Κατηφόρισαν με σκισμένα χιτώνια, με
παλιά ντουφέκια
δίχως ψωμί στο γυλιό δίχως σφαίρες.
Μονάχα με μικρά οργισμένα ποτάμια
κλείναν τα περάσματα πίσω τους.
Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνου
σ’ άγνωστες πέτρες
πάνου στο χιόνι μαζί με τις ελιές
τους και τ’ αμπέλια τους –
άλλος άφησε κει πάνου ένα πόδι ένα
χέρι
άλλος ένα μεγάλο κομμάτι απ’ την ψυχή
του
καθένας κι έναν ή πιότερους νεκρούς.
Ύστερα γύρισαν με τις πληγές και τα
κρυοπαγήματα
θάψανε τα ντουφέκια τους στα βράχια,
στο χιόνι, στις κουφάλες των δένδρων
στο αχούρι, ανάμεσα στέγη και ταβάνι,
στη σκοτεινή αποθήκη
που βγάζει στο πίσω μέρος της νύχτας
μ’ ένα μικρό λαδοφάναρο υπομονή.
Έτριζε η κλειδωμένη πόρτα όπως τρίζουν τα δόντια απ’ το κρύο.
Το χιόνι έλιωνε. Κατέβαιναν μεγάλα
ποτάμια μες στη νύχτα
μαζί με κόκαλα, πηλήκια και σκισμένες
σημαίες.
Τα παράθυρα κλείναν τα μάτια τους. Τα
τζάμια δε φέγγαν.
Σαν τους τυφλούς. Κοιτούσαν κατά
μέσα.
……………………………………………………
[εισαγωγικοί στίχοι από τη σύνθεση
του Γιάννη Ρίτσου Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ προ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΙΑ 1942.
Στη συλλογή αυτή, που κρατημένη στο
συρτάρι, θα κυκλοφορήσει πολύ αργότερα, το 1961, αποτυπώνεται ρεαλιστικά η
φρίκη και η εξαθλίωση της εποχής που αρχίζει με την υποχώρηση του ελληνικού
στρατού στην Αλβανία, ενώ τα πρώτα ελπιδοφόρα φανερώματα της Αντίστασης
προοιωνίζονται το τέλος της βαρβαρότητας, την κατίσχυση του Ανθρώπου.
Αν κάποιος,
λοιπόν, θα 'θελε να διαβάσει την ιστορία
της εκατονταετίας, θα την εύρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: Στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό·
στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία…
Επιλογές κι άλλων αποσπασμάτων
από την εν λόγω συλλογή εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από την επιλογή της Χρύσας Προκοπάκη:
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, εκδόσεις Κέδρος 2000]
ΕΡΗΠΩΜΕΝΑ ΧΩΡΙΑ,
ΞΕΡΟΠΟΤΑΜΑ Σ’ ΕΝΑ ΑΝΕΛΕΗΤΟ ΞΕΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
(αποσπάσματα από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ προ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΙΑ 1942)
Βομβαρδισμένες εκκλησιές. Ένας άσπρος άνεμος σφύριζε
σαν τον τρελό ψάλτη που τραγούδαγε άγρια τροπάρια μες στο
ντουφεκίδι
κι ο παπάς με τις μπότες του σκοτωμένου αξιωματικού
σήκωνε τα ράσα του και πηδούσε το φράχη.
Στους τοίχους ήταν σβησμένα τα συνθήματα.
Υπόκωφοι κανονιοβολισμοί
στο βάθος.
χαμηλά στον ορίζοντα η σιγαλιά του χαμένου πολέμου.
Ένα άλογο σκοτωμένο στην πλαγιά.
Είχε κολλήσει ο πάγος το παπούτσι στην κάλτσα, την κάλτσα
στο πόδι.
Θα ξανάρθουμε – είπαν. Και δίχως πόδια θα ξανάρθουμε.
Τρίζαν οι αραποσιτιές
παράξενα σα να μας σκίζαν τα χαρτιά με τα πατριωτικά
τραγούδια μας
σα να μας σκίζαν τις σημαίες μας.
Δυο λιγνά σύννεφα κρέμονταν πάνου στο βουνό
σα δυο πλεξούδες σκόρδο δίπλα σ’ ένα τζάκι
σ’ ένα βομβαρδισμένο σπίτι.
Να κρύψουμε τούτο το φως μη μας το πάρουνε κι αυτό – πού να
το κρύψουμε – είπε.
Ο άλλος κοιτούσε τα νύχια του. Νύχτωνε.
Κατέβηκαν ξυστά, τοίχο – τοίχο. Σκύψαν
πήραν τον ίσκιο τους και κουκουλώθηκαν. Χάθηκαν.
Μονάχα τα τσιγάρα τους μακριά πότε – πότε μια κόκκινη
λάμψη.
………………………………
Μην ανοίξεις την πόρτα.
Ας χτυπάει το καλοκαίρι.
Το φεγγάρι είναι το κράνος του γερμανού φαντάρου.
Αμπαρώσου καλά – βάλε χοντρό στρατσόχαρτο στα τζάμια.
Μονάχα οι νεκροί έχουν το ελεύθερο να κυκλοφορούν στους δρόμους
–
άκου το βήμα τους
με τα φτωχά παπούτσια τους που λιώσαν απ’ τη βροχή
τριγυρνώντας
μη βρίσκοντας ύπνο και τάφο σε τούτο τον καιρό,
μη βρίσκοντας λίγο τόπο δικό τους μια μπουκιά ψωμί μια μικρή θύμηση.
Μεγάλοι προβολείς γρονθοκοπούν τους τοίχους,
ψάχνουν στις αυλακιές των σύγνεφων
πυροβόλα ρουθουνίζουν πίσω απ’ τη μάντρα του τουβλάδικου
τα σκυλιά σκάβουν το χώμα το σκαμμένο απ’ τους όλμους και
τα μνήματα.
Πού να πας τέτοιαν ώρα;
Έβαλε τις παλάμες του πλάι στο γυαλί της λάμπας
γεροντάκος – προσεκτικά – σα να κρατούσε ένα άσπρο πουλί
παγωμένο
να το ζεστάνει, να μπορέσει να πετάξει. Πού ξέρεις πάλι
αν ζεσταθεί μπορεί να μείνει με τη θέλησή του εκεί στο
τραπέζι πλάι στο σταχτοδοχείο
……………………….
Η λάσπη πέρσευε στους χαλασμένους δρόμους. Μάζευε τη λάσπη
στα χέρια του.
Να φτιάξεις ένα πήλινο πουλί – έλεγε – τι να το κάνεις;
Ένα σταμνί. Τι να βάλεις μέσα; Λάσπη;
Σε τούτο το σπίτι με τις πολλές κάμαρες, τις πολλές φτωχοφαμίλιες
τα παιδιά κρυώνουν, οι γυναίκες κρυώνουν,
βάζουν στην πλάτη τους εφημερίδες, φασκιώνουν τα πόδια τους
σαν άρρωστα μωρά.
Τ’ άδεια κατσαρόλια κουδουνίζουν μόνα τα μεσάνυχτα.
Ο πεθαμένος έμεινε τρεις μέρες στο σιδερένιο κρεβάτι.
Μεγάλες μύγες κάθονταν στο στόμα του. Αυτός δεν πεινούσε.
Στο πεζοδρόμιο ακούγονταν τα δεκανίκια του φεγγαριού.
Ένα σκοτεινό κλαδί γρατζουνούσε το παντζούρι.
Ψάξε τις τσέπες του νεκρού. Είναι ένα μικρό κλειδί.
Μπορεί να βρίσκεται στο σεντούκι του ένα κομμάτι μπομπότα.
Δεν πρόφτασε να φάει.
Κοίτα μη μαρτυρήσουν τα παιδιά πως πέθανε.
Μια βδομάδα να κρατήσουμε το ψωμί του. Μια βδομάδα.
«θα βρωμήσει, θα βρωμήσει. Πώς θ’ αντέξουμε μια βδομάδα;
Πώς θ’ αντέξουμε ένα
χρόνο, δυο χρόνια;
Ανοίχτε τουλάχιστο τα τζάμια»
Βγήκε. Χτύπησε πίσω του την πόρτα σα να ’κλεινε ένα
φέρετρο.
Δεν ξαναφάνηκε.
Δραπέτης. Δραπέτης στο σκοτάδι. Παράνομος.
Οι άλλοι κοίταζαν τον τοίχο.
Ο πιο γέρος μασουλούσε με τα ούλα του το τσουράπι του.
Στις τσέπες τους η καρβουνόσκονη του ίσκιου.
Στα ρουθούνια τους η μυρωδιά απ’ το καμένο πετσί μιας
αστραπής
-μιας μακρινής, πολύ μακρινής αστραπής.
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
προ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΙΑ 1942, αντιγραφή και επικόλληση από την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ των
ποιημάτων του ποιητή που επιμελήθηκε η
Χρύσα Προκοπάκη στις εκδόσεις Κέδρος 2000]
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΔΙΣΤΑΓΜΟΥ… ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ…
(… ανάμεσα στο ένα βήμα και στ’ άλλο… έξω απ’ τις πόρτες, μέσα απ’ τις πόρτες…)
Τι θόρυβος να ’ναι αυτός; Τι θόρυβος κάτω απ’ το ταβάνι,
μέσα στην ντουλάπα…
Με τα’ αυτί κολλημένο στον τοίχο αφουγκράζονται.
Το σώμα κολλημένο πάνω στον ίσκιο του.
Τάχα κι οι σκοτωμένοι ν’ αφουγκράζονται
με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα; μακρινό ποδοβολητό.
Το χτύπημα του πολύγραφου. Ησυχία. Ο γλόμπος
είναι ένα κίτρινο συσπασμένο χέρι πάνω απ’ το σκοτάδι.
Ποια σημαία υψώνεται στο δημαρχιακό μέγαρο;
Με ποιο σημάδι; Με τι χρώμα;
Τα καζάνια του λαϊκού συσσίτιου χτυπάν όλη νύχτα σαν
ταμπούρλα.
Νύχτα αποφασισμένη. Συνοικίες γκαστρωμένες
με την κοιλιά τους βαριά από πείνα από καημό κι από άγιο
μίσος.
Πάνου στο πεζούλι ο λαϊκός ρήτορας:
«Σύντροφοι». Τίποτ’ άλλο. Ένα σπίρτο. Το φυτίλι.
Κι οι μεγάλες δρασκελιές μιας σημαίας πάνου απ’ τον ύπνο.
Κι η μεγάλη αψίδα της νύχτας όλη βαμμένη με πελώρια
σφυροδρέπανα αγρύπνιας.
…………………………….
Τις ει; Τις ει; φώναξε μια φωνή μαλακή, κοριτσίστικη.
Λες να ’ναι η άνοιξη; - λέγαμε – η άνοιξη
λες να μας βάλει στην τσέπη ένα καινούργιο πράσινο φύλλο
ν’ αγοράσουμε στον πρώτο σταθμό μια εφημερίδα και λίγα
κούμαρα;
Είπε το σύνθημα, το παρασύνθημα!.. Πέρασε.
Αυτός που καθόταν ήσυχα και σαν αδιάφορα μπροστά στο
πρατήριο της βενζίνας
θα ’ταν μέλος του Κόμματος.
Μια μικρή λάμψη ξέφευγε απ’ τα μάτια του
όπως η άκρη της προκήρυξης απ’ την τσέπη του σακακιού του.
Ύστερα βγήκαν απ’ το γκαράζ μια συντροφιά προλετάριοι
κούνησαν το κεφάλι τους αμίλητοι, σμίξαν μαζί του,
προχώρησαν –
στα χέρια τους κρατούσαν μιαν αόρατη εκκλησία
που βάδιζε μαζί τους πάνου απ’ τα κεφάλια τους.
………………………………..
Μεγάλα κάτασπρα
επίπεδα. Τετράγωνες ταράτσες.
Μεγάλη ασβεστωμένη κάτοψη.
Και τα τετράγωνα χωράφια
πράσινα καστανά και κίτρινα μες στη λιακάδα.
Έμπαινε η άνοιξη.
Κι οι καμινάδες σα
δάχτυλα χοντρά μαυρισμένα απ' τα πολλά τσιγάρα
σε μεγάλες αγρύπνιες δουλειάς - δείχναν κάπου ψηλά πίσω απ' τα σύγνεφα.
Ένα παράθυρο ανοίγει. Κ' ένα άλλο.
Αυτός σκουπίζει τον ιδρώτα του.
Καλημέρα - είπε.
Καλημέρα.
Ζέστη σήμερα. Μεγάλη ασβεστωμένη κάτοψη.
«ΑΠΟ ΔΩ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ»
(… κι η πινακίδα – ξύλινη
τετράγωνη – αυτό όλο –όλο είπε, τίποτ’ άλλο – στη διασταύρωση εκεί…):
Μεθαύριο που θα
περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία
μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να
ρωτήσει:
«Ποιος να ’γραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την
πινακίδα;»
και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει·
«Ο Γιάννης Ρίτσος — ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου
εκατονταετίας»
ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟ ΜΗΝΥΜΑ ΕΣΤΕΛΝΕ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΡΙΤΣΟΣ…
(,,, μέσα απ' τον κατοχικό ζόφο, τον Αύγουστο του
1942, όταν η Αντίσταση ανδρωνόταν κι η υπόσχεση ενός κόσμου ωραίου που θα
αναδυόταν απ' τα ερείπια έμοιαζε να παίρνει σάρκα…)
Από τότε, η βαρβαρότητα άλλαξε πολλά
πρόσωπα. Τα νέα δεινά του τόπου έμελλε να τα νιώσει στο πετσί του, μάρτυρας (με
τη διπλή σημασία) της μισαλλοδοξίας και της απανθρωπιάς στις αλλεπάλληλες
εκτοπίσεις του. Του 'μελλε ακόμα, εκείνες τις σημαίες που ονειρευόταν, να τις
δει να κουρελιάζονται μία μία. «Σκισμένες όλες οι σημαίες
κατά μήκος όλου του χρόνου», έγραφε κιόλας μες στη δικτατορία, όταν
ξεσπούσε η κρίση στις σοσιαλιστικές χώρες.
«Μεθαύριο», λοιπόν, αν κάποιος θα 'θελε να διαβάσει την ιστορία της
εκατονταετίας, θα την εύρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: Στα ποιήματα που
την κατέγραψαν σαν χρονικό· στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία·
στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατασπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις.
Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα
τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το «υπαινικτικά» λέει περισσότερα
για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους
ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς. Ποιος
είναι λοιπόν ο Ρίτσος; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο
«απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ο αισθησιακός που ρουφάει με όλους τους
πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στ' ανθρώπινο σώμα τον
φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ο
ερωτικός, που σκιρτά σ' όλα τα αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο
ασκητής που «απωθεί» και «θεώνεται»; Ή μήπως ο φύσει υπαρξιακός που εκθέτει την
αγωνία του στον ψιθυριστό διάλογό του με το χρόνο και το θάνατο; Ο «διχασμένος
και διπλός», μας λέει ο ίδιος, επιβεβαιώνοντας τον υπερβατικό λόγο της ποίησης.
Δευτέρα, 16 Μαΐου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου