Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

ΣΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ ΜΠΑΧ

 (… όπως λάμπει με όλη την οικογένειά του   στη συλλογή του Νίκου Καρούζου  ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ 1964 – Τύχη Πρώτη: μεσ’ στον υπνόσακο των ορατών η αιχμαλωσία μου… )


Ένα ποτάμι τραγουδά τη νύχτα με τ’ αστέρια   περνώντας απ’ τα στήθη

για ν’ αστράφτει ο θνητός αίφνης ωσάν άσπρος

ανήφορος που δεν τρομάζει τα πουλιά στην ουράνια φύση.

Κι ένα ποτάμι σκοτεινό σαν απριλιάτικη ρομφαία

σχίζει για πάντα την καρδιά μου

σε βυσσινιές ανάμεσα σε πορτοκαλεώνες

και τώρα να χαρίσω τα ποτάμια ήρθε η ώρα.

 

Λευκός εκεί που φίλησα φρέσκα φύλλα

της αόρατης λεμονιάς ο άγγελος φρέσκα φύλλα

έχει ανοίξει τα φτερά και ταξιδεύει σε μαύρους υετούς

και πάλι βγαίνει στον ήλιο

και τεφρώνεται με κλειστά φτερά στην Κοιτίδα.

 

Δεν έχει εποχή δεν έχει εποχή   κι από τον ύπνο παρθένας

ιερέας έλληνας ανεβαίνει σε ψαλμούς

αλλάζοντας μ’ άσπρες λαμπάδες τ’ αστέρια

και με το δισκοπότηρο αλλάζει τη σελήνη.

 

Πόση και πόση νύχτα

σα γιορτασμένη παλλακή από χρωματιστό μεσημέρι

και χτίζει παλάτια ο δαιδαλώδης ύπνος των νηπίων

άφαντο πηγάδι γεμάτο φως

κι η δεντρογαλιά στην χλωρή της οπτασίωση.

Ψηλά δεσμώτης ο ήλιος   απάνω απ’ τις βίες και τα κράτη

πολλαπλασιασμένος Ιησούς ο πύρινος και σφαγή.

Με τα μαγιάτικα χιλιάδες άστρα

πάει ψηλά και η φρυγανώδης προσευχή του ανθρώπου

με της Ανοίξεως το μέθυσμα σαλεύει ο πανταχού νεκρός

από μεγάλες λάμψεις ενωμένος χόρτο με χόρτο   σπόρο με σπόρο

χώμα χαρμόσυνο με χώμα   χαρμόσυνο πάλι.

Χρυσός υψοκράτης κι ο νους έγινε σάλπιγγα

τα σπλάχνα τα κατοίκησε αυλός

για ν’ ακούω ταραγμένος όσο το στήθος έχει τη πνοή

και θα φουσκώνει πάντα η θάλασσα του στέρνου.

 

Με σίδερο που καίει θ’ αναστήσω τις πληγές

ώστε να πέσει το νεκρό κι αμοίραστο πουλί στην ελπίδα μου.

Χαίρε των ήχων ο Υπερίωνας   και πάλι χαίρε των ήχων ο Υπερέλληνας

αφού πέρ’ απ’ τους ήχους

τα ουράνια σφίγγουν έρημα τη μουσική τους

χαίρε των άστρων ο που είδε την ορθόπλωρη λάμψη

σ’ ωκεανούς αναστραμμένους από τυφώνες αγάπης

χαίρε ο ναυπηγός της χαράς το σκάφος και ο ναυτίλος

χαίρε συ περισκόπιον όταν οι θνητοί βλέπουμε

την εκστατική μεγάλη επιφάνεια.

 

Μαύρα τα έλατα και τρίζουν οι οξιές απ’ το πολύ φεγγάρι

μονάχος ανεβαίνεις το βουνό και καρτεράς αλλόφρων αίμα

να ξεπηδήσει μες στη νύχτα η φωτιά του νου.

Χαίρε ψυχρέ Γαλαξία   η παραδείσια σκόνη στα πρόσωπα

χαίρε ουρανοδρόμε και χαίρε ορθόδοξε

γιατί έχεις τη θλίψη σα Βρυέννιος

έχεις τον άνωθεν έρωτα σα Μάρκος Ευγενικός

έχεις το τρίχινο ράσο του Νικηφόρου Φωκά τη γλώσσα του Χρυσοστόμου

τ’ άυλα που είδεν Ισαάκ ο Σύρος

κείνο το μαύρο έλατο σε φοβερόν αγέρα

που ρήμαξε με σπιθίσματα χιλιάδες το σκοτάδι.

 

Στους θνητούς καιρούς η φωνή στη λαλιά

κι ο υγρός ουρανίσκος αντηχεί την ουσία

τ’ άλογο της ελπίδας βγαίνει στα λιβάδια των ευτυχιών

και σαν άνθος είναι το σώμα.

 

Νικήθηκε, νικήθηκε τούτος ο χειμώνας

και το στήθος στήνει ολοένα ελευθερίες.

Βόρειος αετός αστράφτει στο γαλάζιον ήλιο

βόρειος με φωτοστέφανο στο στήθος.

 

Στην Αττική του έαρος ο Ιησούς πεθαίνει

πόση χαρά πόση χαρά

των Μαριών τα μύρα κι οι πληγές ολόφωτες

πόση χαρά πόση χαρά.

 

Μαύρο πουλάκι διάβαινε στο καθαρό αγέρι

δρόμο δεν άρχισε ποτέ και δρόμο εμπρός δεν είχε

τη λύπη μόνο άνοιξε με τα μικρά φτερά του

και γέμισε ο ουρανός μελάνι

κι η νύχτα λέει της ξαστεριάς δε έχω αστέρια απόψε.

[ΣΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ ΜΠΑΧ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ Τύχη Πρώτη  1964  Συγκεντρωτικός τόμος ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1961 – 1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία]

 


ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΠΟΤΙΣΤΗΡΙ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964)

ΟΛΟΣ Ο ΚΗΠΟΣ

Άνεμοι μαύροι ως την ταραχή της ακέραστης παρθένας

και κρυώνει κάθε γαλάζιος μέσα στην πλάση

που χύνοντας θύελλες και τρόμο στα δίκαια δένδρα

φέρνει απ’ το θάνατο κάτι τραγούδια σαν πελέκια

να κομματιάσουμε ακόμη την καρδιά μας

εδώ στα δάση με τις βόρειες φωτιές

όταν ο καιρός ευωδιάζει από κορίτσια.

Είναι παλιά η βρύση που λαλεί

και πέφτουν αετοί στο δενδρολίβανο

πνέω μακριά πνέω στην παρθένα

οι σάλπιγγες αχ έρημες εμένα καλούν

εμένα πάνε στο εικόνισμα

σ’ εκείνη την άγρια εκκλησιά που λάμπουν

ερωτευμένα φίδια μόνα τους

έχοντας από κρυψώνες χόρτων όλη τη σιωπή

και τη χαρά να σύρονται στα όνειρά μου.

Σ’ ένα κήπο τραγουδώ ματώνοντας τ’ αστέρια

τι λάβα χύνεται στις ανθρώπινες πράξεις

ο θεός φανερώθη στην πύλη και θροϊζει ο διάβολος

είμαι λοιπόν ο υετός που λύγισε και σπαθίζει το γαλάζιο ανήφορο

και η μοίρα μου αγαθή και η μοίρα μου άσπρη

μητέρα ξανθή απ’ τον ήλιο σκοτωμένο βράδυ.

Εγώ κρατώ τη χρυσή κούπα και στέργω τη λάμψη

που κέρδισα πίνοντας ηχόεν το νερό   με λησμοσύνη των βράχων

ως την απάτητη κορφή του νου

μέρα και νύχτα τις ουράνιες φωνές ακούγοντας

ωσάν τα ζάρια   σε νεκρά μεσάνυχτα

 

ΣΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΛΑ

Ήχος με πάει σαν ιερά οδός εκεί που λάμπει το σκουλήκι

κι επταετής προσεύχομαι στη μοναξιά των άστρων

εκεί φωνάζω τ’ όχι του θανάτου τ’ όχι της χαράς

ο ακατοίκητος

 

ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Πείνασα τ’ όνειρο  σα σκύλος

ένα κόκαλο στο γαλάζιο καύμα του θέρους.

Αλλ’ υπάρχει πάντα νερό τρεχούμενο η έλπιση

ω μουσική που μοιάζεις με πτηνό από ήχους

είσαι πυρά και χορεύει αξόδευτη η μαινάδα.

 

ΣΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ

Πώς η αγάπη με κερνά περιστέρια

πώς η αγάπη με κερνά το αγίασμα

πώς η αγάπη με κερνά τη λευκότητα των άστρων

 

ΣΤΟΥΣ ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ

Α η τύχη να υπάρχουμε πόσο ταιριάζει στο ηλιοβασίλεμα

στυλίτες άνεμοι και πιο πάνω το κουκούλι της συμφοράς

είναι μακριά το σπίτι μας

από φως αστέρων είναι χτισμένο

μακριά στο χελιδόνισμα της καμπάνας

οι καρποί του σώματος ώριμοι να πέσουν

εκεί που τυφλώνει ο φώσφορος του έαρος

όπως ο νους αγγίζει το ποθούμενον.

 

ΣΤ’ ΑΓΙΟΚΛΗΜΑΤΑ

Τώρα πνεύμα βαθύ και πάλι φανερώσου

και τον αθώο υετό διώξε απ’ το γεράκι

για να πετά πιο βέβαιο στην πλησμονή του ήλιου

τώρα Καιόμενε δείξε το γαλάζιο χέρι

και με δύναμη βγάλε τη συννεφιά

να σκοτεινιάσει πάλι η μοίρα μας.

Θα πάρω τον πόνο θα τραγουδήσω το μαύρο μου στήθος

είμαι πικρός ανήφορος και νους μελαγχολίας

 

ΣΤΟΥΣ ΔΥΟΣΜΟΥΣ

Ω καλοκαίρι που ευωδιάζεις από ηλιοβασιλέματα

να ο θνητός   έχει δυο φλόγες  και το ρολόγι των εποχών άδειο

με σιδερένια στους ήχους απραξίαν όπως

εγώ κοιτάζω τις φλόγες

η μια στον ουρανό το φως θ’ αναμετρήσει με τον τάφο

και τις ρίζες του σώματος ανάβει πάντα η άλλη.

 

ΣΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ

Ακούω τις γυναίκες των αγρών ακούω τον τόπο

ένα γαλάζιο φυλαχτό μεσ’ απ’ τα φτηνά φουστάνια

και τραγουδούν έχοντας όνειρα δύσκολα

σαν μάζες από λιθάρι αλατόμητο πέρα στον ήλιο –

Ελλάδα χορευτικό στροβίλισμα της γεωγραφίας

αιματοχυσία και πνεύμα στους ελαιώνες

 

ΕΙΣΟΔΟΣ

Είναι μια θύρα στα μάτια κάθε νεκρού

με καίει τρόμος απ’ την ηλικία

των λουλουδιών έτσι γρήγορα που φεύγουν

έτσι γρήγορα είναι μια θύρα βαμμένη με τη σιωπή

κι ο θάνατος μονόλιθος.

Κράζει τ’ αηδόνι μαύρος κόρακας και θέλει τη φωνή του

μα δεν έχει γλώσσα η δεύτερη ζωή μας. Καλή νύχτα,

που λέει ο θεατρίνος ή ο ψευδοσκότεινος, δεν υπάρχει

κι ούτε νύχτα κακή  κι ακόμη ούτε νύχτα

είναι μονάχα  το Δεν  το Μη  και  τ’ Όχι σαν καρπός

του δένδρου με τ’ όνομα Εγώ και τ’ άλλο τ’ όνομα  Ταξιδεύω

κι όλα τα λόγια μας εδώ

φενάκη κι εσωτερικά τηλέφωνα

είναι μια θύρα φοβερή

γι’ αυτό κρατούμε τουφέκι το τραγούδι.

Μια θύρα, θύρα η γκρέμιση

το σάλιο του χελιδονιού που φτιάχνει με τα φρύγανα

στα δένδρα ουράνιες φωλιές.

Και χωρίζουμε σε φως και σκοτάδι το Ένα.

Χωρίζουμε τον Οδυρμό σε τύφλωση και θυσία.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964]

 

ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964)

ΧΛΩΡΙΔΑ (Mozart· η καλή Κυριακή)

Ωσεί χιών η χελιδόνα πάει  στον Απρίλη

και τραγουδά ο μήνας κύματι θαλάσσης.

Μελτέμι των ήχων απ’ το καλοκαίρι της πατρίδος μου πάλι

και σε κάθ’ εποχή το πουλί της ευθύνης

πέρα στα δένδρα η αγάπη ευωδιάζει κι εφέτος.

Ο σφυριγμός των ερπετών εδώ νικήθηκε

στους θάμνους οι αστερισμοί πέφτουν έρημοι τη νύχτα.

Φωνάζω και λέω να η δροσιά στα πρωινά μανάβικα της Ελλάδας

κι ο έρωτας από θεού μες στ’ όνομά σου, τρυφερό στοιχειό

μεγάλο σαν ουράνιο μεσημέρι.

Ποια χρυσαυγή με ρόδα στα χείλη και τα έαρα

καθώς αγγίζω το στηθάκι ενός πουλιού σε γαλανή ελπίδα.

Είναι πουλί χαρούμενο σαν αετός και σαν τα κρυερά γεράκια

στροβιλίζονται χιλιάδες άγγελοι σε μακρινό Απρίλη

δεν είναι μήνας του καιρού δεν έχει τις τριάντα μέρες

είναι ψηλά στον ουρανό και διώχνει το σκοτάδι μ’ άσπρους πετεινούς.

 

Η ΠΑΝΙΔΑ (μαύρο Σάββατο Wagner)

Κόκκινος μέσα στη γερμανική νύχτα

και να ηχεί με τίγρισσες αραιές ολόγυρα

το θείο κέρας

χρυσές οι λεπίδες για να χύσουμε το αίμα

κι ο θάνατος ένας επίσημος των ήχων αναβάτης.

Εμπρός και πάλι χελιδόνια

πώς πλημμυρίζετε την τραγωδία με τόση Άνοιξη

πνέει ο σκοτεινός αέρας απ’ το πανικό πεπρωμένο μας

τι κρέας που θέλει το Ιδανικό και μένει αχόρταστο

σε γοερά μεσάνυχτα σκοτεινών ηρώων

όταν οι ήρωες είχαν ακόμη στη θήκη την τιμή

και το θεό να βηματίζει μέσα στο στήθος ατέρμων.

 

ΣΤΑ ΓΥΜΝΑ ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ

Η γλώσσα της ερημιάς μου

στεφανωμένος όπως είμαι στα μεσάνυχτα

με σκοτεινές φαντασίες

ο θείος περίγελως αντίκρυ στο μνήμα…

Και τη σελήνη βλέπω να ομορφαίνει

δένδρα γυναίκες όνειρα

στους τενεκέδες με τα σκουπίδια έξω στις πόρτες

ασήμι, ασήμι για να ελπίζουμε

κι όλα πάνε βαθιά στο τραγούδι

 

Η Ποίηση για μένα είναι μια ερυθρά περιουσία

και χαίρομαι σε χίλια χρόνια

κλαδεύω τα δύσκολα δένδρα των ονείρων

η γαλανή εναντίωση ψηλά

και μονάχος ο άδολος με πτηνά στα χέρια

συντυχαίνει τον Ελευθερωτή.

 

Στο ικρίωμα της ζωής

ανέβηκα και περιμένω  τον αθώο δήμιο

με φέρατε σεις άνεμοι

και περιμένω τη λαμπερή καταιγίδα

Μεσ’ στα δάση τρέχει πάντα το ελάφι μου

στους παιδικούς ύπνους αγγιγμένο.

 

Πώς θα πήγαινα στ’ άνθη χωρίς το κορμί

πώς θα χαιρόμουν απαρηγόρητος την ευωδιά τους

πώς θα γνώριζα τη θλίψη χωρίς τους ανέμους

Είναι αγαθό μεγάλο το κορμί

για να σπιθίζει ο μέσα πορφυρίτης!..

 

Κελί γαλάζιο

κάθετη μοίρα σπαθίζοντας όλη την αγάπη

κι εγώ ανάποδα βλέπω όλα τ’ αστέρια

σε τέτοιο σκοτεινό τροχό

πώς βρέθηκα δεμένος νύχτα

ο ουρανός ευωδερός κι ακράτητος ως τη σελήνη

Μαρία κόκκινη που έχεις τα φτερά σου

για να πετάξεις τώρα με στιγμές από ηλιόχρυσο

με τη λαλιά την έβδομη στην άκρη του αετού

μ’ ένα θυσιαστήριο στα χέρια

τη βλασφημία στο λαιμό

τα λαμπερά σκαθάρια προς το στήθος

που έχεις τα φτερά σου για να πας αλίμονο τόσο ψηλά

μ’ όλα τα χελιδόνια

με το δρακόντειο καλοκαίρι στα μαλλιά

τη δόξα μεσ’ στα μάτια.

 [από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964]

 

ΧΡΟΝΙΑ ΑΙΩΝΕΣ  ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΝΙΑΤΑ  ΠΟΥ ΕΧΕΙ Η ΟΜΟΡΦΙΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964, Τύχη Πρώτη)

ΟΜΟΡΦΑΙΝΩ ΤΗ ΜΟΙΡΑ:  Οι ποιητές είναι πιο άρρωστοι απ’ τις μητέρες   κι ο άξιος εύκολα μένει στο όνειρο   κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος   πολεμά την τίγρισσα,   κι η θρησκεία και η τέχνη κηλίδες απάνω στο θηρίο   κι οι ποιητές και οι φιλόσοφοι κηλίδες   ανώφελες και γύρω τους η ερημιά.   Τρέχει το άγριο ζώο πηδά στροβιλίζει τον τρόμο   και τρέφεται με τους φόνους   και τρέχει το δέρμα του και τρέχουν οι κηλίδες   ακίνητες και γύρω τους η ερημιά.   Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ:  Γλυκό που είναι το σκοτάδι στις εικόνες των προγόνων   άρωμα χέρια μεταληπτικά   ρούχα που τ’ άδραξεν η γαλήνη και δεν γνωρίζουν άνεμο   βαθιά το ελέησον απ’ τους άυλους βράχους   τα μάτια σαν καρποί ευωδάτοι.   Κι ο ψάλτης ολόσωμος ανεβαίνει στο πλατάνι της φωνής   καημένε κόσμε   θυμίαμα η γαλάζια οσμή κι ο καπνός ασημένιος,   κερί να στάζει ολοένα στα παιδόπουλα   καημένε κόσμε   σα βγαίνουν  - ω χαρά πρώτη – με το Ευαγγέλιο και με τις λαμπάδες   κι ύστερα η μεγάλη χαρά να συντροφεύουν τ’ Άγια.   Ο παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ’ άσπρο του φελόνι   καλός πατέρας και καλό παππούς με το σιρόκο στη γενειάδα   χρόνια αιώνες χρόνια και νιάτα πο ’χει η ομορφιά   [ποιήματα από τον ΥΠΝΟΣΑΚΚΟ 1964: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τόμος Α 1961 – 1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία

Δευτέρα, 18 Ιουλίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ