Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΚΑ ΓΕΡΟΝΤΙΑ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

 

(… «κούφον γαρ χρήμα ποιητής» Πλάτων…)


                   α

Πρέπει αν είμαι ποιητής τώρα να τ’ αποδείξω

Δεν ξέρω αν θα ’χω άλλη ευκαιρία

Ο τεχνητός ετούτος ήλιος ο καιρός μας

Γρήγορα εξατμίζει τους ανθρώπους

Πιο γρήγορα τους ποιητές

 

Πρέπει τώρα πριν εξατμιστώ

Ν’ απασφαλίσω τον εκρηκτικό μηχανισμό

Που κουβαλάω κρυμμένο στο κρανίο μου

Ν’ ανατινάξω τα τοιχώματα της σκέψης

Να ξεχυθούνε τα μυαλά μου σα ροδιού ρουμπίνια

Σαν πυρωμένα θραύσματα υπέροχης οβίδας

Σφυρίζοντας μες στον αγέρα απειλητικά

Όπως σφυρίζει η ποίηση όταν ποίηση είναι

                   β

Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές

Μονάχα μακριά μπορούν να δουν

Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον

Τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν

Παραπατούν σκοντάφτουνε τρεκλίζουν

Τα χέρια απλώνουνε ψαχουλευτά πασχίζουν

Σαν την τυφλόμυγα που βρίσκονται να βρουν

 

Το σήμερα μαντίλι γύρω απ’ τα μάτια τους δεμένο

[ΚΟΥΦΟΝ ΓΑ ΧΡΗΜΑ, στίχοι από τη τέταρτη ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ, Εκδόσεις Εγνατία Σειρά ΤΡΑΜ/λογοτεχνία 1978.

Ακολουθούν οι ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ,  ΕΣΥ  και ΕΞΟΔΟΣ , πέμπτη, έκτη και έβδομη  ενότητα στη ίδια συλλογή - συγκεντρωτική έκδοση: ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 


Δ. ΚΟΥΦΟΝ ΓΑ ΧΡΗΜΑ

(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ1978)

                   γ

Κραυγάζω ήσυχα απαλά σχεδόν ψιθυριστά

Θα μπορούσα βέβαια να πνίξω ακόμα

Κι αυτή την ήσυχη κραυγή να βουβαθώ

Να κάτσω σιωπηλός και να κοιτάζω

Ετούτη την αργή καταστροφή

Κι ίσως να ’ταν καλύτερα μπορεί

Έτσι βουβός να τραγουδούσα πιο ωραία

Πιο σωστά την τήξη του καιρού μου

                   δ

Η ποίηση πρέπει να ’ναι

Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο

Πάνω που θα ’χεις γλυκαθεί

Να σπας τα δόντια σου

                   ε

Σου ’δωσα δυο πόδια ποίησή μου

Για να πορευτείς προς τους ανθρώπους

Σου ’δωσα δυο χέρια να τους αγκαλιάσεις

Σου ’δωσα κι ένα γυμνό διάφανο κορμί

(Διάφανο δέρμα για να φαίνεται η σάρκα,

Διάφανη σάρκα για να φαίνονται τα κόκαλα,

Διάφανα κόκαλα για να μην κρύβουν το μεδούλι)

Για να μπορούν να βλέπουν οι άνθρωποι

Όλο το μέσα κόσμο σου κι ακόμα

Τον κόσμο που ’ναι πίσω σου και πέρα

Και μοναχά το πρόσωπό σου ποίησή μου

Σκέπασα μ’ ένα πέπλο μισοδιάφανο

Να φαίνεται και να μη φαίνεται

Στα μάτια σου ο πόνος

Να φαίνονται και να μην φαίνονται

Τα χείλια σου όταν τραγουδάς.

                   στ

Τα ποιήματά μου θα επιζήσουν

Του χεριού μου που τα γράφει

Είναι πιο δυνατά απ’ το χέρι μου που τρέμει

Κάθε φορά που εκτελεί τις εντολές τους

 

Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ

Το πρόσωπό μου αδιάκοπα αλλάζουν

Λες και είμαι ζύμη και με πλάθουν

 

Τα μόνα ποιήματα που ποίησα εγώ

Τα μόνα που ήταν πιο αδύναμα από μένα

Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μην γράψω

[ΚΟΥΦΟΝ ΓΑΡ ΧΡΗΜΑ, στίχοι από την τέταρτη ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ 1978

 

Ε. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ

(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ1978)

                   α

Το πιο ωραίο δένδρο   φυτρώνει κάτω από τη γη

Κάτω από τα πόδια μας βαθιά

Μέσα στο χώμα μες στην πέτρα   ωριμάζουν οι καρποί του

Θρεμμένοι από ’ναν άλλον ήλιο

Πάντ’ αναφτό στης γης το κέντρο

 

Ωραίοι καρποί οι πιο ωραίοι

-Διαμάντια και ρουμπίνια και αμέθυστοι-

Μεγάλος πειρασμός για όσους ξέρουν

Πως είναι εκεί το δένδρο

Για όσους δεν βαδίζουν πάνωθέ του ανυποψίαστοι

Κι είναι πολλοί αυτοί που σκάβουν

Αυτοί που ανοίγουν σήραγγες και σέρνονται

Στης γης τα σπλάχνα για να βρούνε

Τους υπέροχους καρπούς και επιστρέφουν

Φέρνοντας στο φως μια χούφτα πέτρες

Σκουριασμένες πέτρες ή δεν επιστρέφουν

Μα χάνουν το μυαλό τους και το δρόμο

Και μένουνε στης γης τα σπλάχνα αρουραίοι

Ασπάλακες ασβοί σκουλήκια

                   β

Το ένα πόδι ακολουθεί το άλλο

Το ένα είναι ο κυνηγός

Το άλλο ο κυνηγημένος

 

Ύστερα το άλλο πόδι ακολουθεί το ένα

Το άλλο είναι τώρα ο κυνηγός

Το ένα ο κυνηγημένος

 

Μεγάλες αποστάσεις διανύουν έτσι

Κάποτε κουράζονται

Μένουν ακίνητα το ένα πλάι στο άλλο

Φυλακισμένα και τα δυο από την κούραση

 

Το πρώτο που κινάει πάλι είν’ ο κυνηγημένος

Το άλλο ο κυνηγός

                  γ (ο δαμασμένος δαμαστής)

Με το μαστίγιο στο χέρι πέρασε

Όλη του τη ζωή μες τα κλουβιά

Παρέα με θηρία αιμοβόρα

Τίγρεις λιοντάρια λιόπαρδους

Θηρίο φοβερό και ο ίδιος

Ουρλιάζοντας στη γλώσσα τους

Τους δίδασκε τη γλώσσα τη δική του

Τη δική του θέληση κατάφερνε

Να κάνει βασιλειάδες να χορεύουν

Σα μαϊμούδες σα τζουτζέδες

Να χοροπηδούν να υποκλίνονται στο πλήθος

Που τους πέταγε φιστίκια

 

Τώρα στον ήλιο καθισμένος λιάζει τ’ αχαμνά του

Ενώ οι μύγες μπαινοβγαίνουν άφοβα στο στόμα του.

                   δ

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί μας παρασταίνουν

Το Θάνατο σαν άνθρωπο

Λίγο πιο άσχημο – είν’ αλήθεια – από μας

Λίγο πιο απάνθρωπο

Αλλά οπωσδήποτε σαν άνθρωπο

 

Γενιές αμέτρητες γεννήθηκαν και ζήσαν με το φόβο

Της τελευταία στιγμής που θ’ αντίκριζαν

Τ’ άδεια του μάτια τ’ αδηφάγο του ξεδοντιασμένου στόμα

 

Κατά τη γνώμη μου αυτά ’ναι παραμύθια

Για ν’ αναγκάζεις τα παιδιά να τρων’ όλη τη σούπα τους

Και τους μεγάλους τη μισή

 

Ο θάνατος δεν είναι παρά ένα κοριός

Που δεν μπορείς ανάμεσα στα νύχια σου να λιώσεις

Ένας κοριός που πίνει το αίμα σου αργά

Αργά μεθοδικά και μεγαλώνει

Και γίνεται σα ρώγα σταφυλιού

Σαν φράουλα σαν καρπούζι σαν μπαλόνι

Και μεγαλώνει αδιάκοπα ενώ

Αδιάκοπα εσύ μικραίνεις

Ώσπου να γίνεις σαν κοριός σαν στίγμα σαν

Σημείο νοητό σημείο ανόητο και να τελειώσεις

                  ε

Σχεδόν λιοτρόπι ο ήλιος την πορεία ακολουθεί

Του κεφαλιού σου

Σχεδόν ήλιος το κεφάλι σου ανατέλλει το πρωί

Μέσ’ απ’ τα σχεδόν σύννεφα άσπρα σεντόνια

Δύει το βράδυ πίσω απ’ τις παλάμες σου

Σχεδόν κλαδιά μιας κουρασμένης φοινικιάς

 

Λέω σχεδόν λιοτρόπι ο ήλιος

Σχεδόν ήλιος το κεφάλι σου

Σχεδόν σύννεφα τ’ άσπρα σεντόνια

Σχεδόν κλαδιά οι παλάμες σου

Γιατί θα πήγαινε πολύ να πω

Λιοτρόπι ο ήλιος   Ήλιος το κεφάλι σου

Σύννεφα τ’ άσπρα σου σεντόνια

Κλαδιά οι παλάμες σου

Κανείς δεν θα με πίστευε κι ας είναι αλήθεια

Το κεφάλι σου ωραίο σαν ήλιος

Πιστός σαν υπηρέτης σου ο ήλιος

Σαν σύννεφα άσπρα τα σεντόνια σου

Θλιμμένες σαν κλαδιά οι παλάμες σου

Μεταφορές θα μου ’λεγαν παρομοιώσεις

Δεν είσαι παρά ποιητής

 

Τέτοια βρισιά θα πήγαινε πολύ

Θα προτιμούσα να ’μενε μονάχα

Ένα λιοτρόπι ο ήλιος το κεφάλι

Μεσ’ απ’ τα σύννεφα   Μεσ’ από τα σεντόνια

Πίσω από τις παλάμες τα κλαδιά

Ή μονο λιοτρόπι    Ήλιος κεφάλι

Σύννεφα   σεντόνια   Παλάμες   κλαδιά

                  στ

Με τα πόδια χωμένα ως τον αστράγαλο

Μέσα στη νιοσκαμένη γη

Με τους μηρούς σφιγμένους για να κρύβουν

Τη φωλιά του φύλου της

Με τα μπράτσα σηκωμένα σ’ ικεσία

Έλεγε με φωνή που μόλις ξεπερνούσε

Το θρόισμα του ανέμου μέσα στα μαλλιά της

Δεν είμαι δένδρο είμαι Γυναίκα

[ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ, στίχοι από την πέμπτη ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ 1978]

 

ΣΤ. ΕΣΥ

(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ1978)

Μα ποια πραγματικότητα εκφράζει όταν μιλά κανείς για σένα;

Κι όμως, αλίμονο σ’ όσους σ’ αποσιωπούν; μεγάλοι ομιλητές και, στην ουσία, βουβοί (Άγιος Αυγουστίνος, Εξομολογήσεις, βιβλίο 1ο)

                   α

Χρόνια ολόκληρα γράφω για σένα

Και δεν έγραψα ποτέ τ’ όνομά σου

 

Πολλοί θα πούνε πως δεν τόλμησα να το προφέρω

Άλλοι πως δεν χρειάστηκε μια κι ήταν

Φως φανάρι πως έγραφα για σένα

Άλλοι πως το ’κανα για λόγους ταχτικής ή τεχνικής

Για να μην έχουν μόνο μια ερμηνεία τα γραφτά μου

 

Κανένας δεν θα φανταστεί ότι δεν ξέρω

Τ’ όνομά σου ούτε ποιος είσαι ούτε καν αν είσαι

 

Το ότι για σένα γράφω τίποτα δεν αποδείχνει

Κάνω το ίδιο για τον εαυτό μου

Κι ούτ’ αυτό αποδείχνει κάτι

                   β

Πάντα μες στο σκοτάδι σου μιλώ

Μέσα στο φως ποτέ δεν θα μπορούσα

Θα ’βλεπα πως η πολυθρόνα που σου πρόσφερα

Έμεινε άδειο το ποτήρι το νερό ανέγγιχτο

Μες στο σκοτάδι η απουσία σου περνάει

Απαρατήρητη μπορώ να σε ρωτώ να σε ξαναρωτώ

Και να φαντάζομαι ότι σωπαίνεις

Όχι γιατί δεν είσαι εκεί αλλά γιατί

Οι ερωτήσεις μου σου είναι αδιάφορες

 

Ύστερα όταν η ομιλία εξαντλιέται

Όταν στεγνώνει το μυαλό κι γλώσσα

Μπορώ να καταφύγω πάντα στις αισθήσεις

Μπορώ να γυμνωθώ και μέσα στο σκοτάδι

Τα χέρια μου δανείζοντας σου την αφή μου

Να σπαρταρήσω κάτω απ’ το άγγιγμά σου

                  γ

Τ’ αγκάλιασμα σου είναι φοβερό μ’ εκμηδενίζει

Σκοτώνει το αίμα μου νεκρώνει μέσα μου

Την ηδονή τον πόνο γίνομαι μόνο

Ένα σημείο όπου συγκεντρώνεται ο σπασμός σου

Όπως στο κέντρο του φακού η φλόγα του ήλιου

                  δ

Στην παρουσία σου αχνίζω όπως τ’ απόβροχο

Αχνίζει η γη στην παρουσία του ήλιου

 

Τους μουσκεμένους σπόρους μέσα μου βοηθάς

Να ξεδιπλώνουνε την πράσινη φωνή τους

 

Η παρουσία σου είναι γονιμοποιός αν μείνεις

Κοντά μου μόνο όσο χρειάζεται για να μεστώσει η ψυχή μου

Αν μείνεις κι άλλο μ’ ερημώνει η καυτή σου ανάσα

                  ε

Με τους μυώνες γυμνασμένους για την πάλη

Με τα νεύρα τεντωμένα ως το σπάσιμο

Με το κορμί προσεκτικά αλειμμένο με λάδι

Για να γλιστρώ μεσ’ απ’ τα φοβερά σου μπράτσα

Με τα πόδια καρφωμένα μες στη γη

Τ’ αβάσταχτο σου βάρος για ν’ αντέξω

Σε περίμενα

 

Μου ’χανε πει πως παλαιστής άλλος δεν είναι

Τη δύναμή σου να ’χει και σαν τέτοιο

Σε καρτερούσα όχι όπως ήρθες σαν ανάσα

Ερωτική πίσω απ’ τ’ αυτί μου και μου λύνεις

Τώρα τα γόνατα και τα νεφρά και την ψυχή μου

                  στ

Είπα να σε γδυθώ να σε πετάξω από πάνω μου

Να λυτρωθώ απ’ το βάρος σου που με συνθλίβει

Όμως δεν είσαι ρούχο ούτε δέρμα ούτε σάρκα

Ένας πηχτός αέρας είσαι μια πυκνή σιωπή

Τόσο πυκνή που ακόμα

Κι η πιο αιχμηρή κραυγή μου δεν σε κομματιάζει

Πνίγεται μέσα σου όπως πνίγεται

Μέσα στο βούτυρο η καρφίτσας

                 ζ

Κατοικώ μέσα στη σκέψη σου είμ’ ένα

Από τα ποιήματα  που κάποτε θα γράψεις

Για την ώρα είμαι ακόμα ασαφής

Είμαι μάλλον μια ανώριμη αχνή

Ιδέα πιθανού ποιήματος μ’ αφήνεις

Μέσα στη σκέψη σου να ωριμάσω πριν μ’ εκφράσεις

                   η

Απ’ τη φωτιά στ’ αμόνι κι απ’ τ’ αμόνι στο νερό

Κι ύστερα πάλι στη φωτιά στ’ αμόνι στο νερό

Ατέλειωτες φορές ο ίδιος κύκλος

Ακούραστος δουλεύεις τη μορφή μου αδιάκοπα

Αλλάζοντάς την

Κι εγώ πυρός ή παγωμένος δέχομαι

Αδιαμαρτύρητα το σφυροκόπημά σου

Δίχως να ξέρω

Τι σκεύος θες να φτιάξεις τι εργαλείο

Μα και δίχως να ρωτώ

Γιατί είμαι σίγουρος πως ό,τι και να βγει από μένα

Χρήσιμο θα ’ναι στη βουλή σου

[ΕΣΥ, στίχοι από την έκτη ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ 1978]

 

Ζ. ΕΞΟΔΟΣ

(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ1978)

                   α

Μέσα στον κόσμο ανάμεσα

Σ’ εκατομμύρια άστρα τ’ άστρο Γη

 

Πάνω στη γη τριγυρισμένη

Από στεριές και θάλασσες τριγυρισμένη

Από χιλιάδες χώρες μία χώρα

 

Μέσα στη χώρα ανάμεσα

Σε πολιτείες και χωριά μια πολιτεία

 

Μέσα στην πολιτεία κυκλωμένο

Από χιλιάδες σπίτια ένα σπίτι

 

Μέσα στο σπίτι ανάμεσα

Στα έπιπλα μια γυάλα

 

Μέσα στη γυάλα ένα χρυσόψαρο

 

Ένας άνθρωπος κάθεται και το κοιτά

 

                   β

Κάποτε πρέπει τ’ απαραίτητο να βρούμε

Κουράγιο ν’ αντιμετωπίσουμε το μπόι μας

Να πάψουμε προέκταση να είμαστε

Όλων αυτών των μπαλκονιών και των βημάτων

Κι όχι μονάχα να κατέβουμε από αυτά

Αλλά και να επιτρέψουμε στα γόνατά μας να λυγίσουν

Να διπλωθούμε και να κάτσουμε κατάχαμα

Κι έτσι με σιγανή φωνή και δίχως χρώμα

Να πούμε ιστορίες για όσους πέρασαν

Κάτω απ’ το χώμα αφού πρώτα

Σύρανε τις ξεκοιλιασμένες τους ψυχές

Επάνω σε μπαλκόνια και σε βήματα

Να πούμε ιστορίες για όσους πολεμήσανε

Και χάσανε τη μάχη γιατί ήταν

Πιο ήσυχος ο εχθρός κι ακόμα

Για όσους νικηθήκαν επειδή δεν πολεμήσανε

 

Τέτοια κοινά τέτοια καθημερινά διηγώντας

Με σιγανή φωνή και δίχως χρώμα

Ν’ αφήσουμε η βροχή των ημερών

Να κάνει τη δουλειά της πάνω μας

                  γ

Αν χαμηλώσεις τα μάτια σου

Απ’ τα ουράνια σώματα στα σύννεφα

Από τα σύννεφα στις κορυφές των βουνών

Από τις κορυφές των βουνών στις κορυφές των δένδρων

Από τις κορυφές των δένδρων στο ύψος των ανθρώπων

Από το ύψος των ανθρώπων στο μικρόκοσμο των ριζών

Ίσως με βρεις

 [ΕΞΟΔΟΣ, στίχοι από την έβδομη ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ 1978]

 

(δ) ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΤΕΡΟΥΣΑ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ

(… με τ’ αυτί κολλημένο στη γη   για ν’ ακούσω τον ήχο του καλπασμού του…)

… μη με βρει ο ερχομός του ανέτοιμο   Η δύναμή μου όλη – όλη η ζωή μου   Συγκεντρώθηκε σε τούτο το αυτί   Έμαθα να ξεκρίνω   Το στεναγμό του σπόρου όταν σκίζει το κελύφι του   Της διψασμένης ρίζας το λαχάνιασμα   Το σκάψιμο το υπομονετικό του σκουληκιού   Τον μεγάλο εχθρό περιμένοντας   Φίλος έγινα των ελάχιστων μερμηγκιών   Δεν έχω πια να υπερασπίσω τίποτα   Ένα με τη γη στη γη θα μείνω   Σαν έρθει κάποτε τα πέταλα του αλόγου του  Δεν θα με ξεχωρίσουν   Από τις άλλες ρίζες από τ’ άλλα σάπια φύλλα   Από τις άλλες πέτρες   Ξεσκεπάζω το κρανίο μου κι αφήνω   Τη βροχή να μου πλύνει τη σκέψη   Αρχίζω καθαρά να εννοώ   Όχι μονάχα αυτό που είναι ο κόσμος   Μα κι αυτό που δεν είναι   Ανοίγω το στήθος μου κι υποδέχομαι   Τον αέρα στα σπλάχνα μου   Η πυρά του πάθους μου σβήνει   Συγγενεύει το αίμα μου με τους χυμούς των δένδρων   Τα πόδια μου ρίχνουν ρίζες στη γη   Τα χέρια μου γίνονται ρωμαλέα κλαδιά   Στο ένα κρεμάει την κούνια του ένα παιδί   Στο άλλο κρεμιέται ο απελπισμένος   Ανάμεσά τους νιώθω ωραίος και γαλήνιος   Είναι οι καρποί μου  κι είμαι   Το δένδρο των καρπών μου   (δ και ε αποσπάσματα από την ΕΞΟΔΟ, έβδομη και τελευταία ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ 1978)

Παρασκευή, 3 Ιουνίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ