(… που τα μωρά γυρίζουνε στη μήτρα τους και τα γλοιώδη έμβρυα στην αναμονή τους…)
Θα κυλήσει δάκρυ πολύ, να μουσκέψει
ως το κόκαλο τους ήρεμους διαβάτες των πόλεων, τους βιαστικούς ταξιδιώτες των
ουράνιων δρόμων, τους ελεύθερους σκοπευτές της αγάπης. Θα κυλήσει δάκρυ πολύ,
κάθε σταγόνα αξίζοντας ωκεανούς αιμάτων, βγαλμένη απ’ το μεδούλι του πιο
αβάσταχτου πόνου, απ’ τις ζεστές οιμωγές της πιο μαύρης δουλείας. Θα πέφτουν οι
νύχτες πάνω στις νύχτες, και το σκληρό παπούτσι πιέζοντας τον θλιβερό πολτό, τ’
ανθρώπινα ονόματα. Θ’ ανθίζουνε οι μύτες του καρφιού, οι άκρες του ξίφους, ένα
ξυράφι ακονισμένο και λαμπρό θα κόβει αργά, μα στέρεα, τα λίπη της ωραίας
ορατότητας. Εκεί ο σαρκικός καρκίνος, το αδίστακτο σκουλήκι του μυαλού και ο
διάβολος που – μπήγοντας με απαίσιους συριγμούς τον διαβήτη του στην άκρη του
ματιού – διαγράφει κύκλους κύματα, ορίζοντας τ’ απέραντα τεμένη της λατρείας
του, σημειώνοντας με λερωμένο δάχτυλο στο μέτωπο τους λίγους εκλεκτούς του. Κι
απάνω με μαστίγιο η αλήθεια, κωφάλαλη χτυπώντας δέρνοντας βαθιά εκείνους που
της δόθηκαν – γιατί κολάζει ο Θεός μονάχα τους πιστούς του, γιατί γροθοκοπάμε
αυτούς που μας αγάπησαν, γιατί ο χρόνος σβήνει όσους τον τρέμουνε, γιατί η
θάλασσα ρουφάει τους ναυτικούς και ο αέρας τους αεροπόρους, γιατί οι μανάδες
φοβερίζουνε τα τρυφερά παιδιά τους, και το παιδί κλωτσάει μέχρι αίματος το
τρυφερό γατί που του εμπιστεύτηκαν. Εκεί λοιπόν, που ανοίγουν τα νερά του
στερεώματος και αστραπές ξεχώνουνε τις ρίζες τ’ ουρανού· που τα μωρά γυρίζουνε
στη μήτρα τους και τα γλοιώδη έμβρυα στην αναμονή τους. Το πετρέλαιο ποτίζει τα
εργοστάσια, το σπέρμα τον πόνο, κι η Γνώση ένα τεράστιο δένδρο βγαίνοντας απ’
τον νεκρό καιρό, να δείχνουνε τα δάχτυλα κλαδιά του εκατομμύρια δρόμους. Εκεί
το δάκρυ, εκεί το αίμα, το κίτρινο ποτάμι των εκκρίσεων, η λίμνη του πυρός η
καιόμενη εν θείω, το παγωμένο πέλαγο των αισθημάτων σου, όπου πετάνε κρώζοντας
ανθρωποφάγοι γλάροι, όπου πετρώδη σύννεφα
σηκώνουν σιντριβάνια, και μόνη η Κιβωτός Χαμόγελο τραβάει ακυβέρνητη, παλεύοντας αγέρωχη τη
μυστική – αλλ’ ένδοξη – αυτοκρατορία του μίσους.
[Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΧΑΜΟΓΕΛΟ από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981 - συγκεντρωτική έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 –
2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008]
Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ
(από τη συλλογή του Αντώνη
Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)
Συνειδητά μισεί Ο
Σατανάς το μαύρο
Ξέρει εκεί πως εύκολα προδίνεται
Ντύνεται άσπρος
Κίτρινος της πρόχειρης χαράς
Γίνεται ο μπλε δεν πνίγεται
Κολλάει στο θόλο αισχρά χειρονομεί
Μ’ αδιόρατες κινήσεις που εκλαμβάνονται
Πότε σαν σύννεφο πότε σαν καταιγίδα.
«Πεθαίνω όταν μ’ αφήνουνε» στριγγλίζει
Και βάφει όλο το δέρμα του στο γκρι
Μοιάζει βαρύς χειμώνας
Αυτός της εγκατάλειψης
Αλλ’ η φυγή αναπόφευκτη Ν’ αλλάζει ο χρόνος εποχές
Το τρυφερό χορτάρι φουσκωμένο θάνατο
Να βγει ξανά στο φως
Ν’ αδειάσει τόσο μονοξείδιο ανυπαρξίας.
Α, η ρόδα η σοφή της επανάληψης
Όταν μετά από βροχή
Την ορατή πλευρά της λέμε
Ουράνιο Τόξο
Ενώ αυτή για νέο κατακλυσμό προειδοποιεί
Έτσι απαλά Μ’ εφτά
χορδές χρωμάτων, μην τρομάξουμε
Μην καταπέσουμε απ’ το πένθιμο Χρησμό της
Οι θνητοί.
Ο σατανάς μισεί, φαντάζομαι, Το μαύρο:
Του ανοίγει στο μυαλό η πληγή της γέννησης
Ήταν εκεί το πρώτο καταφύγιο
Οι γαλαξίες εκεί που βύζανε για αιώνες
Έριξε πέτρα, ο Άσωτος
Μια νύχτα μόνο ήρθε: φίλησε το φλογισμένο στόμα
Και λάμπει τώρα σε μικρούς σχηματισμούς
Το πύον της σύφιλης
Σπυριά γεμάτο το
αστρικό στερέωμα
Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Η τιμωρία του Μεγάλου Αμαρτωλού
είν’ η μετάνοια
Καθώς το μαύρο καταρράκτης
μέσα του ξεπλένει
Ως και τα λίγα ακόμα ίχνη
αθωότητας.
Οι Σύντροφοι τον βλέπουν βλοσυρά
Τον περιπαίζει η σάρκα
με υποσχέσεις
διάρκειας
Αυτός που πάει να
συλλαβίσει το «αγαπώ»
Γλιστράει ασήμαντος,
Σε μουσική από πάγο.
Τώρα θα μάθει:
Το καλό ισορροπεί
Ό,τι ονομάζουμε οικονομία της φύσης
Όταν σε θύμα μεταλλάσσεται
ο ένοχος
Και βγαίνει ο άλλος του εαυτός Να καθαρίσει
Τώρα θα μάθει: Το
καλό αναδεύεται
Στην άρρωστη κοιλιά της πράξης
Βγαίνουν μωρά
Σχιζοφρενή Και
ανήμπορα
Δυο – δυο κρατιούνται
Μπουσουλάνε στα τυφλά,
Τουμπανιασμένα
Τα μαζεύει Ο Σκουπιδιάρης
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο
ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]
ADVOCATUS DIABOLI
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)
Ο
διάβολος είναι κι εκείνος
στρουμπουλός
Γεννήθηκε
σε φάτνη της φθοράς
Τώρα
γυρνάει χαράζοντας
Διασταυρούμενα
σφυρά στα επουράνια
Η
ομορφιά είναι ένα λάθος βασικό της μνήμης
-Θα
’λεγα –
Πριν
βγάλει (μέσα) κέρατα και ουρά
Πριν
γίνει ανεπανόρθωτα
Ο
φρικαλέος Τράγος.
Τώρα
ξυπνάει σφυρίζοντας
Τώρα
φουσκώνει το διάστημα με ωδές
Κάνει
μικρά τεχνάσματα
Θέλει
να πέσει να πνιγεί
Θέλει
να πάει στη μάνα του
Δεν
έχει τίποτα να κάνει σκοτεινό
-Οι
άγγελοι ως και σ’ αυτό
τον
έχουν ξεπεράσει
ΔΙΑΛΥΣΗ
Μια –
μια οι λέξεις βγαίνουν στον αφρό
Κι
εκείνος
Με τ’
ακοίμητο καμάκι
Ξεκοιλιάζει.
Ο ε λ
δ ι α κ β ε σ ο υ σ ι α
σ ι ε
λ ι ε ο λ η σ ε ι α
«Τώρα
θα χάσουμε
Τ’
ωραίο πανηγύρι
Την
τρυφερή τροφή»
(Μέσα
μου έν’ άθλιο υποκείμενο γκρινιάζει
Χαλάει
της μνήμης μου το κεντρικό γρανάζι)
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]
ΛΕΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)
Όταν
χτυπάει των φίλων μου την πόρτα
Είναι
τυφλός.
Συστήνεται
ως δαιμόνιο
Ρίχνει
τη μάσκα τους κρατάει ομήρους του
Διδάσκει.
«Ο
λόγος ήταν ήδη εν αρχή
Πριν
καν υπάρξουνε τ’ αυτιά
Μια
λέξη ακατασκεύαστη ένας ήχος
Πριν
σπάσει ο κόσμος σε κομμάτια να χαθεί
Μια
συλλαβή πριν συλληφθεί και η λέξη,
Το
Α! της έκπληξης,
Που
έγινε η πηγή
Και
βγήκε η γη, μια θάλασσα χρωμάτων
Κι
έπνιξε
Το
πρώτο – πρώτο μαύρο
Το
εμβρυακό Το αναίμακτο».
(Εκείνοι
ακούνε τρέμοντας
Μουγκρίζουν
ακατάληπτα
Τρυπούν
τις φλέβες, χύνονται
τα
σκοτεινά νερά, ορυμαγδός
οι
στίχοι).
«Έτσι
γεννήθηκα κι εγώ·
ήθελε
κάτι σκούρο απάνω ν’ απλωθεί
Να
δείξει
Αντίθετη
στο δέρμα μου η ασπράδα του
Στη
βρομερή ψυχή το μεγαλείο της άφεσης.
Όμως
σοφό, σοφό το κτίσμα πιο πολύ
απ’
τον μάστορη
Γιατί
με απόγνωση κερδίζεται η γνώση
Και
τώρα ο Μάστορης διασχίζοντας το φως του
με
καλεί
-Μα
εγώ κρυφά
Σπάω
με σφυρί τις λέξεις του
Και βρίσκω μέσα τους απ’ την αρχή:
Δικιά
μου
Αυθύπαρκτη
Απόρθητη
Παρθένα»
Η ΔΟΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΙΣΗΣ
Στα
τρυφερά – μα δύσκαμπτα – κλωνάρια της
πανούργας έμπευσης
Κοιτάω
με περιέργεια – σπασμένη απ’ τη συνήθεια –
Τους
θλιβερούς ανθούς των λέξεων·
Καθώς
την άνοιξη που φουρτουνιάζει η φύση
Και
λάμπουν οι αφροί των λουλουδιών
Στα
λιγωμένα πέλαγα των κήπων.
Λέω:
τι άδηλες μεταμορφώσεις σκέφτεται ο Δόλιος
Τι
ζωηρά επιχρίσματα τα χρώματα
Τι
φρούτα κόκκινα βαραίνουν πάνω απ’ τους γκρεμούς
Αν
τύχει κάποτε το ρήμα και ωριμάσει!
Όμως,
τα μάτια μου γεννάνε κάμπιες στους ανθούς
Κι
είναι τα δόντια μου
σπασμένα
απ’ τα κουκούτσια
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο
ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]
Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)
Πάλι τον είδα.
Έμπαινε άνοιξη
Γύρισε κι έφτυσε τη γη
Σάλιο πράσινο πηχτό
Με κάμπιες με σκουλήκια
Που πήρε σχήμα φύλλου μίσχου
Που πέταξε ένα κόκκινο χωνί
Που κάλεσε ένα γύρω πεταλούδες
Που σε παρωδία έπαιξε την πρώτη δημιουργία
Που το χάπι κατάπιε της γύρης
Που άφρισε κάποια στιγμή το
σκοτεινό του πνεύμα –
Μα η απειλή του φάνηκε σαν κίνηση
αέρα
Σαν χορικό Απλό χιλιοπαιγμένο
Απ’ την αρχαία αλληγορία των εποχών
DISCOTHEQUE
Τη νύχτα ανοίγει ένα υπόγειο μουσικές
Και φώτα από την ίριδα του μαύρου
Εκεί χορεύει λιώνει τα στυφά σταφύλια της χαράς
Φυσάει να πυρώσουνε τα κάρβουνα στον κύκλο
Κι οι πυροβάτες της λατρείας του Που μέθυσαν ξανά
Γυμνοί συντρίβουν τα γυαλιά της λογικής
Μ’ αίμα τυπώνουνε στην πίστα τα πατήματά τους.
Α, α, Πηδάει μέσα τους
πηδάει ανάμεσά τους
Ο μάγος με λυγμούς με αλαλαγμούς
-Χωρίς κανένα κόκαλο –
Χτυπώντας τον ρυθμό:
Ωραίος, τεράστιος,
Με πέτσινα στενά
Και μ’ αλυσίδες.
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]
Η ΜΟΝΗ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΟΝΟ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΙ…
(… Ποιος ξέρει αλήθεια αν
είμ εγώ εσύ αυτός ή ένα έρμαιο Ποίημα…)
Αν
πέρασες για λίγο στο τραγούδι μου Είναι
που δεν υπάρχεις Αφού ό,τι ζει Μιλάει μονάχο για τη δόξα της ζωής του Αφού ό,τι έζησε Ξεφούσκωσε στο φως Το θούριο το μπαλόνι του θριάμβου του. Όμως κι εσύ τραγούδησες σωστά, Με σιωπή,
Περίμενες να εξαντληθεί ο Ύμνος
Να σβήσουν τα καντήλια της θεότητας
Καθώς εκείνο που λατρεύτηκε ξεφτάει
Κι αυτό που ειπώθηκε το παίρνει ο καιρός Τ’ αλέθει η λήθη το σκορπάει στο Έγινε. Τραγούδησες σωστά, με σιωπή, Βουίξανε
οι σάλπιγγες της μήτρας Κι απάντησε
στην ίδια γλώσσα ο θάνατος Άηχη
φωνή Πηχτό ακατάσχετο το μαύρο απ’ την
αρχή Μέσα του λιώνει Με στριγγλιές φωτος Η σφαίρα
[Ο ΔΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ από την ομότιτλη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη
– συγκεντρωτική έκδοση: ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδοσεις Καστανιώτης]
Δευτέρα, 30 Μαΐου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου