτσι κι οι τοίχοι του σπιτιού μας γίνηκαν σα
φλωροκαπνισμένα κονοστάσια –
εδώ η Μαρία κι ο Ιωσήφ κι ο Γιος τους κι ο Άλλος ο Πατέρας
που ’χει χοντρά μαλλιά σαν καραβόσκοινα και που κρατάει στα
χέρια του ένα τόπι
(ένα μεγάλο τόπι που ’χει απάνω του ζωγραφισμένη όλη την
Πελοπόννησο)
πιο πέρα ο Μαγαλέξανδρος, η θεια-Παρασκευούλα κι ο
Κολοκοτρώνης
κι εσύ αχνοφέγγοντας, Κυρά των Αμπελιών, πίσω απ’ τα
λιόδενδρα, πίσω απ’ τα κυπαρίσσια,
σταυρός, σπαθί και δόξα, αγνάντια σ’ όλων των εχθρών μας,
μέσα κι έξω, τα λεφούσια.
ΟΛΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ ΜΟΣΚΟΒΟΛΟΥΣΕ ΡΙΓΑΝΗ, ΚΕΡΙ ΛΙΩΜΕΝΟ ΚΑΙ
ΜΠΑΡΟΥΤΙ
(… μα πιότερο τις μέρες που ’βρεχε κι έμπαινε απ’ τις
χαραματιές των χωραφιών η ανάσα…
φουσκί βρεμμένο, αλυγαριά, σανός, ρετσίνι,
σιναπόσπορος…)
Τότε το χάναμε το σπίτι μας – γινόταν σαν τρικάταρτο που
αρμένιζε στις πέντε θάλασσες
ή σαν την κιβωτό που σκαμπανέβαζε στα ουρανοκρέμαστα
ποτάμια
κι είμαστε μέσα εμείς, μαζί κι οι κόττες, το γουρούνι κι η
κατσίκα μας με τα τρία νιογέννητα
γι’ αυτό μοσκοβολούσε κουτσουλιά, σάπιο κυδώνι κι άχερο.
Η μάνα μας, απ’ όταν τη θυμάμαι, ήταν ντυμένη μες στα μαύρα
γιατί όλο κάποιος απ’ τους δικούς της θα μας είχε αφήσει
χρόνους
ωστόσο εμείς το ξέραμε πως πέρα μέσα δεν της λείπει το
γαλάζιο μεσοφόρι
γι’ αυτό τα μάτια της, το βράδυ, μες απ’ τις ρυτίδες της
ήταν σα δυο αστρουλάκια ανάμεσα στα φύλλα του ελαιώνα.
Δω μέσα είναι όλα απλά και σιωπηλά και παστρικά, όπως είναι
τ’ αυτιά του πιο μικρού μας αδελφού που τον πηγαίνουνε την
Κυριακή στην εκκλησία –
το κάθε πράμα βρίσκεται στη θέση του μέσα στου τοίχου το
ντουλάπι
όπως το μέλι στα κελάρια της κερήθρας –
το καφεκούτι, τα δαφνόφυλλα για τις φακές και το στιφάδο
το χαμομήλι και το μολοχάνθι κι οι βεντούζες για τις θέρμες
τα βάζα με το στρογγυλό νεράντζι, τη μαστίχα και το κίτρο
και τ’ ασημένια κουταλάκια της γιαγιάς για όταν μας έρχονται
μουσαφιραίοι τις σκόλες.
Δεν πελαγώνουμε ποτές. Ό,τι γυρέψεις ξέρεις πού θαν το ’βρεις.
Η ρόκα, τα σταμνιά, οι ανθρώποι κι οι καρέκλες κι ο
καθρέφτης,
όλα σφιχτοδεμένα και καλοβαλμένα ως είναι τα κουκιά μέσα
στο ρόιδι –
κι αν τρίζει κεραμίδι κι αν ραγίσει τοίχος
σκουπίζει η μάνα τα μάτια της κι εμείς το ’χουμε μάθει
πως τα κουκιά αυγαταίνουνε και σπάζει του ροδιού το φλούδι.
Και πάνου από τη στέγη μας στέκει κάθε βραδιά η γαλήνη
ασάλευτη
έτσι που στέκει απάνου – απάνου στην καντήλα μας δυο
δάχτυλα το λάδι.
[7η ενότητα από τη συλλογή του
Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, εκδόσεις Κέδρος, πρώτη έκδοση 1954]
ΕΞΩ ΣΤΙΣ ΠΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ ΜΑΣ ΠΕΡΝΑΓΕ
Η ΝΥΧΤΙΑ ΜΕ ΤΟ ΤΑΓΑΡΙ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ
ΣΚΥΛΙ ΤΗΣ
(8η ενότητα από τη συλλογή του Γιάννη
Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ 1954)
Ακούονταν σύναυγα η μαγκούρα της μακριά σαν του αργαλειού
τη χτένα
Η ασβεστωμένη μάντρα
ήταν στρωτή σαν του περιστεριού το σβέρκο
κι ένα άσπρο φως σα γυάλινο άλογο χανότανε στο δάσος
Κάθε εποχή μας έφερνε τα φρούτα της και το δικό της μοσχοβόλημα
–
τα φύλλα της κληματαριάς γίνονταν λίγο – λίγο σαν παλάμες από μάλαμα
ύστερα οι βέργες κουλουριάζονταν σαν παγωμένα φίδια,
νότιζαν του σπιτιού μας τα κλειδιά κι ο ήλιος γίνονταν σαν
το βάζο της κουζίνας με το αλάτι.
Το Χινόπωρο φόραγε
μια πατατούκα από σταγόνες και καπνό
κι αν ρώταγες το βράδυ κάποιον «πού ήσουνα;» σου αποκρινόταν:
«κει πέρα, πέρα» κι έσερνε πίσω του ένα σύγνεφο σαν
προβατίνα.
Οι κυδωνιές, αργότερα, σφίγγανε πάλι τις γροθιές τους
οι ντομάτες κοκκίνιζαν σα φιλημένα μάγουλα
ένα κλωνάρι δυόσμος φύτρωνε μες τη ραγισματιά του τοίχου
κι η ντουφεκιά του γέρου – Δήμου βούιζε στο πλατανόραμα.
Τότε τα γένια του παππού βγάζανε κομπαράκια κόκκινα
σαν τα πουρνάρια του όχτου όταν βροντάει στα καταράχια ο
ήλιος.
Περνάει, περνάει, γυρνά ο καιρός – ροδάνι, κόκκινη κλωστή
δεμένη
και μεις, Κυρά μου,
από ντουφέκι σε φλογέρα, κύκλο – κύκλο,
σκαλίζουμε τσαμπιά σταφύλια στου αμπελιού τα ξερά κούτσουρα
σκαλίζουμε το μπόι σου στα κυπαρίσσια
και το σύγνεφο γίνεται σεντούκι με φλουριά
και τα κυπαρισσόμηλα κεράσια
και συ, Κυρά, με το νωπό στάχυ του αποσπερίτη μες στο χέρι
σου
βλογάς την ερημιά του κάμπου και τις πετρωμένες βρύσες!..
ΚΑΘΟΝΤΟΥΣΑΝ ΣΤΟ ΛΙΟΦΥΤΟ ΔΙΠΛΑ ΣΤΙΣ ΑΓΕΛΑΔΕΣ ΤΟΥΣ
Δε βγάζανε άχνα. Ο ήλιος τσίτωνε την τέντα του πάνου απ’ τα
κυπαρίσσια.
Μέσα τους πλέκαν ήσυχα κόμπο τον κόμπο ένα τραγούδι,
έτσι που πλέκουν οι ψαράδες στ’ ακροθάλασσο τα δίχτυα τους.
Καμιά φορά κόβαν καλάμια και σκαλίζανε με το σουγιά
φλογέρες
κι έμεναν έτσι – δεν τις παίζανε – και λογαριάζανε
τι ήχο να βγάζει η Κυριακή σε μιαν αυλή με τα βασιλικά και
τα γεράνια
τι ήχο να βγάζει η αντηλιά στις πλάτες της κοπέλας που ότι
λούστηκε
τι χρώμα να βγάζει ο ήχος του νερού καθώς αδειάζει η στάμνα
τι στεναγμό να βγάζει το γαρύφαλλο του δειλινού πέφτοντας
στο ποτάμι όπου ποτίζονται τ’ άλογα και τα βόδια
τι μυστικά να λέει η αστροφεγγιά τα γιασεμιά της ρίχνοντας
στη στέγη μας.
Μα ο ήλιος ήταν δυνατός – δε σ’ άφηνε να λογαριάσεις.
Κοιμότανε ο Αη – Γιώργης στα πλατάνια κάτου απ’ τα τζιτζίκια
το ποτάμι αναβόσβηνε σαν άγγελος μαλαματένιος μες στους ίσκιους
πέρα τα σπίτια λάμπανε σκόρπια στα δένδρα και στον αέρα
κι όλη η μεγάλη θάλασσα φέγγιζε μες στη θύμηση
έτσι που αντιφεγγίζει ένα παράθυρο σ’ ένα ποτήρι του νερού
φρεκσοπλυμένο.
Δεν είχαν τίποτα άλλο. Πίσω από τα γυάλινα βουνά περνούσε ο
χρόνος
με την καπελαδούρα του ήλιου αναγερτή στον ώμο του
κι ό,τι τους έπαιρνε ο αγέρας έμενε στην ξαστεριά σαν το
λιωμένο χιόνι μες στις ρίζες του έλατου
απόμενε βαθιά στη σιγαλιά σαν το παλιό δαχτυλίδι στη στέρνα
ως μένει λάμποντας το αλάτι μες στη φούχτα του ξερόβραχου
κι ως η φουρτούνα αφήνει στο βυθό ένα δίχτυ ασημένιας
ησυχίας!..
[9η ενότητα από τη συλλογή του
Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, εκδόσεις Κέδρος, πρώτη έκδοση 1954]
ΕΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ, Ν’ ΑΥΤΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΑΓΟΙ ΠΟΥ
ΑΝΑΚΛΑΔΙΖΕΤΑΙ Η ΤΡΥΓΟΝΑ…
(10η ενότητα από τη συλλογή του Γιάννη
Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ 1954)
… μες στις φωλιές τα χελιδόνια να σκουντάν με τον αγκώνα
τόνα τ’ άλλο
χτύπο το χτύπο τα φτερά και τα νερά να μερμηγκιάζουνε στης
σιγαλιάς τις αμασκάλες
κι οι άγγελοι πλέκοντας τα τζάμια του παράδεισου χτύπο το
χτύπο το τραγούδι
χτύπο το χτύπο της αυγούλας ο αργαλειός φαίνοντας του ήλιου
το ζουνάρι
να ζώνει η γης δέκα φορές τη μέση της και να χορέψει…
Η θάλασσα με τα γαλάζια της μαντίλια φέγγει τον αγέρα.
Πουρνό – πουρνό κατηφοράν τα πεύκα να λουστούνε
πουρνό – πουρνό τα τσοπανόπουλα κοιτάζουν απ’ τους λόφους
που η πούλια με τα δυο της δάχτυλα ξηλώνει τους γαλάζιους
φραμπαλάδες της.
Η δάφνη κι η μυρτιά τινάζουν στις κατηφοριές τα μεσοφόρια τους
κύματα ροβολάν τα δένδρα, κύματα οι καμπάνες
κύματα ροβολάνε κι οι βαλαντωμένοι βράχοι απ’ τα λημέρια τους
πετάν στην αμμουδιά τις βάρκες τους και ρίχνονται στη
θάλασσα
σαν άγιοι τριχωτοί που αφήσαν τα ραβδιά τους στην ποδιά της
Πενταγιώτισσας.
Κι έχουνε μαύρα κι άγρια τα μαλλιά σαν τα καψαλιασμένα βάτα
κι έχουν τα φρύδια πέτρινα και τα νεφρά τους σιδερένια
κι έχουν τα στήθια τους στρωτά σαν τα φτερά της πέρδικας
και σύγκορμοι ευωδάνε τσίπουρο, μέλι και βαρβατίλα.
Βιάσου, Κυρά, και πρόλαβε – πρόλαβε πάνου στο βουνό
ζωσμένοι πέντε γύρους στάχυα,
ρίξε μπουκιά απ’ το γέλιο σου στον πετεινό του φράχτη μας που
’χει λειρί τον ήλιο,
βιάσου, τι δεν αντέχουν πια τα φύλλα, τα νερά, τα παλληκάρια.
Γρήγορα τα ρουθούνια τους, σαν του τραγιού, ρουφάνε την
αρμύρα
και το γαρύφαλλο στα σκέλια τους μες στ’ αυγινό νερό
αυγαταίνει.
Αχ συννεφάκι από γυαλί και σήμαντρο από σύγνεφο
νταγκ – νταγκ στα κορφοβούνια οι αλοφασκές κι οι πετρκότσυφοι
μπαίνουνε τα καράβια στη στεριά μ’ εξήντα φλόκους όνειρα
μπαίνουν τα πρόβατα και τα’ άλογα στη θάλασσα
κι η θάλασσα ανεβαίνει στ’ άσπρα λιακωτά να λιάσει τα
σεντόνια της.
Απάνου στην προβιά του χορταριού ντανγκ – νταγκ τα
κουδουνάκια
μες το πηχτό γαλάζιο γάλα του γιαλού τα κίτρινα κουμπιά της
πούλιας
νταγκ – νταγκ καλόγνωμες ελιές φορτώνοντας τον όρθρο στα
μικρά γαϊδούρια τους.
Γεια και χαρά σου ομορφονιά που δένεις όλο το ντουνιά με τις
χοντρές πλεξούδες σου
που ’χεις τις βούλλες της υγειάς στα μάγουλα και στο
πηγούνι,
δάγκωμα της δροσιάς, γεια και χαρά, στο σβέρκο, του καπτάν
Καρακατσάνη.
Και πάνου εκεί στο ξάγναντο ξωκλήσι, με τα χέρια του δεμένα
στο ραβδί του
ν’ ακούει τη λειτουργία των κορυδαλλών και των προβάτων ο
Παπαδιαμάντης
τον όρθρο μουρμουρίζοντας και «τα’ όνειρο στο κύμα»
ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ…
(…που
κουβαλάει την ιστορία του ενός λαού
ζυμωμένου με τους αγώνες και τις θυσίες για την κατάκτηση της ελευθερίας, της εθνικής
ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης… )
Η ποιητική αυτή σύνθεση γράφτηκε το
1946 – 1947, στη διάρκεια δηλαδή του εμφυλίου, αλλά εκδόθηκε το 1954 ως μέρος της
τριλογίας ΑΓΡΥΠΝΙΑ μαζί με τα ΤΡΙΑ ΧΟΡΙΚΑ και τη ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ. Φυσικό και
ανθρώπινο περιβάλλον γίνονται ένα και μαζί πολεμούν για τον ίδιο στόχο. Για την
απελευθέρωση από κάθε είδους ζυγό. Μέσα από λέξεις που γίνονται πεδία μάχης και
αναδύουν κάθε είδους νοηματική απόχρωση, μέσα από συμβολισμούς και υπέροχες
γεμάτες ομορφιά εικόνες, μέσα από ένα υπερρεαλιστικό κάποιες φορές λόγο,
παρελαύνουν πρόσωπα ηρωικά, αγιασμένα απ' την πάλη τους για τα πανανθρώπινα
ιδανικά, ξεδιπλώνονται σελίδες που ιστορούν την ηρωική πορεία των ανυπότακτων,
των ερωτευμένων με την ποίηση του αγώνα για ό,τι αξίζει να φωτίζει και να
σηματοδοτεί τη ζωή, αποκαλύπτεται η μαχητική ανθρώπινη προσπάθεια για τη νίκη σ
ένα πόλεμο συνεχή και ακατάπαυστα απελευθερωτικό… Ο τόπος, ο σκληρός και
άγονος, προέκταση του Έλληνα, στοιχείο και αναπόσπαστο κομμάτι του με χαραγμένη
πάνω του την πολυτάραχη διαδρομή αυτού του λαού, γίνεται φορέας μνήμης
συμβάλλοντας στην ιστορική του αυτογνωσία. Η χαρακτηριστική και
επαναλαμβανόμενη χρήση της λέξης «κυρά» αποτελεί μια τρυφερή και συγκινητική
επίκληση μιας γυναικείας μορφής, που λειτουργεί συμβολικά ως αρχετυπικός φορέας
της ίδιας της ρωμιοσύνης με την έννοια του ελληνισμού του μαχόμενου για την
εθνική και κοινωνική του ελευθερία κατά τη νεώτερη ιστορική του πορεία, της
ίδιας της Ελλάδας!.. Σε ρόλο συνειδητού εντολοδόχου της λαϊκής ψυχής ο ποιητής
αναδεικνύει τον ομφάλιο λώρο που δένει τον Έλληνα με τη γη που τον γέννησε και
τραγουδάει με οίστρο και λυρισμό την πίστη του στην αξία και στη δύναμη του
αγώνα αυτών που ονειρεύονται τον ήλιο και το φως και τον καινούργιο κόσμο… «Πέτρα στην πέτρα λάμπει ο δρόμος και πουλί
με το πουλί ανεβαίνει η σκάλα κι ο
ήλιος, μισός στη θάλασσα, μισός στα ουράνια, λαμπαδιάζει όπως το πορτοκάλι μες τη φούχτα σου κι όπως
τ' αυτί σου κάτου απ' τα μαλλιά σου. Κι
έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στο κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την άγια
σπάθα είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι
είσαι η Ελλάδα…» (απόσπασμα από την 3η ενότητα)
Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου