(… ω ζωή κομμένη στη μέση και ω
νεότητα τραυματισμένη…)
Άθλιος καιρός στη φοβερή πατρίδα μου
και λίβας ανελέητος σκληρός του Ιουλίου!..
Την πεθαμένη ταξιδεύαμε τη μάνα μας
με το βαγόνι της γραμμής
κόσμος πολύς μέσα στο διάδρομο και η αποθήκη του γεμάτη με μπαούλα, οικοσκευές,
και ανάμεσά τους, στα ψηλά, το φέρετρό της
έτσι καθώς πηγαίναμε παλιά κουτί, στων συγγενών μας, με κούκλες, τα
παιδιά.
Το κοιμητήριο ήσυχο, όταν εφτάσαμε μετά,
της φοβερής πατρίδας μου,
και πρόσχαροι οι συμπατριώτες μας και γελαστοί τους όλοι στις φωτογραφίες τους επάνω στους σταυρούς
σε νεόκτιστες ανάμεσα βεράντες καθισμένοι κι ορτανσίες
ενώ φυσούσε θάνατος στη μάντρα, ο ήλιος του σπιτιού
κι ένα κομμάτι από σώμα ερπετού
μυρμήγκια το τραβούσαν στη φωλιά, μυρμήγκια το τραβούσαν…
Ο Βιβάλντι κάποτε μικρά έφερνε, κοριτσάκια στο σαλόνι
(σταθήκαμε για μια στιγμή όλοι μαζί θυμούμενοι και πάλι)
με κρινολίνα στις μαργαρίτες
χόρευαν,
και χωράφια της παιδικής ευφροσύνης
με σύννεφα και χιλιάδες αρκαδίες, ο Μπρέγκελ, και ζώα,
και ανάμεσά τους μιαν αγελάδα ειρηνική
να περνά το σούρουπο μόνη με τους μαστούς της δυο λαμπρές φωτοφόρες
των εκατό κηρίων η καθεμία, και κότες και λίμνες,
και σκάφες πλυσίματος με χοντρές χωρικές έφερνε…
«Εκείνη που κατέβηκε στον ποταμό με
το λευκό χιτώνα της να βαπτισθεί
έχει τα πόδια της γυμνά κι έχει λαιμό για σφάξιμο –
τα παιδάκια τραγουδούσαν με τα μαντολίνα –
αγόρια τρέχουν ανυποψίαστα να
πιάσουν στα νερά το σταυρό
χρυσίζει σαν ψάρι το κράμα στην κοίτη,
ήρθα να σε πάρω , της λέει εκείνος ο άγνωστος,
μα είναι τα μάτια μου μπλε όπως ο ουρανός κι όπως αυτός δεν βλέπουν,
οι φωνές από τους αίνους λάμψη στο μεσημέρι
και ο προδότης έχει ανήσυχο το μάτι
τις κρύες φακές του στο χάνι, τρώγοντας, της οσίας,
οι φλαμουριές έξω τον συντροφεύουν
και τρέμουν οι λεύκες σαν το κορμί του»
Δύσκαμπτη πατρίδα, σικελική!..
Βατομουριές σκονισμένες και σχοίνα που τα παντελόνια τραβολογούν!..
Συναλλαγές, ψευτιές, ενώ ο «Πάντσο» ιδού
στην ταινία του υπαίθρου
να «χτυπήσει» το Νότο, λέει, το
βράδυ κατεβαίνει
σέρνει μαζί του τομάρια από εκείνα που τα ’χουν οι πόρνες σαν αδελφάκια
τους
κι έχουν οι ίδιοι το πιστόλι για παιχνίδι,
χαροτρομάζουν ακόμη και αυτόν τον πατέρα τους,
τραυματίζουν τη μάνα τους για επίδειξη
και κάνουν το γειτονόπουλό τους να
τρέχει σαν το κοκόρι,
βρωμάνε τα χνότα της πιοτό,
από αυγουστιάτικους κάμπους που καίνε το άχυρο
κι από μικρά φιλέρημα μέσα νεκροταφεία περνούν.
Μια φωνή μου φώναξε χθες στον ύπνο
«έλα να δεις τα στέκια σου που
έτρεξες – μου έλεγε – παιδί»,
«εγώ δεν ημπορώ να δω τα στέκια μου
γιατί είναι η καρδιά μου κάρβουνο», της απαντούσα,
«έλα να δεις τα πρώτα σου τα χρόνια
και τις πηγές τις δροσερές, έλα», μου ξανάλεγε η φωνή!..
Έναν τόπο ζητούσα όπου ο αρτοποιός θα κάνει το ψωμί
όπως τότε που ο φούρνος μύριζε τη νύχτα,
τα ρούχα θα πλένονται στον κήπο με
όλες τις ατέλειες που αφήνει το χέρι και
ο τεχνίτης του σίδερου
θα λιώνει το μέταλλο με πρωτόγονους τρόπους –
του γύρεψα έναν αναπτήρα αυτοσχέδιο για ενθύμιο,
έψαξε - «πάρε – μου είπε –
αυτόν μπορεί και να τον έχει φτιάξει ο
θείος σου,
δούλευε κάποτε εδώ, πέθανε και δεν τον γνώρισες»,
τα απαιτούμενα του έβαλε, τον άναψε,
το πρόσωπό του μέσα στις τσακμακιές
έπαιξε, φωτίστηκε,
όπως άστραφτε, μικροί, τον Οκτώβριο,
πριν αρχίσουμε, δωδεκαετείς το σχολείο.
Ω πατρίδα, αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης!..
Ω ζωή κομμένη στη μέση,
και ω νεότητα από τότε, τέλος, τραυματισμένη
σαν ένα κοριτσάκι με το καλό του φόρεμα
που ισορροπούσε πάνω στην εγκαταλειμμένη
γραμμή του τρένου, ισορροπούσε…
[Η ΦΟΒΕΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ από τη συλλογή
του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998 - από την επιλογή του ιδίου στη συγκεντρωτική
έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του 1968-2010, εκδόσεις Κέδρος 2014 κι άλλα ποιήματα από
την ίδια συλλογή:
2. ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ 1
3. ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΕΝ ΕΟΡΤΗ
4. ΑΛΚΗΣΤΙΣ και
5. ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ Ε.Π ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ 2 και 3
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ 1
(από τη συλλογή του Γιώργου
Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998)
Στης πολιτείας χρόνια τα μέρη τούτα γυρνώντας
και κάθε φτάνοντας το βράδυ
τα μέσα μου κλείνοντας, Δημήτριε, προς τη λύπη
ολόκληρη στους δρόμους η ζωή μου μαράθηκε,
ενώ στη μακρινή τη γενέτειρα έτσι καθώς ο καιρός
τα πάντα συγχέοντας περνούσε ή συναιρώντας,
περίεργα όπως ο καπνός σύννεφα
στα σπηλαιώδη φτιάχνοντας σπλάχνα
του γέρου
σε μια καρέκλα βήμα το βήμα στηριζόμενος
είτε βρίζοντας τα φριχτά πιτσιρίκια
που λοιδορούσαν τον ανήμπορο.
ο απώτερος πρόγονός μου
από τα καφενεία πορευότανε προς το σπίτι
τη μοίρα οικτίροντας με λόγια βαριά
είτε μεσ’ απ’ την ήττα ωραία γλυκαίνοντας άλλοτε, το θηρίο,
αξύριστος με μπλούζα παράταιρη δανεικιά
σερνόταν στις άκρες,
ο νυν συνταξιούχος σερνότανε τώρα της ρώμης.
Ωμ πού είναι, Δημήτριε, πια η καρδιά μας
αυτή η πάλαι ποτέ ακταιωρός σε βάρδια τρικυμίας,
πού είναι η ψυχή μας
αυτή η θάλασσα η πάλαι ποτέ φουρτουνιασμένη
με τη βάρκα σπασμένη στην άκρη
και το ελικόπτερο με τον στρατηγό
μυστικά, πάνω απ’ το ναυάγιο, μέσα
κάποτε σε ρώτησα, πού είναι,
ή μήπως δεν ήξερες, μιλώντας σου για μένα,
ότι η δύναμή μου εδώ κι εκεί, σου φώναξα, σπαταλιόταν
νομίζοντας πως κάτι κάνει
σαν ένα σκυλί στη χλαλοή του σταθμού
που γαβγίζει μονάχο το τρένο
ή ότι τέλος κυνηγώντας κι εγώ, πιστεύοντας, το απόλυτο
έμενα πάντα όπως ένα παιδάκι μέσα στην πλατεία
που ζητούσε από τη μάνα του
το ακριβό, κλαίγοντας, της ζητούσε.
Μήπως ακόμη ότι ένα αγγείο σπασμένο δεν γνώριζες
το μέσα του στήθους μου ήταν
που βρέθηκε ξάφνου απόγευμα
σε αγρόκτημα έρημο προς πώληση σε παραλιακό
όπου η θεριστική στην άκρη του το αμέλησε
στ’ αγκάθια η μηχανή
ή μήπως ότι ενώ οι άλλοι
τους ανήξερους τάχα προσποιούνταν
εγώ ήμουν που τον ύπνο τους, δεν το κατάλαβες, πυρπολούσα,
τον αμέτοχο υποδυόμενος
όπως ο σαμποτέρ, στη συνέχεια, σε παραλίες εχθρού
ή όπως αυτός ακριβώς στη γέφυρα του
ποταμιού όπου μένει
και κάτω απ’ τη γραμμής τα μαύρα ξύλα
βλέπει όπως γυρίζουν αδιάφορος
στην κοιλιά μιας θωρηκτής ντίζελ
των σφονδύλων στα μηχανέλαια
ρυθμικά τα σιδερένια τα μπράτσα
βλέπει, σου είπα, όπως γυρίζουν,
είτε τι να ήσουν, σου φώναξα και πάλι, τι να ήσουν,
απορώντας για σένα.
Μήπως σε θαλάμους, εγκλωβισμένη, καρδιάς
η θλίψη μας μπροστά στη βιτρίνα όπου αμέριμνους, παλαιά,
ο χάρτινος, επί παραδείγματι, γελούσε ο κυνηγός
ενώ αλεπούδες δίπλα του, σε αφάνες, βαλσαμωμένες
και για κάθε περίπτωση φόνου τα ανάλογα πουλιά
στων φυσιγγίων ζωγραφισμένα, έστεκαν, τα κουτιά;
Η έκπληξη ακόμη η μεγάλη
όπως σε δρόμο άγονο όπου λίγο πριν απ’ το τέλος του
βρίσκεις μια λίρα και αμέσως παρακάτω άλλη μια λίρα
και ξάφνου τον χτενίζεις απ’ την αρχή
και βρίσκεις όλο το παρελθόν
και τη ζωή σου τότε ολόκληρη βρίσκεις;
Η έκρηξη η άσκοπη της στιγμής
όπως αυλή κλεισμένου σχολείου
όπου η φωνή σου πετάγεται σαν κροτίδα
που άγνωστο στο παράθυρο την έριξε χέρι
ή μήπως η θάλασσα, τέλος, του εκείνης της εποχής Σαρωνικού
με τα μάτια σου δυο φώτα καϊκιού
που σβήνουν μπαίνοντας στο λιμάνι
ταυτόχρονα με τη μηχανή
τη φτώχεια για να δείξουν του σκοταδιού
μήπως πράγματι ήσουν
ώστε, έλα, ξάφνου σου μίλησα, έλα,
γιατί οι αυταπάτες μας λαμπάδες
και η αγωνία μας φεγγάρι τη νύχτα κινούμενο
σαν φακός ταξιθέτριας είναι, έλα, σου μίλησα, έλα,
και τη ζωή μου τότε κοίταξα, Δημήτριε, και πάλι,
τις μέρες μου όλες, και της εφηβείας μου την ψευδαίσθηση,
που πάντα στο βάθος μετέωρους μας άφηνε
σαν τον αετό που ενώ πώς θα χτυπήσει μετρούσε,
την τελευταία στιγμή ότι του έφυγε ανακάλυπτε,
ότι του έφυγε ανακάλυπτε το θύμα.
ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΕΝ ΕΟΡΤΗ
Σπίτια μοντέρνα ολόλευκα σπίτια μεγάλα ωραια
πλην όμως στις εξώπορτες
άλλων γυμνά τα λάστιχα άλλων χωρίς τιμόνια
με τις κουκούλες τους στραβές το υνί τους σκουριασμένο
με τα φουγάρα ερείπια τις ρόδες βουλιαγμένες
μες στη δροσιά την όμορφη του αδέσποτου του δυόσμου
στέκονται τα τρακτέρια πένθιμα των παιδικών μας χρόνων
-μες στη δροσιά την όμορφη του αδέσποτου του δυόσμου –
στέκονται τα τρακτέρια πένθιμα στην ερημιά του κόσμου
[από τη
συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]
ΑΛΚΗΣΤΙΣ
(από τη συλλογή του Γιώργου
Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998)
Άλκηστις κρυμμένο βαθιά
ριζικό και Άλκηστις μοίρα δική μου
όπου την ευτυχία ξάφνου
ένα πρωί
νομίζοντας ότι δεν
άντεχα άλλο
ιδού το πρόσωπό σου στα
χέρια μου
η βάρκα που τη βρίσκεις
στο μικρό λιμανάκι
δέκα μέρες χωρίς τον
ψαρά μέσα
και το κορμί σου ιδού λατομείο
κλειστό
όπου καθόμουν
περιμένοντας στην άκρη ν’ ακούσω την έκρηξη
μονάχος, Άλκηστις,
ανέκραξα.
Στο βάθος μου έρχεσαι,
εισχωρείς,
και τα λόγια μου όπως
πέντε ορτύκια
μέσα απ’ τα χαλάσματα
πετούν τρομαγμένα.
Τα χέρια μου πιάνεις
κι αυτά σε προσμένουν,
όπως η τροφός τα δυο παιδάκια
που τα πάει βόλτα μετά
τον πυρετό, σε προσμένουν.
Στο βάθος μου
έρχεσαι, εισχωρείς
ή στο όνειρο κάποτε που
σ’ έχασα κι έγινε ξάφνου σκηνή
περιπλανώμενου, ο ύπνος
μου, θιάσου
όπου ο αέρας έριξε το
σκηνικό
κι έμεινε μονάχα η
λάμπα θυέλλης, το σταμνί με το νερό
και το χέρι μετέωρο, με
τα σχοινιά,
που κινούσε τις
μαριονέτες, Άλκηστις, κινούσε.
Το μυαλό μου μια
θάλασσα σε νηνεμία, Άλκηστις,
που η αμφιβολία για την
αγάπη σου την ταράζει,
ένα χέρι έξω απ’ το
νερό
τελευταίο σινιάλο
ανθρώπου που πνίγεται
κι η ψυχή μου ένα
ξέφωτο την ώρα του κεραυνού
για να κοιτάζει με μάτι
που πλήττεται
ή να σου φέγγει με
σχισμήν ουρανού,
η Άλκηστις να σου
φέγγει.
Άλκηστις, αντηχείο
απείραχτου χρόνου
φωνούλες πνιχτές
πουλάκια που πέταξαν χαμηλά στην ηδονή
και χέρι που μ’ άγγιξες
και άνθισε στον ώμο τρελή
στο χάσμα του μάρμαρου
μουσμουλιά.
Είσαι το κεφάλι
αγάλματος γυναίκας αρχαϊκής,
που βρέθηκε στο χωράφι
του φτωχού γεωργού
κι εκείνος το κρύβει,
το απόγευμα, να το
βλέπει μονάχος.
Το καράβι είσαι που
ετοιμάζεται να σαλπάρει
αφού πρώτα έσπειρε το
κακό,
η νάρκη που την παίρνει
για ρολόι ο ατυχής
κι αυτή που κόβει τα
τρία από τα πέντε δάχτυλα
για να κάθεσαι να
φροντίζεις τα υπόλοιπα
όπως δυο αδελφάκια
ορφανά που το ένα το έχουμε βαφτίσει
και πάμε δώρο και στο
άλλο,
το τιμαλφές που ο
κλέφτης να σε πουλήσει δεν μπορεί
γιατί όλοι στην αγορά
ξέρουν πως είσαι δικό μου,
η φωταψία – νύχτα – της
πόλης η έκσταση η χρυσή
που απ’ τα βουνά
προσπαθώντας να την εξηγήσει
το ξεκομμένο την
κοιτάει ξαφνιασμένο τ’ αγρίμι
η αύρα όπου ταραχή – το
σώμα μου – πλήγωνε
κήπος περίφρακτος γύρω
και δρόμος του φιδιού
το σάλιο
η υποψία του άλλου στις
ρώγες σου άντρα
όταν κρυφά, Άλκηστις,
τις ρωτούσε η γλώσσα μου
όταν κρυφά τις ρωτούσε.
Ω Άλκηστις!..
Σπίτι που του αλλάζουν
κάποτε ερήμην μου κλειδαριά,
λοφίσκος ορεινού
αρχηγείου
για να ανεβαίνω να
βλέπω το απόγευμα τα κατεχόμενα να βλέπω
και ομπρέλα, τέλος, που
δεν σε έχω
όταν μονάχος διασχίζω,
όταν μονάχος διασχίζω
της ψυχής τα βουνά!..
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ Δ.Π.
ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ, 2
Αλλά και πάλι, Δημήτριε, μήπως δεν ήξερες
ότι έζησα καταστάσεις, σ’ ερωτώ, επανερχόμενος, τέτοιες
όπου κρυφά πάλευαν μέσα μου η θέληση με την πτώση
δυο ταβλαδόροι που ξέχναγαν στη μέση το τάβλι;
Ότι ο φόβος ένας δυνάστης ανέκαθεν στα βάθη μου φώλιαζε
την ψυχή μου αφήνοντας υποταγμένη
όπως κοπέλα που μεταφέρει, κρατώντας ψηλά
ενδυμασία δικαζομένου εραστού
για να μην την αγγίξουν πλήθη,
φύλακες μην την αγγίξουνε και στρατιώτες,
ή ότι κατά βάθος ο μονήρης υπήρξα, εντέλει,
ώστε στων άλλων όταν έμπαινα την καρδιά
ό,τι καλύτερο μέσα τους είχαν κρυφά το ’παιρνα κι έφευγα,
τα μάτια μου σκοτάδι γεμάτα το σώμα μου κούφιο
κι η ψυχή μου δυνατά φωτισμένη
όπως η έπαυλις, έφευγα πριν απ’ το φόνο.
Ω, να γνωρίζονται τάχα των ανθρώπων τα όνειρα, Δημήτριε,
οι άνεμοι να γνωρίζονται,
ή να είναι χαιρετισμός άραγε αυτό που κάνουν οι αστραπές
όταν στον ουρανό συναντιόνται και ύστερα μαζί σβήνουν,
αναγκάζοντάς με έτσι «έλα» να σου φωνάξω μέσα στη νύχτα,
γιατί εσύ είσαι που τεμαχίζεις
τη διάρκεια σε ηφαίστεια μηδενός
κι εγώ εκείνος που είναι ταγμένος
να παίρνει τα λόγια σου σαν προθεσμία που εκπνέει
είτε με λέξεις όπως οι σφαίρες του πιστολιού
σε απρόβλεπτη που καίγονται αφλογιστία,
με λέξεις τέτοιες, έλα, να σου μιλώ.
Αλλά και πάλι, επανέρχομαι!..
Να υπέθετες άραγε ποτέ ότι η καρδιά μου
δεν ήταν παρά το πουλί στο απέναντι κλουβί
που του ανοίγαμε και δεν έφευγε
ενώ η ψυχή μου το τόπι που σκάλωσε
στη για χρόνια, δεν ήταν, ξενοίκιαστη μάντρα;
Ότι κάτι καμένο
κρυφά για όσους με ήξεραν μύριζε μέσα μου
όπως το βεγγαλικό που έκοψε χέρι κάποτε αθώου
ή όπως η αιθάλη εκείνη παλαιά του τρένου
που τη μηχανή του δοκίμαζε προτού τα ζώα
στην προκαθορισμένη διαδρομή στο σφαγείο τα μεταφέρει;
Ότι δυο ύφαλοι σκοτεινοί
τη θάλασσα κάθε νύχτα κυβερνούσαν του ύπνου μου
για να εκπέμπω έτσι μονάχος
σαν φάρος που σκότωσαν τν φαροφύλακα
ή σαν ένα λιποτάχτης να γυρίζω την αυγή,
που ενώ απ’ όλους τους φρουρούς ξέφυγε
ξάφνου πάνω στο απρόβλεπτο ηλεκτροφόρο, έπεσε, σύρμα;
Να τα ήξερες άραγε, Δημήτριε, όλα αυτά, να τα ήξερες,
ή μήπως δεν με σκέφτηκες πράγματι και καθόλου
εμένα και τα δυο της παιδικής μου νοσταλγίας καράβια
όπου ύστερα από τριάντα ανακαλύφθηκαν χρόνια
στο βυθό μέσα ναυάγια
με λυπημένα σερβίτσια και ανώφελα πλέον,
με λυπημένα σερβίτσια
και ανώφελα πλέον, ανακαλύφθηκαν πετράδια.
[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ
ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]
ΕΝΑΣ ΑΝΕΜΟΣ ΑΠ’ ΤΟ ΠΡΩΙ
ΣΗΜΕΡΑ ΠΕΝΘΙΜΟΣ ΦΥΣΗΞΕ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ…
(… γιατί είναι η μέρα Σάββατο και πήρε έτσι βράδυ
νύχτα ήδη λοιπόν… )
… όπου το γρύλο
βγάζοντας τη ρόδα να φτιάξει την ώρα ο
άτυχος βλαστημά ή τα τραμ στων
μηχανοστασίων αραγμένα τις μάντρες τα
ψάχνουν οι οδηγοί με φανάρια και τους
χαμένους αρραβώνες του κόσμου, ω
Δημήτριε, τα ψάχνουν και βρίσκουν.
Γιατί είναι μέρα Σάββατο (όπου με τρένο περνώντας), άνδρες στα κοιμητήρια πονετικοί βουβά σπαράζουν πάνω στους τάφους για ό,τι δεν έδωσαν τότε που έπρεπε, ο έλικας του παλαιού αεροπλάνου τις πικροδάφνες του διαδρόμου κατεβαίνοντας
τρώει, ενώ ο σμηνίτης κάποτε μικροί στους θείους στις μακρινές εξοχές με την αδελφή του όταν πηγαίναν – τα
εργοτάξια σταματημένα εκεί μες στον ήλιο
κατάμαυρο το μηχάνημα της οδοστρώσεως
και οι πίσσες που είχαν οι σαύρες κολλήσει – θυμάται. Γιατί είναι η μέρα Σάββατι και ώρα τέτοια
μουντή ήταν όταν μονάχος «ω χαμένη μου νεότητα – Δημήτριε, φώναξα τότε
– η ψυχή μου με σκέψεις παράτολμες κάποτε που ξαγρυπνούσε σαν εργοστάσιο πυρομαχικών παράνομα δουλεύοντας τη νύχτα ολοφώτεινο για να μη δίνει το στόχο κι ένα σκούρο η ζωή μου μπλε του
θανάτου ίδιο μ’ αυτό στο βυθό γύρω
απ΄το χώρο του πνιγμένου που χρόνια τώρα
κοιμάται χωρίς να τον βρίσκουν οι βάρκες. Κάποτε όνειρα όρθωνα – συνέχισα - κι εγώ
αλλά συνήθως ξεχνούσα ότι όποιος,
όσο οι καιροί και αν αλλάζουν, για τέτοια πράγματα πάει, δίπλα από μετασχηματιστές και έρημες κολόνες
περνά πάντα όπου βουίζουν στ’ αυτιά του το σούρουπο ρυθμικά τα σύρματα του τηλέγραφου, ενώ όταν
φτάνει μαραμένες στην αγορά οι
ντοματιές τα φυτώρια τον
προσμένουν, και ο τελευταίος απούλητος
κόκορας με δεμένα τα πόδια στο χώμα πάρωρα το μεσημέρι τον συντροφεύει. Όλο και πιο σύντομα ύστερα – σκέφτηκα – ο
χρόνος περνούσε ίδια όπως εκείνος που
μπαίνει στα παλιά του λημέρια και πάλι
και ο άνθρωπος που του ’λεγε κάποτε σοφίες γέρος πια και μονάχος έξω απ’ του παιδιού
του το σπίτι, σκόνη το σιδεράδικό του κλειστό και το υνί στη γωνία από τον δύστροπο αφημένο, από τότε,
πελάτη. Νύχτα πάνω στη νύχτα απλωνόταν
μετά, οι φίλοι να χάνονται, και ο κακός να σε παίρνει στο τηλέφωνο σε ώρα που μόνο απελπισμένη αγάπη ή θάνατο θέλουν
να σου αναγγείουν» [απόσπασμα από την
3η ΕΠΙΣΤΟΛΗ στον Δ. Π. Παπαδίτσα στη σύλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου
ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]
Δευτέρα, 11 Απριλίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου