Τρίτη 26 Απριλίου 2022

ΚΙ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΥΤΟ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΖΗΤΗΣΑΜΕ…

 

(… μένει κάτι ελάχιστο που πάντα φέγγει…)

 

Καθώς το βράδυ απλώνεται

φυτρώνουν απ’ τη γη   δάση μενεξεδένια –

πού να γυρίζουμε απόψε οι δυο μας;

μήπως στη χώρα των νεκρών;

Το δειλινό ένας νόστος στη μητρική μας κοίτη,

μπορεί σε δώματα βυθών μ’ άρρωστες νύμφες.

 

Πατώντας σε υγρά χορτάρια που σκουραίνουν

άδειοι επιστρέφουμε σε κάτι μαύρο, τέλεια μαύρο,

χωρίς μαβιές ή γαλανές ή ασημένιες αποχρώσεις

ούτε φεγγάρι κι άστρα ούτε πολύχρωμους σηματοδότες,

κάτι το τέλεια σκοτεινό, μια κατακόμβη.

 

Μα να που η νύχτα κάλυψε την πόλη·

κοίμισε αισθήματα ή εντυπώσεις·

τη μνήμη νάρκωσε μα και τη σκέψη·

τώρα θα ’ρθουν τα φάσματα και θα χορέψουν

και τα κουπιά θ’ ακούγονται   μέσα στην άβυσσο να πλησιάζουν·

θα ’ναι το μαύρο, το τέλεια μαύρο   θα μας σκεπάζει…

 

Κι όμως δεν είναι το σκοτάδι αυτό

εκείνο που ζητήσαμε

η σκοτεινιά δεν είναι απόλυτη για να μας θάψει.

Μένει κάτι ελάχιστο που πάντα φέγγει

κάτι σαν άγρυπνος φανός που ερευνά τα σκότη

γυρεύοντας ψυχές που πέταξαν ή βούλιαξαν

ψυχές που τις νοστάλγησε ο άλλος κόσμος

κι αφήσανε σαρίδια πίσω τους στην άμμο

χαρτιά ή αποτσίγαρα κι άδειες κονσέρβες

που μαστιγώνουν άσπλαχνα τα κύματα του φθινοπώρου!..

[ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989 κι άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]

 


ΜΥΘΟΙ

(από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989]

 

Χρυσό και κόκκινο

πάνω απ’ τις μαύρες κορυφές

το δειλινό που ωρίμασε.

Κρύες πνοές, δένδρα ή φάσματα,

στην παγωνιά.

 

Ένα κοτσύφι

με έντονο ράμφος

ψάχνει στα χόρτα

καθώς το δάσος όλο και γίνεται

μια σπηλιά που βαθαίνει.

 

Ήρωες του παραμυθιού

ήρθαμε ως εδώ

χωμένοι σ’ αξύπνητο εφιάλτη.

Πού ’ναι το κάστρο και το θεριό;

 

Ένας αέρας

πέρασε, χάθηκε στα βουνά

κι ύστερα με απλότητα

έπεσε η νύχτα.

 

ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

 

Νύχτες του φθινοπώρου – άνεμοι μαλακοί

που ρίχνουνε σιγά – σιγά τα φύλλα

σωριάζουν κάθε ντύμα ή πρόσχημα.

Όλα σχεδόν θα μείνουνε γυμνά. Ένα ξεγύμνωμα

βασιλικό μια τελετή που προχωράει αργά μα σίγουρα

λύνοντας κίτρινους και καστανούς μανδύες.

 

Νύχτες του φθινοπώρου – που υπόσχονται τον ύπνο και τον εγκλεισμό

τους ασυνείδητους σπασμούς μες το σκοτάδι

θαμπές εικόνες της βροχής φυματικές λιακάδες

τη νάρκη του γκριζωπού πελάγους  στη νυσταγμένη συννεφιά.

 

Τώρα στο χώμα κολλημένα

μες στα βρεγμένα φρύγανα σκουλήκια

κι όλα τα βράχια της στεριάς πρασινισμένα.

Νιώθεις να είναι έτοιμος ο τάφος

ν’ ανοίγει η γη – το σκυθρωπό κιβούρι –

(μόλο που δεν ανθίζουνε κοντά οι κρόκοι)

για ένα ταξίδι μυστικό που θα σε πάει

πολύ βαθιά ως μες τον άλλο εαυτό σου

απ’ όπου ίσως και ποτέ να μην γυρίσεις.

 

Μια θλίψη απλώνεται παντού

σαν φόβος δεν είναι άνοιξη

τότε που ο θάνατος απεγνωσμένα

γεμίζει φύλλα και μπουμπούκια·

το ατέλειωτο ηλιοβασίλεμα θα μας βαραίνει

κι η σωριασμένη πλάση θα σαπίζει

θα’ ναι η ώρα της αναμονής

η ενδιάμεση στιγμή όπου ακόμα οι νεκροί

γαληνεμένοι μες τη μήτρα δεν έχουνε αποφασίσει.

 

Αύριο θα ξυπνήσουμε σ’ έναν πιο γυμνωμένο κόσμο·

κι όταν στο τέλος της ημέρας

σταθούμε ανύποπτοι μπροστά στην κόκκινη αυλαία

(και θα νεκρώνεται η μνήμη

κι η λησμονιά γύρω θ’ απλώνεται όπως η νύχτα)

θ’ ακούσουμε τον ψίθυρο της Περσεφόνης

που κατεβαίνει τα σκαλιά να βασιλέψει:

 

«Στο φως βυθίζομαι το κουρασμένο

ηλιοβασίλεμα μητρικό

πρόσωπο πετρωμένης οδύνης…»

 

… θα ’ναι μια λάμψη   λυγισμένη

που αφήνει πίσω της καθώς βαδίζει

πηγαίνοντας να κοιμηθεί

μελανιασμένους ίσκιους

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]

 

ΜΑ ΥΡΟΣ ΙΣΚΙΟΣ

(από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989]

 

Κάποια σκιά ένα βράδυ

καθώς έσερνε φύλλα ή αποτσίγαρα

ζεστός ο αέρας του Οκτωβρίου,

πέρασε απ’ την αγορά τις συνοικίες

-τ’ άρρωστα μέρη –

βγήκε σε λεωφόρο κοντινή στη θάλασσα

με οικήματα και λεύκες.

Εκεί περπάτησε ώρα πολλή στα φύκια

πλάι στην άσφαλτο

κι όταν έφτασε εδώ στην άκρια του τοπίου

έτσι ολόμαυρη, κυματιστή,   στάθηκε κι είπε:

 

«Η θάλασσα είναι φωνές πνιγμένων.

Γυναίκα που άφησε σε μιαν ακτή

πριν τόσα χρόνια ίχνη περιπάτου

ξύπνησε μέσα μου και νιώθω

με τη δική της όρχηση φωνής

φριχτά να νιαουρίζω σ’ ένα σκοτάδι σάπιο

θηρίο τυφλωμένο ταράζοντας

τον ύπνο των νεκρών που πέρασαν

μια σκυθρωπή ζωή μες στο κιβούρι

αφήνοντας κάθε φορά που σέρνεται η κραυγή   ένα απόηχο.

Κοίτα, πιστεύοντας πως είμαι κείνη,   κιόλας το σώμα μου:

βυζιά κοιλιά    οπή και μήτρα.

Τώρα θα βγει σε λίγο το φεγγάρι,   μεσ’ από βάθη κρεβατοκάμαρης,

βαμμένο το πρόσωπο γριάς εταίρας – όνειρο της Εκάτης –

υπνωτισμένη θάλασσα θα κυματίσει

παντού γεμάτη κοριτσιού άγονο αίμα

στην παραλία σέρνοντας σάπιο καλάμι

(να’ ναι απ’ το φυτό το ξύλο του;  ή κόκαλο της πεθαμένης; )

Κι εγώ θα πλάσω θηλυκό με άμμο ν’ αγαπήσω

ίδιο κορμί που δώρισε άφοβα

πάνω σε άθλια κλίνη σε μια γυναίκα – γάτα

την ηδονή την άκαρπη έρωτα – σκύλου»

 

Είπε·  κι όταν επρόβαλε ολόκληρη

και υψώθηκε αργά η σελήνη

όρμησε μες το κύμα.

Τ’ άλλο πρωί δεν ήξεραν το πτώμα που ανέσυραν εκεί

άνδρας αν είναι ή γυναίκα.

 

ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ

 

Τον άδειο δρόμο ανέβαινε στη χάση του δειλινού

μέσα σε λείψανα εξοχής απ’ την πολιτεία

την ώρα που η καμπάνα στον αέρα έσκαβε εσπερινούς καιρούς

γέρος σχεδόν. Λες και μουρμούριζαν πολλοί μαζί

ψιθύρισε λαχανιασμένος:

 

«Τυραννισμένες οπτασίες των διαβατών πριν απ’ τη νύχτα

φέρτε την περιπλάνησή σας

εδώ που βγαίνουνε αληθινές

οι τρομερές μεταμορφώσεις στου ποντικού το ρέμα

στους τόπους με τα απόβλητα που αχνίζουν

σ’ ακρογιαλιές με στοιβαγμένα φύκια

στο ξεροβόρι που χτυπά σ’ άγνωστες πόρτες

σ’ αρχαία μνήματα κιτρινισμένα

εκεί που σύρθηκε η χελώνα

και η σκολόπενδρα και η οχιά

κι ακούστηκε αδιάφορο το νυχτοπούλι

(όχι όπως σέρνεται ο άδειος εραστής

επάνω στο ακίνητο και κορεσμένο σώμα)

τα μακρινά παράθυρα γίνονται τρύπες

-βγαλμένα μάτια σε πρόσωπα ισχνά –   καθώς νυχτώνει·

άκου το χώμα καθώς πέφτει   ρυθμικά πάνω στην κάσα: 

ταφή του ήλιου    σ’ ένα βαρύ σκοτάδι.

Άραγε το φεγγάρι θα χαράξει απόψε;

Θα σύρει τα νερά βυθίζοντας στο χώμα   τα απαλά του νύχια

γεμίζοντας με μητρική σαγήνη τη λασπωμένη γη;

Θα βγει από τους κόλπους του πελάγου   καρπός

που θα τυλίξουνε σε γάζες   οι σεβαστοί σαβανωτές

να το κοιμίσουν;

 

Είναι ο Ερμής που ντύθηκε τη λυπημένη σάρκα   της Αφροδίτης

σαν το κισσό που σκέπασε το άγαλμα – το κυπαρίσσι.

Βγαίνει απ’ τα νερά   στρέφει τα πονεμένα μάτια

κοιτώντας με άφεση το πέλαγος που βράζει

και ακουμπά στα σύννεφα

(βαμβάκι ματωμένο ή μαξιλάρι   όπου κοιμήθηκε ο άρρωστος)·

χιονίζει φως, ήρεμο φως, βασανισμένο

σκεπάζοντας τη θάλασσα και τη στεριά

σκόνη απ’ τα τριμμένα κόκαλα των πεθαμένων»

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]

 

 

Ο ΕΫΠΝΟΣ

(από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989]

 

Κάνει μια ζέστη αφόρητη.

Στέκουν οι φοίνικες ακίνητοι,   όρθια ξεσκονιστήρια.

Κάτι αναδεύτηκε μες τον κισσό

(γάτα που κυνηγάει βατράχια).

Το φως του φεγγαριού

μοιάζοντας άνθρωπο που λύγισε απ’ τα χρόνια

σκύβει και πλάθει με τα χέρια του

σκιές: ξερά θροΐσματα μαύρους πευκώνες   και καλαμιές

 

Ποιος θα μιλήσει μέσα στη νύχτα

μες στη σιωπή που γέμισε τσαλακωμένα λόγια

γέμισε με σαρίδια η κάμαρα

με απορρίμματα γιορτής

τώρα που φύγαν όλοι

κι αφήσανε τη σιωπή με οίστρου απόηχους,

το λερωμένο πάτωμα τη νύχτα·

τώρα που φύγαν όλοι

φύγαν κι αφήσανε άδειο το σπίτι

πιο υπαρκτοί πέρα απ’ τον τάφο.

 

Μα να που το φεγγάρι άρχισε να μιλά

καθώς το φως του άλλαξε   κι έγινε τώρα

νάρκισσος που μετάνιωσε και ασκητεύει:

«Όχι δεν είμαι ο θάνατος·   όχι… δεν είμαι ο ύπνος·

είμαι ο Εύυπνος   που φανεώνεται

όπως ο Λάζαρος   από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας

μες στο ημίφως.

Ο ίδιος που περνά   τις νύχτες μες στους δρόμους

και σκύβει πλάι στα πεζοδρόμια

-παντζούρια βρόμικα και σχάρες υπονόμων –

κι απ’ τα παράθυρα των υπογείων

βλέπει τα πρόσωπα χλωμά μπρος στην οθόνη

(φως γκριζωπό σκουληκιασμένα έπιπλα κι άπλυτα δόντια σ’ ένα λαγούμι)

πέρ’ απ’ τον ύπνο και το θάνατο   ψάχνοντας κάτι…

 

Ψάχνοντας κάτι αρχέγονο πέρ’ απ’ τη θλίψη

πέρα από τα τεχνάσματα μα και τα πάθη

-τα πλατινένια μου μαλλιά σ’ αβυσσαλέα βάθη –

ψάχνοντας κάτι αρχέγονο πέρ’ απ’ τη τύψη:

τα ροζιασμένα κτήματα; όγκους των ελαιώνων;

μήπως τις άγριες αχλαδιές; τον ήχο της καμπάνας

σ’ άνυδρα μέρη;

Εσπερινοί της Ανακτορίας:

πάνω σε μια κουβέρτα κουρελιασμένη

στα ζεστά βότσαλα που δεν έφτασε να δροσίσει η  νύχτα

έβηχε μια σκιά σωριασμένη

και γύρω της παιδιών σιλουέτες

περιμένανε να φανώ πάνω απ’ τις ράχες.

Το πυροφάνι γύρευε τους νεκρούς, ποντισμένους,

και στο δωμάτιο

με των παιδιών τον ύπνο έσμιγε των γερόντων η μπόχα·

σε γκρεμισμένους φράχτες περιβολιών και συκιώνες

όσο διάρκεσε το σκοτάδι

πάγωνε μες τα χέρια μου ένα πουλί σκοτωμένο.

Μα το πρωί απόμεινα

καθώς ανέβαινε η μέρα και πύρωνε η λόχμη

ένα κομμάτι τσιγαρόχαρτο μετέωρο

μες στο γαλάζιο…

 

Είμαι το πρόσωπο που ένιψαν με του αμνού το αίμα – το βιτριόλι –

δεν με πλησίασαν ποτέ Ίκαρος ή Φαέθων.

Μόνο τα βήματα των διαβατών

που νευρικά μετρούν την πλήξη

το φως μου πάτησαν στο σταυροδρόμι

κι αδιάφορα τα τελευταία τρένα χάθηκαν μες στην τρύπα

ύστερα φτάσαν στο σταθμό

που πρόβαλε για μια στιγμή

σαν όραμα

θάμβος ανάμεσα σε δυο σκοτάδια.

 

Τώρα το πάρκο υπόσχεται νύξεις του δάσους.

Βρέχει χωρίς ειρμό· νεροποντή καλοκαιριού

με διαλείμματα ψιχάλας   ή διαλείμματα φωτοχυσίας

μεσ’ από νέφη κολλημένα πάνω στη λάμψη του φανοστάτη.

 

Όμως ξαστέρωσε, πια δεν αστράφτει στα προάστια.

μπορώ ελεύθερα και σε υφαίνω

άυλη σκόνη φτενή ομίχλη εξαγνισμένο φως

λέπρα που σκέπασε τη θάλασσα

κι ύστερα απλώθηκε μες στα λιμάνια

στ’ άδεια μουράγια κάτι αναβόσβησε·

είναι η Εκάτη;

 

Μητέρα τρίμορφη,

την ποθητή σκιά φέξε να τηνε βρούμε·

στα πλοία που χάθηκαν στους νυχτωμένους κάβους

στο νυχτοφύλακα και στο στρατιώτη,

που τέλειωσαν τη βάρδια τους

κι ανοίγουν βήμα για ένα άχαρο κρεβάτι,

ή και στ’ αγρίμια της σκεπής,

την κουκουβάγια τον ασβό και τη νυφίτσα,

φέξε.

Τέλος δυνάμωσε και τις λιγνές μου αχτίνες

πριν η αυγή φανεί

τώρα που ακόμα είμαι   (ήμουν ο Εύυπνος)

το φάντασμα

ενός που αναλήφθηκε – ταπεινωμένη ρώμη –

με κουρασμένα βήματα και τυφλωμένα μάτια

σκιάχτρο μέσα στη λάμψη»

 

ΠΕΤΡΙΝΗ ΠΟΡΠΗ

 

Μνήμη ενός πέπλου, άδειου χιτώνα

ζωντανεμένου απ’ τον αέρα·

κενό κινούμενο κρύβει η κουρτίνα

σ’ ένα παράθυρο μες την ομίχλη

 

το δωρικό, άσπρο φεγγάρι.

πάνω από θάλασσα τρικυμισμένη,

κομψά γερμένο στέφει τη νύχτα,

πέτρινη πόρπη. Άκου το πέρασμα

 

το φτερωτό πώς πλαταγίζει

κάτι αθέατο που αργοπέταξε,

πλάσμα του ανέμου. Κι ύστερα του ύπνου

άυλα όνειρα που δεν αρκούνε

 

για να γεμίσουν (άντρα;  γυναίκα; )

κούφιο εκμαγείο. Μέσα στο χάραμα

δεν απομένει από ουράνια

κι άφαντα αστέρια τίποτα άλλο·

 

κάτι ανέγγιχτο ή μαγεμένο,

σμάλτινο δέρμα της Βερενίκης,

ρούχα εβένινα ίδια σκοτάδι

και για στολίδια φτωχά κοχύλια

 

μας πλησιάζει· κι όταν οι αυλαίες

μες στην κατάνυξη υποχωρήσουν

πιο γυμνωμένη κι από ένα στήθος

ένσαρκη αγγίζουμε την Απουσία

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]

 

Ο Στρατής Πασχάλης ανήκει στη γενιά των ποιητών που άρχισαν να εμφανίζονται από τα τέλη της δεκαετίας του '70. Πρώτο του βιβλίο η ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ, το 1977, καθαρή ποίηση μέσα σε καιρούς έντονης πεζολογίας και πολιτικοποίησης. Έκτοτε δημοσίευσε άλλα οκτώ ποιητικά βιβλία, ανάμεσά τους τα πιο ώριμα: ΑΝΑΣΚΑΦΗ (1984), ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ (1991), ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ (1994), η μεγάλη ποιητική σύνθεση ΜΙΧΑΗΛ (1996), η ΚΩΜΩΔΙΑ (1998), το ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΔΑΣΗ (2002) και η τελευταία του συλλογή ΕΠΟΧΗ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ (20080, βραβείο ποίησης περιοδικού "Διαβάζω" 2009). Το 2002 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική ως τότε έκδοση: ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ: ποιήματα 1977-2002. Η έκφρασή του χαρακτηρίζεται από μουσικότητα, έντονη μεταφυσική ανησυχία, μυστικιστική υποβολή αλλά και από αμεσότητα και εμμονή στο γνήσιο και το συγκεκριμένο.

Τρίτη, 26 Απριλίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ…

  (… θε μου τι απέραντο παντού   και   τι βάθος γκρεμός το απέξω…   - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ) (… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ