Κυριακή 8 Μαΐου 2022

ΛΙΓΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΚΙ ΕΝΑ ΓΙΑΣΕΜΙ…

 

(… τα κοράλλια πέντε όσα και οι αισθήσεις  και η γαλάζια φούντα ο άπειρος κυματισμός των Ποιημάτων…)

Το γράμμα που επινόησα για κάποιον τάχα Βλαντιμίρ

κι έβαλα   τη Βάλια Νελαβίτσκι να μου το γράψει στα ρώσικα για να τη δαιμονίσω.

Ένα σαλιγκάρι γυάλινο από τη Σκωτία κι ένα νόμισμα

Βασιλέως Δημητρίου του Πολιορκητή δώρα του Πήτερ από τα ταξίδια του.

Η πέτρα μένα στίχο: Et jamais je ne pleure et jamais je ne ris.

Το καλειδοσκόπιο που γύρευα στα παιδικά μου χρόνια και το βρήκα σε κείνο το κινέζικο μαγαζί κοντά στο Ορλάντο.

Ένα φύλλο κισσού από τον τάφο του στο κοιμητήριο του Όβερ συρ Οάζ σα να ’ναι το κομμένο του αυτί.

Το ένα σκουλαρίκι της Ελένης.

Η γκρίζα γραβάτα που μου χάρισε ο διαβόητος Στοππάκιος Παπέγκους βρόχος για μένα όταν τη φορώ.

Ένα χαρτάκι από τσιγάρα με το τηλέφωνο της Πέλιας

που δεν θα πάρω ποτέ.

Όλα τούτα φυλαγμένα σ’ ένα φλωρεντικό κουτί.

Κι ακόμα το κομπολόι του Ποιητή – ενενήντα εννέα χάντρες πέντε κοράλλια και μια γαλάζια φούντα.

Τριάντα τρεις να πας μέσα στον κόσμο

τριάντα τρεις για ν’ ανέβεις στον ουρανό

τριάντα τρεις να κατέβεις στον Άδη.

Και τα κοράλλια πέντε όσα και οι αισθήσεις

Και η γαλάζια φούντα ο άπειρος κυματισμός των ποιημάτων.

[ΤΟ ΚΟΥΤΙ από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ  ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989 




Και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 -2008, Κίχλη:

1.   ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ, Ήταν μαγκωμένος ανάμεσα  στα φύλλα της πόρτας

2.    ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΑΠΕΙΡΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, Το δικό μας βουνό ένα πράσινο ψάρι

3.   ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ, Αλήθεια την είχα ξεχάσει…

4.   Ο ΧΟΚΟΥΖΑΪ και η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΨΑΡΑ, Ίσως ο Χοκουζάι στο όνειρό του είδε τη Γυναίκα του Ψαρά…

5.   ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ, Κάπου εκεί κατά το άβατο μέρος του κήπου…

6.   Η ΣΤΑΧΤΗ, Φύσαγε ο αέρας ανέβαζε τη στάχτη τους… με ένα ΣΧΟΛΙΟ του Δ. Μαρωνίτη για το ποίημα

7.   ΜΟΥ ΕΙΠΑΝ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, Εκεί που κάτι πήγα να σα πω…

8.   Η ΠΟΡΤΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΡΦΤΗΣ, Η πόρτα μισάνοιγε με τον αγέρα

9.   ΤΟ ΚΟΚΑΛΟ, Όταν σκοτώθηκε ο αετός…

10.       ΤΟ ΠΑΙΔΙ και οι ΛΗΣΤΕΣ, Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του πλαγιάζανε τη νύχτα δυο ληστές

11.       ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ, Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι…

12.       Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ, Ένα κουρέλι φορούσε στη μέση…

13.       Η ΒΑΡΚΑ, Έσκυψα στον γκρεμό του προσκέφαλου και κοίταξα κάτω… και  κατακλείδα αυτή την…

 

14.       ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΑΡΜΑΘΙΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ, για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης!..

«Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή…» 

 

 

 

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Ήταν μαγκωμένος ανάμεσα στα φύλλα της πόρτας

κι εκεί που πάλευε να περάσει

βλέπει από το ένα μέρος το μικρό του δωμάτιο

το κρεβάτι η καρέκλα το τραπέζι τα χαρτιά

όπως τα είχε αφήσει πριν από λίγο.

Κι από το άλλο μέρος γυρίζει και βλέπει

πάλι το μικρό του δωμάτιο απαράλλαχτο

το κρεβάτι η καρέκλα το τραπέζι τα χαρτιά

να έχουν γίνει ανάμνηση για πάντα.

Και δεν ήξερε από πού να βγει

και πριν αρχίσει να φοβάται

μπήκε μια γυναίκα γυμνή και τον τράβηξε

και δεν θα θυμηθείς ποτέ του είπε

από πού μπήκα και ποια είμαι

μήτε σε ποιο δωμάτιο με είδες.

Μα τι διάβολο σημαίνουν όλα αυτά; τη ρώτησε.

Όλα σημαίνουν μέσα στο ποίημα και το ξέρεις

του είπε καθώς τον αγκάλιαζε

για να του δείξει ότι δεν ήταν όνειρο.

 

 

ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΑΠΕΙΡΩΝ ΑΣΤΡΩΝ

Το δικό μας βουνό ένα πράσινο ψάρι

μέσα στις βελανιδιές

Το δικό μας βουνό χίλια χρυσά βουβάλια

μέσα στο σύννεφο.

 

Μην ανοίγεις παλιά περάσματα με το τσεκούρι σου.

Έχουμε χάσει πια τους δρόμους.

 

Μα όλα τα ποτάμια σμίγουνε στη θάλασσα

κι εγώ ξεκίνησα πριν γίνουμε γαλάζια τα μαλλιά μου

για να σε συναντήσω στην κοιλάδα

των Άπειρων Άστρων.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Αλήθεια την είχα ξεχάσει

είχα ξεχάσει πια το πρόσωπό και τη φωνή της

και μήτε θυμόμουν το δρόμο το σπίτι και τη σκάλα

έτσι ξαφνικά με μαύρο φόρεμα ξυπόλητη όπως και τότε

μπήκε στο σκοτεινό μου όνειρο

έλα μου είπε

 

και κατεβήκαμε τη σκάλα στα τυφλά

καθίσαμε πάλι στα σκαλιά και την αγκάλιασα

και πού θα πας της είπα

και δε με νοιάζει μου είπε

και την ήθελα    κι εγώ σε θέλω της είπα

είναι ο Πόλεμος είπε

μην κάνεις έτσι αγάπη μου

ίσως μια μέρα ξαναβρεθούμε

μου ανακάτεψε τα μαλλιά

και είσαι μικρός ακόμα είπε

θα ’βρεις άλλες θα με ξεχάσεις

δε θα θυμάσαι πια ότι με ξέχασες

 

κι οι άλλοι χόρευαν ακόμα

και κάποιος έσκυψε μ’ ένα κερί στη σκάλα

φώναξε από ψηλά   είναι κανείς στη σκάλα

και δε μιλήσαμε

και ήταν η ανάσα μου μέσα στην ανάσα της

όπως και τότε

 

μα τώρα ξέραμε πως παίζαμε απελπισμένα

παίζαμε τον έρωτα

την περασμένη μας ζωή

μέσα στο σκοτεινό μου όνειρο

σαν δυο ηθοποιοί αδέξιοι   που τρέμουνε το σκηνοθέτη

 

 

Ο ΧΟΚΟΥΖΑΪ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΨΑΡΑ

Ίσως ο Χοκουζάι στ’ όνειρό του

είδε τη γυναίκα του Ψαρά

να ονειρεύεται πως τη ζωγράφιζε γυμνή

καθώς την τύλιγε ολοένα και την έγλειφε

το χταπόδι του ονείρου της.

 

Ίσως η Γυναίκα του Ψαρά

είδε τον Χοκουζάι στ’ όνειρό της

να ονειρεύεται πως τη ζωγράφιζε γυμνή

καθώς την τύλιγε ολοένα και την έγλειφε

το χταπόδι του ονείρου της.

 

Ίσως εμείς κοιτάζοντας τη ζωγραφιά του Χοκουζάι

βλέπουμε δυο όνειρα το ένα μέσα στο άλλο

δίχως να το ξέρουμε

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου Τα Αντικλείδια 1989]

 

 

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)
Κάπου εκεί

κατά το άβατο μέρος του κήπου

είδανε το πρώτο δειλινό

σαν ένα χρυσό πιθάρι

που κατρακύλαγε ανάμεσα στα κρίνα

κι από μέσα χυνόταν

μέλι μαύρο

η νύχτα.

 

Φιλήθηκαν χωρίς να ξέρουν

τι ήταν το φιλί

χωρίς να ξέρουν

πως από κείνο το χρυσαφένιο φως

που τα μάτια τους βλέπανε για πρώτη φορά

είχανε γεννηθεί οι λέξεις

κήπος φιλί κρίνα πιθάρι νύχτα

σημαίνοντας τον έρωτα

στα σκοτεινά του βάθη

 

Η ΣΤΑΧΤΗ

Φύσαγε ο αγέρας

ανέβαζε τη στάχτη τους

την πήγαινε στον ουρανό

φοβόταν εκείνη φοβόταν

ουά φοβητσιάρα της φώναζε

 

Πάψε τρελέ του έλεγε

δεν είμαστε πια στη γη

δεν έχουμε πια δέρμα

δεν έχουμε μαλλιά

δεν έχουμε μήτε μάτια

 

Γίναμε στάχτη της έλεγε

όμως με βλέπεις και σε βλέπω

και μένει ακόμη η αγάπη

που δεν μπορεί να γίνει στάχτη

και μένει ακόμα η αγάπη

 

Είμαι η στάχτη σου του έλεγε

και είσαι η στάχτη μου

μα πού ανεβαίνουμε πού πάμε

κι όλο φυσάει κι όλο σε χάνω

ουά φοβητσιάρα της φώναζε

 

Πάψε τρελέ του έλεγε

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989]

 

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗ ΓΙΑ ΤΗ «ΣΤΑΧΤΗ» ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ:

Το ερώτημα αν η αγάπη μένει, και μετά το θάνατό μας, ή διαλύεται μαζί με το σώμα μας, ανήκει στο χώρο της κοινής και οικείας ανθρώπινης εμπειρίας. Όταν το ερώτημα αυτό οξύνεται στη ζωή μας, τρέπεται σε ένα είδος προ-ποιητικής εμπειρίας που γυρεύει την έκφρασή της, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σ’ αυτό λοιπόν το οξύ προ-ποιητικό ερώτημα παραπέμπει και το συγκεκριμένο ποίημα…

Το ποίημα είναι ολοφάνερα εσχατολογικό: καθώς φυσά ο αγέρας, ανεβάζει στον ουρανό τη στάχτη δύο αγαπημένων στη γη σωμάτων που ο θάνατος τα έχει καταλύσει. Εκείνη φοβάται, εκείνος περιπαίζει το φόβο της. Φοβιτσιάρα την λέει εκείνος, τρελό τον λέει εκείνη. Η φοβιτσιάρα λοιπόν και ο τρελός, η φρόνιμη και ο θαρραλέος συνεχίζουν τον άγονο (;) αγώνα της αγάπης τους μετά θάνατο: θα μείνει η αγάπη ή θα γίνει στάχτη κι αυτή, όπως έγιναν κιόλας στάχτη τα σώματα;  Ο άνδρας επιμένει πως ναι, η γυναίκα αρνείται να το πιστέψει. Αυτή είναι, θα έλεγα, η εξωτερική όψη του μύθου, που μένει ως το τέλος ανοιχτός, παρά την πρόοδό του. Η άλλη, μέσα όψη του μύθου είναι κρυφή και δυσανάγνωστη, αλλά σίγουρα πιο σημαντική. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι και πώς: ο φόβος και η φρόνηση της γυναίκας την πάνε στη σιωπή: «πάψε τρελέ του έλεγε». Το θάρρος όμως και η τρέλα του άνδρα τον κάνουν, και στάχτη ακόμα, να μιλά. Δεν κινδυνεύει λοιπόν μόνο η αγάπη, κινδυνεύει και ο λόγος: αν κατόρθωναν τα δυο πρόσωπα να παρατείνουν το διάλογό τους, θα μπορούσαν να σώσουν την αγάπη τους. Ας θυμηθούμε τώρα πως «μύθος» θα πει λόγος, και «ποιητικός μύθος» θα πει ποιητικός λόγος. Τούτο σημαίνει πως ο τρελός άνδρας, πιστεύοντας στην αντοχή της αγάπης, πιστεύει στην επιβίωσή της μέσα από τον λόγο του ποιήματος: για να μη διαλυθεί η αγάπη, πρέπει να μη σταματήσει το ποίημα. Αλλιώς όλα παίζονται, κι όλα πια κινδυνεύουν να χαθούν. Όμως το ποίημα με τον τελευταίο του στίχο τελειώνει, κι ο τελευταίος λόγος δίνεται στη γυναίκα: «πάψε τρελέ του έλεγε»…

Μπορεί ο λόγος του τρελού, ο λόγος του ποιήματος, να μην έφτασε ολότελα στο προσδοκώμενο τέλος του, αλλά σαφώς πήγε στο πέρα από την αρχή του. Προχώρησε, όπως το θέλει ο κανόνας της δρομικής διήγησης.

Κι όμως αυτός ο ίσιος δρόμος στο τέρμα του κάμπτεται και γυρεύει σαν το φίδι να γίνει κύκλος. Τούτο συμβαίνει, καθώς τα τελευταία λόγια που προφέρουν οι αντιμαχόμενες και παραλίγο συμφιλιωμένες φωνές είναι ακριβώς τα ίδια:

«ουά φοβιτσιάρα της φώναζε.

Πάψε τρελέ του έλεγε»

Επιστρέφω λοιπόν στην υπόθεσή μου ότι εδώ οι τύχες της αγάπης και οι τύχες του ποιήματος συμπίπτουν. Αν στερέψει το δεύτερο, θα στερέψει κα η πρώτη. Ζήτημα αντοχής λοιπόν. Θα τολμήσω να σχηματίσω μια τελική εξίσωση: η προ-ποιητική εμπειρία είναι το σώμα που διαλύθηκε. Το ποίημα, η ποιητική εμπειρία, είναι η στάχτη που ανεβαίνει στο ουρανό, και παρά την απειλή του αγέρα και τη φρόνηση της σιωπής, επιμένει να μιλά για αγάπη. Αυτή η αμφίβολη αγάπη γίνεται κίνητρο του ποιήματος και υπόσχεση της ποίησης. Όποιος το θέλει, μπορεί να πει πως ο τρελός άνδρας, εκπέμποντας μέσα στο ποίημα αυτό το μήνυμα, συμπεριφέρεται σαν ποιητής, ανοίγοντας τον ορίζοντα της ποιητικής συμπεριφοράς τόσο στον φασματικό αφηγητή όσο και στον φασματικό ακροατή του ποιήματος. Αισιοδοξία; Ίσως…

[Δ.Ν. Μαρωνίτης, απόσπασμα από κείμενο του για την ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου]

 

 

 

ΜΟΥ ΕΙΠΑΝ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Εκεί που πήγα

εκεί που κάτι

πήγα να σας πω

 

μου σπάσαν τα σαγόνια

 

εκεί που πήγα

κάτι να σας πω

 

χώμα

το στόμα μου

γεμάτο

 

κάτι

να σας πω που

οι νεκροί

 

πήγα εκεί που

οι νεκροί μου είπαν

 

μου είπαν οι νεκροί

ποτέ να μη

ποτέ

 

να μη σας

ποτέ να μη

σας πω

 

τι είδα

εκεί που πήγα.

 

 

Η ΠΟΡΤΑ ΚΙ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Η πόρτα μισάνοιγε με τον αγέρα

και μέσ’ από το άνοιγμα

για μια στιγμή

βλέπαμε τη θάλασσα.

 

Και στον καθρέφτη

σαν άνοιγε η πόρτα

βλέπαμε πάλι τη θάλασσα.

 

Το κρεβάτι τα κορμιά μας

και τη θάλασσα.

 

 

ΤΟ ΚΟΚΑΛΟ

Όταν σκοτώθηκε ο αετός

ένα παιδί πήρε το κόκαλο

από το πόδι του πουλιού

και το ’κανε φλογέρα.

 

Καθόταν έπαιζε στην ερημιά.

 

Βγαίνανε τότε πίσω απ’ τα βουνά

τρεις αρματωμένοι κι άκουγαν.

Άκουγαν αμίλητοι και κάθε τόσο

γέμιζαν και ρίχνανε μια ντουφεκιά

στον άδειο ουρανό.

 [από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του

πλαγιάζανε τις νύχτες δυο ληστές.

Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια τους

άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.

Κι έλεγε ο ένας να τον πάνε στα βουνά

να τον κάνουνε ληστή.

Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουνε τα μάτια

να τον κάνουνε ζητιάνο βιολιτζή.

Κάθε νύχτα το παιδί τρελό από το φόβο του

μεσ’ από κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους

τους ξέφευγε για να χωθεί στην αγκαλιά της.

Κι εκείνη το ’παιρνε και το χάιδευε

το κοίμιζε πάντα με το ίδιο παραμύθι:

Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του

πλαγιάζανε τις νύχτες δυο ληστές.

Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια τους

άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.

Κι έλεγε ο ένας να τον πάνε στα βουνά

να το κάνουνε ληστή.

Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουνε τα μάτια

να τον κάνουνε ζητιάνο βιολιτζή.

Κάθε νύχτα το παιδί τρελό από το φόβο του

μεσ’ από κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους

τους  ξέφευγε για να χωθεί στην αγκαλιά της.

Κι εκείνη το ’παιρνε και το χάιδευε

το κοίμιζε πάντα με το ίδιο παραμύθι:

Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του

πλαγιάζανε τις νύχτες δυο ληστές…

 

 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι

γέρος πια φοράει μαύρα.

Ποιος είναι και πού πηγαίνει

κανείς δεν ξέρει.

Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα

που ποτέ δεν θα γράψει.

Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.

Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του

υπάρχει ένα φίδι χρυσό.

Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της

σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο

θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη

χλωμός ο άλλος εαυτός του.

Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα

καλπάζοντας τώρα στο πλάι του

και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει

απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Ένα κουρέλι φορούσε στη μέση

άλειβε με λίπος τα μαλλιά της

τα έπλεκε λεπτές κοτσίδες.

Ο ήλιος έλιωνε το λίπος

και γυάλιζαν οι ώμοι της

η κοιλιά και το ωραίο στήθος.

Μπαίναμε στο ποτάμι και την έπλενα όλη.

Το δέρμα της πικραμύγδαλο

κράταγε κάτι από τη μυρουδιά του αγριμιού

από τον τρόμο κάποιου ονείρου.

Μου πούλαγε την ηδονή για ένα τάλιρο.

(Παράξενο. Δεν δέχθηκε ποτέ άλλη μονέδα

μονάχα το μεγάλο τάλιρο

της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας)

Κάθε φορά που την επλήρωνα

δάγκωνε το νόμισμα χωρίς να με κοιτάζει

κι έπειτα το πέταγε μέσα στο ποτάμι.

 

Πρίγκιπα, εσύ που ήξερες τα πάθη μου

πες μου τι ήξερες ακόμη

όταν μου έλεγες πως κάθε ηδονή

έχει και τη δική της πληρωμή.

 

Η ΒΑΡΚΑ

Έσκυψα στον γκρεμό του προσκέφαλου

και κοίταξα κάτω

κι είδα τις κουτσουπιές ανθισμένες

είχε πέσει ο ήλιος στη θάλασσα

και πέρα από το ερημόνησο το φως της μέρας

ήταν σταματημένο και φευγάτο

και κάποιος κήδευε κάποιον σε μια βάρκα

έλαμνε αργά κι άκουγα τα κουπιά

και καθώς έμπαινε η βάρκα κάτω από το βράχο

στο σκοτάδι του βράχου

έλα πάλι του φώναζα

και πιο βαθιά ο αντίλαλος

έλα πάλι έλα πάλι έλα πάλι

αλλά δεν ήξερα σε ποιον ήθελα να φωνάξω

γιατί ο άνθρωπος με τα κουπιά κι ο πεθαμένος

ήμουν εγώ

κι ένα σκυλί στεκόταν τώρα στην άκρη του γκρεμού

γάβγιζε τον ίσκιο της βάρκας

κι εγώ είχα γείρει στο προσκέφαλο

και δεν σκεφτόμουν τίποτα πια

δεν έκλαιγα δεν έβλεπα μήτε θυμόμουν τίποτα

μονάχα τα κουπιά στον ύπνο μου

αργά και πιο αργά

με λίκνιζαν αδιάκοπα.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

ΜΙΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΑΡΜΑΘΙΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ ΓΙΑ Ν’ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

(… μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή…)

Αν ότι λέμε ποίηση δεν είναι μόνο και τόσο το άθροισμα των εκατομμυρίων ποιημάτων που γράφτηκαν πάνω στη γη, αλλά προπάντων ο ρυθμός που συνέχει τον μέσα και τον έξω κόσμο, τότε η τύχη του ποιήματος εξαρτάται από το κατά πόσον αναπολεί και ανακαλεί αυτόν τον κρυφό ρυθμό, που κάποτε γίνεται και ονειρικός εφιάλτης.    Ας πούμε λοιπόν πως κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου και φαντάζεται πως είναι και το μοναδικό, σημάδι και σύμβολο, εκείνης της κρυμμένης ποίησης. Αν καθ’ οδόν πολλαπλασιάζεται, τούτο συμβαίνει γιατί ο ποιητής αισθάνεται πως η βολή κάπως και κάπου αστόχησε, και ξαναδοκιμάζει...  «Τα Αντικλείδια» του Παυλόπουλου πρέπει πρώτα να ακουστούν ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος. Είναι η εικόνα ενός δίδυμου κυκλικού δρόμου: του κυνηγημένου και του κυνηγού, όπου όμως από ένα σημείο και πέρα δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος. Όπως ακριβώς στο όνειρο, δεν ξέρεις ποιος κυνηγάει ποιον: ο ποιητής το ποίημα ή το ποίημα τον ποιητή!..  Αυτό είναι το σχόλιο του Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗ για ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΛΕΙΔΙΑ της ποίησης του Γιώργη  Παυλόπουλου, που είναι ένα μύθος για την Ποίηση και αφηγείται αριστοτεχνικά μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιαστεί η ανοιχτή έτσι κι αλλιώς πόρτα της. Το τελικό αποτέλεσμα είναι που μετράει: με αυτό τον τρόπο, από τότε που υπάρχει ο κόσμος, γράφτηκε ένας ατέλειωτος αριθμός ποιημάτων, δηλαδή μια ολόκληρη αρμαθιά αντικλείδια που κάνουν για λίγο να φαίνεται εφικτή η είσοδος στο μαγικό κόσμο της Ποίησης:      «Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή    Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε.     Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.    Η πόρτα τότε κλείνει.     Χτυπάνε μα κανείς δεν τους ανοίγει.     Ψάχνουνε το κλειδί. Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει.     Ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.    Φτιάχνουν αντικλείδια.    Προσπαθούν.   Η πόρτα δεν ανοίγει πια.     Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος.     Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια    για ν’ ανοίξουνε την πόρτα της Ποίησης!    Μα η Ποίηση είναι μια Πόρτα Ανοιχτή…» (Από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Δευτέρα, 9 Μαΐου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ