Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΕΚΕΙΝΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΕΡΑΠΕΥΜΕΝΗ

 (… ο παράξενος ειρμός της άλλαξε τη ροή του κόσμου κι οι σημασίες σαν βροχή έμπαιναν στα όνειρα…)


Στο σπίτι μπαίνανε τα κύματα. Στο σπίτι πέφτανε τα φύκια κάτω απ’ τα κρεβάτια. Κι ως τον ύπνο. Κι ως τα όνειρα μια θάλασσα.

Της λέγανε μην πίνεις από κείνο το πηγάδι το νερό αλλ’ Αυτή σα να γύρευε τη μοίρα της

Κι ο τύφος τότε αναρριχήθηκε εξανθηματικός απ’ την κοιλιά στο κεφάλι. Οι σαράντα μέρες παραμιλητό·  ο πάγος του βουνού φωνές και λόγια ασυνάρτητα

Λευτέρη αρχάγγελε με τα μαλλιά μέσα στα ναυτικά σου ήσουν ο μόνος Καπετάνιος.

Κοίταξε απ’ το αλμυρό τζάμι τη θάλασσα να στραφταλίζει

κάτω μεσημέρι σηκωνόταν γερμανοί τον αδελφό μου

μες στα χόρτα πίσω απ’ την εκκλησιά φορούσε το χρυσό ρολόγι του μοναδικό σημάδι για την αναγνώριση.

Όταν γυρίσαμε φθινόπωρο πια μύριζε. Απόψε ήρθε καβαλάρης πάνω στο μαύρο του το άλογο εγώ του φώναξα χι - χι γύρισε πίσω γρήγορα γιατί

θα σε φάει ο κάτω κόσμος θα σε φάει η έρμη θάλασσα

η μαύρη ξενιτιά μωρή πουτάνα αφορούσε το βαθιά

στο σκοτεινό το αμπάρι και ψηλά στην κουπαστή

πάνω στην ασημένια γέφυρα

αφορεσμένη μου τον έκλεψες τον πρίγκιπα.

Τον έθαψες ύστερα στις θημωνιές.

Σηκωνότανε ψηλά ύστερα έγερνε στο πλάι και μιλούσε

νανούριζε ένα φανταστικό παιδί. Λύγιζε τους μηρούς της και τη ράχη σε μια τέτοια συστροφή έγερνε το κεφάλι λίγο προς τα δεξιά κι οι αγκώνες και τα δάχτυλα σε μια άφατη τρυφεράδα.

Κι ερχότανε όλο το χωριό συνωστισμένο από πόρτες και παράθυρα με μάτια πελώρια προσηλωμένα φοβισμένα και μοχθηρά να δει το άρρωστο σώμα και μυαλό να παλεύει παράλογα στο πλάι του κόσμου με το θάνατο.

 

Κι ύστερα σιγά-σιγά με το κρύο έφευγε το μόλεμα. Ο νους ηρέμησε καταλάγιασαν μέσα της οι καταστάσεις οι φανταστικές σκηνές που φώτιζαν.   Οι γυναίκες

με χαμηλωμένα μαύρα κρητικά τσεμπέρια και οι άνδρες έφευγαν τώρα ένοχα πικραμένοι και σκυφτοί σα μια διάψευση κι αθέλητη πανουργία. Κοιτάζοντας λίγο λοξά το πηγάδι καρφωμένο με μεγάλες πρόκες σε μια πρόληψη.

Και ο άνδρας της μαύρος κι αξύριστος μες στη σιωπή του καθισμένος στο πεζούλι μ’ ένα στόμα σφιχτό μια πικρή χαραμάδα σιδερόπετρας.

Μια εικόνα που έλεγες βγήκε μόλις τώρα από τα καπνισμένα έγκατα της γης.

Κι εκείνη καταλάγιαζε σιγά - σιγά έτσι αόριστα γυρνώντας πίσω από μια χώρα εκθαμβωτική από μιαν άλλη ιθαγένεια.

Αλλά δεν ήθελε να γυρίσει κι αποφασισμένη ετοιμάζονταν ν’ αντισταθεί.

Όμως κάποιο χέρι λες την έσπρωχνε. Κάποιο χέρι μεγάλο μαύρο και δυνατό και αόριστο λες ένα πλήθος θυμωμένων χεριών κι απελπισμένων την τραβούσε σα σκυλιά την έσερνε από παντού κουρέλια και βουβά γαυγίσματα η μηχανή του τρένου οι τροχοί ολοένα γύριζε ο έλεγχος έτσι μουγκά παραβιασμένη σα μια έξωση και περισσότερο μια άμβλωση εκεί

που στέκονταν ο μαύρος Μαιευτήρ ο μέγας σκοτεινός Σταθμάρχης έστεκε αμίλητος.

 

Ολοένα γύριζε λυπημένη ένα παράξενο φευγιό.

Κοίταζε τρυφερά τα πρόσωπα κρατούσε ακόμη λίγο φως που σάλευε ξεριζωμένο ένα σύννεφο άφηνε το πρόσωπο σαν ήρεμος βαθύς κι αθέατος αποχαιρετισμός.

Σαν άφιξη.

Που κατέβαινε πάλι στο σταθμό. Το τρένο οι καπνοί μια σύγχυση μάλλον ανάμνηση καπνού μέσα στις μέρες ανεβοκατεβαίνει σκάλες δροσερή χυμένη σαν υδράργυρος αλλά όμως τώρα το ταξίδι τέλειωσε κι ο γάμος οι χαρές μια άνοιξη μικρή κοπέλα μόνη κατεβασμένη στο πριονιστήριο γυρνώντας τώρα πίσω μαύρη και κλειστή

σιδερένια βαλίτσα.

[Η ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ, ΕΚΔΟΧΗ Ι, Το Μόλεμα από την ομότιτλη συλλογή του Μανώλη Πρατικάκη, εκδόσεις Άκμων 1980 – στον τίτλο μια αποστροφή από την 2η εκδοχή και αμέσως παρακάτω κι άλλες εκδοχές:

ΕΚΔΟΧΗ ΙΙ, Και την άλλη νύχτα εκατέβηκε ως την πλατεία

ΕΚΔΟΧΗ ΙΙΙ, Ο Γάμος: Στέκεται ντυμένη η νύφη στη μέση του ναού

ΕΚΔΟΧΗ ΙV, Εκείνη η Γυναίκα με τα δίσεκτα χέρια…

ΕΚΔΟΧΗ V, Παραλοϊσμένη, η Εκλεκτή του Μυστηρίου

ΕΚΔΟΧΗ VΙ, Παραλοϊσμένη, η Θεραπευμήνη

ΕΚΔΟΧΗ VII: Έλα μου φώναξε είμαι η παρθένος Μαρία κι η Μαγδαληνή η πόρνη…

ΕΚΔΟΧΗ VΙΙΙ: Ολοένα γινότανε πιο γήινη…

ΕΚΔΟΧΗ ΙΧ: Ο Ερχόμενος – κι ήρθε ως εδώ αψηφώντας τους κινδύνους

 


ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ Εκδοχή ΙΙ

Σαν κρυφό φεγγάρι που ανατέλλει μόλις από τα νερά.

Και την άλλη νύχτα εκατέβηκε ως την πλατεία. Που έπαιζε το βιολί και δεν είχε μόνη στο σπίτι κρατημό.

Γιατί έφταναν ως εκεί οι απόμακροι ήχοι του δοξαριού μ’ εκείνη τη θλίψη των λαϊκών βιολιών.

Κι ετοιμάστηκε όσο ποτέ άλλοτε γρήγορα κι έλαμπε το πρόσωπό της λίγο από μια έξαψη στο μεγάλο λυκωμένο καθρέφτη με τα μυγοφτισματα.

Και φόρεσε ρούχα παλαιά και πολύχρωμα με χάντρες κι ασημένια κοσμήματα που ανέσυρε η φτωχή από τη λησμονημένη κασέλα με τα σημάδια.

Κι άφησε λυτά τα μακριά μαλλιά και δεμένα μπροστά με κόκκινη κορδέλα που να γέρνουν κομμάτι

στο μέτωπο.

Κι έβαλε βαφές στα μαραμένα μάγουλα χωρίς τάξη και μυρωδικά στον κόρφο στο λαιμό κι εκείνη η έξαψη τη φώτιζε.

 

Σαν κρυφό φεγγάρι που ανατέλλει μόλις από τα νερά

 

Και είδε το πρόσωπό της να χαμογελάει μέσα στον καθρέφτη μ’ εκείνη την κρυφή εξουσία του χαμόγελου.

Και λίγο έτρεμε μες στη χαρά και ψιθύριζε κρατώντας το στόμα μισοάνοιχτο σαν πληγή που μόλις της κόπηκαν τα ράμματα.

Πέρασε ύστερα η μορφή της έφυγε από τον καθρέφτη σα λουλούδι φάνηκε της νύχτας μια στιγμή

πάνω από την άμμο.

Με ξυπόλητα βήματα γιατί μέσα σ’ εκείνη την ταραχή λησμόνησε να φορέσει παπούτσια.

Και τα πέλματά της κάτασπρα σε γιασεμιά φωσφορίζανε στη νύχτα.

Και το πρόσωπό της φευγαλέο πέρασε σαν πυγολαμπίδα πλάι στα μελανιασμένα κύματα.

Που πέφτανε άγρια στο σπίτι και περίμενε λίγο μέχρι να συρθούνε πίσω τα νερά.

Γιατί άλλο πέρασμα δεν ήταν.


Κι έφτασε στην πλατεία φέρνοντας μια ταραχή σε πολλά ζευγάρια ματιών και αμέσως αρχίνισε το χορό.

Κι έμοιαζε φερμένη από αλλού κι αλαφιασμένη τραγουδούσε με χειρονομίες και νεύματα φερμένη από άγνωστα και κρυφά μονοπάτια.

Προς το φωτεινό κέντρο όλων των μονοπατιών εκεί όπου έχουν εξουσία τα οράματα

Σαν ε’ ένα επίγειο ξέφωτο στέκονταν στο κέντρο όλων των βλεμμάτων που ανάδευε εκείνη η παράξενη μορφή με τα χαρακτηριστικά του αρρώστου αλλά αποκαθηλωμένου προσώπου.

Ολοένα χόρευε μπροστά σε ξαφνισμένα πρόσωπα και περιγελαστικά που έστρεφε το ένα στο άλλο με σημασία.

Αλλά εκείνη κάθιδρη έλαμπε στο ξέφωτο μια σάρκινη ρίζα κατακόκκινη σάλευε και παραμιλούσε όχι με φωτισμένο νου αλλά μόνο με ένστικτο.

Και καθώς χόρευε ξαφνικά φώναξε ξάφνου ανελέητοι!..

Κι έπεσε αυτός ο ήχος στην πλατεία σα βαριά ντουφεκιά.

Και το χέρι του βιολιστή παράλυσε λίγο μαράθηκε πληγωμένο λουλούδι.

Και ο ήχος του βιολιού χαμήλωσε και τα μάτια έστρεψαν προς εκείνη τη μορφή προς εκείνη την αόρατη διαστολή της νύχτας με τέτοια μυδρίαση προσηλωμένα.

Κι ακούστηκαν μακριά αλυχτίσματα σκυλιών και τριξίματα κάτι σαν άνοιγμα μιας πόρτας μέσα σου τα λόγια που φτερούγισαν σαν αόρατα πουλιά.

Κάτι σαν άταφη φωνή λησμονημένη στο υπόγειο μιαν άλλη βλάστηση  σαν αιώνια νιότη να διαβαίνει κάτω

από τις εποχές.

Και φώναξε πάλι ανελέητοι! να του κλέψω κι εγώ κχυρίες και κχύριοι. Να του κλέψω κι εγώ του χάρου μια νύχτα.

Είναι πολύ; Το θέλημα του κάνω τώρα είκοσι χρόνια.

Και τότε σώπασαν οι άλλοι και απλώθηκε γύρω μια σιωπή κάτι σα λυπημένο θρόισμα σβησμένων πεπρωμένων προσώπων.

Τα χείλια τους συρθήκανε τα τυφλά χαρακτηριστικά και οι άπρεποι λογισμοί. Σα νερά σύρθηκαν σαστισμένα φοβισμένα για τον εαυτό τους. Που δεν ήταν έλεος.

Αλλά πάλι χύμηξε μέσα τους το περιγέλιο γιατί πολύ τρόμαξαν μ’ ένα είδος φόβου που καταχωνιάζεται γλήγορα και με βία ασυλλόγιστη.

Τρώει αθόρυβα σα χόρτο τα σωθικά και κατασπαράζει εκείνη την απαραβίαστη φυλλωσιά που θάλλει στο απόκρημνο νόημα των γκρεμών.

Καθώς εκείνη γλιστρούσε και τα μέλη της μοιάζανε με ανάρμοστη χαραυγή.

Ένα τέτοιο πλεόνασμα που περιέχει μια πρόωρη εκπλήρωση φωτεινός σφυγμός κι ανατροπή.

Για τα φράγματα και τα πλέγματα βαθιά για κάθε αόρατο κυματοθραύστη.

Και πλησίασε ύστερα έναν νέο ίσαμε είκοσι χρονών με μαύρα μαλλιά και σγουρά με μάτια πελώρια

και απόκοσμα.

Και γέρνοντας προς εκείνη τη λάμψη και τη θαλπωρή και την Αίγυπτο των ματιών και τη αφοσίωση του θερμού και θλιμμένου μετώπου.

Είπε σα να κοίταζε σε καθρέφτη κι ο νέος να ήταν ένα σπάνιο είδος ασημένιου άφθαρτου καθρέφτη.

Και σα νάβλεπε μέσα και πίσω στο βάθος σε μια μακρινή κοιλάδα έναν άγνωστο καταυλισμό. Σε μια παρυφή μνήμης τις μορφές του κόσμου σαν αιτίες.

Και είπε γέρνοντας ιστορίες λειψές κι ακατάληπτες.

Αλλ’ ο νέος με τ’ απόκοσμα μάτια άνοιγε το πρόσωπο έτσι μελαμψό και με δέος σα να κοινωνούσε με το μέγα μυστήριο.

Ο παράξενος ειρμός εκείνης της Γυναίκας άλλαζε τη ροή του κόσμου κι έγερναν οι σημασίες και οι καταστάσεις σαν βροχή έμπαιναν στα όνειρα.

Κι έμοιαζε με θερμή και γρήγορη μια μεγάλη καταπράσινη μεταβίβαση σκέψης!..

 

Κι έμοιαζε ένα στόμα ν’ ανατέλλει μες στα σωθικά έναρθρη πληγή. Αφανέρωτο ρόδο.

 

Κι είπε τούτα τα ύστερα και φοβερά λόγια: Εκατέβηκα τότε στους δρόμους τα μαλλιά μου τρίζοντας καιγόταν… Αλλά τα μάτια τους στερεμένες πηγές εμιλούσα με φλόγες.. έτσι πέρασα τη ζωή μου… Ένα πτώμα παιδιού στη μέση του δρόμου και κανείς δεν με είδε…

Ένα πτώμα γυναίκας στ μέση του δρόμου και κανείς δεν με πρόσεξε…

Μόνο ψίθυροι τακουνιών και σβησμένα συγνώμη καθώς νύχτα σκόνταφταν στο κορμί μου…

Σαράντα πέντε χρόνια… Σαράντα πέντε χρόνια άταφη ανάμεσα στους ταπεινότερους νεκρούς γιε μου…

Κι έφυγε για να συνεχίσει το χορό κι ετραγούδησε πάλι κι η φωνή της ανέβηκε ψηλά κι έλεγες πως βγήκε από τη σχισμάδα ενός βράχου παρανάλωμα φωνής.

Και δεν ήξερες να πεις αν ήτανε θρήνος ή τραγούδι.

Κι ύστερα σώπασε και της γέμισε δάκρυα το πρόσωπο. Κι οι βαφές έλιωσαν σχηματίζοντας μικρά κόκκινα και ροζ ρυάκια.

Και παρουσίασε ένα θέαμα αστείο και τραγικό.

Και πολλές γυναίκες βλέποντάς το έκλαιγαν μαζί κι εγελούσαν.

Και πολλοί άνδρες δάκρυζαν μέσα τους στα κρυφά. Κι ύστερα έπεσε λιγοθυμισμένη έγειρε στα χέρια τους.

 

Φυσούσε ένα φύσημα κακό.

Φυσούσε δυνατός αγέρας καθώς πέρασαν από τα σκοτεινά σοκάκια με τα χέρια τους ψηλά εκείνη σαν από πνιγμό.

Ανάμεσα στα γκρίζα χαλάσματα της κατοχής με τους σφιχτούς κι άχτιστους ίσκιους που πολύ ταράζουνε το λογισμό εκείνου που πάρωρα γυρίζει.

Σαν το βλήμα του περασμένου πολέμου στην αλλαγή του καιρού που ξυπνά.

 

Κι έφτασαν τέλος πλάι στα μεγάλα κύματα και περίμεναν λίγο μέχρι να συρθούνε πίσω τα νερά.

Γιατί άλλο πέρασμα δεν ήταν.

Για κείνο το μοναχικό σπίτι πλάι στη θάλασσα.

Για κείνον τον κατοικημένο βωμό των οραμάτων. 

 

ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ Εκδοχή ΙΙΙ Ο ΓΑΜΟΣ

Και αυτή η γυναίκα λάβαινε την όψη και το νόημα της ανθρωπότητας

Στέκεται ντυμένη νύφη στη μέση του ναού· με λίγες γριές που κάθονται κουβαριασμένες από τα μαύρα χαράματα σαν ίσκιοι γέρνουνε στα στασίδια.

Κι έστρεφε ν’ ακούσει τη φωνή που της εμιλούσε αλλά δεν έβλεπε πρόσωπο ούτε σώμα παρά μόνο ο άδειος αγέρας.

Και λίγο λοξά απ’ όπου έπρεπε κανονικά να ’ρχεται η φωνή το φωτισμένο αναλόγιο.

Κι έμοιαζε υπόκωφη να ’ρχεται λες από σπηλιά και ρωγμή σκεπασμένης μέρας από κείνα τα βάθη του πηγαδιού από κείνα τα νερά.

Και αύξαινε καθώς επερνούσε από άδειες στοές και ολοσκότεινες αποθήκες ανθρώπων.

Ηχηρή σκέψη (κι εκκωφαντική) κάτω από ένα πελώριο θόλο γκρεμισμένων συναισθημάτων.

Σαν από ένα χάραμα πελασγών ερχόταν ανήκουστο πουλί.

Από πήλινο στόμιο αιώνα και μισοφώτιστο Τολέδο.

Και εκείνη απαντούσε εις εκείνη τη φωνή και εχαμογελούσε και ψιθύριζε όταν η περίσταση το ήθελε και οι ανάγκες του μυστηρίου.

Και εσήκωσε το χέρι σαν να έδειχνε πως το μυστήριο ετελείωσε και διέσχισε με κόπο το αλλοπαρμένο εκκλησίασμα και επετούσε απάνω εις τα κεφάλια τους ρύζι ανακατεμένο με φύλλα και ανθούς τουρκοβιολιάς ώσπου τέλος η φωνή της εβγήκε από τη θολωτή πόρτα εκεί που έπεφτε μια ήσυχη και σκληρή αντηλιά.

Η θαλασσινή γυναίκα έστρεψε μια στιγμή το πρόσωπο μέσα από αυτή τη φωτεινή θύρα που μοιάζει πελώριο γυαλί και εκοίταξε κάτω το αργό τρικύμισμα των χεριών.

Κι είδε να χύνεται μια θύελλα στο ναό που παρέσυρε σύρριζα κι έριξε το πλήθος σε μια άκρη του κόσμου σε μια σκοτεινή ξέρα.

 

Σαν ψιλή άμμο της ερήμου τη φυλή αυτή των ανθρώπων.

 

Μέσα σε βουλιασμένα ξύλα έπλεαν πλάι σε ίσκιους ναυαγισμένων καραβιών. Κι άκουγε μόνο κούφιους θορύβους μαζωμένους σ’ εκείνο το μικρό τόπο αλλά στο μάκρος πολλών γενιών.

Σαν εκείνο το εκκλησίασμα και σαν εκείνες τις γριές που ήρθαν από τα μαύρα χαράματα έγερναν εκεί συναθροισμένες σ’ ένα δύσμορφο και σκυφτό γυναικείο σώμα.

Κι αυτή η γυναίκα λάβαινε την όψη και το νόημα της ανθρωπότητας. Παραμορφωμένη με ναι θλίψη αιώνων ακουμπούσε στα κατάμαυρα φύκια εκείνου του βυθού.

 

ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ Εκδοχή ΙV

Εκείνη η Γυναίκα με τα δίσεκτα χέρια κατεβαίνει τις σκάλες…

Κι από την πίσω πόρτα μιας έκθαμβης πράξης βγαίνει μέσα από κίνητρα βαθιά.

Εκείνη η Γυναίκα  με το οικτρά παραμορφωμένο ένστικτο σα φόρεμα πλησιάζει το ποτάμι. Πλάι της είναι οι μικρές φωνούλες των μικρών αγοριών. Πλάι της είναι ο λύκος και μια νύφη στα μαύρα.

Παραλοϊσμένη κάθεται στην πέτρα και σωπαίνει.

 

Παραλοϊσμένη κι από πριν λάμπει στα νερά.

 

Που μαυρίζουν κάτω σκύβει και χώνει στον κόλπο τα παιδιά της (σα χυμένα σπλάχνα από μαύρη μαχαιριά).

Χώνει τα τρυφερά παιδιά της μες στη μήτρα.

 

Ακούγεται ύστερα μια φωνή κόκκινη.

 

Ακούγεται κάτι σαν παφλασμός.

 

(εκδοχή V) ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ, Η ΕΚΛΕΚΤΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ

(… κείνο το μόλεμα τη γέννησε…)

Εκείνο το πηγάδι σαν ένας γήινος κόλπος την ανέβασε ως εδώ που υπάρχει μόλις τώρα γεννημένη και έγκυος από ένα σκοτεινό

Θεό. Η παράκρουση

είναι μια πράξη ελευθερίας που γίνεται στα έγκατα.

Ένα πρωί Αυγούστου την γέννησε κι ανέβλεψε.

Σε μια πατρίδα κληρονομική με φωτεινές νησίδες κι ακατέργαστα σκοτάδια άνοιξε τα βλέφαρα καταμεσίς που η θάλασσα ήταν η Μάνα της τα μάτια της να φέγγουνε κάτι σαν αφθαρσία νόησης που καταχτάται. Σαν αναβαθμός του σώματος για να γνωρίσει το μαρτύριο.

Με μια μόνη δρασκελιά κατεβαίνει τους αιώνες μπαίνοντας τρυφερό κλωνάρι στων ανθρώπων την προέλευση.

Μπαίνει μονάχη στην καταγωγή. Με μια μόνη δρασκελιά η εκλεκτή του πόνου το ανεπίγνωστο γνωρίζει μέλλον.

Μόλις - μόλις τώρα η τυφλή της ύπαρξη. Μόλις - μόλις τώρα οι τυφλοί βολβοί των οφθαλμών της γνώρισαν την όραση.

Το φως που βλέπει είναι κλάματα παιδιών μέσα στα αίματα. Είναι ρίζα κατακόκκινη είναι σύμπλεγμα βαθύ σ’ ένα ξημέρωμα αιματοστάλαχτο

που λυτρώνει σα σφάγιο τις αμαρτίες.

Σήμερα η εκλεκτή του μαρτυρίου σήμερα ο σάρκινος σταυρός

Σήμερα μόνη της ολόγυμνη περνά τις συμπληγάδες

για να συναντήσει το χαμένο της δέρας

Σήμερα σήμερα η παντοτινή της ύπαρξη

θα γεννηθεί και θα πεθάνει

 

(εκδοχή VΙ) ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ, Η ΘΕΡΑΠΕΥΜΕΝΗ

 

Α

Τώρα μόνη πορεύεται. Με φύκια στα μαλλιά με κοχύλια στο στόμα ανεβαίνει. Χύνεται στη φύση

και την καθρεφτίζει.

Σφετερίζεται τα ένστικτα. τρέφεται από κάθε απαγορευμένο λόγο και καρπό. Με μια κολασμένη πράξη που όμως φύεται και λάμπει μόνο μέσα στα θαύματα. Εκείνη η παράφορη έξαψη σαν θολό ξημέρωμα την καίει. Γονιμοποιεί κι επαληθεύει τη φωνή που ρίχνεται στο χώμα και φαίνεται και λάμπει στα βάθη της συνείδησης άκαφτη βάτος.

Μέσα στη νύχτα πράσινο κόκκινο κλωνάρι με καπνούς λυγίζει τεντώνεται ένα φλογισμένο τόξο.

Ακούγονται οι τρυφερές οδύνες κάτι σα φωτεινός πλακούντας μέσα της σαλεύει κι αναγαλλιάζει.

Ακούγονται τότε στεναγμοί κρητικών μοιρολογιών μοιάζουν λες ερωτικοί.

λες και βγαίνουν από κείνο το πηγάδι από κείνα τα βάθη του πηγαδιού με τα μολυσμένα νερά.

Ακούγονται έναρθρα   φτερά πλαταγίσματα κουπιών από παιδικές φαντασιώσεις.

Μ’ ένα είδος πυρετού των συναισθημάτων οικειοποιείται μιαν άγνωστη πραγματικότητα. Σαν πυκνή γνώση κι ανεκμετάλλευτος πλούτος σκοτεινών αδένων και γαγγλίων.

Φαίνεται σα γνώση οργανισμού μοιάζει με μυστική γεωγραφία σώματος. Φαίνεται σα θαμμένη τοιχογραφία.

Η Γυναίκα εκείνη ανακαλύπτει. Κάτι σα μακρινή ιεραρχία σπάει σαν αρχαίο βάζο και χύνονται τα λυτρωτικά υγρά στις εκβολές.

Ανατέλλει το αίμα της πορφυρό τέρας λάμπει και φαίνεται στα χαλίκια.

Έχει μια πληγή στο στήθος της βαθύς αιμάτινος φεγγίτης.

Απ’ όπου μπαίνει το φως απ’ όπου τρέφεται και βλέπει.

Απ’ όπου μπαίνει η άνοιξη σαν ανατολή. Απ’ όπου μπαίνει το θαλασσοπούλι της αυγής και πίνει τη σκλαβιά της.

Από κει ονειρεύεται. Από κει στοχάζεται τον εαυτό της και ξαναγεννιέται.

 

Αναδύεται από τα σκοτεινά νερά και η άλλη που είναι ανεβαίνει. Αναδύεται από τον εαυτό της προς το φωτεινό σπίτι που το κατοικεί κιόλας μια άγνωστη φυλή μέσα στο μέλλον.

Ένα – ένα πέσανε τα λέπια που της σκέπαζαν το σώμα.

Σαν εκείνα τα ρούχα που κρύβουνε με τέχνη τους μεγάλους σκοτεινούς λεκέδες. Τις απόκρυφες σκιές από βράδια γεμάτα ενοχή και υγρασία.

Κι έμεινε γυμνή χωρίς φωνή σαν ένα ψάρι.

Την ώρα που τρυπά τα δίχτυα του κόσμου

και ξεφεύγει.

Απ’ όλες τις πλεκτάνες των ανθρώπων και τις αυταπάτες.

Και πλέει στα βάθη της καρδιάς μας ένα σιωπηλό δελφίνι.

Προς εκείνη τη μεγάλη αδυσώπητη ελευθερία.

Προς εκείνη τη μεγάλη σκοτεινή βεβαιότητα.

 

Β

Το σώμα της έπαιρνε σιγά – σιγά μια λάμψη. Μια απρόβλεπτη σπαργή κάτι σα μετάγγιση φώτιζε από μέσα τις γαλάζιες φλέβες.

Κι η κάθε συλλαβή. Κι ο κάθε μυς του σώματος έμοιαζε μ’ ένα κυανό αδηφάγο στόμα με σαρκώδη χείλη. Προσανατολισμένο σα λουλούδι ανοιγμένο προς εκείνο το ακόρεστο πράγμα που πεινούμε.

Μπορούσε κανείς επιτέλους να κοιτάξει.

Μέσα σ’ αυτό το πελαγίσιο σπίτι. Μέσα σ’ εκείνο το υδάτινο διαυγές σώμα. Το δικό του πνιγμό.

Το δικό του θάνατο να σαλεύει στα νερά σαν ένα πρόσωπο ξερριζωμένο.

Στρέφοντας έβλεπε κανείς τις γαλάζιες ρίζες να κρέμονται στα νερά.

 

Αλλά το πλήθος ενεδρεύει και δε συγχωρεί. Έρχεται από πόρτες και παράθυρα με μάτια πελώρια προσηλωμένα φοβισμένα και μοχθηρά.

Οι άνθρωποι του χωριού δεν είναι αμείλικτοι σαν στιγματισμένοι. Είναι μοχθηροί μοιάζουν με σημαδεμένα παιδιά και πάμπτωχα στα χορτάρια του φόβου. Σα δυσοίωνα παιδιά οικοτροφείου.

Οι πράξεις της γυναίκας μπαίνουνε κατακλυσμός μολυσμένων εικόνων με τρομαχτικές απηχήσεις.

Σα σιδερένια βροχή σαν σκοτεινός άνεμος η εκδίωξη της πρωτόπλαστης αρχίζει.

Η θαλασσινή γυναίκα περιφέρεται. Με τον καιρό η πληγή στο στήθος έκλεισε εκείνος  ο φεγγίτης μέσα της σαν χτίρι. Φυσά ένας ετοιμοθάνατος σιρόκος. Μοιάζει με κίτρινη πνοή με κίτρινο φύσημα πνιγμένων. Μοιάζει με έρημο φύσημα σκοταδιού. Το μεγάλο σκοτεινό καράβι τώρα. Έρχεται από μακριά. κατεβαίνει το πλήθος στην προκυμαία. Ο αχθοφόρος ακουμπά σα φέρετρο στην άμμο τη βαριά σιδερένια βαλίτσα.

Από μέσα βγαίνει εκείνη η Γυναίκα θεραπευμένη.

 

ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ ΕΚΔΟΧΗ VII

(… έλα μου φώναζε είμαι η παρθένος Μαρία κι η Μαγδαληνή η πόρνη και είσαι ο Ιωσήφ της ηδονής κι ο αρχάγγελος του πόθου…)

Η θαλασσινή γυναίκα στέκεται μιλά. Μ’ αυτό τον ξένο άνδρα που ήταν έζησε μαζί του στο ισκιερό μέρος της νυχτός. Απ’ τη μεριά που άκουγε τα όνειρα να σπάνε μες στη γνώση του πυκνή και ωραία γύρη του περιβολιού ο αγέρας άνοιγε τις κλειστές πτυχές του πόθου τους σαν ένα ύφασμα για να ντύσει σώμα. Ο αγέρας φύσαγε κι αυτή λίγο μαλλί λίγο πρόσωπο να φεύγει μες στα πορφυρώματα της νύχτας έλα του φώναζε. Να φύγουμε μαζί το πλοίο η σκάλα μια ζωή κουρέλι στον αγέρα δισταγμοί· το γρύλισμα του φτωχού άντρα και το κλάμα του παιδιού έλα του φώναζε η φωνή της αλκυόνα στα νερά εμείς το πλοίο και το πλήρωμα κι η βαθιά έλικα του ταξιδιού να γυρίζει πάντα μες στα σωθικά.

Θα ’ναι ωραία στην όχθη της Αιγύπτου έλα του φώναζε

είμαι η παρθένος Μαρία κι η Μαγδαληνή η πόρνη

κι είσαι ο Ιωσήφ της ηδονής μου κι ο αρχάγγελος του πόθου μου

έλα να ντυθούμε στα λινά να σκύψουμε στο φιλιατρό

ωραία θηρία της ερήμου για το νερό και για βρώση.

 

Δυο στεγνά ποτάμια να χυθεί το βρόχινο νερό

θα ’ναι πουλιά στην όχθη ψίθυροι κλαδιών

θα ’ναι άκοποι λαοί φυλές μόλις από τα βουνά.

Θα ’ναι σπορές ανθρώπων χαραυγές σαν γυρισμοί

θα’ ναι λαοί και πλήθη έθνη και γλώσσες.

 

H ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ, ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΗ… Εκδοχή VIII

Ολοένα γινότανε πιο γήινη με το σκισμένο ρούχο στων ανδρών τα μάτια και στο λογισμό τους να φαίνεται σάρκινο το στήθος και ακόρεστης πείνας λαμπερός καρπός.

Πλάγιαζε με πολλούς απάνω στα βουνά απαραβίαστη φωλιά και ανέγγιχτη στο φως θερμή δορκάς ανασαίνει.

Πάντοτε πολιορκημένη απ’ τα διστακτικά τ’ ανομολόγητα κορμιά τους και πάντοτε απόρθητη σε μια κρυφή εκεχειρία  μυρωμένων εχθροπραξιών.

Αγράμματη και όμως θάλεγες ήξερε τις ρίζες των συναισθημάτων

 

Οι αίγαγροι της Κρήτης πάντα βόσκουνε

στα μέσα της γκρεμνά.

Οι αίγαγροι της Κρήτης ολοένα κατεβαίνουνε

σ’ εκείνα τα παρθένα βάθη για να γεννηθούνε.

 

ΕΚΔΟΧΗ ΙΧ: Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ (παραλλαγή Ι)

Κι ήρθε ως εδώ (αψηφώντας τους κινδύνους) τη θάλασσα σκίζοντας με τα κουπιά του

Τώρα πρώτη φορά ξαναγίνομαι παρθένα. Και τη νύχτα στο φως του φεγγαριού είδα να φυτρώνουν σα μεγάλα χορτάρια τα χαμένα φτερά μου.

Άκουσα τότε απ’ τη μεριά της θάλασσας σιγανά βήματα στα χαλίκια. Κι όπως ήμουνα εύρωστη και ωραία μέσα στο καινούργιο μου σώμα σηκώθηκα κι άνοιξα στον Ερχόμενο την πόρτα.

Σηκώθηκα κι άνοιξα την πόρτα στον ωραίο ξένο

που ήξερε τόσο καλά την τέχνη του ναύτη

κι ήρθε ως εδώ (αψηφώντας τους κινδύνους)

τη θάλασσα σκίζοντας με τα κουπιά του.

(παραλλαγή ΙΙ)

Σηκώθηκα  κι άνοιξα την πόρτα ήμουνα ξάφνου η ωραία Ελένη της Σπάρτης.

Σ’ εκείνο το φως σ’ αυτό το πάθος.

 

Που οι άνθρωποι ονόμασαν αρπαγή.

 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ ΤΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΕΡΟ, ΤΟ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΑΣ

(αποσπάσματα από συνέντευξη του Μανόλη Πρατικάκη στην Ελένη Γκίκα) 

 Αναγνωρίζοντας ότι «το ποίημα είναι, κατά βάθος, το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας», «υλικό ονείρων», «κόσμος» αφ’ εαυτού του, ο άνθρωπος που έγινε ψυχίατρος από τον Ντοστογιέφσκι και ποιητής από την θάλασσα του Λυβικού που τον ανάθρεψε, δέχθηκε να ξανακάνει μαζί μας τα βασικά βήματα της ζωής του.
Ανακαλώντας εικόνες
, αρώματα, φράσεις, λησμονημένες εμπειρίες και επιθυμίες που τον έφεραν, μετά από Δέκα  Ποιητικές συλλογές,  στα «Αφηγήματα ενός Ψυχιάτρου»!.. Κατόπιν τούτου θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιστρέφοντας κάπως τα δεδομένα επιδιώξαμε και τελικά βρέθηκε ένας ψυχίατρος - ποιητής στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Πρόθυμος να απαντήσει σε όλα. Να αναζητήσει τραύματα και οράματα, εφόσον «Κάθε μου τραύμα ένας καινούργιος οφθαλμός». Το αποτέλεσμα, ο πιο αποκαλυπτικός, ποιητικός κι ανθρώπινος, μαγεμένος και μαγικός Μανόλης Πρατικάκης…    ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΡΩΤΗ:  -Τι είναι εκείνο κ. Πρατικάκη που κάνει τελικά ένα ψυχίατρο ποιητή;   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Είναι δύσκολο να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα. Γιατί πρωτίστως πρέπει να υπάρχει η συναισθηματική θερμοκρασία, ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο και προσπαθούμε να τον ερμηνεύσουμε αξιακά… Ο ποιητής θέλει να βγάλει το φυτίλι από μια πέτρα ή έναν σπινθήρα που είναι το κρυμμένο άστρο του…  Όταν υπάρχει αυτή η υποδομή η ψυχιατρική, καθώς φωτίζει σκοτεινές περιοχές του ανθρώπινου ψυχισμού, απωθημένους φόβους, ενοχές, λησμονημένες τραυματικές εμπειρίες, ξεχασμένες ματαιώσεις, ένα τέλος πάντων υλικό έντονα φορτισμένο και άγνωστο, που συχνά ανεβάζει ένα λεπτό ηθικό μαρτύριο, άγνωστης προέλευσης, αλλάζει η εικόνα που είχαμε για τον εαυτό μας, απαλλασσόμαστε από συγκαλήψεις και νοσηρές άμυνες και η εικόνα του εαυτού μας γίνεται πιο γνήσια και αυθεντική. Αυτό το ασυνείδητο υλικό που έρχεται στο φως είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ως ποιητική ύλη. Είναι ένας άγνωστος ορυκτός πλούτος, που, γνωρίζοντάς τον μας μεταμορφώνει και παράλληλα ζητά να μπει σε μια αισθητική τάξη. Να αποκτήσει ρυθμό να μας κάνει να δούμε την έκπληξη ή τον θρίαμβο που κρύβει το ευτελές ή το τετριμμένο!..   ΑΛΛΗ ΕΡΩΤΗΣΗ: «-Η Συμφωνία της Ίασης», η ποίηση κ. Πρατικάκη, είναι Ιαματική;   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Θα σας αναφέρω μια μικρή εμπειρία. Πριν χρόνια έλαβα ένα βάζο με πέτρες από τη Σάμο, και μια λεία επίπεδη πέτρα, που έγραφε πάνω ένα στίχο μου, με σινική μελάνι, που έλεγε: «Κάθε μου τραύμα ένας καινούργιος οφθαλμός». Όλα αυτά από μια άγνωστη καθηγήτρια, που κάτω από το βάρος τραυματικών οικογενειακών εμπειριών είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει όπως μου έγραψε σε μακροσκελές γράμμα. Και όταν διάβασε τον παραπάνω στίχο άλλαξε γνώμη. Ήθελε από κάπου να πιαστεί. Και βρήκε αυτήν την αισιόδοξη σανίδα. Σήμερα διδάσκει και είναι ευτυχισμένη. Γενικά η ποίηση, ακόμα και η απαισιόδοξη, όπως και η μουσική, κρούει χορδές και πιστεύω ξυπνάει αρμονία. κάποια χαμένη παιδική αθωότητα. Στερείται ιδιοτέλειας. Είναι γλωσσικά ανυπάκουη. Περνά πράγματα καθημερινά, πληκτικά, σε μια αισθητική τάξη. Ένα ασήμαντο γεγονός μπορεί ν’ αποκτήσει οικουμενικότητα. Ή χτίζει μια ουτοπική ήπειρο, όπως τα όνειρα, που δεν είναι άσχετα από την πραγματική μας ζωή…

Δευτέρα, 19 Σεπτεμβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ