(…χωρίς να ξεχωρίσει όμως ποιος μιλούσε, ποιος αντιμιλούσε και ποιος ήταν τάχα ο χαμένος…)
Μη με φοβάσαι, μη με φοβίζεις
Είμαι Είσαι ακόμα εδώ.
Φύλακας και παγιδευμένος
Τι φυλάω κι από ποιον;
Θα με κλέψουν Οι θάνατοι,
ο Θάνατος, η Ιστορία
Αυτό το παράθυρο με τη θέα
Που δεν θα υπάρξει πριν βρεθώ Σκίζοντας μέσα της
Πάψε
Το σπίτι βλέπει από παντού. Ακούει
Ταράζεται. Φαντάζεται φαντάσματα
Συστέλλεται και διαστέλλεται
Έχει δυνάμεις ανεξέλεγκτες, οι τοίχοι
Οι τοίχοι συγκλίνουν στο άπειρο…
[από τη
συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ 1983 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή
τη συλλογή όπως ανθολογήθηκαν στο μικρό
ανθολόγιο της ποιήτριας ΤΙΜΑΛΦΗ, εκδόσεις Ροές 2007]
ΤΙ ΘΕΣ; Μ’ ΕΚΒΙΑΖΕΙ
Ο ΧΡΟΝΟΣ. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΓΙΑ ΜΑΣ
(από τη συλλογή της Παυλίνας
Παμπούδη ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ 1983)
Όμως, περνώ τη μέρα σα σπρωγμένος
Και τη νύχτα
Αγωνία να γυρίσω ξαφνικά
Τα μέσα έξω απ’ τη Μαύρη Τρύπα
Και να γεννηθώ.
Δε γίνεται.
Δε γίνεται, είναι το σπίτι
Ξέρεις πως ακοίμητα
Τον ακίνητο χρόνο παραστέκει.
Έχει ψευδοροφή, διπλό πάτο
Κρυφό φωτισμό, παγίδα στην είσοδο.
Τυφλά ανοίγματα
Προς τόπους άλλης οπτικής
Ακατανόμαστους –
Είναι και το χαλί. Σ’ εξέλιξη.
Με αναπόδραστο λαβύρινθο.
Έλικες, ρόδακες κι εραλδικά
Ζωόφυτα. Συχνά, ιπτάμενο.
Υπάρχουν και τα έπιπλα
Σαν ενοχές –
Και τα προσωπικά μου αντικείμενα:
Τα πλαστικά που ειρωνεύονται
Τα γυάλινα που ονειρεύονται
Το θάνατό μου.
Τα χάρτινα τα αμερόληπτα.
Τα ρούχα μου, σε πανικό
Με κερδισμένη ήδη την αυθυπαρξία.
Α, κι ο καθρέφτης
Με τις αιχμάλωτες
ΣΕ ΣΠΗΛΑΙΟ ΔΩΜΑΤΙΟΥ ΤΡΟΜΕΡΟ ΔΙΑΧΕΙΜΑΖΩ
(…επειδή την εμπάθεια
γνώρισα του μπλε μελανιού… Στα βαθιά –
που κανείς ήχος πια - Που βαθαίνω
μαυρίζοντας…)
Η θλίψη των πραγμάτων. Κοίτα:
Ηδονικά μόρια σκόνης
Ανεβοκατεβαίνουν κλίμακες αόρατες.
Η επιφάνεια λύνει τη συνοχή της
Είναι κιόλας θαμμένα όλα
Και διαπερατά
Στις άλλες διαστάσεις –
Σε σπήλαιο δωματίου τρομερό διαχειμάζω.
Η Βαλλαρίς, ο Ακοκάνθηρ, ο Διπλόρρυγχος,
Η Βιλλουργία, η Κιζία, ο Γυνοπώγων,
Ρίζες προϊστορικές που δεν γειώνονται
Από το μάτι με συνδέουν και με αποσυνδέουν
Ηλεκτροφόρο με κινούν στην έξοδο
Θάλασσα – λέξη άγνωστη
Επικαλούμαι και δεν ταξιδεύω.
Κάποτε εκδικούνται. Κάποτε
Σε πνίγουν.
Τα παράσιτα τα όνοματα.
Δόλος. Δόλος στο δώρο του λόγου.
Ήταν για να μ’ αποκόψει. Ήταν
Η θάλασσα λέξη να με χωρίσει
Για πάντα απ’ τη θάλασσα.
Επειδή την εμπάθεια γνώρισα
Του μπλε μελανιού
Στα βαθιά – που κανείς ήχος πια –
Που βαθαίνω μαυρίζοντας…
Ξεχνώ. Όλο και πιο πολύ μ’ απορροφούν
Αυτά τα μαύρα στο χαρτί
Που πολλαπλασιάζονται
Ουρές και κεραίες εκτοξεύοντας.
Μικρόβια. Εργατικά και εκδικητικά.
Κι η φύση μου, μου διαφεύγει.
Επειδή
Έχω ήδη φύγει πολλές φορές
Απ’ αυτό τον τόπο
Χωρίς έρωτα και χωρίς
Την απλή επιθυμία για τον εαυτό μου
Ανεβαίνοντας την κυλιόμενη Που κατεβαίνει
Επειδή Στο ίδιο σημείο ο νους μου
Το χώρο σβήνει κι ανάβει
Σε άλλο μαγνητικό πεδίο
παγιδευμένος –
Κι ο ουρανός
Είναι μια προστασία αδιαπέραστη
Για ένα τίποτα διαμπερές
Και το πλέγμα των λέξεων…
Δεν επιδιώκεις τίποτα.
Κανένα αποτέλεσμα.
Τυχαίες είναι οι αναλογίες Και τα λόγια
Σαν τα χαλίκια: Μια πιθανότητα μονάχα
Να ηχήσει το σωστό
Σ’ αυτή τη ζωή, μες στις μυριάδες –
Μ’ αγνωμοσύνη τις σκοτεινές τέχνες
ασκείς
Και τιμωρείσαι
Σ’ ένα δοσμένο βίο, όπου μόνο
Προβολές και δοκιμές κι αντανακλάσεις
Στης ύπαρξης και της ανυπαρξίας
Τ’ αντιμέτωπα κάτοπτρα
Και τιμωρούμαι
Καπνίζοντας τη φύση, τη φαρμακερή μου ρίζα
Βίαια εισδύοντας
Στις παραισθήσεις της πόλης, στα κενά
Των ανιστόρητων μικρών ζώων
Στον εφιάλτη των εντόμων –
Τα έντομα περιμένοντας, ναι…
[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη
ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ 1983]
ΣΤΡΑΤΙΕΣ ΣΤΙΓΜΩΝ
(… μιας άλλης, νοητής
υποδιαίρεσης του χρόνου…)
Το είδα; Τίποτα δεν
μπορώ να δω. Δεν ήμουνα εγώ, ήταν η
μύγα, ο κατάσκοπος. Φτάνουμε φήμες Σα να ’χω κιόλας λείψει από καιρό. Το μάτι της μύγας, φυλάξου, Συνθέτει αλλιώς τον εδώδιμο κόσμο - Όμως, το σπίτι ακόμα με χρειάζεται. Επειδή δεν θυμάμαι, επειδή Είναι μαζί μου ειρηνικά κι αυτοί Που μ’ ονειρεύτηκαν. Διαλυμένοι μες στ’ αλκαλικά του μύθου Ακριβείς στης μνήμης την εγκαυστική. Επειδή ο φόβος του σκοταδιού
διημερεύει. Και θα ’ναι κάποτε το
πολλαπλάσιο Αυτού που υπαινίχθηκε
- Μη με θυμάσαι, μη με θυμίζεις. Είμαι
Είσαι ακόμα εδώ. Δαίμονας
κατοικίδιος Γάτος πολύποδας και
κατεβαίνω στον καιρό μου Σαν έμπνευση
κακή ή σα συνείδηση. Πατώντας πάνω στη σκιά μου Κι η σκιά μου Σαν παντοτινή - Όλα τα είδε το μάτι της μύγας. Χωρίς να ξεχωρίσει όμως ποιος μιλούσε, ποιος αντιμιλούσε και ποιος ήταν τάχα ο χαμένος (στίχοι
από τη συλλογή της της Παυλίνας Παμπούδη ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ 1983 εδώ από τη το
Μικρό Ανθολόγιο: ΠΑΤΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ ΤΙΜΑΛΦΗ, εκδόσεις Ροές 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου