Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙ ΠΙΑ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ…

 

(… φοράει στο πρόσωπο μια κάλτσα… σε σπίτι που μπέρδεψε το χρόνο του…)

Ο άγγελος μου είναι λυπημένος.

Δεν έχει σάρκα, δεν ποθεί,   καίγεται , μα δε λιώνει.

Όταν ακούει τη λέξη «σ’ αγαπώ»

χαϊδεύει την πληγή ανάμεσα στα πόδια του    και κλαίει .

 

Δεν ξέρω γιατί ο άγγελος μου είναι λυπημένος.

Σκεπάζει όλη μέρα τους καθρέφτες με σεντόνια

και παίζει σκάκι με πιόνια από πάγο.

 

Ο άγγελός μου ζει σε χώρα παγωμένη.

Όταν βήχει,   φτύνει αίμα στις παλάμες.

Το αίμα του αγγέλου μου   είναι από χιόνι,

ζει σε φιλιά από χείλη πάντα ανέγγιχτα,

ζει  μες σε δάκρυα που ποτέ τους δεν κυλήσαν.

 

Ο άγγελός μου είναι παλιός.

Τις νύχτες μου με χάιδευε κρυφά.

Τα δάχτυλά του από μετάξι.

Ύστερα έγινε απουσία.   Κι αυτός.

 

Ο άγγελός μου φταίει, ξέρετε.

Που δεν αγάπησε ποτέ κανένα, εννοώ.

Θέλω να πω, ότι πάντα έμπαινε   ανάμεσα σε μένα και τους άλλους,

κι όριζε απόλυτα εκείνη την υγρή πτυχή

ανάμεσα στην επαφή και στο ανέφικτο.

 

Ο άγγελός μου θυμίζει τη μαμά μου.

Κάθε βράδυ κι αυτός   γλυκά με νανουρίζει

και μετά ξαπλώνει τρυφερά   στη ματωμένη κούνια μου.

 

«Κοιμήσου»

[Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΛΥΠΗΜΕΝΟΣ από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ με τίτλο στίχους από το ποίημα ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ που ανθολογείται παρακάτω μαζί μ’ άλλα ποιήματα από αυτή τη συλλογή που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νέα Πορεία το 2006]

 


Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006)

Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο

και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,

αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,

κι έπαιζε σε ταινίες κατασκόπων

τον ρόλο της κλειδαριάς στην πόρτα

ή του ανοιχτού παράθυρου   στη μέση μιας ερήμου.

Πολύ του άρεσαν πάντα τα καπέλα.

Η μάνα μου φορούσε όμορφα καπέλα

με ζωντανά ακέφαλα παγόνια να μαλώνουν.

Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,   κρυστάλλινος και διάφανος,

σε χίλιες δυο μεριές του ραγισμένος,

που πάντα έμπαινα στον πειρασμό

να τον ρίξω κάτω, για να σπάσει.

Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη,   στα άσπρα πάντοτε ντυμένη,

έτρωγα κέικ από μοναξιά,

σ’ ένα ετοιμόρροπο, καθόμουνα μπαλκόνι.

Ύστερα η μαμά χάθηκε μες τον καθρέφτη,

ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε,

ο αδελφός μου παντρεύτηκε τη Νύχτα

και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα.

Κι από όλη την οικογένεια μου,

απόμεινε μόνο ένα άλμπουμ με σκιές

να κυνηγούν ατέρμονα η μια την άλλη μες στη νύχτα.

 

ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Είναι παλιός    αυτός ο πόνος.

Φοράει στο πρόσωπο μια κάλτσα.

Είναι ξύλινος μπουφές   σκεπασμένος με σεντόνι

σε σπίτι που μπέρδεψε το χρόνο του.

Είναι ποίημα   που χάνει πια τις λέξεις του.

 

ΜΑΜΑ ΑΠΟ ΖΥΜΑΡΙ

Η μαμά μου ήταν μαλακή.

Βούλιαζα μέσα και χανόμουν.

Με χάιδευε στο μέτωπο.

Μύριζε γάλα και μαλακή βροχή.

Όταν κοιμάμαι μέσα σου,

αλλάζεις και φουσκώνεις

κι εγώ πάλι παιδί,   βάζω το δάχτυλο στο στόμα

και σφίγγω το πάνινο αρκουδάκι μου.

 

ΟΤΑΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

Όταν μπαίνεις μέσα μου,

το πάπλωμα γεμίζει ρύζι και γαλάζια αυγά.

Μα την ίδια στιγμή,   μια πόρτα με θόρυβο ανοίγει,

σε κρύο διάδρομο,   σε άδειο σπίτι.

 

Στην οδό Αγίου Δημητρίου,

ένα κοριτσάκι μου γνέφει λυπημένα.

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ, Νέα Πορεία 2006]

 

ΤΟ ΧΑΡΤΙΝΟ ΦΙΛΙ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006)

Με χάρτινα χείλη φιλάει ο Ποιητής

με χάρτινα δάχτυλα αγγίζει.

Όταν όμως ερωτεύεται,

πηχτή και κόκκινη η καρδιά του

κυλιέται ζωντανή στο χιόνι.

 

Ο ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Αγριόχηνες στα βλέφαρά σου.

Αθόρυβα στοιβάζεται το χιόνι.

Ανέφελα κοιμάσαι   κι ονειρεύεσαι.

 

Ένα φιλί να σε ξυπνήσει!..

 

ΡΟΤΟΝΤΑ

Ροτόντα.

Μεσημέρι προς βράδυ.

Ψιχαλίζει μικρά πουλιά.

Δεν μ’ αγγίζεις.

 

Είσαι ολόκληρος μέσα μου.

 

ΗΤΑΝ

Χώμα ήταν.

Κορμί.

Τυφλά χείλη,   βουβά δάχτυλα.

Και δεν ήταν.

Λέξεις ήταν.   Σπίθες.

Άβυσσος ήταν.

Χαρακιά.

Ανάγκη ήταν.   Παιδική.

Μια κούκλα πάνινη   και λίγο ξεφτισμένη.

Ένωση ήταν.   Νερού.

Έρωτας ήταν.   Ακαριαίος.

Αγάπη ήταν.   Μοναχική.

Φιλί ήταν.

Άλικο νούφαρο   σε μιαν ακύμαντη λίμνη.

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ, Νέα Πορεία 2006]

 

ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006)

          -Ι-

Στην αρχή συνέβαινε μονάχα στα όνειρα.

Κάποιος άνοιγε την πόρτα του κορμιού της

και γλιστρούσε μέσα του.

Ποτέ δεν του παραχωρούσε από μόνη της

το κλειδί της μυστικής κρύπτης.

Όμως αυτός το ανακάλυπτε,

μια ελιά στον αριστερός της ώμο

ή ένα μικρό δελφίνι κάτω από τον ομφαλό

          -ΙΙ

Στην αρχή συνέβαινε μόνο στα όνειρα.

Ύστερα συνέβαινε γενικά.

Αυτός τη συναντούσε,   κάτω από τα δένδρα το σούρουπο,

ή όταν κεντούσε στο μπαλκόνι της.

Δεν πάλευε ποτέ, δεν του αντιστεκόταν.

Τη γοήτευε που γνώριζε τόσο το κορμί της.

Αναρωτιόταν πόσο παλιά ήταν η γνώση του.

Αναρωτιόταν αν την αγαπούσε.

        -ΙΙΙ-

Βαθιά μες τα κύματα   με τα μαλλιά λυτά

και τότε αυτός,   μόνο κοίταζε,    μαύρα,

μαύρη νύχτα τα μάτια του

κι αυτή χωρίς

κι αυτός την κοίταζε   κι ύστερα την άγγιζε

εισχωρούσε,   εμβάθυνε,

διαπερνούσε,   έπαιζε,

χωρίς   ναι

τότε   τώρα   ξανά   πάλι

πόνος   βαθιά

πάνω στα κύματα χόρευε

κι ο πόνος βάθαινε

          -IV-

Ύστερα έπαψε να συμβαίνει.

Ξαφνικά σαν βαμβάκι που σκίζεται

Αυτή τον περίμενε.

Άναβε κεριά.

Φορούσε φορέματα δαντελωτά

και δειπνούσε μόνη της τα βράδια.

          -V-

Αυτός δεν ξανάρθε.

Τότε αυτή άρχισε να γράφει.

Ξανά και ξανά.

Το ίδιο πάντοτε βιβλίο.

Γι’ αυτό τον άνδρα που ποτέ δεν γνώρισε.

          -VΙ-

Στο βιβλίο αυτό μικροί άσπροι κύκνοι

κυκλοφορούν στις φράουλες,

οι εραστές φορούνε πάντα μάσκα,

στο τέλος χαμογελούν λίγο θλιμμένα

κάνουν δυο βήματα

και πέφτουν στο γκρεμό.

          -VΙΙ-

Ποτέ της δεν κατάφερε το τέλος του.

Το έλος του την κράτησε δικό του.

Ύστερα από καιρό είπαν πως χάθηκε,

πως τριγυρνούσε σε παλιές φωτογραφίες

με άσπρα φορέματα χόρευε στους βάλτους

και κάποιοι την είδαν συντροφιά με μιαν αρκούδα

να χάνεται στο δρόμο δίχως τέλος.

          -VΙΙΙ-

Κι ο άνδρας; Υπήρξε;

Ή ήταν μόνο μια αφορμή,

Μικρού θανάτου πρόβα   σε θίασο επαρχίας;

 

ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΣΥΝΝΕΦΟ

 συννεφένια  χάθηκε  γυναίκα  

στεγνώσαν από δάκρυα τα μάτια σου

αλλότριος τρόμος να σε παραστέκει

και να προσμένεις πλέον τι – Κώστας Ριζάκης: Η έκρηξη του Ποιήματος)

Μια φορά   συννεφένια ήταν η γυναίκα,

κι έναν καιρό,   βρόχινη ήταν, θαμπή,

δεν έκλαιγε, βούλιαζε  

κι όταν τρόμαζε,   έλιωνε όπως η ζάχαρη στο τσάι.

Όταν χόρευε,

φορούσε εκκωφαντικά κόκκινα παπούτσια,

σκαρφάλωνε στις παπαρούνες,   εγκυμονούσε μέλι.

Ύστερα δεν έζησε καλά.

Ούτε καλύτερα.

Δεν έζησε.

Γυναίκα ήταν τάχα ή σύννεφο   ή άδεια βάρκα σε τυφλό ποτάμι;

Γυναίκα ήταν.   Παλιά.

Ώσπου ένα βράδυ:

-Μαμά, γιατί χτυπάει η βροχή στο τζάμι;

 

ΑΝΔΡΑΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ

Κόκκινος από αίμα,   πορφυρός σαν επιθυμία,

γυαλιστερός σαν παραίτηση,

σκίζεται αθόρυβα όπως η καρδιά,

βαθαίνει όταν τον φορώ,

κυματίζει όταν ψιθυρίζω,

γίνεται κόκκινο ρούμι,   φωνή

ιπτάμενο  μεταξωτό χαλί θάνατος

να με παίρνει για πάντα μακριά.

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ, Νέα Πορεία 2006]

 

ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΞΑΦΝΙΚΑ ΚΑΙ ΜΑΓΙΚΑ Η ΣΑΡΚΑ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΠΟΙΗΜΑ…

(… καλύτερα γλυκόπικρο,  σαν επαφή που έμεινε ανέπαφη,  σαν όνειρο που έπαψε να ονειρεύεται…)

Πρώτα την ύλη, αρχέγονη.   Φωτιά, νερό, αέρα, χώμα.    Ύστερα κορμί, όχι όμως οποιοδήποτε.   Προσοχή στον πόνο.   Ένα κουταλάκι την ημέρα αρκεί.   Αλάτι ας έχει άφθονο,   ας γίνει αλυκή από χρόνο νεκρό.   Πολύ πικρό δεν πρέπει να ’ναι,   ούτε όμως και πολύ ζαχαρωμένο   από σιρόπι ψευδαισθήσεων.   Καλύτερα γλυκόπικρο,   σαν επαφή που έμεινε ανέπαφη,   σαν όνειρο που έπαψε να ονειρεύεται,   σαν ένα κορμί που αστραπιαία   συνάντησες σε ξέστρωτο κρεβάτι,   ενώ το μόνο που ήθελες   ήταν το χάδι στα μαλλιά.   Ύστερα το καίμε  σε δυνατή φωτιά,   ενώ συγχρόνως, προσποιούμαστε πως ζούμε,   (στο μεταξύ η ψυχή είναι ακόμα ζωντανή   και σπαρταράει στο βραστό νερό)   και κάπου σ’ ένα σύμπαν μακρινό   ένα μικρό παιδί   κοιτάζει έξω από το τζάμι τις νιφάδες   που το χωρίζουν απ’ τον κόσμο.   Και τότε ξαφνικά και μαγικά,   η σάρκα μετατρέπεται σε Ποίημα!..[ΑΛΧΗΜΕΙΑ από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ, Νέα Πορεία 2006]

Δευτέρα, 18 Απριλίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ