Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

ΔΕΝ ΑΝΗΣΥΧΗΣΕΝ Ο ΝΕΡΩΝ ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΕ ΤΟΥ ΔΕΛΦΙΚΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ ΤΟΝ ΧΡΗΣΜΟΝ:

 (… «τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται…»)


Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.

Τριάντα χρόνω είναι. Πολύ αρκετή

είν’ η διορία που ο θεός τον δίνει

για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.

 

Τώρα στην Ρώμη θα επιστρέφει κουρασμένος λίγο,

αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξίδι αυτό,

που ήταν όλο μέρες απολαύσεως –

στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια…

Των πόλεων της Αχαϊας εσπέρες…

Α των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων…

 

Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας

κρυφά το στράτευμα του συναθροίζει και το ασκεί,

ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.

[Η ΔΙΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΩΝΟΣ, ένα από τα Ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη, που είναι γραμμένα το 1918]

Ανθολογούνται παρακάτω κι άλλα ποιήματα που είναι γραμμένα την ίδια χρονική περίοδο  από την πρώτη πλήρη  έκδοση των Ποιημάτων του Καβάφη,  ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1935  - ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι]

ΛΑΝΗ ΤΑΦΟΣ, Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι… 

ΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ, Θα ’ναι μόλις είκοσι δύο ετών

ΝΟΗΣΙΣ, Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος…

ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Δεν είδαν, επί αιώνας, τέτοια ωραία δώρα…

ΑΠ’ ΤΕΣ ΕΝΝΙΑ, Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα…

ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ, Κλαίει το παλάτι, κλαίει ο βασιλεύς…

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΣΠΙΤΙ, Θες περπατώντας σε μια συνοικία…

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ 628 – 655  μ.Χ

 

 


ΛΑΝΗ ΤΑΦΟΣ

(κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1917)

Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,

στον τάφο που έρχεσαι και κλαις και  μένεις ώρες κι ώρες

στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες και ώρες.

Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου

στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα,

που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τι είχε που ν’ αξίζει,

που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τι είχες αγαπήσει.

 

Θυμάσαι, Μάρκε, που έφερες από του ανθυπάτου

το μέγαρον τον Κυρηναίο περίφημο ζωγράφο,

και με τι καλλιτεχνικήν εκείνος πανουργία

μόλις είδε τον φίλο σου κι ήθελε να σας πείσει

που ως Υάκινθον εξ άπαντος έπρεπε να τον κάμει

(μ’ αυτόν τον τρόπο πιο πολύ θ’ ακούονταν η εικών του).

 

Μα ο Λάνης σου δεν δάνειζε την εμορφιά του έτσι·

και σταθερά εναντιωθείς είπε να παρουσιάσει

όχι διόλου τον Υάκινθον, όχι κανέναν άλλον,

αλλά τον Λάνη, υιό του Ραμετίχου, Αλεξανδρέα.

 

ΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Θα ’ναι μόλις είκοσι δυο ετών.

Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα

χρόνια πρωτύτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.

 

Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.

Και μονάχα προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·

δεν είχα ούτε ώρα για να πιω πολύ.

Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.

 

Κι αν δεν θυμούμαι, που –ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.

 

Α τώρα, να, που κάθισε στο διπλανό τραπέζι

γνωρίζω κάθε κίνηση που κάμνει –κι απ’ τα ρούχα κάτω

γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.

 

ΝΟΗΣΙΣ

Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος –

πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.

 

Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες…

 

Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε.

 

Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο

μορφώνονταν βουλές της ποιήσεως μου,

σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.

 

Γι’ αυτό κι η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.

Κι η αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν’ αλλάξω

διαρκούσαν δυο εβδομάδες το πολύ

 

ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Δεν είδαν, επί αιώνας, τέτοια ωραία δώρα στους Δελφούς

σαν τούτα που εστάλθηκαν από τους δυο τους αδελφούς,

τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Αφού τα πήραν

όμως, ανησύχησαν οι ιερείς για το χρησμό. Την πείραν

όλην των θα χρειασθούν το πώς με οξύνοιαν να συνταχθεί,

ποιος απ’ τους δυο, ποιος από τους τέτοιους δυο να δυσαρεστηθεί.

Και συνεδριάζουνε την νύχτα μυστικά

και συζητούν των Λαγιδών τα οικογενειακά.

 

Αλλά ιδού οι πρέσβεις επανήλθαν. Χαιρετούν.

Στην Αλεξάνδρεια επιστρέφουν, λεν. Και δεν ζητούν

χρησμό κανένα. Κι οι ιερείς τ’ ακούνε με χαρά

(εννοείται, που κρατούν τα δώρα τα λαμπρά),

αλλ’ είναι και στο έπακρον απορημένοι,

μη νοιώθοντας τι η εξαφνική αδιαφορία αυτή σημαίνει.

Γιατί αγνοούν που χθες στους πρέσβεις ήλθαν νέα βαριά.

Στην Ρώμη δόθηκε ο χρησμός· έγινε εκεί η μοιρασιά.

 

ΑΠ’ ΤΕΣ ΕΝΝΙΑ

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασε η ώρα

απ’ τες εννιά που άναψα τη λάμπα,

και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

 

Το είδωλον του νέου σώματός μου,

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

ήλθε και με ηύρε και με θύμισε

κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,

και περασμένην ηδονή – τι τολμηρή ηδονή!

Κι επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,

δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,

κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,

και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά

 

Το είδωλον του νέου σώματός μου

ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·

πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,

αισθήματα δικών μου, αισθήματα

των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

 

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

 

ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ

Κλαίει το παλάτι, κλαίει ο βασιλεύς,

απαρηγόρητος θρηνεί ο βασιλεύς Ηρώδης,

η πολιτεία ολόκληρη κλαίει για τον Αριστόβουλο

που έτσι άδικα, τυχαίως πνίχθηκε

παίζοντας με τους φίλους του μες στο νερό.

 

Κι όταν το μάθουνε και στ’ άλλα μέρη,

όταν επάνω στη Συρία διαδοθεί,

κι από τους Έλληνας πολλοί θα λυπηθούν·

όσοι ποιηταί και γλύπται θα πενθήσουν,

γιατί είχεν ακουσθεί σ’ αυτούς ο Αριστόβουλος,

και ποια τους φαντασία για έφηβο ποτέ

έφτασε τέτοιαν εμορφιά σαν του παιδιού αυτού·

ποιο άγαλμα Θεού αξιώθηκεν η Αντιόχεια

σαν το παιδί αυτό του Ισραήλ.

 

Οδύρεται και κλαίει η Πρώτη Πριγκιπέσσα·

η μάνα του, η πιο μεγάλη Εβρέσσα.

Οδύρεται και κλαίει η Αλεξάνδρεια για την συμφορά –

Μα σαν βρεθεί μονάχη της αλλάζει ο καημός της.

Βογγά· φρενιάζει· βρίζει· καταριέται.

Πώς την έγέλασαν! Πώς την φενάκισαν!

Πώς επιτέλους έγινεν ο σκοπός των!

Το ρήμαξαν το σπίτι των Ασαμωναίων.

Πώς το κατόρθωσε ο κακούργος βασιλεύς·

ο δόλιος, ο φαύλος, ο αλιτήριος.

Πώς το κατόρθωσε. Τι καταχθόνιο σχέδιο

που να μη νοιώσει κι η Μαριάμμη τίποτε.

Αν ένιωθε η Μαριάμμη, αν υποπτευόταν,

θάβρισκε τρόπο το αδέλφι της να σώσει·

βασίλισσα είναι τέλος, θα μπορούσε κάτι.

Πώς θα θριαμβεύουν τώρα και θα χαίρονται κρυφά

η μοχθηρές εκείνες, Κύπρος και Σαλώμη·

η πρόστυχες γυναίκες, Κύπρος και Σαλώμη -

Και νάναι ανίσχυρη, κι αναγκασμένη

να κάνει που πιστεύει τες ψευτιές των·

να μη μπορεί προς το λαό να πάγει,

να βρει και να φωνάξει στους Εβραίους,

να πει, να πει πώς έγινε το φονικό.

 

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Θες  περπατώντας σε μια συνοικία

απόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτι

που έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ.

Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρως

με την εξαίσια του ισχύν.

Και χθες

σαν πέρασ’ απ’ το δρόμο τον παλιό,

αμέσως ωραϊσθησαν απ’ τη γοητεία του έρωτος

τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, η πέτρες,

και τοίχοι και μπαλκόνια και παράθυρα·

τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί.

 

Και καθώς στεκόμουν κι εκύτταζα την πόρτα,

και στεκόμουν κι εβράδυνα κάτω απ’ το σπίτι,

η υπόστασίς μου όλη απέδιδε

την φυλαχθείσα ηδονική συγκίνησι

 

ΜΕ ΛΟΓΙΑ, ΜΕ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΡΟΠΟΥΣ  ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΗ ΘΑ ΚΑΜΩ ΠΑΝΟΠΛΙΑ…

(…και θ’ αντικρίζω έτσι τους κακούς ανθρώπους…  χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία…)

 Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα ξέρει   κανείς απ’ όσους με πλησιάζουν   πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη, κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν  -  Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη.   Άραγε νάκαμε ποτέ την πανοπλία αυτή;   Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.   Εϊκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε!..   [ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, 628 – 655 μ.Χ., ένα από τα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη που είναι γραμμένο το 1918]

Τετάρτη, 20 Ιουλίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ