Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ ΜΟΥ ΔΙΑΦΑΝΕΣ ΑΥΛΑΙΕΣ

 (… όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει

Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ…)


1

Η κράσις της λυσίκουμου παιδίσκης

Μεταβιβάζει την αιθρία    Στο πλήρωμα του ταξιδιού 

2

Το βλέμμα της ευχής   Το ράπισμα του περασμένου

Αλληλουχία ποδισμένων καραβιών

Μέσα σε φωτεινές λεκάνες με ανεμώνες

3

Της φύσεως τα δόρατα

Μπροστά στη σάρκα των ιππέων

Κλώθουν κατάστηθα το μέγα

Βιβλίο της ακηλίδωτης μανίας

4

Η λήξις είναι μια εσπέρα

Στα χόρτα της το διάστημα στενεύει 

5

Μετά την ομορφιά της

 Στέκει και παρατηρεί τους θαυμαστάς

6

Έμφυτη η κλίσις των γυμνών ανθρώπων

Η οπτασία της σιγής μοιάζει με κάκτους

Που στέκουν εμπρός σε κύπελο γιομάτο

7

Χάρτης αμέριμνος   Και σπόγγος εορτής

Πηγαίνουν και έρχονται με τεντωμένα τόξα 

8

Φεύγουν οι νουνεχείς δρομάδες.

Τα βήματά τους είναι πολίχνες ανομβρίας 

9

Ο σπίνος που μας περιμένει

Είναι ταυτόχρονα και τρυγητής

10

Θα πάρω μεσ’ τα δίχτυα μου τη βάρκα

Που θα με φέρει σήμερα κοντά σου

11

Η θερμή λειτουργία

Τώρα εκπέμπει τολύπες 

12

Του φλοίσβου τα ψηλά βουνά

Κεχριμπαρένια αλόγατα   Στο βάθος μιας σακούλας

13

Υπάρχουν άνθη που μοιάζουν με τα χέρια

Τα δάχτυλά τους ψαύουν κι ευωδιάζουν

14

Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει

Καμιά φορά σηκώνεται κι ουρλιάζει

Μα πάντοτε τα ύδατά της παραμένουν

 Θάλασσα της θαλάσσης

15

Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά

Που νύχτα μέρα διασχίζουν τον αέρα  

16

Είναι τα βλέφαρα μου διάφανες αυλαίες

Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει

Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθω (16)

[στίχοι από την ενότητα ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΥΘΟΥ 1935  στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου.

Ακολουθούν επιλογές  από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 1935 (Έαρ σαν πάντα,   Το Φράγμα,   Καρπός Ελαίου   Η φιλία   και  Στιγμή Πορφύρας)

Όλα αντιγραφή και επικόλληση από την έκδοση:

ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ  και ΕΝΔΟΧΩΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Γαλαξίας

πρώτη έκδοση Υψικαμίνου 1934, Ενδοχώρας 1945.

 


ΕΑΡ ΣΑΝ ΠΑΝΤΑ

(από την ενότητα  «Οι Σπόνδυλοι της Πολιτείας» στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)

Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλατου χωριού με το κόκκινό της φόρεμα

Πρώτα μικρή κι έπειτα μεγάλη

Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου

Και πιάνει τα σύννεφα και τα συνθλίβει επί του στήθους της

Ίσως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλύτερος  καημός απ’ το δικό της

Ίσως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πυρακτωμένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου

Ίσως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου έκθεσις πιο εκτεταμένη

Έκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστορία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως

Εδώ κι εκεί να κόβουν λαιμητόμοι

Θερμές σταγόνες πέφτουνε στη γη

Ο γήλοφος που σχηματίστηκε στο κυριότερο σημείο της πτώσεως

Φουσκώνει κι ανεβαίνει ακόμη

Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα

Κανένα διαμάντι πιο βαρύ

Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους

Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο

Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη

Είναι γιομάτη ως επάνω

Κι απ’ τα νερά της αναδύεται μια πολύ μικρή παιδίσκη ωραιοτάτη

Ελπίδα μας αυριανή

 

ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ

Παρά τα κρηπιδώματα παρά τα γρανιτώδη έργα

Ο βράχος εκπέμπει την κραυγή του

Τα χειμερινά λουλούδια παύουν ν’ αναπνέουν

Σταγόνες βελουδένιες πέφτουν μπρος στον καθρέφτη

Η σερματιά που μόλις έφτασε κατεποντίσθη

Στην αμμουδιά στέκει ακόμη μια γριά και παρατηρεί τα γηρατειά της θάλασσας

Το πρόσωπό της το σουρώνει ο άνεμος

Και τ’ άσπρα της μαλλιά περιτυλίγονται γύρω από τα ξάρτια του καραβιού

Τα κόκκαλά της γυμνώνονται από τη σάρκα τους

Κι η γριά κτυπά τα δάχτυλά της

Μια ισπανίς χορεύει ένα ένα φαντάγκο

Το φάνταγμα της Γρενάδας την μεθύσκει

Οι γρεναδιέροι την κοιτάζουν

Τα κύτταρά τους διαστέλλονται

Μια μέλισσα βγαίνει και χάνεται στον άνεμο

Ένα γαρίφαλο ανθεί στην θέσι της

Τα κρόταλα της χορευτρίας τ’ αρπάζει ο άνεμος

Κι αρχίζει να σφυρίζει όπως σφυρίζει καμιά φορά ο κροταλίας

Το δράμα αυτό της παραλίας δεν υφίσταται

Υφίσταται μόνον ο προϊστάμενος των γρεναδιέρων

Στέκει στην άκρη του λιμενοβραχίονος

Προσμένοντας την άφιξι της αρραβωνιαστικιάς του.

[από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΕΝΔΟΧΩΡΑ]

 

ΚΑΡΠΟΣ ΕΛΑΙΟΥ 

(από την ενότητα  «Οι Σπόνδυλοι της Πολιτείας» στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)

Επάνω από τη δοσοληψία  των μιασματικών υδάτων μιας νήσου που κατεδικάσθη οριστικώς

Η άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει

Η πίστις της περιπετείας δεν χαλαρώθηκε

Τα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μεσ’ στα νερά της νεότητας

Ένας νέος συναντά μια νέα και την φιλεί

Από τα χείλη τους αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες

Όλη η ζωή τους μοιάζει με λειβάδι

Επαύλεις εδώ κι εκεί κοσμούν την πρασιά του

Νεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου

Τα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί σε χώρα πεδινή

Οι θρίαμβοι των καισάρων περνούν καμιά φορά απ’ αυτή τη χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων

Οι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους και τους παρακαλούν

Μια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη

Κάθε μαργαριτάρι είναι μια σταγών και κάθε σταγών είναι ένας δράκος

Το κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα παιδιάκια μεσ’ στους ίσκιους

Τα θρύψαλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι κι αυτά πετράδια

Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλληκάρια.

 

Η ΦΙΛΙΑ

Όταν εγγίζει το χνούδι της ημέρας το πουλί

Η σκόνη πέφτει και στη θέση της πηδά γυμνός ο ίμερος

Δεν αναλίσκονται τα πρωινά τεχνάσματα της επιούσης

Φωνάζουν αύριο - αύριο και μετατρέπουν την ιδική τους ευστοχιά

Σε θαλπωρή μαστών που δεν ξεχνά ποτέ ο ούριος άνεμος

Την στρογγυλάδα τους και τους αναπαλμούς που προκαλούν οι θωπείες

Κι έτσι η αύριο γίνεται σήμερα

Και πέφτουν μονομιάς τα στόρια της επαύλεως

Πέφτουν οι πέπλοι και αποκαλύπτεται ο θύσανος

Της κεντρικής επιθυμίας

Ενώ στη μέση της πλατείας

Χειρονομούν ομάδες ανθρώπων σιωπηλά

Και σφίγγουν μες τα χέρια τους τα γάντια.

[από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΕΝΔΟΧΩΡΑ]

 

ΩΡΙΩΝ

(από την ενότητα  «Οι Σπόνδυλοι της Πολιτείας» στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)

Η απροσδιόριστη εποχή με τα λελέκια της

Επέπλευσε στους ογκοπάγους και φέρεται προς δυσμάς

Γυμνά τα κρύσταλλα γυμνά τα χελιδόνια μεσ’ τον ήλιο

Και τραγουδούν την διασταύρωσι στον κατεβασμό

Ριπή της γης

Φαρέτρες της ανοίξεως

Δεν δολιχοδρομούν οι πάγοι δίχως κάποια ελπίδα

Η θαλπωρή κάθε φωνής περιέχει ολόκληρη τη σημασία της

Τρόπις της εξορμήσεως

Με τα πανίσχυρα λελέκια στον κατεβασμό

Τα πολικά ιριδίσματα ξαναγεννιούνται μεσ’ στα σύννεφα

Κι από τις χθεσινές σκιές τραβούνε οι συρτές τα ψάρια

Χαίνει ο ουρανός και φτερουγίζουν τα μαμούνια

Η δύσις αυτή είναι της οπτασίας

Δεν είναι ανάγκη να κρυφτούν οι γλάροι

Όρθιοι οι ναύτες ψάχνουν τον ορίζοντα

Μια κιβωτός εφάνη στο Αραφάτ

Κλάδον ελαίας προσκομίζει μια νεράιδα

Κρατά στα δόντια της ένα δαχτυλίδι

Τα δάχτυλά της έχουν ευγλωττία

Το μήνυμά της έρχεται από μακριά

Τριάντα χρόνια περιμέναμε στους ογκοπάγους τη διασταύρωσι με τη σειρήνα

Όταν ακούστηκε το σφύριγμα του βαποριού

Κι εφάνηκε η σειρήνα στο μειδίαμά της

Χωρίς αμφιβολία μας περίμενε απ’ το πρωί

Όταν βιάζονται τα λόγια φθάνει η φωνή

Και τα λελέκια περιίπτανται μέσα στο φως της

Ανατολή ανατολή

Τρόπις του ήλιου στα χαράματα

Κατεβασμός των ογκοπάγων

Ο Θόλος καθενός μας γεμίζει από ρόδινα πούπουλα

Πολλοί από μας καπνίζουν πίπες από γιούσουρι

Άλλοι τσιμπούκια από αφρόν θαλάσσης

Και το πλατάγισμα της προσεγγίσεως μας

Θυμίζει το όνομα μιας παμπαλαίας πόλεως

Όλοι μας τρέχουμε να δούμε αν φανερώθηκε

Αφού ο ορίζων λάμπει

Αφού της μοιάζει τόσο.

 

ΚΑΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΔΕΝ ΔΙΕΥΡΥΝΕΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΠΟΘΟ

(ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΡΦΥΡΑΣ από την ενότητα  «Οι Σπόνδυλοι της Πολιτείας» στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)

Καμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο   Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά   Η γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει   Το πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι   Είναι από κορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή   Όταν λιώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες   Τα νερά μας μεθούν   Οι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των   Άλλες ξανθές κι άλλες μελαχροινές   Έχουν στην όψι τους την ανταύγεια των ελπίδων μας   Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας   Κι εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους   Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν   Οι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται   Τα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων χρόνων   Τα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας   Μεσ’ στις κουφάλες τους αναπαύονται χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως   Καμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες   Κι οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα [ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΡΦΥΡΑΣ στην ενότητα Οι Σπόνδυλοι της Πολιτείας από τη συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου]

Πέμπτη, 14 Ιουλίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ