Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΕΙΔΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ

(…να μεγαλώνει   ν’ ανάβει την καρδιά μου 

και  τ’ άλλο  το γκρίζο  σαν καπνός

ν’ αδειάζει μέσα μου   να φεύγει…)

Όταν άνοιξε η σκουριασμένη πόρτα σαν αυλαία

έτριζε    όπως σάπιο καράβι σε κακό λιμάνι

πρόβαλε γελασμένο το πρόσωπο του κοριτσιού

μέσα στο άρωμα της φωτιάς και του καπνού

η φωνή της    σα σκοτεινή αίθουσα κινηματογράφου

πρόβαλε γελασμένη

κι εγώ

ένα πουκάμισο στον αγέρα μέσα στο χαλασμό

κρεμασμένο  ετοιμαζόταν να πετάξει

 

το κορίτσι    ένα ζωντανό λουλούδι   

 ένα λουλούδι αναμμένο    ένα ωραίο τέρας

ανάποδα  γυρισμένο   το στόμα   τα μάτια   τα φρύδια

ένα ωραίο τέρας

που χτυπούσε σα μαγικό ρολόγι

το βράδυ αυτό το μαγικό

 

τέλος προχώρησε    η νύχτα

το κορίτσι έσπασε μέσα στον καθρέφτη 

 

ύστερα    φάνηκαν πάλι   τεράστια

το πρόσωπό μου    το πρόσωπό της

παραμορφωμένα    άγρια ματωμένα

 

σαν κινηματογράφος

(ΙΣΤΟΡΙΑ από την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958 

με τίτλο στίχους από ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ, πρώτο ποίημα στην εν λόγω συλλογή]:  

Μοσχοβολούσε το φεγγάρι 

σκύλοι μ’ άσπρα λουλούδια στο κεφάλι

περνούσανε στο δρόμο εκστατικοί

κι ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο

και μέσα φαίνονταν   τα σφυριά  και  τα μαχαίρια  

 

Μέσα στα χέρια μου έσπασα το κρύσταλλο…

 

Ακολουθούν Η ΜΑΡΙΑ,   ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ,   Ο ΣΚΥΛΟΣ, 

Η ΥΔΡΑ,  Τ’ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΟΥ,   Ο ΧΟΡΟΣ,  Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ, 

ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ,  Ο ΤΡΕΛΟΣ ΛΑΓΟΣ,  Η ΣΟΦΙΑ – όνομα γυναικείο –

με κατακλείδα το ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ και επιμύθιο  

Ο ΠΑΡΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, αποσπάσματα από ένα κείμενο του Γιάννη Αντιόχου)

 

 



Η ΜΑΡΙΑ

(από την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)

Η Μαρία σκεφτική    έβγαζε τις κάλτσες της

 

Από το σώμα της έβγαιναν    φωνές άλλων ανθρώπων

ενός στρατιώτη που μιλούσε σαν ένα πουλί

ενός αρρώστου που είχε πεθάνει από πόνους προβάτων

και το κλάμα της μικρής ανεψιάς της Μαρίας

που αυτές τις μέρες είχε γεννηθεί

 

Η Μαρία έκλαιγε - έκλαιγε

τώρα η Μαρία γελούσε

άπλωνε τα χέρια της το βράδυ

έμενε με τα πόδια ανοιχτά

 

Ύστερα σκοτείνιαζαν τα μάτια της

μαύρα - μαύρα θολά σκοτείνιαζαν

 

Το ραδιόφωνο έπαιζε

Η Μαρία έκλαιγε

Η Μαρία έκλαιγε   το ραδιόφωνο έπαιζε

 

Τότε η Μαρία

σιγά-σιγά άνοιγε τα χέρια της

άρχιζε να πετάει   γύρω - γύρω στο δωμάτιο

 

ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ

Είναι πουλιά    που δεν πετάνε

είναι πουλιά

θαμμένα    μέσα σε κουτιά

 

Είναι δωμάτια

και είναι λέξεις  

που σκίζουνε το κεφάλι   σαν καρφιά

 

Είναι καρφιά   που δεν πονάνε

είναι καρφιά    π’ ανακουφίζουν

 

Όταν χτυπήσουν    πάλι οι καμπάνες

θα πεταχτούμε   σαν τα πουλιά

 

Ο ΣΚΥΛΟΣ

Ο σκύλος αυτός πρόβαλε πρώτη φορά σε δρόμο

σκισμένο από κοφτερά γυαλιά

ύστερα φάνηκε στον ουρανό

μέσα σ’ ένα σκοτεινό πηγάδι τ’ ουρανού

έπινε ένα φως αστραφτερό σκυλίσιο

συνόδεψε ένα ραγισμένο χέρι λίγα βήματα

ύστερα γίνηκε φωτιά

έκλαιγε σαν κακό πουλί

έκαιγε σαν ελπίδα

ποιος ξέρει από πού ήρθε και πώς έφυγε

 

Μα εγώ ξέρω πως θα γίνει θάνατος μια μέρα

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958]

 

Η ΥΔΡΑ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)

Η Ύδρα είναι μια φραγκοσυκιά

γεμάτη πυρετό όνειρα κι αγκάθια

κι όπου γυρίσω βλέπω όλα κίτρινα

και δεν μπορώ να κοιτάξω τα παράθυρα

γιατί μέσα περνούνε

βάρκες φαντάσματα

φαντάσματα καΐκια

κι όλο γυρίζουν

κι όλο κοιτάζουνε

μάτια ανάστροφα και τρομαγμένα

 

Τ’ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΟΥ

Τ’ αδέλφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον κόσμο

είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα - ένα στον ουρανό

 

και να ο μεγαλύτερος

με μια ανοιξιάτικη μαύρη γραβάτα

που χάθηκε μέσα σε σπηλιές θεόστραβες

καθώς κυλούσε παίζοντας

πάνω σε ανεμώνες κόκκινες

γλίστρησε    μεσ’ του θηρίου τ’ άγριου το ματωμένο στόμα

 

ύστερα ο άλλος μου αδελφός που κάηκε

πουλούσε κίτρινα βεγγαλικά

πουλούσε κι άναβε κίτρινα βεγγαλικά

-Όταν ανάβουμε –έλεγε - φωτιά

θα διώξουμε απ’ τους κήπους τα φαντάσματα

θα πάψουν να μολύνουν τους κήπους τα φαντάσματα

-Όταν ανάβουμε –έλεγε- κίτρινα βεγγαλικά

μια μέρα θα ανάψει ο ουρανός γαλάζιος

 

κι ύστερα ο τρίτος και ο πιο μικρός

που έλεγε πως είναι νυχτερίδα

γι’ αυτό αγαπούσε τα φεγγάρια

και τα φεγγάρια μια νύχτα τον εζώσανε

κόλλησαν γύρω - γύρω και τον έκλεισαν

κόλλησαν γύρω - γύρω και τον έπνιξαν

τον έλιωσαν γύρω - γύρω τα φεγγάρια

 

Τ’ αδέλφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον κόσμο

είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα - ένα στον ουρανό

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958]

 

Ο ΧΟΡΟΣ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ)

Από τις πόρτες έμπαιναν ευτυχισμένοι στολισμένοι

άλλοι φορούσανε σπαθιά κι άλλοι μαχαίρια

κρατούσαν όνειρα ζεστά στα παγωμένα χέρια

όνειρα που έκαιγε ο πυρετός λουλούδια

πρόβαλαν στους καθρέφτες μενεξέδες

ωραία πρόσωπα με σταγόνες ασήμι

στο μέτωπο και στα μάγουλα

κόκκινα χέρια τριαντάφυλλα πηχτά

ο έρωτας που έκαιγε ψηλά στις καπνοδόχες

ο έρωτας που έσταζε στου δρόμου το αυλάκι

ο έρωτας που βογκούσε κάτω απ’ τα πατήματα των παπουτσιών

ο ένας να κατέβει τρέμοντας ετοιμόρροπες σκάλες

ο άλλος να τις ανέβει τρέχοντας

για να προφτάσουν το αίμα να μην παγώσει

και την καρδιά να μην σκιστεί

ώσπου τα φέρετρα να γίνουν αύριο άσπρες βάρκες

και μέσα να τραγουδάνε ευτυχισμένοι οι νεκροί

 

Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Πίσω από τις μαυροφορεμένες γριές

πίσω απ’ την πλάτη τους

το άσπρο κρεβάτι

και πάνω καταμόναχο το μήλο

όπως και πριν από το μήλο

καταμόναχο ήταν το άνθος το λευκό

το σκίσαν με μαχαίρια και ψαλίδια

μ’ αίμα το πότισαν

και τώρα πάνω στο κρεβάτι

κείτεται σάπιο μήλο

 

γι’ αυτό κι ο άγγελος στην άκρη κάθεται του κρεβατιού

πίσω απ’ τις μαυροφορεμένες γριές

πίσω απ’ την πλάτη τους

ανοίγει τ’ άσπρα του φτερά

το χέρι απλώνει προς το μήλο

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958]

 

ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ

(από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)

Δεν αγαπώ το αεροπλάνο

πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό

η ωραία γυναίκα αγαπάει την πίσσα

πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό

 

Η γυναίκα στάθηκε στη Μεγάλη Πόρτα

πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό

το παιδί απ’ το Στενό Παράθυρο βγήκε

κι έμεινε μετέωρο στο Κενό

 

Τέλειωσε - τέλειωσε το εκτόπλασμά μου

πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό

δε θα σας ταράξω πια με τα όνειρά μου

πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό

 

Ούτε όμως θα με ξεσκίζετε με τα σύρματά σας

πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό

δεν αγαπώ το αεροπλάνο

πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό

 

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΛΑΓΟΣ

Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός

γύριζε στους δρόμους

ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός

έπεφτε στις λάσπες

 

Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός

άνοιγε η νύχτα

στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός

έφεγγε ο κόσμος

 

Βούρκωσαν τα μάτια του ο τρελός λαγός

πρήσκονταν η γλώσσα

βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός

θάνατος στο στόμα

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958]

 

Η ΣΟΦΙΑ   (όνομα γυναικείο)  

κάθεται ψηλά σ’ ένα δένδρο   με ξερά κλαδιά

 το χειμώνα…  πλάι της τα σύννεφα περνούν

 

η Σοφία είναι μια συσκευή    που έσπασε

πια δε λειτουργεί

 

κι η Σοφία κάθεται ψηλά τώρα

σ’ ένα δένδρο…

 

και το ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(στη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ  ή  Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)

Η γάτα ήρθε σα φωνή από έναν ορίζοντα φοβισμένο  

έβρεχε και πρησμένα όνειρα βογκούσαν οληνύχτα  

το πρωί ο άνθρωπος πλύθηκε και ξυρίστηκε όπως πάντα   

και γύρω του χτυπούσαν τα σφυριά όπως πάντα  

στο δρόμο καθώς έβγαινε απάντησε μιαν αγία  

ντυμένη στα βυσσινιά  

είχε πεθάνει πάνω στον τροχό πριν από εκατοντάδες χρόνια  

ο γαλατάς τον είδε και τον χαιρέτησε  

έπειτα τον χαιρέτησε ο ταχυδρόμος  

κι ύστερα τι ν’ απόγινε αυτός ο άνθρωπος  

τα ρούχα του κυκλοφόρησαν σ’ εφημερίδες  

το ένα του μάτι το κρατούσε κι έπαιζε  

ένα μικρό κορίτσι  

μαύρα αυτοκίνητα μεταφέραν τα κομμένα μέλη του  

και η καρδιά του αερόστατο γελούσε στο κενό..

 

Ο ΠΑΡΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

(αποσπάσματα από το κείμενο του Γιάννη Αντιόχου στον πρώτο τόμο ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, Γαβριηλίδης 2012)  

Το παραισθητικό  έργο του Μίλτου Σαχτούρη δίνει τη δυνατότητα στον ίδιο τον αναγνώστη ν’ ανακαλύψει ακαριαία την παρεκτροπή μέσα στην πραγματικότητα και τον τοποθετεί να αναγιγνώσκει χαμηλόφωνα  ή  δυνατά – δεν έχει τούτο σημασία – την ίδια του την ιστορία, που ως εκείνη τη στιγμή αισθανότανε μ’ ένα αίσθημα πρωτόγονο αλλά χωρίς συναίσθημα σ’ έναν χωροχρόνο με ιδιαιτερότητες.  Έναν χώρο  ορισμένο αφηρημένα, έτσι ώστε το περιβάλλον του να μην κινδυνεύει να καταρρεύσει από την ύπαρξη λεπτομερειών και ένα χρόνο μη γραμμικό, ο οποίος εμφανίζεται σαν έκπληξη μέσα στον ιστό ανθρώπινων προσώπων, των πουλιών και των ζώων που διανθίζουν το ποιητικό του έργο…  Η ποίηση του Σαχτούρη χαρακτηρίστηκε από τον Λειβαδίτη ως παραισθητική και ο ίδιος ο ποιητής από τον Αλέξη Ζήρα (1994) ως ποιητής που συνταυτίζει υποκειμενικό και αντικειμενικό, λογικό και παράλογο, υπαρκτό και ανύπαρκτο.  Κι αν είναι έτσι, ο ποιητής μοιάζει να ξεδιπλώνει έναν ατελείωτο ποιητικό καμβά τοποθετώντας κάθε συλλογή του πάνω σ’ αυτόν  και  αποτυπώνοντας μετά τόσα έτη ποιητικής δημιουργίας τον δικό του υποκειμενικό, παράλογο ποιητικό εφιάλτη, ο οποίος δεν είναι άλλος παρά μια παρεκτροπή της πραγματικότητας, ένα κάτοπτρο σε καθρέφτη πολυκαιρισμένο και οξειδωμένο, του οποίου όμως η γοητεία προέρχεται ακριβώς από την ικανότητά του να μορφοποιεί το είδωλο πέρα απ’ αυτό που φαίνεται, χωρίς ποτέ όμως αυτό το είδωλο να εμφανίζεται ως εσωστρεφές, αλλά ως μια οντότητα η οποία βαφτίζεται εκ των προτέρων για να κατοικήσει στις σελίδες ενός ποιητικού βιβλίου και στη γλώσσα ενός υποκριτή αναγνώστη…  Ο Σαχτούρης δίνει το πλεονέκτημα μιας αφηρημένης και παραισθητικής, δαιμονικής και μεταφυσικής ποίησης, η οποία συναντά την πλειονότητα του αναγνωστικού κοινού για να συνδιαλεχθεί μαζί του.   … (Γιάννης Αντιόχου)

Παρασκευή, 20 Μαΐου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ