(… κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο…):
Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού
Αδελφάκι του σύννεφου!
Κοντά σου είδες ν’ ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο
Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες Τα
πιο χρωματιστά
Βαθιά - βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου
Ψηλά - ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
Και πέρα - πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.
Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνε η πάχνη
Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς
Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
Αλλά και τ’ αγριοχαμόγελο
Σε μεγάλους χτύπους δένδρων Σε
μεγάλα λιοστάσια παντρειάς
Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα
Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού
Εκεί που τ’ άστρα προμηνούν τη θύελλα.
Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο
Παντελονάκι αέρινο
Στήθος του βράχου κρίνο του νερού
Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!
[δέκατο απόσπασμα από τη συλλογή του
Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, πρώτη έκδοση 1943
και άλλα αποσπάσματα από αυτή τη συλλογή
με αντιγραφή και επικόλληση από
την πέμπτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρία 1974]
ΝΑΥΤΑΚΙ
ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ
(11ο
απόσπασμα από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, 1974)
Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μεσ’ στα σύννεφα
Πατάει τα φύκια τ’ ουρανού,
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας
Άγγελοι! Σία τα κουπιά
Ν’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!
Κάτω στη γη πώς καμαρώνει το
αρχοντολόι του περιβολιού!
Όταν γυρίζει ο αλάδανος το αχτένιστο
κεφάλι του
Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε
Κι η Ευαγγελίστρια μπαίνει
Γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία
στο μέτωπο
Με αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιά
Κι ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη
στον ηλιοκαμένον ώμο της!
-Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρια μου!
Τι μπάλες θαλασσιά γαρούφαλλα ρίχνουν στο μώλο τα
κανόνια σου
Πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι
φωτιές σου
Και πώς λυγάς τις φοινικιές όταν
τρελαίνεται ο γαρμπής
Και σούρνει άμμους και βότσαλα!
Περνάν οι ελπίδες μεσ’ στα μάτια της
Με βάρκες από σουπιοκόκκαλο
Στα τρία δελφίνια που χοροπηδούν
Πίσω της φλοκωτές παντιέρες
ανεμίζουνε!
-Αχ με τι βιόλες με τι πασχαλιές
Θα κάρφωνα έλεος μιαν ευχή στα στήθια
σου
Να όριζες άλλο ριζικό μου εμένα!
Δεν την αντέχω τη στεριά
Δεν με βαστάνε οι νεραντζιές
Δώσε να πάω για τ’ ανοιχτά με μπαλωθιές και σήμαντρα!
Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα
Κιόλας ακούω τραχιά φωνή ψηλά πάνω από
τις ντάπιες
Χτυπάει - χτυπάει στις χάλκινες
αμπάρες
Χτυπάει - χτυπάει κι αντρειεύεται
Στράφτουν σαν ήλιοι τα τσαπράζια της
Αχ και προστάζει – δεν ακούς;-
Αχ και προστάζει: η Μπουμπουλίνα!
Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία
χαμογελά
Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο
της μοιάζει!
-Ναι βρε κεφάλι αγύριστο
Ναι, βρε ναυτάκι του περιβολιού
Στον ύπνο σου προσμένουν τρία
τρικάταρτα!
Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια
κόκκινα
Μ’ ένα σουγιά στο χέρι
Πάει το ναυτάκι του περιβολιού
Κόβει τα κίτρινα σκοινιά
Λασκάρει τ’ άσπρα σύννεφα
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μπαρούτι σκάει στα όνειρα
Λαμπρή στα φύκια του ουρανού!
ΑΝΕΜΟΙ
ΞΥΠΟΛΥΤΟΙ ΑΝΕΜΟΙ
(12ο
απόσπασμα από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ)
Μισοβουλιαγμένες βάρκες
Ξύλα που πρήζονται με απόλαυση
Άνεμοι ξυπόλητοι άνεμοι
Στα σοκάκια που κουφάθηκαν
Πέτρινοι κατήφοροι
Ο μουγκός ο τρελός
Η μισοχτισμένη ελπίδα.
Μεγάλα νέα καμπάνες
Στις αυλές άσπρες μπουγάδες
Στις παραλίες οι σκελετοί
Μπογιές κατράμι νέφτι
Ετοιμασίες της Παναγίας
Που για να γιορτάσει ελπίζει
Άσπρα πανιά και γαλανές σημαιούλες.
Κι εσύ στα πάνω περιβόλια
Κτήνος της αγριαχλαδιάς
Λιγνό άγουρο αγόρι
Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου
Να παίρνει μυρωδιά
Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά
Να σιγοκαίγεται απ’ τις ορτανσίες.
ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΜΑΣ ΔΕΝ
ΘΑ ΤΗΝ ΠΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ
Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μεσ’ στις
κυδωνιές
Το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα
κλήματα
Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει
κατάσαρκα
Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ’ αλώνια
Που καμώνουνται το γίγα σε μωρά παιδιά
ξυπόλητα
Οι ζωγραφιές του ανάστα ο Θεός
Στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα
δάχτυλά τους
Ο ασβέστης που βαστάει στη ράχη του τα
μεσημέρια
Και τα τζιτζίκια τα τζιτζίκια μεσ’ στ’
αυτιά των δένδρων.
Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλία
Μεγάλο καλοκαίρι από φελλό
Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια
Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια
Των βράχων φυσαρμόνικες
Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη του
κακού ψαρά
Ξέρες περήφανες στις πετονιές του
ήλιου.
Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την
πει κανένας
Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την
πούμε εμείς.
[13ο
απόσπασμα από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, πρώτη έκδοση 1943]
ΕΙΜΑΣΤΕ
ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ
(14ο απόσπασμα από τον ΗΛΙΟ τον ΠΡΩΤΟ του
Οδυσσέα Ελύτη)
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά
μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια
Μια πεταλούδα πέταξε απ’ τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
Απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των
ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δεν θυμότανε καθόλου τα σκουλήκια
έσερνε.
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω - τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα
κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη
στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας, λέγε μας
τη ζωή.
Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’
τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας
ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει
μαγνήτης το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό
το ’χουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε
μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που
μισεύουνε
Είμαστε από καλή γενιά
ΧΥΣΕ
ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΛΑΔΙ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ
(…δεν
είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχής…)
Η τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος
ηλιομάντισσας
Χορεύει για την άνοιξη
Κι η ζάλη του Μαγιού στης
φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλια
Σκίζει το χρόνο ανοίγει διάπλατα τα
φύλλα των δρυμών
Τόσο που η καρδιά του επαίτη σφίγγεται
Τα ρόδα που πετούν αγκάθια για τους
χορτασμένους
Τα ρόδα που μυρίζουν αιωνιότητα
Τα ρόδα του κρύβουνε στις ίνες
Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση.
Χύσε φωτιά στο λάδι
Λόγχισε το βαρύ έγκυο νέφος
Όπου λουφάζει ο μόχτος της βροχής
Η αμυγδαλιά πλυμένη ανοίγεται
αντιλάμποντας
Τα παιδιά ξεχύνονται στους κάμπους
Οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια
Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο
αετός τη νίκη του!..
[15ο
απόσπασμα από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, πρώτη έκδοση 1943]
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
ΦΑΝΗΚΕ ΝΑ’ΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ
Η
ΠΟΝΤΟΘΩΡΗΤΗ ΠΑΡΘΕΝΑ ΕΛΠΙΔΑ
(16ο
απόσπασμα από τη συλλογή του Οδυσσέα
Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, Ίκαρος, Πέμπτη έκδοση1974)
Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πώς περνούμε τις μέρες και τις
νύχτες μας
Ένας θεός το ξέρει.
Φίλε μου όταν ανάβει η νύχτα την
ηλεκτρική σου οδύνη
Βλέπω το δένδρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν
Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.
Κι όμως του πόθου το όραμα ξυπνάει μια
μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά
γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς
τη θέλησες
Κοντεύεις να την δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.
Δώσε το χέρι σου – πριν συναχθούν
πουλιά
Στους ώμους των ανθρώπων και το
κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να ’ρχεται από
μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και προχωράμε!
ΜΗΤΕ ΧΑΡΑΣ
ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ
Έπαιξα με το χιόνι του Χελμού
Μαύρισα μεσ’ στης Λέσβος τους ελαιώνες
Έριξα βότσαλα λευκά σε μια Μυρτώα
θάλασσα
Έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη
ράχη.
Τόποι που με του φεγγαριού το
αλησμονάνθι
Και με του ήλιου τους χυμούς με
θρέψατε
Σήμερα ονειρεύομαι για σας
Μάτια που να σας συντροφέψουν μ’ ένα
φως καλύτερο.
Μάτια για ένα περίπατο καλύτερο
Οι νυχτιές χαλκεύουνε στα έγκατά σας
Ζωγραφιές ηράκλειες.
Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη
ζωή
Δίχως ν’ αστροπελεκιστεί απ’ το θάνατο
Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου
αγέρα
Θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο
Και θα γεννηθεί
Εκείνος θα ’χει μεσ’ στα στήθια του
εκατό αιώνες
Μα θα είναι νέος
Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού
Που χύνεται απ’ την πλευρά της μέρας
Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού
Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού
σκιά
Μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη
[17ο
απόσπασμα από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, πρώτη έκδοση 1943]
ΨΗΛΑ Μ’ ΕΝΑΝ ΠΥΡΣΟ ΑΠΟ ΣΤΑΧΥΑ Η
ΛΕΒΕΝΤΙΑ
(…προχωρεί μες τα κύματα και
τραγουδάει…):
Ω παιδιά που
με νιώθετε – πατριωτάκια του ήλιου Με
βέργες και παράξενα
πουλιά στα χέρια Με χλοερές καρδιές και
μάτια καθαρά Που ακούτε από τις
παραλίες την ανατολή να βουίζει Ζεσταίνοντας στην αγκαλιά σας ένα φως
απέραντο Από την άκρη τ’ ουρανού ως το
βάθος της καρδιάς Με πείσμα πορφυρό –
πατριωτάκια του ήλιου Που λέτε: ο μόνος
δρόμος είναι η ανατολή!.. Της ελιάς και
της συκιάς και του κυπαρισσιού Των
αμπελιών των ξεροπόταμων και των μεγάλων τρούλων Η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη
των ονείρων σας Ακούστε με είμαι από
τους δικούς σας δώστε μου ένα χέρι Που
ν’ αγαπάει μεμιάς να κόβει τα ολόκληρα όνειρα
Να κολυμπάει ελεύθερα στα νιάτα των νεφών Η γη μιλάει κι ακούγεται απ’ το ρίγος των
ματιών [18ο απόσπασμα από τη
συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, Ίκαρος Εκδοτική 5η έκδοση
Αθήνα 1974]
Δευτέρα, 11
Ιουλίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου