3 μετά τα
μεσάνυχτα
Η νύχτα κολλάει
επάνω μου υγρή και μαλακιά
μου φράζει το
στόμα φράζει τα ρουθούνια
σαν ένα πελώριο
μπαμπάκι χειρουργείου μουσκεμένο στο
αίμα
4 μετά τα
μεσάνυχτα
Χωματένιος ο
αγέρας, χωματένια τα ρούχα
χώμα και βροχή
στο βουλιαγμένο πρόσωπό μου.
Οι φωνές των
τρελών ανεβαίνουν σα φυσαλίδες
μέσα απ’ του
στήθους μου τη σιωπή.
Ξημέρωμα
Είχε απομείνει
το σκοτάδι πάνω στη λάσπη της χαράδρας
δεν έλεγε να
φύγει.
Και το ρολόι
πήγαινε πίσω
ύστερα από τόσες
μεταγγίσεις χρόνου στην εξασθενημένη
ώρα.
(ΑΤΟΜΙΚΟ
ΑΝΤΙΣΚΗΝΟ από τη συλλογή του Τίτου
Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953 – 1954 –
συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1943 -1959]
ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ
ΠΕΤΡΑΣ 1953-54):
Τ’ άστρα
τρελαίνονται κι αφρίζουν
σαν τον
επιληπτικό φαντάρο
που του
’ρθε κρίση την ώρα των ασκήσεων
Το ’κανε
ψέματα, δεν το ’κανε…
Πάντως δε
γλίτωσε πηγαίνοντας στ’ αναρρωτήριο.
Ποτέ δε
θα γλιτώσουμε
αν
αρρωστήσουμε ή φύγουμε.
Ήθελα να
το πω του διπλανού μου
μα
εκείνος τραγουδούσε εμβατήρια.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Απ’ το
κορμί μονάχα μια ξινίλα απόμεινε
μες στ’
άπλυτα σεντόνια. Έρπουν
στο
λατομείο τα χαμένα μέλη.
Στη θέση
τους τυλίγονται υδρόβια φυτά.
Μόνο τα
μάτια επιμένουν: ιδρώτας, κεφάλια κουρεμένα,
θερμόμετρα
και πτυελοδοχεία.
Και δίπλα
ο νοσοκόμος που περίμενε να δώσει αναφορά
και
βλαστημούσε, ξέροντας πως στο διοικητή
ήταν το
ίδιο ανεπιθύμητος ο θάνατος
όσο κι η
ανάρρωση.
Κάτω στο
γήπεδο ακούγονταν φωνές απ’ το ποδόσφαιρο.
[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ
ΠΕΤΡΑΣ 1953 - 1954 που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Α 1943-1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2017]
ΠΡΟΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ
ΠΕΤΡΑΣ 1953-54):
Ι
Με το
μελτέμι σου που δυναμώνει τη νύχτα
με τη
νύχτα σου που δυναμώνει τη σιωπή
και μ’
ένα συρματόπλεγμα τριγύρω στην καρδιά σου
Νησί που
κανείς σεισμός δε θα σε καταπιεί
μακρύ σαν
πέτρινη μαγνητική βελόνη
να
δείχνεις το βοριά και το νότο
της
πορείας μας της ιστορίας του χρόνου
Κι η
θάλασσα κυλάει και φεύγει
κυλάει
και φεύγει
δεν τα’
αντέχει αυτά τα βράχια
κυλάει
και φεύγει
ΙΙ
ΒΕΤΟ,
ΑΕΤΟ, ΓΕΤΟ, ΣΦΑ, το Γάμμα Κέντρο
απ’ την
κορφή ως τα νύχια πέτρα
τ’
αντίσκηνα σα σβόλοι λάσπη
ένα
κομμάτι λάσπη οι άνθρωποι
τρεμόσβηνε
η ψυχή γινόταν χώμα
φασματικές
λάμπες κόβανε τα πρόσωπα
φωτίζοντας
μάτια τρελών
στόματα
που ξεχύναν έντομα
κι ο
άνεμος με τις χοντρές αρβύλες του βασανιστή
μαστίγωνε
το άγριο βουνό με τη ζωστήρα του.
ΙΙΙ
Πηχτά
σκουλήκια των στρατιωτικών αποχωρητηρίων
από τους
βόθρους γιγάντια ποντίκια
όλη τη
νύχτα σκάβουν την κουραμάνα τους γυλιούς
γλιστρούν
πάνω στα πρόσωπα
το
φαγωμένο πρόσωπο μιας γάτας.
Κουρνιάζει
σαν κοράκι η μέρα στο βουνό
και
πέφτει η νύχτα που οι φαντάροι αυνανίζονται
νύχτα με
τα περίπολα τα κινητά ουραία.
Πίσω απ’
τα αποχωρητήρια
δυο
ασελγούσαν μες το φεγγαρόφωτο
ο ένας
είχε γυναίκα και παιδιά.
Κι ένας
Σκαρβέλας
χώνοντας
τη σάπια μούρη του στον ύπνο μου
να δει αν
τραγουδάω.
ΙV
Κυλιόνταν
στους λασπόδρομους οι μεθυσμένοι
ο
γέρο-αντάρτης τραγουδούσε μες σε λυγμούς και σάλια
«Εμπρός
ΕΛΑΣ για την Ελλάδα»
ώσπου τον
έπιασαν οι αλφαμίτες.
Ο
Σοφιανός σερνόταν δίπλα μου
βρωμοκοπώντας
ούζο φωνάζοντας στον άδειο θάλαμο:
«Εγώ
είμαι χαφιές έγινα χαφιές
για μια
σαρανταοχτάωρη άδεια
διώξε με
από κοντά σου, διώξε με».
Κι εγώ
τον κράταγα απ’ το κούτελο
για να
ξεράσει.
V
Έτσι
έμαθα πόσο βαριά είναι η άμμος
πόσο
σκληρή είναι η πέτρα που δεν σπάει
πώς
ξεριζώνονται τα σκίνα κι οι αφάνες.
Η άμμος
έμεινε για πάντα μες στο στόμα μου
η πέτρα
για πάντα στην καρδιά μου
τ’
αγκάθια μείναν για πάντα καρφωμένα μες στα νύχια μου.
ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΩΝ
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ
Κάθε πρωί
ο ήλιος έβγαινε πίσω απ’ τα φυλάκια
φορώντας
μιαν άπλυτη πιτζάμα του νοσοκομείου
και
διέσχιζε αργά το προαύλιο τ’ ουρανού.
Ύστερα
από τόσα χρόνια
είχε κι
εκείνος πάρει συνήθειες των κρατουμένων.
[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ
ΠΕΤΡΑΣ 1953 - 1954 που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1943-1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2017]
ΟΧΙ
ΤΑΠΕΙΝΩΜΕΝΟΣ… ΟΧΙ… Μ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕ ΣΕ ΝΙΩΘΟΥΝ…
(… μα πάντα τραντάζοντας τα πρόσωπά
τους μ’ ένα γέλιο εγρήγορσης…)
Την ώρα που εμείς ανταλλάσουμε
τις μόνιμες καθημερινές κουβέντες μας,
την ώρα που τρώμε το συνηθισμένο
φαγητό μας,
την ώρα που τα νύχια του έρωτα
μπήγονται μες στα σπλάχνα μας και τα
ξεσκίζουν,
κάτω απ’ το χώμα, κάτω από μας,
βουβά κι αναπότρεπτα,
ετοιμάζονται οι μεγάλες αλλαγές.
Οι αλλαγές που περιμένουμε.
Οι αλλαγές που δεν περιμένουμε…
[ ΚΑΤΑΦΑΣΗ ως τίτλος και οι ΑΛΛΑΓΕΣ από τη συλλογή του
Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953 – 1954]
ΣΟΥΒΑΔΕΣ ΟΥΡΑΝΟΥ
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ
ΠΕΤΡΑΣ 1953-54):
Απόμεναν
οι καλτσοδέτες σου
στο
πόμολο του κρεβατιού
κι ένα
χτενάκι των μαλλιών στο πάτωμα.
Απ’ το
παλιό παράθυρο
πέφταν
λίγοι σουβάδες ουρανού.
ΑΜΕΤΑΘΕΤΟ ΟΡΑΜΑ
Και μ’
όλες τις αναστολές που πήραν τα όνειρά μας
πάντα θα
σκέφτομαι μιαν υψικάμινο, πολύξερη
με
χιλιάδες εργάτες να της καθαρίζουν τα δόντια
να την ταΐζουν
σίδερο και κάρβουνο.
Μιαν
υψικάμινο που θα καπνίζει
όσο δεν
καπνίσαμε όλα τα τελευταία χρόνια,
που δεν
θα κόβει το τσιγάρο της στα δύο,
που δεν
θα αφήνει τη λαχτάρα της στη μέση,
κι όλο θα
βγάζει ατσάλι
να
δένονται οι μεγάλες σκαλωσιές
που παν
να φτάσουνε τον ουρανό.
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953 - 1954 που περιλαμβάνεται στη
συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1943-1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2017]
ΦΑΣΗ ΜΙΑΣ ΜΑΧΗΣ
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ
ΠΕΤΡΑΣ 1953-54):
Είμαστε
φάτσα με φάτσα με τον εχθρό μου.
Ένα
γραφείο μονάχα μας χωρίζει
σα
χαράκωμα ή τάφος.
Πίσω απ’ τις
αξιοπρεπείς μας μάσκες
από πολύ
βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος.
Και να
που τούτη τη στιγμή,
τώρα που
παίζεται η ζωή μου,
ανακαλύπτω
στη μορφή του πως
θα
μπορούσα να τον είχα αγαπήσει.
Να που
τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει
στη μορφή
μου
πως θα μπορούσε
να με είχε αγαπήσει.
Είμαστε
φάτσα με φάτσα με τον εχθρό μου.
Το μίσος
άρχισε να
παραμορφώνει τις ευγενικές μας μάσκες!..
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟΝ ΑΗ-ΣΤΡΑΤΗ
Ξημέρωσε
και στη δική μας άκρη
μια μέρα πολύ
καινούργια
πλυμένη
από καιρό στα περιβόλια του χωριού μας
με τις
ξεμπράτσωτες κοπέλες της παντρειάς.
Ξημέρωσε
μια υπόσχεση καλοκαιριού
μια
υπόσχεση για τα μεγάλα δένδρα
που θα
φουντώσουν απ’ τα πρωινά κλωνάρια
και θα
γεμίζουν την πλατεία θρο και σκιά
ως πέρα
από τις βάρκες
όταν
εμείς πια θα ’μαστε γέροι
και θ’
αγαπάμε από μακριά.
Ξημέρωσε ένας
ορίζοντας
για να
κρατάει στην αγκαλιά μετέωρο το βουνό
με τους κρυσταλλωμένους
αιώνες τα κρυσταλλωμένα χιόνια
που ήρεμα
μας κοιτάει και μας κοιτάει χωρίς να γνέφει.
Κι οι
βάρκες τόσο κόκκινες
και τόσο
γρήγορα στεγνώνουν από τη φουρτούνα.
Κι η
αμμουδιά
κι αυτή
στεγνώνει από τα βιαστικά ποτάμια.
Μα για ποιες
φουρτούνες να συλλογιούνται
οι
γέροντες στα καφενεία για ποιες
θάλασσες…
Γιατί να
μην τον θέλουν έναν περίπατο μ’ άξαφνη παρέα…
Όχι, μην
πεις αν ξέρεις
μην το
σκεφτείς πως το μπορείς να ξέρεις.
Μόνο άκου
τα κορίτσια του χωριού μας
τα
ξεμπράτσωτα
καθώς
μαζεύουν απ’ τα σκοινιά μια –μια φρεσκοπλυμένες
τις αυριανές
μας μέρες
και τις φυλάνε
στο μεγάλο σεντούκι των προικιών
ρίχνοντας
δυο χεριές λεβάντα
για το
σκόρο και τη λησμονιά,
[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ
ΠΕΤΡΑΣ 1953 - 1954 που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1943-1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2017]
(σκισμένο γράμμα) ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ…
ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ… ΘΑ…
(… κάθε
που ξημερώνει μισώ τη μέρα που μ’ εμποδίζει να σε σκέφτομαι… - CAUSA)
Ξυπνώντας
Λίγες σταγόνες ύπνος ακόμα στα μαλλιά
Γυμνά πρόσωπα Γυμνό δωμάτιο Ένα κρεβάτι τυχαίο Κορμιά που το κυλινδρικό τους φλούδι Δεν κρύβει καν λίγη εντεριώνη
λησμονιάς… Δίχως μια λέξη δίχως μια κίνηση Σαν την ανυπαρξία του πέρα και του
εδώθε Όπως γλιστράει στις σκοτεινές
στοές τους Ζώντας μονάχα τη στιγμή Που φεύγει…
Που ξέρουμε πως φεύγει… Ξεριζώνω
τις λέξεις μία – μία απ’ το λαρύγγι μου
Αν στάζουν αίμα τύλιξ’ τες στο
μαντίλι σου τύλιξ’ τες με μπαμπάκι ή πάλι πιάσε τις με τη λαβίδα και πες: «Έτσι τα λέει, για εντύπωση»!.. Κάνε επιτέλους ό,τι θες. Όμως δεν φτάνει πια η σιωπή δε φτάνουν πια τα λόγια. Ξεριζώνω μία- μία σκέτες λέξεις. και σου τις στέλνω!.. (ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ το
ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953-1954… ΠΡΟΦΑΣΗ
για κάτι που ξεκίνησε να γράψει ο Ποιητής μα το ξέχασε. «Δεν υπήρχε τίποτα άλλο
από σένα…»]
Παρασκευή, 6
Μαΐου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου