(…όμως το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος…)
Και τότε
όλα είναι αχνός:
Μήτε τα
πλήκτρα να χτυπούν μήτε οι φωνές να
γδέρνουν.
Σηκώνεται
το μάνταλο του νου του
μπαίνουν οι
σκοτωμένοι με σκοινιά και με τα δίκοχα·
κι οι
κέρινες γυναίκες που δεν πρόφτασε –
όσες
γελάσαν τον καιρό κι αυτές που
επιάστηκαν·
οι
πεθαμένοι γράφουν με το χέρι του.
Η Ελένη
μόνο τραγουδά και σταυροσημειώνει
βγαίνει το
βράδυ – βράδυ στα τουρκομνήματα –
πέφτει σε
δημοσιά·
κι ανθούν
κορίτσια βγάζουν φτερά και χάνονται με νύχια πορφυρά
στη σκόνη
αυτής της χάρτινης πατρίδας·
φωνάζουνε
«Τηλέφωνο»
Κρύβει τους
πεθαμένους:
Ανοίξαν οι
φωνές χτυπούν τα πλήκτρα
χτυπούν των
ζωντανών τα δόντια.
Θάνατος
πνέει· και κρυώνουν!..
Παραλογή
Λιγνό
κορίτσι ξενυχτά κι ο φαρμακοποιός
διανυκτερεύει
Μα ποιος
γυρίζει στο μυαλό μου το μαχαίρι;
Λιγνό
κορίτσι ξενυχτά τον φαρμακοποιό
που
διανυκτερεύει
(ΚΗΠΟΣ και
ΠΑΡΑΛΟΓΗ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή
του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985 - εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση ΒΡΑΧΝΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ποιήματα και Κριτικά Κείμενα 1981-1987,
εκδόσεις Μελάνι 2018 )
ΟΙ ΤΟΥΡΚΑΛΕΣ
(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985)
Να ’ναι σκοτάδι πίσσα.
Να πέφτει χιόνι πίσω μου
κι ο λύκος ο βοριάς
να γδέρνει στέγες!..
Να βγαίνουν απ’ τη νύχτα με σπαθιά αναστημένοι εύζωνοι·
στ’ άλογα τ’ άσπρα.
Τούρκοι να τρέχουν να κρυφτούν.
Κι ο γέρος ν’ αφουγκράζεται· βογκούσε,
«οι γκαστρωμένες». Το
κρίμα ξύπνησε.
Ανοιχτό του πηγαδιού το στόμα
κι έβγαιναν ολονύχτα οι Τουρκάλες –
χτυπούσε η κάμα χαμηλά, απ’ την κοιλιά να μπαίνει ο
θάνατος.
Μετά λυπήθηκε ο βοριάς.
Εσήκωσε τη στέγη να
μαρμαρώσει ο γέρος με το βόγκο
το αίμα να γυρίσει στο πηγάδι·
με χιόνι και βοριά να φέξει ο τόπος
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Μες στου νεκρού το μάτι
κοιμούνται δένδρα και πουλιά
Βγαίνουν με το φεγγάρι
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια·
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούν οι κολασμένες , βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.
Μα οι μάνες που μαραίνονται
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.
[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου
ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985]
ΠΡΩΤΗ ΒΡΟΧΗ ή
ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΣ
(από τη συλλογή του Χρήστου
Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985)
Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους
και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια
γλιστρούν στ’ άδειο πλακόστρωτο οι ίσκιοι
βρεμένοι ως το κόκαλο. Επιστρέφουν.
Τρυπώνουν στα ραγίσματα των τοίχων
ύστερα στα θεμέλια κατεβαίνουν·
βυθίζονται στου κόκορα το αίμα.
Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους
και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια
έρχονται πίσω των σπιτιών οι πεθαμένοι·
σε γνώριμους βυθούς να ξεχειμάσουν.
ΟΠΟΥ ΣΤΑ 1923 Ο ΕΠΙΚΗΡΥΓΜΕΝΟΣ ΘΩΜΑΣ ΓΚΑΝΤΑΡΑΣ, Ο
ΛΗΣΤΗΣ, ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΝΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΘΕΙ
Ο φωτογράφος των Τρικάλων Α. Μάνθος
έπαιρνε νύχτα τα στενά για το Βαρούσι.
Τους γάμους θα σκεφτόταν ως το σπίτι του
και τους θανάτους, που εκράτησε για πάντα.
Μα πιο πολύ στο βράδυ εγυρνούσε του Αυγούστου
που πόρτες έκλεισε βαριά, έλυσε τα σκυλιά
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε
για τον δίκαιο ύπνο.
Δεν άκουσε σκυλί, πόρτα να τρίζει·
κι απ’ τον φεγγίτη της σκεπής
τον είδε που γλιστρούσε –
άγγελος με τα δόντια στο μαχαίρι.
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ MODIGLIANI ΣΕ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΗΣ 14 ΙΟΥΛΙΟΥ 1985
Τα μάτια σου θα σβήσει η κιμωλία ή κάρβουνο –
ό,τι βρεθεί μπροστά
του.
Θα ανυψωθείς με χάρη αερόστατου
για ν’ ανταμώσεις τ’ άλλα ουράνια πλοία με τα πανιά τα μαύρα!..
Και τα λεία μαλλιά
σου με το κόκκινο της βάτου ένα θα
γίνουν –
φίδι και τ’ αυγά του.
Το χέρι που θα βάλει την τελεία
βγαίνει σφιχτά κρατώντας την ομπρέλα
που αρπάζεις και πηδάς έξω απ’ το χρόνο
εδώ που είμαι εγώ και σ’ αμπαρώνω·
και μέσα από σωλήνες κι από φίλτρα
στη σκοτεινή σε σπρώχνω πάλι μήτρα
που θα γεννήσει θάνατο και τρέλα.
[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ
ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985]
Ο ΕΝΑΤΟΣ
(από τη συλλογή του Χρήστου
Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985)
Την κρύπτη μου αφήνω αυτή τη νύχτα.
Κι αν στο ταξίδι βγεις το φτάσιμο άδικο.
Δίκοχα τρύπια κι αποφόρια
τάφων θα ’ναι ο δρόμος
και σπίτια τούρκικα που σκέπασε το ρύζι –
αέρας σιγανός να τρώει τις πόρτες
και φυλλοβόλος μπέης να ξυπνά·
εσκόρπισα αν τρίζει τ’ όνομά μου.
Την κρύπτη μου αφήνω· φτάσιμο άδικο;
Ο πληγωμέμος πού και πού τα λεπια του.
Νεκρούς διαδρόμους τώρα κατεβαίνω.
Τυφλά ποντίκια μπόχα υπακοής κι απαρνημένοι.
Απλώνουν τ’ άσπρο χέρι τους και κλαίνε:
«Βλέπεις; Δεν είναι χέρι είναι ρολόι».
Αυτό δεν είναι χάραμα είναι τρόμος.
Ούτε βαρκούλα ούτε φτερά –
με τη φωτιά θα βγω τρελό αγρίμι.
Έτσι να πάω. Σαν ένατος.
Σ’ ενέδρα.
ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΕΝΘΙΜΟ ΣΚΥΛΙ ΣΤΟΝ ΣΑΠΙΟ ΦΡΑΧΤΗ…
(…κι οι πεθαμένοι
ακούν· και περιμένουν…)
Χιόνι σεντόνι τρυφερό για
του φιδιού τον ύπνο. Χιόνι και πένθιμο σκυλί βραχνός
προφήτης. Με νύχια παγωμένα ο λύκος
κρύβεται. Με φόβο οι ζωντανοί την πόρτα
κλείνουν. Κοιτάς απ’ το παράθυρο:
Καπνίζουν τα πηγάδια. Χιόνι· κι άναψαν
τη φωτιά στον κάτω κόσμο. Ο κυνηγός στο
πέρασμα το σπίρτο πίνει. Τον λύκο, που
εχύμηξε πίσω του, δεν τον βλέπει. Με
κόκκινο εμάζεψαν το αίμα. Άλλοι είπαν
τον είδαν νεκρό στο Βίτσι· άλλοι ζωντανό
στην Τασκένδη. Ο πατέρας ενθύμιο λύπης. Δεν θέλουν να θυμούνται πώς ανοίγει η πόρτ στο υπόγειο, η γδαρμένη. Το κούφιο δόντι τους. Αυτό με το
φαρμάκι. Αυτά που φύγαν, αίματα. Αυτά που ήρθαν, χιόνι. Αυτά που φύγαν αίματα ήρθαν χιόνι. Άλογα μαύρα στο σκοτάδι. Ως τη συντέλεια της μνήμης!.. [ΗΜΕΡΟΣ ΥΠΝΟΣ και ΣΗΜΕΙΑ και ΠΕΡΑΤΑ από τη συλλογή του Χρήστου
Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985]
Παρασκευή,
15 Απριλίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου