Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ ΛΕΞΕΩΝ για το ΑΘΩΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ

 (ποιήματα Κατερίνας Κατσίρη για τη Ζοζέτ)


μια γυναίκα καθαρόαιμη στο δανεικό της σώμα,

δένοντας τις συλλαβές αγγέλων με θεούς,

περιδιαβάζει τις αλήθειες    μοιράζοντας αλλιώτικα το θάνατο

μια γυναίκα που ερωτευμένη ωριμότητα

αγκάλιασε ανάγλυφη συνείδηση

και οι δοτικές όπου τη μάτωναν

ίσα τσεπώνουν τώρα τη ρέουσα ορμή της:

και το φεγγάρι υψώνεται σαν άνθρωπος

και η δύναμη που λέγεται αλήθεια

στη  μοβ  λυμένη της ιδέα σμίγει αίσθημα παράφορο

για το μύθο του ζωγράφου που αγάπησε

 

Αχ, να στερέωνε ο «άνθρωπος» τη θέση του

πάνω σ' ένα σημείο της Ζοζέτ

να γινόταν όραση και αίσθημα

και στίχος που ακουμπά παντού

να βλέπαμε απόκριση από την τέχνη

κι απέναντι δυο πράγματα μαζί:

τη Ζοζέτ του άλλου νου   και τις διαθήκες που πιάστηκαν λοξά   σε μια σιωπή της

να γίνονται πάλι χωράφια και βράχοι

κι ο χρόνος που διαστρέφει τέτοιες βαρύτητες

κλειστός στην πέτρα να τελειώνει

κουβαλώντας ήλιο από μαύρο αίμα

πώς λένε τα μάτια θάλασσα ή φωτιά

δυο δρόμοι ακουμπούν στις πόρτες της επάνω:

ο έρωτας και ο θάνατος

 



ΕΚΑΤΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΟΖΕΤ

1
Η μάνα χρωματιστή στ’ αόρατο
και περιμένοντας να συναχτούμε όλοι
σε πλήρες πεντάλεπτο μεσημεριού
και η Ζοζέτ,
που όταν ήμουνα μικρή
απαγχόνιζε τις μισολιπόθυμες αποστάσεις
στην αδράνεια του νου και μου ’λεγε με σοβαρότητα:
«Εγώ θα σπάσω
τα θηλυκά τους συμπεράσματα
θα σπάσω τις ανώφελες οράσεις
μα προπάντων το θάνατο στην εκμηδένιση»,
να μου εμπιστεύεται αιφνίδια το σώμα της
και ν’ αποπλέει σ’ εκκρεμότητα
διαστέλλοντας το αύριο

Να μου εμπιστεύεται
τον τόπο
τα πουλιά
που αποδείχνουνε τον κόσμο ποίηση
φεύγοντας απομόναχη
σαν λήκυθος

2
Βυθισμένη πια η Ζοζέτ
στ' αριστερά του αναλυμένου κινδύνου
το ραδιόφωνο δυναμώνει εκκωφαντικά
και η φωτιά να βλέπει από δυο όψεις
Γυναίκα καθαρόαιμη    στο δανεικό της σώμα
περιδιαβάζει τις αλήθειες
μοιράζοντας    αλλιώτικα το θάνατο

3
Την είδα τούτη την εικόνα της  ασπρόμαυρη,
που δασκάλευε στην όραση την ταχύτητα
κι ύστερα π’ έτρεχε προπάντων να προλάβει
της συγκινήσεως το άσπρο
κι εγώ να γράφω τεντωμένη
γι’ αυτούς που έχει πλάσει
στο μηδέν

4
Σας μιλάω με ενόραση διαστέλλοντας
τα σπλάχνα της
που ερωτευμένα ωριμότητα
αγκάλιασαν ανάγλυφη συνείδηση
και με τα χέρια της
τρέχοντας άνθρωπο καιγόμενο
εκείθε των θνητών
και του θεού που απουσιάζει

5
Σ’ εκείνο το πεπρωμένο που οδοιπορεί
τι πόδια χρειάζεται για τ’ αποστήματα
του κόσμου
τι σύμβολα αντίδοτα
βαθύτερα του πόνου;
Τώρα που κόβει μόνη της το χρόνο
με ποιες καρφίτσες να πληρώνει
τα έρημα που υπάρχουνε στο αίμα;

6
Υποθέτω πως δεν υπάρχουν πια
αρτηριακά φιλάσθενα
όπως εκείνη η ψυχολογική τυφλότητα
που απερίσκεπτη την αλυσόδενε
στο αίμα
να ρητορέψει τη δική της Παναγία
Υποθέτω πως τα θνητά ψευδώνυμα
απουσιάζουν
κι οι δοτικές οπού την μάτωναν
ίσα τσεπώνουν τώρα
τη ρέουσα ορμή της

7
Ω πως γλιστρά αθέατη
από τα χαραγμένα πράγματα
και του ανέμου, δένοντας
τις συλλαβές αγγέλων με θεούς!
Με ταπεινούς υπαινιγμούς σβήνει το πρόσωπο
και το βάρος απ’ τα νεανικά της στήθη
μεταμορφώνεται αλλιώτικα
Ξάφνου τα έχει όλα!
Και το φεγγάρι που υψώνεται σαν άνθρωπος
και δύναμη που λέγεται αλήθεια

Ω σιγουριά και άνοδος της ύπαρξης!
Εμείς ποτέ δεν θα ’χουμε αέρα…

8
Περνά τα όρια της ψυχής πια η Ζοζέτ
και αιωρείται παράξενα η σελήνη
στο σώμα της
με δίχως θραύσμα θάνατου

Η μπλε σελήνη της σκοτεινής καλύβας της
όπως κι οι δυο μορφές
που ταίριαζαν της φαντασίας μας

Μονάχα του σπαθιού το μήνυμα
Στης μάνας της τη κίνηση

Αυτό να γίνεται ο τριγμός
στην άκρη του ματιού
αυτό αποκαλύπτοντας
την άρρωστη οδύνη
του παραδείσου της προσωρινής μας γης

9
Μ' αρέσει να διηγιέμαι για τη Ζοζέτ
πώς συνδράμει αέναες εισπνεύσεις
σε μυριάδες ύπνους
Κοιτάχτε πόσα μικρά ουρλιαχτά
αστάθμητα στο αίμα
δονούνται ωσάν αλαζονείες
να την ξεκοιλιάσουν
μέσα σε κυλινδρούμενο καπνό

μα κείνη λίγο πιο πάνω
να τους ξεφεύγει ψιθυρίζοντας:
ανάθεμά σας
σας κατάκαψα
ξοφλώντας σάρκα με τη σάρκα
ανάθεμά σας χάροι
τον ξαφνικό μου θάνατο κατάκαψα

10
Είναι αλήθεια πως έγραφε μισή γυναίκα
τέλεια αποκτημένη της σάρκας της
και βράχος σύμβολο απ' τα φανερωμένα πράγματα
Αυτός ο σκληρός βράχος
με την κόκκινη κίνηση του χρόνου
και το βόρειο μπλε της μνήμης

Βράχος και γυναίκα
που ανταμώνουν ένα λεπτότερο ον
στη μοβ λυμένη τους ιδέα
ή σμίγουν αίσθημα παράφορο
για το μύθο του ζωγράφου που αγάπησαν

Ένα ζωγράφο κοκκινογάλαζο
από μαλλιά
και χρώμα στιγμιαίο της λαλιάς
που τις συγκλόνισε σαν ταιριαστό ειδύλλιο

Αυτό το ζωγράφο ερωτευθήκανε
η μία είκοσι ετών
κι ο βράχος μέσ' στο σώμα του
να υπερβαίνει τις αιχμές του πόνου

Λες κι ήταν έννοια μοναχά
που βγαίνει από θαμμένα βράχια
ή ακόμη από ανθρώπους φτωχούς της απελπισίας

Αχ Αλίμονο, τέτοιο πόνο
γυναίκα και βράχος εκδηλώσανε στ' απόλυτο
κι αγνόησαν τα πράγματα
που περιέχουν άλλους χρόνους

Είναι αυτός ο πόνος στα ποιήματά της
που ανέρχεται σαν έμμονη ιδέα
και κατατρίβει με λευκή φωτιά
τους άλλους χρόνους που μιλούν γι’ αυτήν

11
Ο πόνος είναι ανθρώπινος
πολύ ανθρώπινος για το θεό των μεγάλων δασών
γιατί αυτός δεν κατέχει φαντασία
ούτε τον πόνο της γέννας
στο σώμα του

Αλλά η Ζοζέτ το ήξερε.
Από παιδί της μάνας της το ήξερε
πως είναι θέμα αθωότητας
να μείνεις γυναίκα μπλεγμένη με το δάσος
δίχως τη φαντασία σου να χάσεις

12
Πόσες φορές
στο χαμηλό της μέτωπο
έλυσε τις εννιά ημέρες
από το γάλα της απόγνωσης
Με αιφνίδια εμβάθυνση του πόνου
να ακολουθεί της γέννησης το πένθος
ή μ’ ένα θάνατο να ανασταίνει
και τα πενήντα ορφανά της

Κι έτσι να γίνεται αγνή κι αθώα
στα μπράτσα που ζυμώνει τα παιδιά

13.
Μια φωνή χρειαζόταν !
Ακριβώς τη μπλε φωνή
που μεταλλάζει τ’ ανεξόφλητα
στο βράχο των αποχαιρετισμών

Αν υπήρχε μ' επιτήδευση
στη διαφορά της
ω πόσο θα 'τρεμε η ρήξη των ονείρων
απάνω στην υγρή εσάρπα της
Πόσο θα εκπλησσόταν και ο χρόνος
που θάφτηκε με κόκαλα μαρτύρων
για την εικόνα του ανθρώπου

...............  .......................

17.
Απειλήθηκε με τον έρωτα τόσο πολύ
κι ας έμοιαζε στα πέλματα παιδί
που μεγαλώνει σε πηγή θανάτου
Απειλήθηκε όταν την άγγιξε
από τους ήχους της ύλης
κι ας έλεγε το βάρος του κορμιού της
δεν έχω πεπρωμένα στήθια
να σύρω πάνω τους τα ρίγη

Και πονούσε η μικρή γυναίκα
να μάχεται το φεγγάρι
που μεταμόρφωνε ψηλά
τον ουρανό σε έρωτα
και να πνέει ο έρωτας ώρες κινδύνου
κοντά της
όπως κι ο θάνατος
που χάθηκε
...............


21.
Κι εδώ, σ' αυτό το κακό που όδευε
ο μοιρασμένος κόσμος
και χάνονταν οι λεπτομέρειες του νου
προσπάθησε να θυμηθεί μια λέξη
που ντύθηκε μια φορά
από της μάνα της τον κόρφο

Μια υπέροχη λέξη
που εκδηλώνεται μέσα στο απόλυτο
του εαυτού,
κι ο εαυτός της
δεν είχε μυστικά από τις βαθιές συλλαβές

Παρόλο που η ενθύμηση χωρίς μεταφορές
με κατανόηση συμπλήρωσε το χρόνο
κι έγειρε στην απόσταση του γένους της
Στερέωσε και όραση αισθήσεων
από τον κύκλο
των πατέρων της
κι εκραύγασε τη θέση του ανθρώπου

Κι όπως λύθηκαν ξαφνικά όλες οι λέξεις
στην αρχή της σύλληψης
του θεού και των ανθρώπων
μια πίστη άγρια μικρή
κοκκίνισε το θάνατο και τις γεννήσεις

Ω Θε μου!
μη δίνεις όνομα σ' αυτή τη λέξη
μη δίνεις όνομα σ' αυτή την πίστη
μη δίνεις όνομα στην προφητεία

22.
Κάποια μέρα
που μόνο η σιγή θα πλάθει τη φωτιά
στον κήπο μου
θα προδώσω τα πέντε μάτια της που εναπόθεσε
τούτη την πίστη

θα την κρεμάσω παντού

Στις σκιές
που αφουγκράζονται το δωμάτιό μου
και δακρύζουν
στο μνηστήρα κοίτα που βάλανε
καίγοντας μιαν ιδέα μου
και ’φυγαν όλα τα χελιδόνια

στο τελευταίο αντίο
που έπλασε ο μύθος
των θεών

Και στην καρδιά μου

Αχ στην καρδιά
που γκρέμισαν οι κόσμοι
αρνούμενοι την προφητεία

23.
Θα μπορούσα να περιγράψω
ολόκληρο το παρελθόν
στα ρυτιδώματα του ηττημένου χρόνου σας
Θα μπορούσα, το ελαφρύ της ένδυμα σαν τύφλωση
να βγάλω
πιο λάγνο κι από τις ασέλγειες
που ακονίζεται το αίμα

Και να φυσάω διαρκώς βροχή
που απλώνεται σε μια γυναίκα
κι ο εαυτός της ακουμπά
σε δυο μορφές αλήθειας

Και πραγματικά
με τη βοήθεια του δαίμονα
θ’ ανάσταινα πρωταρχικά το νου
και όλους τους λειωμένους οφθαλμούς της
σε κάθε διότι της οδοιπορίας σας

Και τίποτ’ άλλο
σε ορθία στάση

Μονάχα τον καιρό της ακηδίας

24.
Εσύ, που ειρωνεύεσαι
με ακηδία τις στιγμές της
και θανατώνεις τη μοναχική της χρείαν
χρίεσαι έννοια μισή
του είμαι και γνωρίζω

25.
Το Είναι που ποίησε η Ζοζέτ
μπορεί να συγχέει την άνθηση των πετάλων
και τους ιριδισμούς
απ’ τα ωραία χείλη μιας επιθυμίας

Μπορεί να συγχέει και τις ανθρώπινες φρίκες
με τις ροές των υπονόμων
που πάνε τα φύλλα, τον ήλιο, τους μήνες, όλα
σ’ ένα γλιστερό ανακάτωμα

μα η δύναμή της χνωτισμένη
από του αόρατου το απόλυτο

Και η ζωή
Κι ο θάνατος
Μονάχα ένα τέχνασμα
Πολύ κοντά της φαντασίας

50.
Καθώς ο νότος επερχόταν
από το σίδηρο στην πέτρα
το ψεύδος απ’ τον κόσμο των ανθρώπων
κηλίδωνε σιγά σιγά το σώμα της Ζοζέτ
Να την αδράχνει στο δάχτυλο με το δαχτυλίδι
του νου
και να τη σέρνει στα μεταβλητά
εφτά φεγγάρια ασελγώντας
επάνω στη θηλαστική τους σημασία
Ξέστρωσε όλες τις μορφές
στα χείλη
και απ’ τη δεινή της φαντασία
με τρόπο ύπουλο τη σκέψη

51.
Και η Ζοζέτ,
ισορροπώντας στο ανέγγιχτο της σκέψης
ξανοίχτηκε στη γη της σύλληψής της

με ήχο που τεμάχιζε τη νύχτα
του μαχαιριού αιμάτωνε την άκρη
με φόνους για το ψεύδος του πλευρού της

κι ύστερα με σκληρότητα
απ' τη σκληρότερη ψυχή
στο σύνορό της ξέπλυνε τους φόνους
ίσως και το σημάδι
από τα χέρια του θεού

προχώρησε τόσο βαθιά
που έσμιξε τον τρόπο του θανάτου
στα όρια των φόνων του θεού

98.
Ας έρθει τώρα μονολογούσε
ταραγμένη η Ζοζέτ
από το νόημα της απελπισίας

Ν' αρχίσει ξανά και ξανά η γέννηση
ερμηνευμένη
στο μυαλό της γυναίκας
με τον κίτρινο νου
και τις διάφορες φωνές από τα πνεύματα
Ας έρθει μέσα στο αίμα
που δεν διακρίνεται καλά το απόλυτο
κι η μάνα χαϊδεύει όχι το τέλειο μωβ
ούτε τον εαυτό της
Του δολοφόνου τον πατέρα
και τους δυο άλλους γιους
που καθυστέρησαν του χρόνου το σφυγμό

Αχ, έλα τώρα με μιαν εμμονή
λεπτή γνώση
να διαβάσω την προφητεία
στο ένατο ποίημα του χρόνου

99.
Επειδή η φωνή της δεν ήταν πια δική μας
κι ο αέρας του κανενός
σκέπαζε ακόμα τη λίμνη που τη σκοτώσαν
αρπάξαμε το αίμα απ' το φεγγάρι
και φτιάχναμε ανθρώπους των ανθρώπων
Τρεις τέσσερις που στοχάζονταν να ζήσουν
μ' αυτή την καταγωγή
και μόνο έναν απ' του χάους τις ιδέες
Αυτός ο ένας
ήταν η πίστη
για το λύσιμο του στίχου
Αυτός που θ' άγγιζε τα πράγματα
συντονισμένος στο μηδέν
και θα ικανοποιούσε τα τελικά άσματα
Και τα αισθήματα
που κυκλοφορούν σε μια θέση του κόσμου
και δείχνουν χρόνο της ζωής
από το θάνατο
Ο άνθρωπος
των δυο αναπνοών
ισότιμος της μνήμης του θεού

100.
Αχ, να στερέωνε ο «άνθρωπος» τη θέση του
πάνω σ' ένα σημείο της Ζοζέτ

να γινόταν όραση
και αίσθημα
και στίχος που ακουμπά παντού
να βλέπαμε απόκριση από την τέχνη
κι απέναντι δυο πράγματα μαζί:
τη Ζοζέτ του άλλου νου
και τις διαθήκες που πιάστηκαν λοξά
σε μια σιωπή της
να γίνονται πάλι χωράφια
και βράχοι
κι ο χρόνος που διαστρέφει τέτοιες βαρύτητες
κλειστός στην πέτρα να τελειώνει

Τον ξέρω αυτό το χρόνο
που κρύωσε τα βιβλία και το ψωμί της

Πρώτα έσκαψε μιαν άγρυπνη νύχτα
χωρίς το φεγγάρι του εαυτού της
κι έπειτα άλλη μία
κι άλλη μια ξένη
και η ψυχή που στήριζε τα χρόνια έπεσε

Αυτό τον άνθρωπο του χάους
σκέφτομαι συνεχώς

Να 'ρχόταν άδειος - άδειος από γη
να βλέπαμε σωστά τον εαυτό της

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ