(…νοτιάς κατάσαρκα κι έχασες τη μιλιά σου στο βυθό…)
-1-
Πρώτο μερικό
υπόλοιπο· πες βούλιαξε
Λίγο κατάρτι έξω
των νερών· πες κάποτε
πες πότε σύρθηκε
ανάμεσα των σκοταδιών που τον γαβγίζανε
ο ήλιος.
Αιώνας θολωτός,
απέξω πέτρες και το ουρλιαχτό τους.
Φοράς το αρχαίο
νερό μαχαίρι
ντύνεσαι τον
πρόγονο γενιά βελανιδιού
τις δρασκελιές
του τα ποτάμια φυσεκλίκια κι ο γκρας
ανάσταση.
Και μόνο να το
πεις οι εκκλησιές
οι
στουρναρόπετρες ανάψανε τα βάτα τέτοιος
τόπος.
Ίσα να πάει κι
εφτούνη η άνοιξη τούτο το καλοκαίρι
όσο να ’ρθει ο
αρχάγγελος αλάτι και χιονόβροχο
σάπιος για λίγα
ένσημα στην τιμονιέρα να βγει μια
σύνταξη
και να μη λέει
το κέρατο
να πάει το ρέμα
τούτο λίγο ανήφορο την Αχερουσία!...
-2-
Άνυδρα
εικοσιτετράωρα στο μάκρος της
ξερολιθιάς
μάνα μου μάνα μου κι εσύ αχανής
μ’ έξι φτερά
ξοπίσω από κουρούνες.
Εγώ χαμένος στα
πρανή μην ξέροντας
πάρεξ να πελεκώ
αρχέτυπα στη γλώσσα μου του θάμπους
την όψη μου είπε
να φορώ των αρχαγγέλων.
Πότε; για ποιον;
Και πού χωράω
άτμητος απόγονος βραχογραφίας;
-3-
Δεύτερο μερικό
υπόλοιπο που αταίριαστος
μάχεσαι το
ναι το όχι το ένα
το μη ένα
νοτιάς κατάσαρκα
κι έχασες τη μιλιά σου στο βυθό
ψάχνοντας τον
βουλιαγμένο αντικυκλώνα
και τη φωνή με
τις εννιά οπές του εχτελεστικού
που σε ξεσέρνει
ακόμα ούθε ανήφορος
και λες σε τούτη
να σταθείς την πέτρα
την άλλη την πιο πέρα
που ήταν
κρόταφος ή προφήτης κι έγινε σίδερο
-4-
Για τελευταίο
μερικό υπόλοιπο τ’ άλλο μισό της μέρας
σινδόνα και
σουδάριο μη μιλάς
αδέλφι ωχρό που
πέρασες αμετανόητος
της
πυρκαγιάς και της αιθάλης.
[ΑΠΟΓΟΝΟΣ
ΒΡΑΧΟΓΡΑΦΙΑΣ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974 – Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο
τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 – 1974, εκδόσεις ΑΓΡΑ 1990]
Από την ίδια συλλογή
ανθολογούνται τα ποιήματα:
ΔΙΗΓΗΣΗ 1, 2, 3 και 4, Για
άλλη μια φορά παραπλέω απόκρημνα…
ΠΑΡΕΞ ΟΤΑΝ ΠΕΡΝΟΥΝΕ ΑΝΕΜΟΙ,
Όταν την έρημο οδό προς Ελευσίνα…
ΤΡΟΧΙΑ, Τώρα μέσα από το
στήθος μου περνάς με ανοίγματα ερημιάς
SEQUENCE, Σήκωσε ψηλά στα χέρια το κεφάλι του κομμένο…
ΜΕ ΤΑ ΔΙΣΕΓΓΟΝΑ ΤΩΝ ΦΕΓΓΑΡΙΩΝ,
Να λες αναφορά σε λεπτά μικρόγραμμα…
ΔΙΗΓΗΣΗ
(από
την ομότιτλη ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου 1074)
1
Για άλλη μια φορά παραπλέω απόκρημνα.
Με τι να διανοούμαι πλέον σε εποχές αρχέτυπων; Αριθμοί αλίμενοι, δασύτριχοι και λιθοξόοι. Εντός μου κωνοφόρα τα τριξίματα οι ρίζες του
αγέρα που δεν έγιναν πετρέλαιο, οι
σημασίες σε αχνάρια πλατυπόδων σε αμμούδες κι η σελήνη μονοσύλλαβη· οι πινακίδες:
ΠΡΟΣΟΣΧΗ ΒΑΡΑΘΡΑ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΥΘΡΑΥΣΤΑ
ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΤΗ ΦΥΣΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ
Άλλη δουλειά δεν είχαμε. Τι κάνουνε
αυτοί στο εργαστήριο φιλοσοφίας; Σιγά
το πρόβλημα: λάθη πολιτικής στις Συρακούσες. Λύσσαξαν που τους ξέφυγε ο
τεντιμπόης ο μορφονιός προς Πασαργάδες. Συνετίζονται μωρέ Αθηναίοι με λατομεία και
Σικελίες; Πότε αλάλαξαν της όρασης «εσύ
νικάς» έστω και της γεύσης, πότε; Ωχ
αδελφέ παράτα μας με το Νικία και τες φρονιμάδες. Χάνει σου λένε αίμα συνέχεια η αίσθηση.
2
Εποπτεία αιμοδοσίας γύρος δεύτερος. Να μην υπάρχει λέει διόραση εσχατιών,
ούτε εσχατιές. Άθλια περίπτωση. Και μην απλώνετε, λέει, οράματα και τέτοια
έγχορδα εντός της σατραπείας. Άκου ο
αλιτήριος. Ν’ αστυνομεύεται η
συμπεριφορά των ακεραίων αριθμών από το τρία και πάνω. Θέλει να πει του πλήθους ή κάτι τέτοιο
μεταφυσικό· και καλά με τους μεγάλους αριθμούς, όμως τι γίνεται με τη μονάδα,
αυτό το έμβολο; Ελέγχετε, λέει, τα
έμβολα. Κι ας πάει να χώθηκαν των Περσών
ανάμεσα Παλούκια – Πέραμα κι όχι άλλα τέτοια εικοσάεδρα και προγονοπληξίες. Εγκύκλιος: να προωθούνται οι ευάγωγοι οι
νωχελικοί οι φλαουτίστες σε τεκέδες οι μεσόνυχτοι των ακκισμών στη Ρώμη
ευθύαυλοι, ομοφυλόφιλοι, ορχηστρίδες. Κηρύσσονται
εχθροί του καθεστώτος το σήμα ιχθύς ως δυσανάγνωστον οι δάδες της άλλης
σημασίας οι κατακόμβες τα σπουδαστήρια φοροφυγάδων οι απελεύθεροι ελληνομαθείς
και ο ρηματικός τύπος «ολισθαίνοντες», μίασμα που μας άφησαν οι Καρχηδόνιοι. Ένα μόνο κερί στο υπόγειο έφεγγε της
αντίστασης να δέσει τα σαντάλια της. Πάνω παχιά ταινία παρασιτική του πεπτικού
ο βηματισμός των λεγεώνων.
3
Ο τρίτος γύρος τρισχειρότερα. Η
αλλεργία σου με τη στατιστική: πού πάει αυτό επιτέλους; Τρώει το δέρμα πρώτα
ύστερα όλα τα άλλα με το γυαλόχαρτο. Γύρος
τέταρτος οι πόρτες. Εντός διασκεπτόμενοι ποιος πρώτος ποιος από θέση ισχύος: ορθογώνια η τράπεζα, στρογγύλη η τράπεζα. Έξω γορίλας Μηνάς ο πέμπτος, μακαρθικός του
Αιγόκερω, τα χέρια πίσω, πάνω κάτω στο διάδρομο της αυτοκρατορίας.
4
Τελευταίος γύρος οι εσχατιές. Εσύ
που επέμενες θερίζοντας λογισμό και λόγο· εσύ θερίζοντας. Πέρα και πέρα ο χώρος άδειο σπίτι. Ένα - ένα του παίρνανε τα έπιπλα, αηδιασμένος
παρέδωσε στο τέλος και το μεγαλείο του. Τι
παλιατζήδες. Εσύ επέμενες πως χάνει η
αίσθηση αίμα συνέχεια, αδύνατον να παραδεχτείς τι θα πει πεδιάδα.
Ξάφνου (ω δίοπε κάπου Νοέμβριος) στο κλιμακοστάσιο το κεφάλι κόπηκε. Σκαλί - σκαλί από τον έκτο πήρε να κατρακυλά
την επικράτεια. Στον πέμπτο με Ηράκλειτο
εκπνέοντας. Στον τέταρτο με Ρωμανό. Στον τρίτο η χάρτα του Ατλαντικού τα ασυνάρτητα
για δικαιώματα, η διακήρυξη ως το δεύτερο. Στον πρώτο λίγα του Μακρυγιάννη ακόμα, ως το
ισόγειο, έτσι. Εκεί με το ως πότε
παλικάρια… ξεψύχησε. Αυτά.
ΠΑΡΕΞ
ΟΤΑΝ ΠΕΡΝΟΥΝΕ ΑΝΕΜΟΙ
Όταν την έρημη οδό προς
Ελευσίνα
περνάς η έπαρση μέσα σε
πεύκα και Αθηναίος
κι είναι πρωί δυο μέλισσες
ποιο χτεσινό χειρόγραφο
ποια εφηβεία των
πενακοσιομέδιμνων
που να σου βγει του
ονείρου στο θαλασσί και στη φευγάλα;
Το βράδυ η Κυριακή
αιμάτωμα
σακί της σόγιας
τρίριγο σ’ ανήλιαγα του τελωνείου
φαρμάκι και φαινόλη σ’
επιστρέφει.
Ισθμοί κορίνθιοι, τα
Μέγαρα ορνιθοειδή
οι βάρβαροι από Αριμαθείας
με κύμβαλα
κι οι σημαίες της Mobil
σε κηδεύουν.
Τα μάτια φαγωμένα από
αρθρόποδα
η κνήμη έξω απ’ την άρμη
μαρμαρένια
οι πέτρες της
φραγκοκρατίας επίμονες και τα φύκια ως κάτω.
Ποιος είπε τις
επιστροφές μυστικό των βράχων;
Τώρα προς Αθηνά η οδός με
απανθρακώσεις
γυλιοί παγούρια οροπέδια
Νεστοριανών,
τα γεωφυσικά ελεγεία του
Μίμνερμου
όλο το χαρτικό της
επιμελητείας τελοσπάντων άχρηστο
ο λόχος αιφνιδιασμένος που
σκορπάει προς Ασπρόπυργο
οι φαντάροι που ρίχνονται
σε θηλυκά αγελαδοτρόφων
στον ουρανό ιλιγγιώδης η
υψικάμινος
ή πώς ανάβει τα μέταλλα ο
νόστος τέτοιος όλεθρος.
Το μόνο που σώθηκε η
φυτεία στουπιών
περνά του σκοτωμού μ’
ογδόντα μίλια
ξυστά στο πλάι σου μετά η στροφή,
και που χάνονται στάχυα σ’
ανηφόρες
χύνεσαι διάμεσος σκιών
που αγγίζεις σκεύη του
μαρτυρίου μη απτόμενα
που προσφωνείς με αριθμούς
το πολύ με ενώσεις του
άνθρακα
τον αυτοκράτορα
που τρώει το χέρι του ή τα
πιθάρια του
και τη διαταγή του να μην
ηχούν οι σαλπιγκτές
πάρεξ όταν περνούνε άνεμοι
πρίγκιπες ή Αθηναίοι…
Έτσι με τις πληγές των
Κυριακών εριστικός
ποτέ δε βρίσκεις βραδινές
εφημερίδες να λέμε για αφαιμάξεις.
[από τη συλλογή
του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]
ΤΡΟΧΙΑ
(από τη
συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Τώρα μέσα από το στήθος μου περνάς
με ανοίγματα ερημιάς
αφήνοντας χρυσά νομίσματα
σαν ήλιος μέσ’ από κοφίνια που τα ξεπάτωσε η σιωπή,
αμνημόνευτη αλλιώς σ’ αυτούς τους
τόπους
Για κείνο το άσπρο ανάμεσα του τρία
και του τέσσερα
χρεώθηκα βροχές
το αίμα δυο ασβών πίσω από σκοίνα
και μια γονυκλισία μέρες του
Ακαθίστου,
να μην είναι θάνατος ούτε
ενωμοτία του Σεπτέμβρη
ούτε η μπόλια του μεσημεριού απλωμένη ανάμεσα του ύπνου των αλόγων.
Έτσι θα περιμένεις Μάη Ιούλιο ίσως και Αύγουστο
κάνε δυο δεκαετίες με κολεόπτερα και
βάλε μπορεί και αιώνα
μήγαρις βγω από νερά αλλοιωμένος
και γίνει φως και γίνει σκότος
ημέρα πρώτη της δημιουργίας!..
Sequence
(στον Φίλιππο Βλάχο)
Σήκωνε ψηλά στα χέρια το
κεφάλι του κομμένο
σαν που βγαίνουν τα άγια ή
σαν
που πριν τη μυστηριακή
φωνή
ψίθυροι κωδωνίσκων και
θυμίαμα σε γονατίζουν.
Έτσι βάδιζε, ακέφαλος σαν
ιερέας.
Λογάριαζε μ’ ένα δύο
φεγγάρια το πολύ με τρία
να προφτάσει
να μη βγάλει άχνα
βδομάδες τώρα στανικώς για
μύηση
σε απομονωτήρια να πει ένα
σκέτο ναι.
Δε λέει.
Ίσα πέρα μύριζε καμένη
λέξη
Γι’ απόψε των τετράπλευρων
είναι πάλι να πεθάνομε οι
χθόνιοι και πάλι.
Θάλασσα έφιππη ντυμένη
σίδερο
με φουσκάλες και ανίκητους
λογάριθμους.
Η θάλασσα·
ορθωμένη στους
αναβατήρες με σπιρούνια του τετράρχη
ανασέρνει από τους βυθούς
καινούργια ονόματα
λέει το Θεό γείσο του
αγέρα τον άρτο γέφυρα
το αίμα ξέφωτο με
καναρίνια…
Τι είναι τότε που ξεσέρνει
στη διάρκεια
και σφαδάζεις άσπρος ανθρακίτης;
Να, κι αυτό σε βάρος σου:
γύμναζες λέει εννιά οργιές
σκυλί τον άναρχο
ν’ αλυχτάει την περίπολο
τη δυναστεία
το δάχτυλο που βρωμά και
ζέχνει
και που πανάθεμά το ακόμα
δείχνει
κι ενώ δεν είναι να
ειπωθεί πια τίποτα.
Πήρα λοιπόν μονάδα το διηνεκές
εκείνο το σχιστόλιθο: που
έλειπες·
σάματις είχα κι άλλο;
Έτσι άρχιζε η αρίθμηση το
ξήλωμα
φάνηκαν τα καρφιά , τα
σημάδια από το συρματόσκοινο,
όλος μου ο πέμπτος θάνατος
να σφυρίζει ένα σκοπό:
γυαλί και φλόμος ανάμεσα σε παράλληλες.
Ο άλλος συνέχεια βάδιζε
άχρονος πια
σφαγμένος, λάμνοντας με τα
ξεφτέρουγα
σπίθιζε το κεφάλι του σα
δισκοπότηρο
κι ανέβαινε κι ανέβαινε:
-…Τη σεξουαλική
υψικάμινο ξεφώνισαν οι θυμικοί.
ένας μόνο στωικός: - Τις λαμπηδόνες, είπε
-Τούτο εστί το σώμα μου
χίλια κομμάτια
κοπετός που πάει τραίνο ή
τουφεκιά
ξερνώντας ονόματα και
βράχια
που μουσκεύει με το
σύννεφο
που τρώει του ήλιου το
ψωμί
κρυφά απ’ το σιαμαμίθι
μην τονε δουν και μην τονε
γνωρίσουν
και μη ρωτάς που τα μάτια
του είναι κοιμητήρια.
Ευθεία σημαίνει να είσαι
ηλεκτρόδιο να είσαι η ρίζα
η ανατίναξη ένα χιλιοστό
απ’ το φιτίλι
μες στο τρισάγιο ο λάκκος
με τα κόκαλα
εκείνος που χτυπούσανε
πισώπλατα
κι ο άλλος που σύρθηκε ως
μέσα στο σκυλί
που ύστερα προσχώρησε στα
δένδρα,
ω νύχτα οστεοφυλάκιο μου.
Τι τρίξιμο, τι ράγισμα
που καταδέχτηκεν ετούτη τη
φορά να τους ε φτύσει.
Η ριπή ούτε που ακούστηκε
μες στους αιώνες
Μ’ ένα λοιπόν με δυο με
τρία
τώρα λογάριαζε με φεγγάρια
ατέλειωτα
κι εκείνος το βιολί: να
περνά καταμεσί
η συνέχεια
ή κίτρινος σφαγμένος.
[από τη συλλογή
του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]
ΜΕ ΤΑ
ΔΙΣΕΓΓΟΝΑ ΤΩΝ ΦΕΓΓΑΡΙΩΝ
(από τη συλλογή του Έκτορα
Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Να λες αναφορά σε λεπτά
μικτόγραμμα
κάθε που η λιανή γραμμή
σβήνει σε ψύχα μάρμαρο
όπως η κνήμη ας πούμε του
κουπολάτη
Αλκέτα δυτικά του Λεπάντο,
ή όπως ρίχτηκε απ’ τα ψηλά
του Ακροκόριθου
κάτω στα βράχια φτύνοντας
Φράγκους
η φωνή μου
κι από βυζαντινούς μονάχα
ο Σγουρός ακολουθώντας
στα χίλια διακόσια οκτώ
αυτόχειρας.
Πώς μέσα σε βυθισμένα
σύννεφα;
πώς άναβε ως την στιγμήν
ετούτη η μνήμη;
λες και ήτανε πάνω σε
λυχνοφάναρο του
Έπαχτου ν’ αναπλέεις
ρωγμές της θάλασσας
ή Ενετίες από μολύβι κι
ύστερα ρωτάς:
-Πώς τάχα φέγγουνε οι
βυθοί;
Πώς σέρνει η μοναξιά φωνή
και πάει ολόισα
από τους
προσωκρατικούς ως τον Αντιοχέα Μαρκούζε;
Είπανε πως μια τέτοια
ακροβασία
όπου να ’ναι συνεχίζεται
ιδιωτικός πυρετός.
Για το που λύνουν οι αρμοί
στο σπίτι μας
κι οι κλυδωνιές δε λένε λέξη
ούτε που ανάμεσα σε
Φιλισταίους
κι εταιρείες πετρελαίων
ταξιδεύει η πέτρα.
Το που καταμεσί της πέτρας
με τα δισέγγονα των
φεγγαριών
όλο και οραματίζομαι μια
σύναξη
την τρέλα του ήλιου να
γεννά
φωνήεντα της Μονεμβασιάς
δεν θα το ιδούνε.
Αυτό δε θα το πουν.
ΜΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΤΑ ΤΟΞΑ ΠΟΥ ΜΑΣ
ΞΕΣΚΙΣΑΝ ΤΟ ΝΟΥ;
(…δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι;)
Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά
όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο
σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη
εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει!.. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή
προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του
ονείρου – Επιλογές στίχων δηλαδή από συλλογές Έκτορα Κακναβάτου για σένα που
ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο
στο καυτερό σου γήινο αίμα… και μόνο
ένα βήμα μένει κατά σένα η μελλούμενη πορεία αξία έσχατη, το ελάχιστο μέτρο να
σε ψάχνω, όχι να σε βρω!.. Δικό σου είναι αυτό που αναζητώ που ούτε σχήμα έγινε
ούτε καν νόημα μα εντός σαλεύει… Πως τάχα φέγγουνε οι βυθοί; Πως σέρνει η
μοναξιά φωνή και πάει ολόισα από τους προσωκρατικούς ως τον Αντιοχέα Μαρκούζε;
Η ριπή ούτε που ακούστηκε μες στους αιώνες!.. Πήρα λοιπόν μονάδα το διηνεκές
εκείνο το σχιστόλιθο: που έλειπες… Τώρα
μεσ’ απ’ το στήθος μου περνάς με αινίγματα ερημιάς!..
Παρασκευή, 22 Ιουλίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου