(…εδώ ή οπουδήποτε υπο - δύεσαι ρόλους Υπο - καθιστάς…)
Μεταναστεύεις
αθόρυβα απ’ το πετσί σου
μπαίνοντας
γρήγορα σε ξένα δέρματα, σε ξένα
πετσιά!..
Χάνεις τη
φωνή. Μπερδεύεις κάποτε τα λόγια με τα ρούχα. Μπερδεύεσαι.
Τα βολεύεις
όμως με τους δίχρωμους σκηνοθέτες και
τον υποβολέα.
Υποκρίνεσαι
και τα παράσημα πέφτουνε βροχή (και δεν
έχεις ομπρέλα)
Άνθη
λατρείας από άμωμους μπαχτσέδες
πνίγουνε τα καμαρίνια.
Κοντεύεις
κι απόψε να τελειώσεις αλλά τα φώτα σβήνουν ξαφνικά.
Αγριεύει
τώρα η βροχή. Πέφτει το φως σα χαλάζι.
Πέφτουν
καρεκλοπόδαρα κι αστροπελέκια.
Η σκηνή
πλημμυρίζει… φεύγει.
Γίνεται
σχεδία σ’ άγριο ποτάμι.
Πάνω εκεί
(τελευταία πράξη) ουρλιάζεις και δεν
είσαι το έγκλημα.
Χειρονομείς
πως απλώς υποδύεσαι το δολοφόνο.
Κανείς όμως
τώρα πια δε σε πιστεύει!..
Φτύνουν
λέξεις στη γειτονιά. Μοχθηροί. Γελούν!..
Καθώς η
σχεδία πλησιάζει
την
κατάλευκη του μεγάλου του πραγματικού
καταρράχτη!..
[Η ΣΧΕΔΙΑ από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ
ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ,
εκδόσεις Εγνατία/ σειρά ΤΡΑΜ 1980 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή με ΚΛΙΚ
στον παρακάτω σύνδεσμο]
ΑΓΡΙΟ ΛΥΧΝΑΡΙ
(από τη συλλογή του Μανόλη
Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980)
Πέφτει από παντού τρίζοντας το
βράδυ
στους δρόμους και τα
καταστήματα που ακόμη
σφύζουν από πυρετούς κόσμου.
(Ντύνει τους πόθους σκάβει τις
ψυχές)
Τα χελιδόνια γίνανε ψαλίδια
κόβοντας το γαλάζιο σε βαμβακερές
ζακέτες
(τις γαζώνουν αρχάγγελοι με μαύρες
μηχανές)
Ένας ήλιος σβηστός με καλώδιο
κρέμεται στη στέγη.
Κρέμεται στην οροφή της νύχτας και
καθώς
γυρνά το διακόπτη ανατέλλει·
χύνεται τριγύρω ένα χάραμα.
Όλα λάμπουν. Ω λα
λα. Όλα είναι ηλεκτρικά!..
Με μπρίζες και αλεξικέραυνα.
(Η κάθε σκέψη βρίσκει το σκουλήκι
της)
Το Ποίημα όμως κλωτσάει. Παραπαίει.
Και καθώς αγγίζει με βρεμένα
δάχτυλα νοήματα ηλεκτροφόρα
κινδυνεύει!..
Με φτύνει. Φεύγει.
Βγαίνει έτσι πεζό και τραυλίζοντας
στο δρόμο.
Οδός Αιόλου. Στρίβει από τοίχο σε
λέξη..
Παρακολουθεί τη μεσόκοπη Κυρία με
την μπεζ σκέψη
(καθώς διασχίζει την υπόγεια στοά
του προχθεσινού ποιήματος).
Τώρα μπαίνει σε γνωστό
υφασματοπωλείο.
Ζητά ένα κάπως βαθύ, ένα κάπως
αμετάφραστο φόρεμα..
Ένα κάπως σπάνιο και κρυφό.
Ανεβαίνει ο ξανθός υπάλληλος
πρόθυμα στη σκάλα
Αλλά τα φώτα σβήνουν ξαφνικά.
Καίγεται της ασφάλειας το συρματάκι
κι ο αιώνας μας πέφτει φοβισμένο
κουτάβι στο σκοτάδι.
Ψάχνεις χρόνια στα σκοτεινά.
Και δεν έχει μείνει στον κόσμο ούτε ένα λυχνάρι.
Ούτε ένα σπαρματσέτο. Ούτε
καν μια λάμπα πετρελαίου!..
Κι ο ξανθός υπάλληλος ακόμα
ξετυλίγει
μέσα μας τη νύχτα μαύρο τόπι.
(Το κάθε σώμα βρίσκει τη μαυρίλα
του)
Κι ο άτυχος ηλεκτρολόγος ακόμα
φωνάζει
και χειρονομεί στα σιδερένια βάθη
του ποιήματος
(άραγε τον ακούτε;)
(Η κάθε δόξα παίρνει την
παραφροσύνη της)
Και δεν υπάρχει στον κόσμο ούτε ένα
σπαρματσέτο…
Κι αυτός που τα είδε όλα αυτά
(ένας πρώην ποιητής ένας μισότρελος ένας ηλεκτρολόγος)
Αυτός που τα είδε όλα γελάει τώρα
και κλαίει στο φρενοκομείο
(ο εγκλεισμός του έγινε «κοινή
συναινέσει» ψυχιάτρου και εισαγγελέα)
Κατέβαινε τις νύχτες μ’ ένα άγριο
λυχνάρι.
Κυκλοφορούσε στον κόσμο σα δημόσιος
κίνδυνος.
ΤΑ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΑ ΘΗΡΙΑ
Πάλι ετούτο το πρωί με κυριεύει
μ’ εξημερωμένα θηρία με ψευδώνυμα
Η μέρα σα μοτοσυκλέτα μέσα μου
γυρίζει
το λευκό τον ακόρεστο γύρο του
θανάτου.
Με λιντσάρουν δύσκολες φωνές
όμως αμέσως με το κόκκινο μου φάσμα
με τον άλλο ξεφεύγω εαυτό μου.
Οι καπνοί της νύχτας με ζαλίζουν
και παίρνω λάθος τρένο.
Κατεβαίνω στον υπόγειο σταθμό
και ξάφνου μπαίνω σε
άλλο σε άγνωστο αιώνα.
Βρίσκομαι γυμνός σε ξένη χώρα
χωρίς χέρια, ξένος με ξεριζωμένη
γλώσσα
με ιθαγένεια φαγωμένη από τρωκτικά που δε θυμάμαι
αλλά όχι είμαι πάντοτε ρωμιός
και δεν το ’χω κουνήσει ρούπι από
την Ελλάδα.
Κι είναι η γλώσσα μου στη θέση της
πάντα,
φωτεινή με λιακάδες στην άκρη
και με παραθαλάσιες ραβδώσεις.
Αλλά τούτα τα πρόσωπα που συναντώ
δεν τα γνωρίζω
καθώς γυρνάμε βράδυ απ’ το
νεκροταφείο.
Ο ένας παριστάνει τον πολεοδόμο.
Ο άλλος το Νομάρχη Λακωνίας
Κι ο παράλλος (μόλις σκοτεινιάσει)
το Μητροπολίτη Ξάνθης ή Ιεραπίνης.
Αλλά τούτοι οι άνθρωποι που βλέπω
από πού πεσμένοι κάθε καρυδιάς
καρύδι.
Το σπας κι από μέσα το μαύρο
αγριεύει
σαν παράφορος λύκος του
μεσονυχτίου.
Ρωτάς την ώρα εκείνη τη μεσόκοπή
Κυρία
με τη μπεζ σκέψη την κίτρινη φούστα και την κόκκινη άβυσσο!..
Αλλά απόκριση δεν παίρνεις.
Σκέφτεσαι: φωνή βοώντος εν τη ερήμω
Ή
η Κυρία εποχή μας μακιγιαρισμένη
μπαινοβγαίνει
έξω από τα εικοσιτετράωρα.
Τέλος αναρωτιέσαι: προσποιείται τάχα την κωφάλαλη
ή πράγματι νοσεί πάσχει κι υποφέρει
από αφασία τύπου Broca ή τύπου Wernige
[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη
ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ. εκδόσεις Εγνατία/ σειρά ΤΡΑΜ 1980]
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΕΛΙ
(απ’ τη συλλογή του Μανόλη
Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980)
Έρχεσαι
πάλι απόψε μακρινή ανοίγεις
μπαίνοντας
στη σκέψη μου.
Σου
προσφέρω ρόδα και μαχαίρια.
Σε
καρφώνω με σάρκινες πινέζες πάνω στην
καρδιά μου,
για να
μην μου φεύγεις σαν με παίρνει ο ύπνος!..
Αλλά ο
ύπνος είναι άγριο θυμίαμα της ύπαρξης
μόνο
και ζεστό
σφαχτάρι η καρδιά του κάθε κοιμισμένου.
Έτσι
δεν μπορώ να κλείσω όλη νύχτα μάτι
καθώς
γελάς με άλλους, καθώς βήχεις βρίζεις
και δακρύζεις!..
Ολοένα
σηκώνεσαι να φύγεις κι ολοένα γρυλίζω
πως
τριγύρω είναι δάση με λύκους!..
Μένω
λοιπόν στο πλάι σου φύλακας άγγελος
με
σπαθί και με μαχαίρι.
Φύλακας
άγγελος με δασύτριχη περούκα!..
Όμως
εσύ ολοένα φεύγεις
και με
σιδερένιες λέξεις με καρφώνεις!..
Μένει
μόνο στη σκέψη μου ένα κίτρινο φουστάνι!..
Το
πρωί είμαι πια ένα φέρετρο
που
μέσα του κείτεται ζεστό και σαρκάζοντας
το φάντασμά σου
(Έτσι
καθώς παράφορα σε κράτησα φυλακισμένη
στο άρρωστο μυαλό.
Στο
κόκκινο κελί στο τρομερό κελί της
εγωπάθειάς μου)
1948
Έκανε παγωνιά.
Άχνιζαν τα χνώτα των αλόγων.
Ένα μαύρο σύννεφο μεγάλωνε
άλλαζε σχήμα στο πλευρό τους.
Η μάχη χάνονταν μέρα τη μέρα
Χιόνιζε παντού· οι
ώρες σφύριζαν σαν τα καλάμια.
Οι νύχτες μπάζανε νερά…
Έπεφτε σάπιζε το όραμα σα μήλο
μέσα στα βάθη των ανθρώπων.
[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη
ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ, εκδόσεις Εγνατία σειρά ΤΡΑΜ 1980]
ΤΟ ΦΕΥΓΙΟ
(από τη συλλογή του Μανόλη
Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980)
Σήκωσε
το ποδάρι πέρασε τα σύνορα.
Αγρίμι
λαβωμένο έσκυψε για νερό από νυχτωμένα ρυάκια.
Παράφορα
φεύγει μια σκιά καθρεπτισμένη σε νερό ή σε χάμα.
Μπαίνουν
ατέλειωτα βουνά όγκοι σκληροί χαράδρες
που
σφυρίζουνε μια θύελλα μες στο φευγιό
βουβά
περάσματα του φόβου σκοτεινά μαδέρια
κύματα και κρότοι
το
σκοτάδι σαν νυστέρι στο μυαλό
η
σπασμένη λάμψη ως το φλογισμένο κόκαλο.
Ένα
χέρι τυφλό και γρήγορο μέσα του σφίγγει και ξεριζώνει.
Ακούει
κορμούς και πέφτουνε ακούει παφλασμούς σωμάτων,
αλαφιάσματα
ζώων στο χορτάρι…
Νιότη
θαμμένη στην αναμονή, μισή καπνός και μισή άνεμος.
Έρχεται
γκρίζο μαύρο μπαίνει το βουνό στη μνήμη κάποτε σαν όνειρο.
Καπνίζει
φλέγεται, μάλλον ανάμνηση φωτιάς,
ο
Γιάννης, ο Χαρίλαος (ονόματα συντρόφων ή φαντάσματα)
ζούνε; πεθάνανε;
χαράδρες
που κρυφτήκανε μαζί σπηλιές στα βάθη
ο
φανός ο φωτισμένος τορναδόρος
παγερά
σημάδια σιωπής χαμένοι σύνδεσμοι στο
φρέσκο χιόνι τα αίματα
η ατέλειωτη
πλαγιά τα πρόχειρα φορεία από κλώνους
δρυ το μαύρο χόρτο
μέσα
σύννεφα ανεξερεύνητης κοιλάδας και
βαθύτερα η νύχτα
να
σκεπάζει τους νεκρούς συντρόφους
τα
μεγάλα φυσερά στο τρομερό σιδηρουργείο της άνοιξης
οι
παράφορες φωνές των αηδονιών που σε
τρελαίνουν.
Βροχές
ολοένα και παράξενα τριξίματα
στον
ύπνο του οπλές αλόγων στον αέρα
δισταγμοί μέσα στην ήσυχη πλατεία.
Καβαλάρηδες.
Γυναίκες μισοξυπνημένες, πυροβολισμοί
(ακόμη
με όνειρα εφιαλτικά στο πρόσωπο)
(τα
βρέφη που κρατούσαμε στις μαύρες αγκαλιές ήμαστε εμείς)
Κι η
μαύρη χήρα φώναξε την άλλη νύχτα
πνίξε
το μωρή τι θα μας προδώσει μες το σκότος
με το
άσπρο του το κλάμα το σκατό.
Βροχές
ατέλειωτες πορείες μαύρα μελανά ποδάρια αργά
πρησμένα
περπατώντας πάνω στο μεγάλο χιονισμένο ύπνο του.
Και
κάτω από το χιόνι το νεκροταφείο των ματαιωμένων χειρονομιών,
η
νεκρή σύσπαση της άνοιξης.
Τα
μπλαβισμένα χέρια ένα λίγο έξω ένα λίγο πάνω από το χιόνι.
Ένα
θραύσμα ονείρου κάθε σπιθαμή.
Μια
απίστευτη άκρη από μια χλαίνη.
Σαν σ’
ένα πορσελάνινο βάζο ματωμένων λουλουδιών
που η
ταραγμένη φύση το κρατούσε ακόμη λίγο μες τη φρίκη της.
Σαν
άγρια όργανα ενός φόνου,
σαν
εντόσθια ζωής προσεκτικά διατηρημένα
στο
βαθύ τοξικολογικό μπουκαλάκι της φορμόλης.
Που
αύριο θα ταράξουνε τον ύπνο και θα δικαιώνουν των φονιάδων το μέλλον.
Λάσπες
κι αμίλητα ερωτηματικά, ωραίες χαραυγές
και
μεταπτώσεις στο βαθύ φαράγγι, στο βαθύ
ακατέργαστο μυαλό.
Ένα
στέναγμα ζώου που ματώνει τώρα ο χαλινός και το βγάζει λίγο – λίγο από τη φύση
του.
Χρεμετίσματα
στην άλλη παρυφή καθώς ο νικημένος ήλιος έγερνε
καθώς
οι παραισθήσεις πέφτανε υγρά μεγάλα μαύρα φύλλα
σ’ όλη
την έκταση του παγερού αποτρόπαιου τοπίου.
Και
την άλλη νύχτα ο ύπνος μια μεγάλη φρέζα
να
περνά και να θερίζει τα οράματα σα καλαμπόκια
η
μαύρη μηχανή στην απέραντη κοιλάδα της Λαμίας.
Και η
παράλλη τρύπια χωρίς ουρανό με σπασμένα λόγια πίσω από τα δένδρα.
Χαίτες
αλόγων η Λοκρίδα πάνω κι η Βασιλικούλα σαν ασήμι
μπρος
στην πόρτα μια νύχτα που ήρθε στα κλεφτά.
Μαύρα
πελέκια μες στο λογισμό.
Οι
σφραγισμένες διαταγές της ηγεσίας
η
μεγάλη «πάμφωτη» ρομφαία με απαραβίαστο μελάνι
γράφοντας
σε ήσυχα χαρτιά, παραφρασμένη σε μαρξιστική φρασεολογία, την καθαγιασμένη ρήση:
«Βαδίζετε,
προχωρείτε, μην εραυνάτε τας γραφάς»
Ρεματιές
με σκοτωμένους ένας άγριος αγέρας να καπνίζει σκοτεινό, δαγκωμένο τσιγάρο.
Τινάζεται,
ταινία που χάλασε ο καιρός;
μεγάλες
άρρωστες σκιές, παροξυσμοί της μνήμης, για βιώματα;
Μόνο
χειρονομίες και νεύματα
(ένα
άγνωστος κομπάρσος του βωβού σινεμά)
Ξεράθηκαν
τα λόγια μέσα του οι πέτρες φράξανε την
κοίτη της φωνής.
Δε
σκάβει πια, δεν έχει χώμα (το σώμα του
κούφιο μαυσωλείο ζωντανών) να φυτέψει ένα σπόρο.
Κρεβάτι
και ψωμί της προσφυγιάς,
ξεριζωμένα
βράδια πάνω από σταθμούς, σταματημένα
τρένα
απροσδιόριστες
εικόνες μακρινών θανάτων μέσα από θαμπές ασπρόμαυρες ειδήσεις
σαν
αρνητικά φωτογραφίας.
Κρεβάτι
και ψωμί της προσφυγιάς,
η
μαύρη ρίζα άταφη στα έγκατα του νου,
η γάγγραινα
του νόστου
και
μια αίτηση μονάχα να δουλεύει κακοφορμισμένη σαν πληγή
και
μια αίτηση μονάχα για «επάνοδο» μετά την «πτώση»
(συλλογίσου
τον πόνο του)
Τσαρλατάνοι
κα φερέφωνα ταχτοποιούν ιθαγένειες
χαρτογραφούν
παραλίες και μνημεία
Τσαρλατάνοι
και προστάτες εκδίδουν
μια
βαμμένη μακιγιαρισμένη ψεύτικη πατρίδα.
(συλλογίσου
τον πόνο του)
ΤΗΛΕ - ΠΡΑΞΗ
Έρωτας, η σκιά του έρωτα γυμνή
τρέμει μέσα στο τηλέφρωνο
Έρπει σα σαύρα ο σταχτύς παροξυσμός
ανασαίνει σα ρίζα ανεβαίνει απ’ τα νερά
σ’ όλο το μήκος
της λυμφατικής μεμβράνης.
Ακοή από άρρωστες φωνές.
Συνουσία με το (μέλος) φάντασμα
του σώματός σου.
Ηδονή της απουσίας.
Πέος – φίδι της χαράς
μέσα σε σκοτεινές
ασπρόμαυρες φαντασιώσεις
[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ, εκδόσεις Εγνατία
σειρά ΤΡΑΜ 1980]
ΣΑΤΟΥΡΝΑΛΙΑ
(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ
ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980)
Λαθραίος χρόνος.
Λαθραία ρολόγια από το Άμστερνταμ ή το Μαρόκο
Νικητήριες κονσέρβες σκέψης. Υφαντά.
Εξημερωμένες νύχτες σε πάνε παντού
όπως τα τρένα που τρέχουν στο τέρμα
του νοήματος
των ταξιδιών με τις αποσκευές και
τις εικόνες σου στο βαγόνι.
Μετρητές όπως όλα τα δόντια στη
σάρκα.
Όπως όλα τα βγαλμένα φτερά των
αγγέλων στην καρδιά.
Οι καιροί είναι διαβολικοί και
δύσκολοι.
Το καθετί ρίχνεται πάραυτα στην
αγορά
πέφτει με πάθος στη διαστροφή του.
Μυστικές επιδημίες, οπιομανή
μυαλά
γέρνουνε σαν ιτιές στα
χαμαιτυπεία της δόσης τους.
Προαγωγοί του καθετί
αναθρώσκουν και υπερυψούνται.
Με λεπτούς επιθανάτιους σπασμούς
οργιάζουν τα σώματα πάνω σε
χαλκοπράσινα χαλιά.
Γύρω από φρεσκοσκαμένους
σκούρους καφεδί
τάφους.
ΑΦΗΝΙΑΣΜΕΝΑ ΤΡΕΝΑ ΦΕΥΓΟΥΝΕ
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΥ ΦΛΕΓΟΜΕΝΩΝ ΔΑΣΩΝ
(…ξεριζωμένα κεφάλια φοβισμένα
ζώα βγαίνοντας από τη φύση τους…)
Χλιμιντράει το πράσινο στο πάρκο.
Το μαύρο γαυγίζει στο μπαλκόνι Υδαρής
πολτός οι διαστάσεις χύνονται στην
άσφαλτο (Μυρίζει η σκέψη χαλασμένη
κονσέρβα) Ο καιρός σφυρίζοντας ρολόι
βιολογικό επιταχύνεται και φεύγει. Χιλιάδες στόματα μέσα σου εκβάλλουν εποχούμενος σε μια κοίτη που ολοένα
διασπάται. Τελειώνει όμως το φυτίλι. Καταρρέει με κρότο φωτεινή γαλάζια
τζαμαρία ο ουρανός. Πέφτει καρμανιόλα στα πιστά κεφάλια. Πέφτει έναστρη φαντασμαγορική γκιλοτίνα χωρίς δίκη.
Σπάζει τώρα το φτερό. Σπάζει το
φρένο. Γεμίζει σίδερα ο χρόνος. Γίνεται βίδες η αιωνιότητα!.. (ΩΡΟΛΛΟΓΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜ¨ΟΣ
από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη
ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ, ΤΡΑΜ 1980)
Παρασκευή,
13 Μαΐου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου